Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Δαμιανός Αγραβαράς, Πέτα μακριά, Πέπε

Δαμιανός Αγραβαράς, Πέτα μακριά, Πέπε


Ξεκινάς να διαβάζεις την πρώτη σελίδα του πρώτου διηγήματος, σταματάς την ανάγνωση για λίγο, ρίχνεις μια ματιά στο καλαίσθητο εξώφυλλο, στο όνομα του συγγραφέα, έπειτα στο σύντομο βιογραφικό του στο αυτί του βιβλίου και σκέφτεσαι ότι γράφει θαυμάσια όντας τόσο νέος ηλικιακά κι άλλο τόσο νέος στον χώρο της πεζογραφίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση πρωτοεμφανιζόμενου, ο Δαμιανός Αγραβαράς και η πρώτη του συγγραφική κατάθεση εδώ, με την συλλογή διηγημάτων "Πέτα μακριά, Πέπε" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Συρτάρι.

Και δεν πρόκειται για μια ακόμα συλλογή διηγημάτων ανάμεσα σε μια πληθώρα άλλων αλλά για μια συλλογή ιδιαίτερα πρωτότυπη υφολογικά και θεματολογικά, με γραφή ηλεκτρισμένη, στακάτη και έντονη εικονοποιία που αφήνει πολύ δυνατό αποτύπωμα στον αναγνώστη με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της κάθε ιστορίας ξεχωριστά αλλά και του συνόλου τους.

Ο ικανότατος και ταλαντούχος Δαμιανός Αγραβαράς είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου "Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης" του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στο αρχείο της ΕΡΤ και σε πολύ νεαρή ηλικία, το 2016, έλαβε μέρος στο πρώτο εργαστήρι Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος "Μιχάλης Κακογιάννης" ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Στην παρούσα συλλογή δημιούργησε δεκατρία -αξέχαστα- διηγήματα με ήρωες ανθρώπους και πτηνά σε εναλλασσόμενους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Κι αν τα πτηνά δεν είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες / αφηγητές στην κάθε ιστορία, παίζουν κυρίαρχο ή συμβολικό ρόλο στην εξέλιξή της. Κοινός, λοιπόν, θεματικός άξονας που συνδέει τα δεκατρία εκρηκτικά διηγήματα είναι η έννοια και η ύπαρξη ενός πτηνού που μιλάει, εκφράζεται, ασφυκτιεί, λυτρώνει και λυτρώνεται, είναι θύμα, είναι θύτης, παρηγορεί, εκδικείται και δρα λειτουργικά στην πορεία των πρωταγωνιστών.

Οι ήρωες των ιστοριών του Αγραβαρά είναι άνθρωποι στα όριά τους ή που τα έχουν ξεπεράσει, έχουν έρθει αντιμέτωποι με την υπέρβαση, είναι μόνοι και μοναχικοί, παλεύουν με τους δαίμονές τους, με τα χρόνια, με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους, με έναν έρωτα που αιωρείται ανάποδα, με έρωτες μαχαιριές με μέλι στη μνήμη, έχουν ανεκπλήρωτους πόθους, έχουν ελπίδα, βίωσαν την προδοσία, επαναστατούν, ουρλιάζουν άηχα, κλαίνε, γελούν, τραγουδούν. Πλάσματα αγγελικά καμωμένα με ένδυμα δαίμονα, ζούν στη μεγαλούπολη ή σε μια επαρχία, πενθούν, μισούν, επιθυμούν να απαλλαχθούν απ' ότι τους βαραίνει σαν σκουριασμένη ασήκωτη αλυσίδα. Είναι θύματα εαυτού, σκέψεων, υποταγών, επιταγών, προτροπών, εσωτερικών πυρκαγιών.

    Μια ηλικιωμένη γυναίκα παραδίνεται στον θάνατο από τα φονικά τσιμπήματα των πουλερικών που η ίδια συντηρούσε και τώρα γίνεται τροφή στα εκδικητικά τους ράμφη.
    'Ενας μοναχικός ηλικιωμένος άντρας ζεί σε μια παλιά μονοκατοικία -απομεινάρι άλλων καιρών- ανάμεσα σε νεόκτιστες πολυκατοικίες. Παρέα του ένα κοπάδι γάτες κι ο Πέπε, ο παπαγάλος του, που μαζί του τραγουδά καημούς και πάθη. Κι είναι ένα τραγούδισμα, κι είναι μια εικόνα που ενοχλούν τους "νοικοκυραίους" γείτονες, για να ακολουθήσει ένα πέταγμα και μια είσοδος στην πιο μέσα φυλακή.
    Δυο γυναίκες "χτυπούν" τατουάζ η καθεμιά στο μπράτσο της από ένα κολιμπρί για να τα ενώνουν σμίγοντας τα χέρια τους όπως και τη ζωή τους.
    Μια σύζυγος επαναστατεί μετά από ένα ξύπνημα του κορμιού της κι ένα χορευτικό λίκνισμα και πετά σαν χελιδόνι, αψηφώντας διαταγές και προτροπές.
    Δυο lovebirds τραγουδούν ζωή, χωρισμό και θάνατο μέσα σε μια ροζ τηλεφωνική γραμμή.
    Ένας στρουθοκάμηλος δραπετεύει από τη φυλακή του και ανοίγει τα τσακισμένα του φτερά σε ελεύθερη πτήση προς τις ρίζες του.
    Μια κίσσα κλέβει αυτό που ένας ερωτευμένος άντρας πρόοριζε να χαρίσει στο κορίτσι του εν είδει ένωσης και παντοτινής αγάπης.
    Μια γυναίκα, με άδειο κορμί - δοχείο, με τραυματισμένη ψυχή, επιθυμεί να πετάξει παρέα μ' έναν μικρό αετό και η επιθυμία της πραγματοποιείται με πτώση στο κενό.
    Ο χρόνος που δεν κερδίζεται κι ενα μαντήλι με πελαργούς σε ροζ μπλε ουρανό είναι ό,τι έχει απομείνει από μια χαρά μικρής διάρκειας.
    Μια τελευταία Τετάρτη ενός απαγορευμένου έρωτα με φόντο μνήμης τρία φτερά παγονιού.
    Μια διαφορετική επέτειος γάμου δίπλα στη λίμνη: ανάσα, τέλος κι αρχή, μ' έναν ερωδιό να απογειώνεται τρομαγμένος.
    Ένα περιστέρι συνθλίβεται στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο πένθος ενός έρωτα.
    Οχτώ κοράκια ξεφορτώνονται πτώματα θυμάτων του Μαύρου Θανάτου.

Δεκατρία διηγήματα που φλερτάρουν με το γκροτέσκο, με την άλλη πλευρά των πραγμάτων, με την παραβολή, με τη θλίψη που χτίζει απόρθητο φρούριο στην ανθρώπινη ψυχή, με το σκοτάδι και το χλωμό φως έτσι όπως τραμπαλίζονται στη διάρκεια των βίων μας, με πουλιά που έχουν ανθρώπινη λαλιά και σκοτεινά ένστικτα, που παρακολουθούν και βιώνουν χωρισμούς και γκρεμούς στο βαθύ κόκκινο και στο μαύρο της επανάστασης, σε πρωτοπρόσωπες, δευτεροπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις κινηματογραφικής ροής και αισθητικής.

Ο Αγραβαράς, με μαεστρία, νεύρο και πυρετό, φιλοτέχνησε δεκατρία έργα τέχνης - στιγμιότυπα βίων σε κομβικό σημείο. Βίων οικείων, διπλανών, σχεδόν εαυτών, κουκκίδες σε τεράστιο χάρτη τραυμάτων. Χωρίς επιτήδευση, με χρήση σκληρών ρεαλιστικών εικόνων και περιγραφών, με καλοζυγισμένη και καθαρή έκφραση, ο νεαρός συγγραφέας άνοιξε τα φτερά του με αυτό το πρωτόλειο εξαιρετικό έργο του -ένα κόκκινο ρόδι σπασμένο εντέχνως σε δεκατρία κομμάτια- και "κέντησε" ιστορίες που παίζουν με το φως, τη σκοτεινιά, την πραγματικότητα πίσω από μισόκλειστα βλέφαρα και την αλληγορία. 

Τα διηγήματα του Αγραβαρά αποκαλύπτουν την πάλη με το παράλογο και τα προσωπικά σκοτεινά αδιέξοδα, τους καθημερινούς αγώνες για ύπαρξη, οξυγόνο κι ελευθερία, τα πετάγματα που δεν μας επιτρέπονται αλλά επιθυμούμε διακαώς μακριά από καταιγίδες και σύννεφα - τέρατα.

Μια αξιέπαινη συλλογή διηγημάτων, μια αξιοπρόσεκτη πρώτη εμφάνιση στην πεζογραφία, ο Δαμιανός Αγραβαράς που θα μας απασχολήσει μελλοντικά.
 
 
Εκδόσεις  Συρτάρι

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Αργύρης Δούρβας, νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά

 
Αργύρης Δούρβας, νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά

Ο Αργύρης Δούρβας είναι δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διατηρεί το εξαίρετο ιστολόγιο poetry-or-not / Ποίηση αλλιώς, όπου παρουσιάζει, αναλύει, περιγράφει και "κριτικάρει" αισθαντικά και εμπεριστατωμένα, με διαύγεια, ευαισθησία, γνώση και ενσυναίσθηση ποιητικά έργα νέων και παλιότερων -δοκιμασμένων- ποιητικών φωνών, εξερευνώντας με το βαθύ, ευθύβολο βλέμμα του όσα κρύβονται πίσω και κάτω από λέξεις, σημεία στίξης και παύσεις.
 
Η παρούσα συλλογή -ουσιαστικά δύο συλλογές σε ένα σώμα, σε έναν τόμο- είναι το πρώτο επίσημο δείγμα προσωπικής γραφής του Αργύρη Δούρβα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη - με το ωραιότατο εξώφυλλο του έργου της Ράνιας Εμμανουηλίδου "horse rider"-,  αποτελείται από δύο ενότητες: το "νεκροταφείο ζώων" (2018) και το "'άλλα ερωτικά" (2020) και αποδεικνύει ότι αν και είναι το πρώτο βήμα ενός πρωτοεμφανιζόμενου -εκδοτικά- ποιητή / ακτινογράφου στιγμών και συναισθημάτων, αφήνει ένα δυνατό χνάρι στον εγχώριο εκδοτικό μας χάρτη. Ο Δούρβας δεν είναι ένας ακόμα ποιητής ανάμεσα σε τόσους άλλους, είναι ένας εμβριθής παρατηρητής ζώντων και τεθνεώντων πλασμάτων (τετράποδων, ερπετών, πτηνών, αμφίβιων, θηρίων), ανθρώπων, εαυτού και πολλαπλών εαυτών, αισθήσεων, χρόνου και αντικειμένων εσωτερικών και εξωτερικών. Με την πένα του αλιεύει λέξεις, συναισθήματα και μνήμες απ΄ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τα τραβά στη στεριά, τους φυσά πνοή και τους δίνει υπόσταση και αιωνιότητα. Τα μεταποιεί, τα μεταμορφώνει, τα τοποθετεί με προσοχή το ένα πλάι στο άλλο, τα ζυγίζει, τα απαλλάσει από φόβο, τα ε-ξημερώνει και σκαρώνει υποδειγματικές ποιητικές ιστορίες.
 
Στην πρώτη ενότητα, "νεκροταφείο ζώων", το ποιητικό υποκείμενο παραδίδει το σώμα του στον αναγνώστη, του βάζει νυστέρι στο χέρι και τον προτρέπει  να κάνει άνοιγμα και διερεύνηση σε όσα θάφτηκαν μέσα του. Εδώ, μέσα στο σώμα, η θέα δύο πουλιών που χωρίστηκαν στο πρώτο φώς της άνοιξης, μια δράκαινα συγκάτοικος, ένας ψεύτης βάτραχος με ένα δαχτυλίδι στα εντόσθιά του. Πλάσματα που δραπέτευσαν από τα παραμύθια τους, κήποι και όνειρα και ήχοι από ρέκβιεμ.
 
Ο ποιητής / αφηγητής ψαρεύει κούφιες χαρές και ένα αστέρι με δόλωμα ένα πορτατίφ, ανάβει τα καντήλια του ουρανού να φέγγουν στα μνήματα του κήπου του, γίνεται μάρτυρας αυτοχειρίας ενός κυνηγού, σκοτώνει τη νυχτερινή μοναξιά του με τη συντροφιά μιας ντροπαλής κατσαρίδας, σκηνοθετεί θανάτους και με το αίμα τους γράφει ποιήματα. Κάνει αναφορά στην επανάσταση και στην πληρωμή της, στην υποταγή μπροστά στην ανάγκη, στην ισότητα δυνατών και αδυνάμων κάτω απ΄το χώμα, στην πίστη του ανθρώπου στη φυλακή του, στο σώμα κάτω από τη γη βορά παλαιών θυμάτων, στον δαίμονα που καταβροχθίζει όσα αποτυπώθηκαν σε μια σελίδα. Μεταμορφώνεται και εκσφενδονίζει στίχους δηλητήριο κατευθείαν στην καρδιά, οικειοποιείται το υλικό των παραμυθιών κάνοντας ήρωες τα ζωά, δίνοντάς τους ανθρώπινα στοιχεία και χαρακτηριστικά, τα κάνει θύτες και θύματα, εραστές και ερωμένες, στίχους στη λάσπη, τους πλέκει μικρά εγκώμια, τους τελεί επιμνημόσυνες δεήσεις.
 
Σκοτώνει ό,τι αγαπά και το επαναφέρει στη ζωή  μέσω του ποιητικού λόγου. Μετατρέπεται σε λύκο που σκοτώνει παραμύθια, φοβίες, ραγισμένες εικόνες.
 
Στη δεύτερη ενότητα, "άλλα ερωτικά", ο Δούρβας καταθέτει 37 στιγμιότυπα ποιητικής πρόζας, με χαμηλό φωτισμό, οι ψίθυροι γίνονται ουρλιαχτά και τ' αγγίγματα σουγιαδιές. Εδώ, κυρίαρχος τόπος είναι ένα μαύρο πυκνό δάσος κι απο 'κεί ξεκινά η περιπλάνηση της επιστροφής σε παλιό, οικείο τόπο.
 
Από το δάσος της πολυκατοικίας του αφηγητή, στην έρημο που πάντα έρημος ήταν / είναι / θα 'ναι, στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού ενός ερωτικού αντικειμένου. Κι ο έρωτας όπως αρχίζει κι όπως καταλήγει: το ραντεβού, η γνωριμία, η εξέλιξη, τα σώματα που αγκαλιάζονται και κολυμπούν στα υγρά τους, ο χωρισμός και τα δάκρυα που προκαλούν τον κατακλυσμό του Νώε. Οι παγίδες που στήνει ο εαυτός στον εαυτό του, η μοναξιά σαν άδειο νησί χειμώνα άγριο καιρό, το σκοτάδι τ' αξημέρωτο, τα σκίτσα ενός σπιτιού μιας ζωής άλλης, τα άγρια ανθρώπινα ένστικτα, η ανάγκη για έρωτα, ο έρωτας για την εξουσία, η απόδραση από την αγάπη μαζί με τον δεσμοφύλακα.
 
Στα "ερωτικά", το κορμί ντύνεται πεύκο μ' ένα αηδόνι στα κλαδιά του, το κορμί σπαρταρά από πόθο, ερωτικούς σπασμούς, κραδασμούς, λυγμούς, χωρισμούς, πειρασμούς, τρυπανισμούς.
 
Οι ήχοι των λέξεων ερωτοτροπούν με το νόημά τους, το ασυνείδητο καθρεφτίζεται στο συνειδητό, η στιγμή γίνεται αιωνιότητα και μετράει το κενό της, ο άνθρωπος διαρρηγνύει εαυτόν και αλλήλους καθώς απελευθερώνει τις σαρκοβόρες αλήθειες και φαντασιώσεις του.
 
Ο αφηγητής σκάβει τη θάλασσα με υπομονή και επιμονή να διαβάσει το σώμα και τις διαθέσεις της. Είναι ο ίδιος κι είναι ένας άλλος και στήνει ένα παιχνίδι για την καύλα και το φονικό της ερωτικής πράξης, με ανθρώπους πέτρες που, μετά τον έρωτα, γίνονται πέτρες ξανά, σωματίδια σκοτεινής ύλης.
 
Ένα περιστατικό ασθενείας, του δόκτορος Φρόιντ: οι λύκοι κατασπαράζουν έναν άνθρωπο στο φαλλικό του στάδιο.
 
Κι ο έρωτας εις σάρκα μία με τον θάνατο για την ανάσταση και τον επόμενο θάνατό του.
 
Μινιμαλισμός, ρεαλισμός, συμβολισμοί, αλληγορίες, γρίφοι και αινίγματα, γλώσσα συγκινητικά τρυφερή μα και σκληρή σαν θάνατος, λογοπαίγνια, σαρκασμός, ειρωνία και άκρατος ερωτισμός είναι τα βασικά στοιχεία της έξοχης, πολυεπίπεδης, πεζόμορφης ποίησης του Αργύρη Δούρβα που εντός της θαυμαστής οικονομίας  και της επικίνδυνης θερμοκρασιακής της κλίμακας εκφράζει και υπαινίσσεται την ερημιά του ενός και του καθενός, τ' ανθρώπινα ψυχιατρικά σύνδρομα, τον τερατόμορφο άνθρωπο που διψά για σάρκα και γεύεται αχόρταγα τους χυμούς της. Εκφράζει άλλα τόσα για ανθρωπόμορφα ζώα που ταπεινώνουν και ταπεινώνονται, σκοτώνουν και σκοτώνονται, θαμμένα ζωντανά στη μνήμη και στις αιχμηρές στροφές των λέξεων,  εκφράζει τους ανθρώπους που σπάνε τα δεσμά τους και τρέχουν ελεύθεροι στους δρόμους σέρνοντας πάντα αλυσίδες και συνουσιάζονται, πολλαπλασιάζονται, μένουν μόνοι, ολομόναχοι, σαν δέντρα για ξερίζωμα κι εκείνους που μένουν υποταγμένοι πίσω από κάγκελα, δανεικές ταυτότητες και μάσκες.
 
Με τη χρήση της εικονοποιίας, της προσωποποίησης, με αναφορές σε τοπία, πράξεις, αντικείμενα, κραυγές, με το στοιχείο της επανάληψης μοτίβων και με έντονο το στοιχείο της σωματικότητας, (τα σώματα, μόνα ή μαζί, γυρεύουν μια αγκαλιά, ενώνονται, εκτονώνονται και φορούν στη συνέχεια την πέτρινη στολή τους) ο Αργύρης Δούρβας έπλασε ένα λογοτεχνικό - ποιητικό σύμπαν πρόκληση/πρόσκληση  σε παιχνίδι με πιόνια  το πραγματικό, το εξωπραγματικό, το ονειρικό, το οικείο και το ανοίκειο, όπου ο αναγνώστης καλείται  να συμμετάσχει ερχόμενος σε αναμέτρηση με τον εαυτό του, με τις έκδηλες και λανθάνουσες πράξεις / σκέψεις του.
 
Ο τόμος "νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά" διαθέτει ποίηση - ασπίδα στις σφαίρες της πεζότητας, είναι ακριβή ποίηση πεζόμορφη με ζάχαρη και δηλητήριο, ένταση, λαγνεία, βάθος, επιδραστικότητητα. Είναι ποίηση που ξεβολεύει γιατί αναμοχλεύει συναισθήματα - πτώματα, γιατί στο σκοτάδι της κάτω από ένα σκιώδες φεγγαρόφως αστράφτουν στιγμιαία οι αλυσίδες της ζωής μας, των όσων δεν αποτινάξαμε και φιλοξενούμε κρυφά / παράνομα ξεχασμένα και θαμμένα στον μέσα μας κήπο, αστράφτει θαμπά εκείνο το μακρινό μας προσωπικό και συλλογικό αστέρι που κουβαλάμε εντός μας: ένοχοι, ερωτευμένοι, ολομόναχοι, ύποπτοι, καχύποπτοι, ηττημένοι, πλανημένοι.
 
78 πεζοποιητικά "γλυπτά": στο "νεκροταφείο ζώων" / "άλλα ερωτικά", του Αργύρη Δούρβα. Και οι λέξεις παίζουν φανερό κρυφτό με τις πληγές και τους ίσκιους της μνήμης.
 
 
Εκδόσεις Νεφέλη

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Λέτα Σεμαντένι, Ταμανγκούρ

Λέτα Σεμαντένι, Ταμανγκούρ
...τη στιγμή που ένας κυνηγός γίνεται δεκτός στο Ταμανγκούρ, χάνει αυτόματα είκοσι ένα γραμμάρια σωματικού βάρους, καθώς η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα προκειμένου να επιστρέψει εκεί όπου κατοικούσε προηγουμένως. (σελ. 10)
 
Ταμανγκούρ είναι ο Παράδεισος των κυνηγών.

Ταμανγκούρ είναι ο τόπος που οι παλιές ψυχές συναντούν τις νέες. Είναι ο τόπος - ουρανός και τόπος διαμονής εκείνων που έφυγαν από τον τόπο - γη.

Ταμανγκούρ είναι η καινούργια πατρίδα του παππού στα σύννεφα και είναι πολλές φορές που η γιαγιά και το παιδί υψώνουν το βλέμμα προς τις αέρινες κλωστές που αιωρούνται στο περίγραμμα των βαμβακένιων σχημάτων.

Ταμανγκούρ είναι ο τίτλος αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος της πρωτοεμφανιζόμενης στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο, Λέτα Σεμαντένι, την οποία μας συστήνουν (και πολύ καλώς έπραξαν) οι εκδόσεις Loggia στην Πράσινη σειρά τους.

 
Πρώτο μυθιστόρημα της Σεμαντένι, το "Ταμανγκούρ", έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και το 2016 απέσπασε το Ελβετικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Η Λέτα Σεμαντένι γράφει ποίηση στα γερμανικά και στα ραιτορομανικά και, πολύ πρόσφατα, τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας 2023 από την Ελβετική Συνομοσπονδία για το σύνολο του έργου της. Και είναι ιδιαίτερη η χαρά που μια τέτοια ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή μπορούμε να την απολαύσουμε "ακούγοντάς" την και διαβάζοντάς την στη γλώσσα μας. Μια φωνή εξόχως ποιητική που διαχέεται και ψιθυρίζει στις σελίδες του σαγηνευτικού "Ταμανγκούρ". Ο τόπος και ο χρόνος εδώ δεν έχουν σημασία.

Σημασία έχουν η ονειρική ατμόσφαιρα και η ελκυστική αφήγηση, το ύφος, η δομή και η πλοκή, που δεν είναι η συνηθισμένες δομή και πλοκή ενός ακόμα πεζογραφικού έργου.

Τα μικρά κεφάλαια με τις αριθμημένες "μινιατούρες" στο "Ταμανγκούρ" αρχικά γράφτηκαν ως πεζοποιήματα που τελικά, κατόπιν εκδοτικής πρότασης, ενώθηκαν το ένα με το άλλο και το αποτέλεσμα είναι θαυμάσιο και πρωτότυπο.

Εδώ λοιπόν δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ανατροπών, παθών και έντασης αλλά με ένα "αθόρυβο" μυθιστόρημα ιδεών, καρδιάς και μνήμης. Πρωταγωνιστούν η καθημερινότητα σε ένα ελβετικό χωριό ανάμεσα στα βουνά, τα απλά πράγματα, ένα γεύμα, ένα όνειρο, μια λέξη και μια σκέψη που στην αφήγηση της Σεμαντένι αποκτούν άλλο νόημα, άλλη διάσταση και αξία. Κι εκεί, δίπλα στα απλά και στα καθημερινά, πρωταγωνιστούν η γιαγιά και το παιδί (ένα κορίτσι) χωρίς ονόματα, χωρίς ηλικία, που ζουν μαζί -μαζί τους και ο σκύλος Τσαν- και χτίζουν ένα κάστρο αγάπης και τρυφερότητας η μια για την άλλη χωρίς να λείπει ο αέρας των εντάσεων που ενίοτε κάνει τα μικρά παράθυρά του να τρίζουν.

Η γιαγιά μιλάει πολύ συχνά για τον δειλό παππού που έφυγε για το Ταμανγκούρ, αγαπά να διαβάζει βιβλία και να βλέπει αστυνομικές ταινίες, μαγειρεύει, φροντίζει και συνετίζει μονίμως το παιδί, μιλάει στο παιδί για το χωριό που κατοικούν, για τη ζωή και τους ανθρώπους, στρώνει το τραπέζι με τη ματιά της στραμμένη στην πάντα άδεια καρέκλα. Έχει μια απάντηση έτοιμη για όλα, διαθέτοντας μια φιλοσοφική ματιά στα πράγματα.

Η γιαγιά είναι ένας άγγελος που εκπληρώνει επιθυμίες κι άλλοτε είναι σκοτεινή σαν πυκνό δάσος με άγρια πυκνά φυλλώματα.

Ο παππούς, αν και απών, είναι διαρκώς παρών μέσω αφηγήσεων και αναμνήσεων. Καθημερινά εκεί, με ήλιο, με βροχή, με χιόνι, στη μικρή αυλή, στην καρέκλα του, στο βαθούλωμα του κρεβατιού, την ώρα που τραγουδούν τα πουλιά, την ώρα που τα όνειρα καλπάζουν, την ώρα που οι ψίθυροι γίνονται δάκρυα στεγνά και ικεσίες φυλακισμένες στα χείλη.

Το παιδί κάποτε ζούσε με τη μαμά και τον μπαμπά και τον μικρό του αδερφό. Τώρα ζεί με τη γιαγιά και ξέρει να διαβάζει τις σιωπές και τους συλλογισμούς της. Κι είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Το παιδί θυμάται και ονειρεύεται ένα ποτάμι βαθύ, ένα σώμα πέστροφας κι ένα σώμα στο νερό.

Η καθημερινότητα γιαγιάς και παιδιού έχει ερωτήσεις και απαντήσεις -κοφτές, ολοκληρωμένες, επινοημένες, φιλοσοφημένες-, αναμνήσεις, όνειρα, ανέκφραστους φόβους, παύσεις και επιθυμίες. Οι δυο τους βιώνουν την απώλεια με διαφορετικό τρόπο που άλλοτε εκφράζεται κι άλλοτε αποσιωπείται. Με κοινό και διαφορετικό βλέμμα ερευνούν τις θέσεις του ήλιου, τις αλλαγές των εποχών, τον ερχομό της νύχτας, τον θόρυβο των ονείρων, τα ουρλιαχτά του φεγγαριού, τις απουσίες, τη μοναξιά, τις μνήμες, το φως και τις σκιές των αντικειμένων, τα μηνύματα που κρύβονται σε μια λευκή σελίδα, τα ταξίδια του νου, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τα δέντρα, το παγκάκι των ψεμάτων, τις φωτογραφίες, την κραυγή των άστρων, τον κόσμο όπως ψηλώνει στο φως της μέρας κι όπως μικραίνει τυλιγμένος στον μαύρο χιτώνα της νύχτας. Ερευνούν το εσωτερικό και εξωτερικό τους περιβάλλον, την αγάπη που δίνει φτερά στην καρδιά, το μίσος που έχει θερμοκρασία φωτιάς, τη λαχτάρα που βγάζει νύχια και γδέρνει, την ευτυχία που έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία και διαρκεί στιγμές, λεπτά, δευτερόλεπτα.

Κοντά στη γιαγιά και στο παιδί, συμπρωταγωνιστές είναι η Έλζα, μια εκκεντρική γυναικεία φιγούρα που φλυαρεί, φιλοσοφεί, μετακινείται από την ενήλικη ζωή της πίσω στην παιδική της ηλικία, ταξιδεύει στον χρόνο και στις σκέψεις. Πλάι στην Έλζα, ο αγαπημένος της Έλβις που μοιάζει και τραγουδάει σαν τον αληθινό Έλβις. Η μοδίστρα της περιοχής που κλέβει αναμνήσεις και ζωές και τα κάνει δικά της. Η δασκάλα του πιάνου, η Λουτσία, ο καπνοδοχοκαθαριστής, ο Καζιμίρ - φίλος του παππού. Ένας μικρός θίασος ανθρώπων μιας μικρής κοινωνίας με παράξενη συμπεριφορά επειδή κι ο βίος τους είναι παράξενος.

Η φαντασία και η πραγματικότητα σε απόλυτη ισορροπία σε μια υπέροχη, απόκοσμη, αριστοτεχνική πρόζα με εφευρετική αφήγηση, αλληγορίες και μεταφορές.

Η απώλεια στο "Ταμανγκούρ" δεν είναι το κυρίαρχο θέμα, υπάρχει όμως έντονα στο φόντο και προκαλεί μια γλυκιά θλίψη και μια βαθιά συγκίνηση. Ό,τι συνέβη πριν, περιγράφεται με τόνο συγκρατημένο, απλά, ποιητικά, χωρίς τη χρήση τεχνητών δραματικών εξάρσεων αλλά αληθινά κι ονειρικά μαζί, όπως τα φέρνει στη μνήμη του ένα / το παιδί που έχει συγκρατήσει εικόνες και ήχους που του προκαλούν αμηχανία, εσωστρέφεια και φέρνουν ένα σμήνος από γκρίζα σύννεφα και μια υγρασία στην ψυχή του. Κυρίαρχο θέμα είναι η ζωή που συνεχίζεται. Με τις ομορφιές της, το μέλι και το μαχαίρι της, τις θάλασσες και τα βουνά της, το ζεστό ψωμί της, το εδώ και το εκεί της, το πάντα και το ποτέ της, την αγάπη που χαμογελάει πίσω από νοτισμένο νυχτερινό τζάμι, την αυθάδεια των ονείρων της.

Σπάνιας ομορφιάς και αισθητικής ευαισθησίας μυθιστόρημα, μια ποιητική γιορτή σε πεζό λόγο, λεπτομερώς κεντημένο και έξοχα μεταφρασμένο στα ελληνικά -λέξη τη λέξη, σιωπή τη σιωπή- από τον Τέο Βότσο.
 
 
Εκδόσεις Loggia