Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Το λευκό κουστούμι

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Το λευκό κουστούμι


"...Ποιος είναι ο τρόπος να θυμόμαστε ότι υπήρξαμε; Από ένα σημείο κι έπειτα οι άνθρωποι γίνονται οι αναμνήσεις τους. Χορταίνουν με αυτό που χάθηκε. Σαν να ανακαλύπτουν ότι ο θησαυρός που χάθηκε, έχει τελικά μεγαλύτερη αξία απ' αυτόν που ψάχνουν." (σελ. 12)

Το καινούργιο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη έχει σε ίσες δόσεις μοιρασμένα τα υλικά απ' τα οποία φτιάχνονται τα όνειρα - εκείνα από χιόνι, αυτά πλάι στο κύμα, τα άλλα, κατάρτια σε πλεούμενο που ταξιδεύει απ' άκρη σ' άκρη του κόσμου (του κόσμου έτσι όπως απλώνεται και μεταλλάσσεται μπροστά και πίσω από τα μάτια ενός μικρού παιδιού) και τα υλικά που δημιουργούν τους μικρούς και μεγάλους εφιάλτες της καθημερινότητας, της ενηλικίωσης και των αποχωρισμών και τους εφιάλτες που ζωγραφίζουν με κόκκινο βαθύ τη μνήμη - παλιά, πολύ παλιά -, το κόκκινο που δεν ξεθωριάζει στο πέρασμα των χρόνων.

"Το λευκό κουστούμι" έχει νοσταλγία και μνήμες σκόρπιες κι ανάκατες που στροβιλίζονται στον αέρα και αποκτούν σχήμα, μέγεθος, φωνή, ψίθυρο, παρουσία. Το φως του κυκλαδίτικου νησιού ξαπλώνει νωχελικά και αργοσβήνει μέσα στη σκοτεινιά της Ιστορίας και  στο μακελειό του Εμφυλίου όπου ο πατέρας του κεντρικού ήρωα του βιβλίου πολέμησε για να εκπληρωθεί η συλλογική επιθυμία για αλλαγή στη χώρα και στον κόσμο.

Γεμάτο ζωή το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη - που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη - , ζωή με όλα της τα συστατικά: χαρά και λύπη, ελπίδα και ματαίωση, νίκες και ήττες, μέλι και φαρμάκι, χάδια και καρφιά, λιακάδες και καταιγίδες, με φόντο την Τήνο, τόπο καταγωγής του εκλεκτού συγγραφέα, αρθρογράφου και συντάκτη στην εφημερίδα "Το Ποντίκι".

Η αφήγηση ταξιδεύει και μας ταξιδεύει, αναδιπλώνεται, αλλάζει γεύσεις και σκηνικά, στροβιλίζεται σαν άμμος στην έρημο του χρόνου. Το παιδί περνάει στην εφηβεία, μετά στην ενηλικίωση, στο σήμερα, έπειτα ξανά στο χθες και οι αναμνήσεις ξεχειλίζουν γλυκόπικρες η μια μετά την άλλη και γίνονται αναμνήσεις κοινές, από αυτές που μαζί τους πορευόμαστε, μας θρέφουν με θλίψη ή / και δύναμη, μας δίνουν ανάστημα, ταυτότητα, ρίζα και χώμα να στεκόμαστε όταν τα κλαδιά μας  τσακίζονται, σπάνε και καίγονται στην παγωνιά, στις απογοητεύσεις, στους μικρούς μας εσωτερικούς καθημερινούς θανάτους. Η Τήνος, η γενέθλια γη του συγγραφέα και το διάφανο φως της. Το σπίτι του περιγράφεται διεξοδικά με τις ανάσες του και τα ραγίσματά του και ο αφηγητής - παιδί, με τα πράγματα να παίρνουν άλλες διαστάσεις μπροστά του και δίπλα του, ονειρεύεται. Οι καινούργιες συσκευές - πλυντήριο, ψυγείο, τηλεόραση - καταφθάνουν και λειτουργούν ως μηχανές ονείρων στο σπίτι - καράβι που πλέει σε μακρινές άγνωστες θάλασσες, όχημα για τη διαφυγή του παιδιού από την επανάληψη των καταστάσεων, των προσώπων και των ήχων. Και γύρω γύρω πυκνές νιφάδες χιόνι που πέφτουν αθόρυβα και σκεπάζουν τον τόπο και φέρνουν τη σιωπή του Αυγούστου. Και το ταξίδι στον Αύγουστο εκείνο, που ο πατέρας με το όπλο στον ώμο, στις πλαγιές του Γράμμου, συμμετείχε στο παράλογο του αδελφοκτόνου πολέμου. Γράμματα και τρείς μικρές ιστορίες εμφυλίου μπαίνουν σαν εμβόλιμα συγκλονιστικά πλάνα στην αφήγηση. Η μηχανή του χρόνου σε ένα διαρκές μπρος πίσω κινηματογραφεί τις επόμενες σιωπές, τα γεγονότα που πέφτουν στη φωτιά της λήθης, τα επόμενα βήματα στη ζωή, τη σημασία της σιωπής και της ταπεινότητας. Κι εκείνος ο ξένος, ο άντρας συγγραφέας με το λευκό κουστούμι και το λευκό παναμέζικο καπέλο που εμφανίζεται ξαφνικά να περπατάει δίπλα στη θάλασσα, ελαφρώς σκυφτός, βαθιά σκεπτικός , θα τραβήξει από το πρώτο λεπτό την προσοχή του παιδιού, θα γίνει φως και φάρος του για το μέλλον. Οι δυο παππούδες με τις διαφορετικές ιστορίες και οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν τον αφηγητή κι έγιναν κομμάτι του, βλέμμα του, συνέχειά του. Κι ύστερα η δεκαετία του '80, ο σοσιαλισμός, η αφθονία, το παιδί νεαρός πια στην Αθήνα και στο μικρόκοσμο των Εξαρχείων, σε ένα ανοίκειο και φιλικό μαζί περιβάλλον. Η νιότη, οι φίλοι, οι ανησυχίες, ο "Δαναός",η Θεμιστοκλέους, η Καλλιδρομίου, οι δρόμοι, οι νύχτες με τα φώτα και τα σκοτάδια τους, ο κύκλος των συμπτώσεων, η απότομη -και τελικά όχι άνευ αιτίας - βουτιά στο σκοτεινό κενό  που ζητά λίγη ζάχαρη στο στόμα. Έτσι όπως ο πατέρας κάποτε, έτρωγε ζάχαρη για να δαμάσει τους φόβους, τις θύμησες, την πικρή μεταλλική γεύση μιας μνήμης ή μιας φευγαλέας λύπης, της καρδιάς τον άγριο χτύπο. Επιστροφή του αφηγητή στο νησί γιατί ο πατέρας "έφυγε"  στον ύπνο του, επιστροφή στο πατρικό - βουλιαγμένο καράβι, στην εκκωφαντική σιωπή, στην επιθυμία φυγής μακριά από τον θάνατο, τους παλιούς ήχους, τα πρόσωπα και τις αναθυμιάσεις τους, γιατί τα όνειρα πια έχασαν το σχήμα τους, γιατί έπεσε η αυλαία που σήμανε το οριστικό τέλος μιας εποχής.
 
Από τα πολύ ξεχωριστά μυθιστορήματα της χρονιάς, " Το λευκό κουστούμι" είναι γραμμένο με λεπτότητα, τρυφερότητα, ειλικρίνεια, φινέτσα και, κυρίως, με καρδιά. Αυτοβιογραφικών στοιχείων, έργο ενηλικίωσης, σκληρό σαν τον θάνατο και τρυφερό σαν το κύμα, με εξομολογητικό ύφος, περικλείει θραύσματα Ιστορίας που πάντα θα πληγώνουν και που συνέβαλλαν στην εξέλιξη του βίου των προγόνων του συγγραφέα αλλά και του ίδιου. Τοιχογραφία μιας εποχής, της χώρας, ενός νησιού, του κόσμου του αφηγητή όπου τα περασμένα δεν είναι καθόλου ξεχασμένα. Με ήρωες ταινιών που ξεπηδούν από το σελιλόιντ και βηματίζουν πάνω στο χιόνι και στα κύματα, με λέξεις λάμες για τον εμφύλιο και τους άδικα νεκρούς, με περιγραφές της καθημερινότητας που προκαλούν χαμόγελο, δάκρυα, ανατριχίλα και ξανά χαμόγελο. Γιατί έτσι είναι η ζωή όπως ακριβώς είναι η ζωή που ξεδιπλώνεται και περιγράφεται σ' αυτό το έξοχο μυθιστόρημα, το γεμάτο μνήμες, σιωπές, σκοτεινά πελάγη, χιόνια και όνειρα που όλα τους γίνονται βιώματα δικά μας, προσωπικά μας, βαθιά μας, ανομολόγητά μας, κοινή ταχυπαλμία στη σκέψη του λευκού της καινούργιας αρχής και της απελευθέρωσης.
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Μπουρχάν Σονμέζ, Λαβύρινθος

Μπουρχάν Σονμέζ, Λαβύρινθος
 
Το 2017, οι εκδόσεις Καστανιώτη, μέσω της εξαιρετικής τους σειράς "Συγγραφείς απ΄ όλο τον κόσμο", μας σύστησαν τον Μπουρχάν Σονμέζ με το εμπνευσμένο, ποιητικό του μυθιστόρημα "Ιστανμπούλ Ιστανμπούλ" με θέμα την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που είναι φυλακισμένοι περιμένοντας ο καθένας τη σειρά του για ανακρίσεις και βασανιστήρια από τα σκληρά χέρια μιας ανάλγητης εξουσίας. Φθινόπωρο του 2022 και ο σπουδαίος - κουρδικής καταγωγής - Τούρκος συγγραφέας / δικηγόρος / αρθρογράφος / ακτιβιστής Σονμέζ επανέρχεται, ξανά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με το πιο πρόσφατο έργο του που κυκλοφόρησε στη γείτονα χώρα το 2018.

Ο "Λαβύρινθος" - ένα αδαμάντινο δείγμα της σύγχρονης τουρκ
ικής λογοτεχνίας - είναι ένα μυθιστόρημα επίσης ποιητικό, τρυφερό, βαθιά υπαρξιακό, γεμάτο ζωή και φιλοσοφικούς στοχασμούς, που καθηλώνει και ταρακουνά τη σκέψη, με την εκλεπυσμένη, συμπυκνωμένη και υπαινικτική γραφή του Σονμέζ να μας παρασύρει στον εσωτερικό λαβύρινθο του κεντρικού χαρακτήρα. 

Πρωταγωνιστής είναι ο Μπορατίν. Νέος, όμορφος, ταλαντούχος μουσικοσυνθέτης, ιδρυτής και μέλος ενός μπλουζ συγκροτήματος. Είναι ένας μουσικός που χάνει ξαφνικά τη μνήμη του και, ακολούθως, τον ρυθμό του κόσμου και της ζωής. Της δικής του ζωής. Είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τη γέφυρα του Βοσπόρου, χωρίς ποτέ να αποσαφηνιστούν τα ακριβή αίτια. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ένα σπασμένο πλευρό και απώλεια μνήμης και η αφήγηση ξεκινά από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του - ως άλλος Γκρέγκορ Σάμσα της "Μεταμόρφωσης" του Φ. Κάφκα - στο σπίτι του ή σε αυτό που μοιάζει με σπίτι του. Ξένος απέναντι στον εαυτό του και στα προσωπικά του αντικείμενα, τριγυρίζει στο διαμέρισμά του που το αισθάνεται σαν άγκυρα και σαν εξορία ταυτόχρονα, δέχεται τις επισκέψεις του στενού του φίλου Μπεκ, αντικρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη περνώντας ώρες παρέα με το είδωλό του που τον κοιτά άλλοτε καχύποπτα, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε διερευνητικά. Κι όταν στρέφει τον καθρέφτη στον έξω κόσμο, στην πόλη της Ιστανμπούλ, ο καθρέφτης τού αντανακλά μονάχα παρόν, κανένα σημάδι παρελθόντος. Ο Μπορατίν έχει το σώμα του ως μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο το οποίο τον συνοδεύει στις ατέλειωτες διαδρομές στους μικρούς απόμερους και μεγάλους κεντρικούς δρόμους της Πόλης, γυρεύοντας κάτι που θα του θυμίσει απόσπασμα της πρώην ζωής του. Αποκλεισμένος από την προηγούμενη εδραιωμένη του πραγματικότητα, προχωράει μέσα σε πυκνή ομίχλη ερωτημάτων, εικασιών, εντυπώσεων, αντανακλάσεων, αιτιολογιών και εκτιμήσεων ζυγίζοντας καθετί "καινούργιο" και συγκρίνοντάς το με το άγνωστο υποτιθέμενο κενό "παλιό". Η αίσθηση του χρόνου έχει χαθεί για τον Μπορατίν. Ο νους του ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, πρόσωπα και γεγονότα περασμένων ιστορικών περιόδων και μακρινών αιώνων κινούνται στο τούνελ του μυαλού του και μετατρέπονται σε φιγούρες και καταστάσεις του παρόντος. Θυμάται τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν, ότι κάποτε συνέβησαν, αλλά αδυνατεί να τα βάλει σε χρονολογική σειρά. Αμφισβητεί την αλήθεια στα λεγόμενα των άλλων και την αλήθεια των τραγουδιών που κάποτε ο ίδιος έγραψε, τα τραγούδια του χάνουν τις νότες τους, οι στίχοι καταπίνουν τις λέξεις και τις ξερνάνε αλλοιωμένες.  Μια ασταθής κινούμενη θολή ταυτότητα, ο Μπορατίν, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την κατάσταση την οποία βιώνει, με το ποιος είναι, με το ποιος ήταν πριν, με τα παλιά του συναισθήματα στα οποία δεν έχει πια καμία πρόσβαση, με το γεγονός ότι είναι και δεν είναι αυτό που ήταν για τον εαυτό του και τους άλλους.

Φίλοι, συναντήσεις, αντικείμενα, φωνές, στίχοι, συνθέσεις, η Πόλη μοιρασμένη σε δυο διαφορετικούς κόσμους, η μακρινή φωνή της αδερφής του στο τηλέφωνο, οι κιθάρες του, οι δρόμοι, τα café, οι άνθρωποι, οι άγνωστοι, οι "γνωστοί", οι άστεγοι, ο χρόνος, τα ρολόγια, οι καθρέφτες, τα σκόρπια αποσπάσματα από την Βίβλο, τα μέλη της μπάντας, η Bessie Smith, ο Kurt Cobain, o Yavuz Çetin,  - και οι τρείς καλλιτέχνες πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Η πρώτη σκοτώθηκε σε τροχαίο, οι άλλοι δυο αυτοκτόνησαν - όλα και όλοι κοντά και απόμακρα στριφογυρίζουν στον λαβύρινθο του μυαλού του Μπορατίν. Λαβύρινθος και η Πόλη μέσα στην οποία ο πρωταγωνιστής περιπλανιέται ψάχνοντας ρίζα, μνήμη, πατρίδα και την άκρη που θα του φανερώσει το φως.

Σε μορφή λαβυρίνθου και η αφήγηση: από την πρωτοπρόσωπη του Μπορατίν στην τριτοπρόσωπη του αφηγητή / συγγραφέα, με εμβόλιμες προσθήκες δευτεροπρόσωπης, ενικού και πληθυντικού αριθμού, αναφορά στον ήρωα, στον αναγνώστη και στους άλλους που περιμένουν από τον Μπορατίν να επιστρέψει, να δείξει την εικόνα του προς τον κόσμο. Μπορχεσιανής κατασκευής  μεθυστικό, υπνωτιστικό μυθιστόρημα, ο "Λαβύρινθος" είναι ένα θλιμμένο μπλουζ για την ψευδαίσθηση της ταυτότητας, για την οδύνη ή / και τη λύτρωση του να ζει κανείς χωρίς παρελθόν άρα και χωρίς μέλλον. Είναι μια αλληγορία για τη ραγισμένη φύση του ανθρώπου που αιωρείται σε μια κοινωνία διχασμένη ανάμεσα σε ένα φανταχτερό μπερδεμένο παρελθόν και σε ένα θολό παρόν και μέλλον ενώ κάτω από το δεύτερο ή τρίτο υπόστρωμα της αφήγησης κρύβεται ένα αθόρυβο, ποιητικό μανιφέστο κόντρα σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης.

Επτά κεφάλαια το καθένα εκ των οποίων χωρίζεται σε τρείς μικρές ενότητες, ρολόγια και καθρέφτες που κατασκευάζουν τον λαβύρινθο του χρόνου και του ήρωα και ένα συγκλονιστικό κείμενο για την ατομική και συλλογική αμνησία, για τη διαφορά Ιστορίας και παρελθόντος, για την εξορία ή την αυτοεξορία από τον εαυτό και το παρόν. Η Ιστανμπούλ πρωταγωνιστεί πλάι στον Μπορατίν, πάλλεται, σκοτεινιάζει, ξημερώνει, προκαλεί διλήμματα, αναδεικνύει την ομορφιά και τη μελαγχολία της. Η ιστορία σε κύκλο κι όλα επιστρέφουν στο σημείο απ' όπου όλα ξεκίνησαν, με τον Μπορατίν να είναι "ανάλαφρος σαν φτερό στη μέση της Ιστανμπούλ, στη μέση της θάλασσας, στη μέση της νύχτας, ανάμεσα σε δυο ηπείρους, ανάμεσα στον κόσμο και στη ζωή"  μέχρι που μια σταγόνα βροχής πέφτει στο πρόσωπό του.

 Ο Θάνος Ζαράγκαλης, με την εξαιρετική του μετάφραση κατευθείαν από τα τουρκικά, απέδωσε στο μέγιστο βαθμό την κρυστάλλινη αφήγηση του πολυμεταφρασμένου και βραβευμένου  συγγραφέα και προασπιστή της ελευθερίας της έκφρασης Μπουρχάν Σονμέζ, που ήδη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους πεζογράφους.
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Ζάουμε Καμπρέ, Μας καταβροχθίζει η φωτιά

Ζάουμε Καμπρέ, Μας καταβροχθίζει η φωτιά

 In girum imus nocte et consumimur igni
 
Πολυγραφότατος, επιδέξιος, ένας σπουδαίος τεχνίτης του λόγου, ο Ζάουμε Καμπρέ καταπιάνεται με διάφορα είδη του: πεζογραφία, τηλεοπτικό και κινηματογραφικό σενάριο, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο και διήγημα. Μετά τα πολύ σημαντικά έργα του, "Οι φωνές του ποταμού Παμάνο" (εκδόσεις Πάπυρος, 2008), το "Confiteor" (2016) - έργο το οποίο σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία, αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και καθιέρωσε στα καθ' ημάς τον Καμπρέ ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας - και το "Η σκιά του ευνούχου" (2018), αμφότερα από τις εκδόσεις Πόλις, ο Καταλανός παραμυθάς επιστρέφει στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο, ξανά από τις εκδόσεις Πόλις, με το πιο πρόσφατο, μικρότερης έκτασης και υψηλής έντασης, μυθιστόρημά του με υπόθεση και εξέλιξη που κόβουν την ανάσα, με την τεχνική και τα λογοτεχνικά παιχνίδια του Καμπρέ να μας αφήνουν άφωνους για μια ακόμα φορά, ίσως λίγο περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Κι αυτό, ίσως λόγω ενός ακόμα άσου που ο συγγραφέας είχε κρυμμένο στο μανίκι: τη δημιουργία ενός ολιγοσέλιδου, πυκνού, άρτια δομημένου και αινιγματικού κειμένου που με το τέλος του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, έναν κόμπο στο λαιμό, ένα πλήθος σκέψεων να στριφογυρίζουν σαν καρουζέλ στο μυαλό του αναγνώστη ώρες και μέρες μετά το πέρας της ανάγνωσης και τον ωθεί να αρχίσει την ιστορία από την αρχή, να περιπλανηθεί στους δρόμους της Βαρκελώνης, να λύσει άλυτα αινίγματα, να ακολουθήσει τη φρενήρη πορεία των νυχτοπεταλούδων και τους κύκλους τους γύρω απ' το φως των φαναριών και την αυτοθυσία τους στο θεό της φλόγας.
 
Κατ' επέκταση, το "Μας καταβροχθίζει η φωτιά" δεν είναι μονάχα ένα εξαιρετικό έργο μυθοπλασίας αλλά ένας ποιητικός διαλογισμός για το θάνατο και τη μνήμη, είναι μια λογοτεχνική "άσκηση" 160 περίπου σελίδων που περιέχει όλα τα εργαλεία της μαγικής αφήγησης του Καμπρέ τα οποία διεγείρουν και προκαλούν σασπένς, βάζουν τον αναγνώστη σε συνεχή εγρήγορση και τον κάνουν συμπαίκτη στο σκοτεινό "παιχνίδι" και μάρτυρα των φανταστικών και ρεαλιστικών καταστάσεων.
 
Το παρόν μυθιστόρημα έχει διακειμενικές αναφορές, έχει μουσική, έχει δυο παράλληλες ιστορίες να χωράνε η μια μέσα στην άλλη και δυο αφηγητές - έναν άνθρωπο και ένα μικρό αγριογούρουνο - σε παράλληλη αντίστιξη, έχει πυκνή ομίχλη που αφήνει πίσω της να αχνοφέγγει ένα πυκνό σκοτάδι και μες στο σκοτάδι, ψυχάρια που γυρεύουν και πλησιάζουν το φως. Και το φως τα καταβροχθίζει όπως η φωτιά, τα καλά κρυμμένα μυστικά, ο φόβος και τα βέλη του χρόνου καταβροχθίζουν τους ανθρώπους.
 
Ο πρωταγωνιστής Ισμαήλ είναι μια νυχτοπεταλούδα που αγνοεί τους κινδύνους της λάμψης του φωτός. Με το όνομά του, άμεση αναφορά στον ήρωα του αριστουργηματικού "Μόμπι Ντικ" του Herman Melville, με πολλαπλές πληγές απότοκο των σκληρών παιδικών του χρόνων, ο Ισμαήλ καταφέρνει να σπουδάσει και να γίνει καθηγητής φιλολογίας. Διάγει βίο μονήρη, νεφελώδη, άγευστο. Διαβάζει με πάθος λογοτεχνία και αναπνέει μέσα απ΄ αυτή. ΄Ωσπου μια μέρα συναντά τη Λέο, μια παιδική του φίλη, τον πρώτο του έρωτα. Ενήλικοι και οι δυο, φορτωμένοι με μικρές και μεγάλες λύπες και τραύματα, ξανάρχονται κοντά και η θανάσιμη μονοτονία του Ισμαήλ μετατρέπεται σε ελπίδας ηλιαχτίδα. Έπειτα, ο Ισμαήλ συναντά τον Τομέου, τον παλιό επιστάτη του σχολείου στο οποίο δίδασκε κι εκείνος του ζητά να μπει στο αυτοκίνητό του για να πάνε κάπου μαζί, εν είδει χάρης.
 
Λίγο αργότερα, ο Ισμαήλ ξυπνά μέσα στον θάλαμο ενός νοσοκομείου χωρίς να θυμάται ποιος είναι και πώς βρέθηκε εκεί. 
 
Αποπροσανατολισμένος, βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, γύρω του πρόσωπα άγνωστα και ήρωες των μυθιστορημάτων που αγάπησε και τον σημάδεψαν, από κάτω του κυματίζει μια άγρια θάλασσα χωρίς φάλαινες να κυνηγήσει αλλά με καρχαρίες με φαινομενικά ευγενική συμπεριφορά και όψη. Στο μυαλό του νύχτα, λογοτεχνία, ομίχλη και ψυχάρια και το κουβάρι ξετυλίγεται λίγο λίγο και αντίστροφα, υπό την παράλληλη αφήγηση του μικρού κάπρου Καπρέτ που, φιλοσοφώντας, μέσα στο δικό του σκοτάδι, αναζητά τη μητέρα του και τα αδέρφια του, το δικό του φως. Ο Ισμαήλ το σκάει από το νοσοκομείο που δεν είναι νοσοκομείο και πέφτει πάνω σε μια γυναίκα, τη Μαρλέν που δεν την λένε Μαρλέν και ό,τι ακολουθεί παρακάτω θυμίζει ψυχολογικό θρίλερ, θυμίζει μια σκοτεινή αίθουσα με αντικριστούς καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν τη ζωή, την εξαπάτηση, τις ματαιώσεις, τα παράξενα παιχνίδια της μοίρας που υψώνουν τείχη, καταδιώκουν και εκτελούν εν ψυχρώ ό,τι ξεκινάει να χτίζεται. Και μια μισή λατινική φράση "In girum imus nocte", επανέρχεται ολόκληρη στη μνήμη του Ισμαήλ "In girum imus nocte et consumimur igni", φράση που αποτελεί παλίνδρομο καθώς διαβάζεται από την αρχή προς το τέλος και από το τέλος προς την αρχή και που αποτελεί το κλειδί που θα ξεκλειδώσει την πόρτα της αιχμαλωσίας και θα ανοίξει την άλλη πόρτα της αποσαφήνισης, της αλήθειας και της επανένωσης, παρά τις ενοχές, τις θολές εικόνες και τον καινούργιο φόβο.
 
Η ιστορία του Ισμαήλ γίνεται ιστορία από τα χείλη του μικρού Καπρέτ, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι που το φεγγάρι θα ξεπροβάλλει σαν φωτεινός ασημένιος δίσκος.
 
Οι μοίρες του Ισμαήλ και του Καπρέτ διασταυρώνονται και προκαλούν ανατροπές, σε ένα ευφυές, μεθυστικό μυθιστόρημα γεμάτο τρυφερότητα, χιούμορ, μυστήριο, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γρήγορες εναλλαγές σκηνών και χρήση διαλόγων - ολοκληρωμένων ή διακεκομμένων - που φανερώνουν την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων και τον αποπροσονατολισμό  του πρωταγωνιστή που ψάχνει τις μνήμες και την ταυτότητά του.
 
Ο Ευρυβιάδης Σοφός, σταθερά, σε μια ακόμα έξοχη μετάφραση ενός ακόμα έργου του Καταλανού μάγου - γραφιά που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις και αναμένεται να αποσπάσει θετικά σχόλια και να κατακτήσει περίοπτη θέση στην καρδιά των αναγνωστών. Ακόμα κι αν δεν διαθέτει το μεγαλείο, την έκταση και τη σπουδαιότητα των προηγούμενων έργων του Καμπρέ, το "Μας καταβροχθίζει η φωτιά" διαθέτει οπωσδήποτε όλες τις αρετές της απαράμιλλης γραφής του και μια ιστορία συμπυκνωμένη, υπαινικτική, παιγνιώδη, αξέχαστη και εξίσου σπουδαία.


Εκδόσεις  ΠΟΛΙΣ

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Τσίρμπας, Όσο περιμένεις να συμβεί

 
Γιάννης Τσίρμπας, Όσο περιμένεις να συμβεί

Ήταν το 2013 όταν πρωτοήρθαμε σε επαφή με την πένα του Γιάννη Τσίρμπα διαβάζοντας την εξαιρετική του νουβέλα "Η Βικτώρια δεν υπάρχει" (εκδόσεις Νεφέλη) που αργότερα είχε την τύχη να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στη Γαλλία και στον Καναδά και να μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Σακαρίδη το 2016, με τίτλο "Amerika Square" και με πρωταγωνιστές τους Γιάννη Στάνκογλου, Μάκη Παπαδημητρίου, Ερρίκο Λίτση, Θέμιδα Μπαζάκα και Βασίλη Κουκαλάνι, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.
 
Ο Γιάννης Τσίρμπας έχει δημοσιεύσει διηγήματά του σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα. Είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αρθρογράφος και συγγραφέας, ιδιότητα με την οποία είναι ευρύτερα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό. Και μόλις επέστρεψε στα εκδοτικά πράγματα με τη νέα του θαυμάσια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
 
Δεκατρία διηγήματα απαρτίζουν την παρούσα ανθολογία, συνδυάζουν ποικίλες μορφές αφήγησης - πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη, τριτοπρόσωπη, εξομολογητική, ημερολογιακή - και διαθέτουν διαβρωτικό χιούμορ, ωμές αλήθειες και εναλλαγή κωμικών και θλιβερών σκηνών. Κοινό νήμα που συνδέει τις δεκατρείς ιστορίες αυτού του καλαίσθητου μικρού τόμου είναι ο έρωτας - είτε εκπληρωμένος, είτε ανεκπλήρωτος - με την αλήθεια του, την απάτη του, την ελπίδα του, τις ματαιώσεις του, τα φτερά του, τις μαχαιριές του, την απουσία του και την αναζήτησή του.
 
Οι ήρωες του Τσίρμπα κάτι περιμένουν να συμβεί, μια εξέλιξη κυρίως θετική αλλά όπως συχνά γίνεται , τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή από την αναμενόμενη.

Συναισθηματικά φορτισμένες, υποβλητικές, μικρές και μεγάλες, οι στιγμές και οι σκηνές της καθημερινότητας και φέτας ζωής των πρωταγωνιστών περιγράφονται και "σκαλίζονται" από την πένα του συγγραφέα ,με αμεσότητα, απλά και ρεαλιστικά και εναλλάσσουν το συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Προκαλούν αβίαστα γέλιο ή δάκρυα, προβληματίζουν και συγκινούν γιατί κάτι θυμίζουν απ 'όσα ο καθένας από εμάς περίμενε ή ακόμα περιμένει να συμβεί. Οι ιστορίες εκτυλίσσονται στο σήμερα και κάποιες μας γυρίζουν λίγο πιο πίσω στο χρόνο, στις δεκαετίες του ΄80 και του '90, οπότε αυτόματα, οι μνήμες των αναγνωστών άνω των 35, γύρω στα 40, μετά τα 40, αναμοχλεύονται, βγαίνουν από τον ύπνο τους και ζωντανεύουν.
 
Παιδικά χρόνια, σχολική ζωή, εφηβεία, πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, πρώτες ανομολόγητες απογοητεύσεις, τα πρώτα χτυποκάρδια που προκαλούν έναν άκρατο ενθουσιασμό ή έναν άλυτο κόμπο στο λαιμό, τα απομεινάρια μιας πρόσκαιρης αγάπης. Όλα έρχονται και αιωρούνται κάπου μπροστά μας σε μακρινό ή κοντινό πλάνο. Για να έρθει μαζί και η ταύτιση του αναγνώστη με τους στέρεα δομημένους χαρακτήρες και τα κωμικοτραγικά περιστατικά τους.
 
Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων έχουν βιώσει τον έρωτα ώσπου έρχεται το τέλος του με κάτι σκόρπια ενθύμια όπως μια σκούπα - ρομπότ που τριγυρίζει δίχως χάρτη σε νέο διαμέρισμα μοναχικού βίου και θυμίζει παλιά κοινή συνύπαρξη σε κοινή επικράτεια. Άλλοι εκφράζουν τον έντονο θυμό τους σε ένα παραληρηματικό διακεκομμένο ηχογραφημένο μονόλογο, γυρεύοντας ένα κόκκο αγάπης. Υπάρχει η σούπα στα τοιχώματα, και τα λάθος υλικά που θα της δώσουν μια γεύση εξάτμισης. Υπάρχει ένα σπαρταριστό χρονικό μιας δισέλιδης επιστολής που φεύγει από τον αποστολέα της, δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό της και επιστρέφει για να διαβαστεί ανάποδα. Υπάρχει το σώμα με το παραμορφωμένο στέρνο και τους σιδερένιους πνεύμονες στην πρώτη του ερωτική έκρηξη. Και η άλλη ερωτική επαφή δευτερολέπτων, μπροστά στον ανεμιστήρα, που δίνει ύψος και γερό πάτημα. Στο ημερολόγιο του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Αυγούστου του ΄91, ο έφηβος ήρωας καταγράφει την Πτώση του Τείχους με την παράλληλη δική του πτώση από το Mercier ποδήλατό του, τη μοναξιά του και τη σκέψη του σε μια Μαρία. Ένα τουρνουά μπάσκετ στον Πανελλήνιο αποδεικνύεται "πληγή" για τον ανήλικο αφηγητή.
 
Αγκάθια στην καρδιά και στο χέρι, από ένα τυχαίο άγγιγμα. Κι ένα σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα σε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι του Δημοτικού, σαν σύννεφο που φέρνει πρωτοβρόχια ήττας.

Ιστορίες ολόπικρες, γλυκόπικρες, χιουμοριστικές, με εκλάμψεις και ναυάγια του έρωτα και της επιθυμίας, της αρχής του τέλους ή του τέλους μιας αρχής αδέξιας και καταδικασμένης. Η παιδική / εφηβική καρδιά πάλλεται όσο περιμένει κάτι να συμβεί, η ενήλικη καρδιά μαζεύει τα κομμάτια της, προχωρά μισό βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω περιμένοντας να επανακολληθούν τα φτερά της και να ξεκινήσει το πέταγμα ως εκείνο που θα συμβεί.
 
Ο Γιάννης Τσίρμπας δημιούργησε αυτά τα εξαιρετικά καλοδουλεμένα διηγήματα σε απλή, καθημερινή και ελκυστική γλώσσα, με απόλυτο μέτρο και ρεαλισμό, χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Αντιθέτως, τις παρουσιάζει όπως είναι ή όπως βιώθηκαν και το αποτύπωμά τους είναι παραπάνω από δυνατό.
 
Οι δεκατρείς ιστορίες στο " Όσο περιμένεις να συμβεί " θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μια αντίστροφη σπονδυλωτή νουβέλα ενηλικίωσης, με τον έρωτα όπως φαντάζει στα παιδικά μάτια σαν θεαματικό πυροτέχνημα, με την ερωτική επιθυμία να εκτοξεύει βέλη και να μεταμορφώνει μέλη για να καταλήξει αργά ή γρήγορα σε σωρό στάχτης που, πάντα και για πάντα, θα εκπνέει ίχνη καπνού.
 
Το ελληνικό διήγημα ζει και συνεχίζεται και εδώ έχουμε μια εξαιρετική στιγμή του. Από τον Γιάννη Τσίρμπα.
 
 
 
Εκδόσεις Gutenberg

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Βαγγέλης Σιαφάκας, Εξοδόχαρτο / Το Μοναστηράκι

Βαγγέλης Σιαφάκας, Εξοδόχαρτο / Το Μοναστηράκι

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας υπήρξε ένας σπουδαίος δημοσιογράφος και αρθρογράφος. Ξεκίνησε την καριέρα του στην εφημερίδα "Αυγή", ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση για να επιστρέψει ξανά έπειτα στην έντυπη δημοσιογραφία ως αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης στην "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία". Αρθρογράφησε σε εφημερίδες και περιοδικά και αγαπήθηκε για τη διαύγεια του λόγου και της σκέψης του κυρίως και μέσω των κειμένων του τα οποία δημοσίευε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.

Άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα, με ευαισθησίες και χιούμορ, διανοούμενος και αλχημιστής της δημοσιογραφικής και πεζογραφικής έκφρασης αφού τα γραπτά του, είτε αφορούσαν την επικαιρότητα είτε τα ανθρώπινα ζητήματα, διέθεταν λογοτεχνικές αρετές. Το 2016, η συλλογή διηγημάτων του "Με μια χιλιάρα Καβασάκι" κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις και συγκίνησε με το νοσταλγικό του γλυκόπικρο ύφος και τις αναφορές του σε μια ολόκληρη εποχή. Έφυγε νωρίς και απρόσμενα στο τέλος Δεκέμβρη του 2021. Η φωνή του σίγησε, η πένα του έμεινε μετέωρη αλλά να που φωνές σαν του Σιαφάκα βρίσκουν τρόπο να ακούγονται και μετά θάνατον. Κατόπιν επιθυμίας του ίδιου και με τη βοήθεια στενών συνεργατών του, τα κείμενα - ηλεκτρονικές αναρτήσεις μαζεύτηκαν, δουλεύτηκαν, σχεδόν ξαναγράφτηκαν, χωρίστηκαν σε ενότητες και αποτελούν το θαυμάσιο υλικό στο "Εξοδόχαρτο". Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν την περίοδο 2020 - 2021 και έρχονται να συμπληρώσουν τις ιστορίες για "Το Μοναστηράκι" που ναι μεν ήταν έτοιμες και διορθωμένες από πιο πριν αλλά ήταν πολύ λίγες για να εκδοθούν αυτόνομες. Έτσι λοιπόν, οι εκδόσεις Πόλις, με πρόλογο του αναπληρωτή καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέα Μάνου Ματσαγγάνη και με επίμετρο της δημοσιογράφου, συγγραφέως και μεταφράστριας Βάλιας Καϊμάκη, χαρίζουν στο αναγνωστικό κοινό τον ανα χείρας τόμο με ιστορίες - κοσμήματα του Βαγγέλη Σιαφάκα οι οποίες φτιάχτηκαν με κέφι, νοσταλγία, ψυχή, εντιμότητα, τόλμη, διάθεση σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, από την ιδιαίτερη πένα του που αγαπήσαμε και πάντα θα αγαπάμε.
 
Το "Εξοδόχαρτο", που χωρίζεται σε έντεκα θεματικές ενότητες, περιλαμβάνει ένα πλήθος απολαυστικών μικροδιηγημάτων που συνδυάζουν τη μυθοπλασία και το χρονογράφημα, το αυτοβιογραφικό, το φανταστικό και το ρεαλιστικό στοιχείο και ρίχνουν φως σε κομμάτια βίου του συγγραφέα - αφηγητή. Από τα παιδικά του χρόνια στα Γιάννενα, μαθητής στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, στην εφηβεία, στις σπουδές στην Ιταλία, στην έντονη πολιτική δράση. Ο "Ρήγας Φεραίος", η Δικτατορία, η νιότη, η ωριμότητα, η καριέρα σε εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, η καθημερινότητα, οι μεγάλες ιδέες, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη χώρα, τα πρόσωπα του δημόσιου βίου, η ανθρώπινη κωμωδία, η ανθρώπινη τραγωδία, η Αριστερά, ο covid, οι φίλοι, οι αποχωρισμοί, οι απώλειες, οι ρίζες, οι παιδικές μνήμες, τα ψέματα που λέμε στους άλλους και στον εαυτό μας, η ατομική και συλλογική θολούρα, τα social media, οι έρωτες, η οικογενειακή ζωή, οι απογοητεύσεις, ένα σπαρακτικό ΚΑΤΗΓΟΡΩ για το τέλος, είναι τα θέματα τα οποία ο Σιαφάκας, χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού, μετέτρεψε σε διασκεδαστικές, συγκινητικές και θλιβερές μικρές ιστορίες που περιέχουν αρώματα και στιγμιότυπα της μεγάλης Ιστορίας και περιέχουν ζωή όπως ακριβώς είναι, όπως ακριβώς την κατέγραψε ο παρατηρητής - συγγραφέας, όπως την έζησε ο ίδιος, όπως κι εμείς - με παρόμοιο τρόπο - τη ζήσαμε και τη ζούμε. Η εύστοχη - πλάγια ή ευθεία - ματιά του αφηγητή σε πρόσωπα, καταστάσεις και στο προσωπικό του βίωμα / τραύμα, μαγικά και τόσο απλά μετατρέπονται σε κάτι οικουμενικό, σε κάτι δικό μας που μας αφορά. Από το γέλιο στο κλάμα, από τον προβληματισμό και την αμηχανία, ξανά στο χαμόγελο και στη συγκίνηση, το "Εξοδόχαρτο" - σαν πρώτη ηλιαχτίδα μετά από δυνατή καταιγίδα - διεγείρει τα συναισθήματα, ριζώνει στη μνήμη, μας ψιθυρίζει, μας μιλάει, μας συγκινεί και μας παρηγορεί ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής θέσης ή πολιτικών πεποιθήσεων. Οι ήρωες στη συλλογή αφηγημάτων "Εξοδόχαρτο" είναι όλοι εμείς και όλοι εκείνοι που κρατούν και κράτησαν στα χέρια τους τη ζωή τους "ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα, κάτω απ' το πλάγιασμα της βροχής."
 
Στο δεύτερο μέρος του τόμου με τίτλο "Το Μοναστηράκι", οι εννέα ιστορίες που το απαρτίζουν, διαθέτουν μια πιο σκοτεινή απόχρωση σε σχέση με το "Εξοδόχαρτο". Εδώ, ο τόπος είναι το Μοναστηράκι, οι δρόμοι του και τα στενά του, στο φώς της μέρας ή στο μαύρο χρώμα της νύχτας που το κάνει να δείχνει μυστηριώδες, αινιγματικό, πιο τρομακτικό, σαν μια άγρια μπαλάντα με σκληρούς στίχους. Εδώ, οι χαρακτήρες του Σιαφάκα ανεβαίνουν ένας ένας στη "θεατρική σκηνή" - στέκι με την ονομασία "Χάνι του Όθωνα", μας συστήνονται και, μέσω του αφηγητή, μαθαίνουμε στοιχεία από τον ταραχώδη βίο τους και την επιλογή τους ή την ατυχία τους να βρίσκονται στο περιθώριο. Είναι μαγαζάτορες, απλοί εργάτες, άνεργοι, άστεγοι, χρήστες ουσιών, δυστυχείς και μόνοι, ευτυχείς και υποταγμένοι στη μοίρα τους. Ανταλλάσουν μεταξύ τους βρισιές, ιστορίες, αστεία, κλοπιμαία. Μοιράζονται τα τραύματα και την ανημπόρια τους, τις ματαιώσεις τους, τις παλιές ανάπηρες χαρές τους που έγιναν βαθιές λύπες και μικροί θάνατοι και, κυρίως, μοιράζονται την ανθρωπιά τους και κάτι ίχνη καπνού τρυφερότητας που ακόμα βγαίνει από τις στάχτες τους.

Ο Σιαφάκας τους περιγράφει στοχαστικά, ρεαλιστικά, με αγάπη, με μια ρέουσα καθημερινή απλή γλώσσα και, σιωπηλά, τοποθετεί τα πορτρέτα τους πλάι σε αυτά των ηρώων του Τσιφόρου ή των ηρώων των "Αθλίων" του Victor Hugo.
 
Δυστυχώς, τελευταίο έργο του συγγραφέα το "Εξοδόχαρτο / Το Μοναστηράκι" αλλά δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες - ξανά - να έρθουν σε επαφή με μια σημαντική δημοσιογραφική και λογοτεχνική παρουσία και την απαράμιλλη αφηγηματική της φωνή που φώτισε τον χώρο των γραμμάτων, της αρθρογραφίας και του εκδοτικού τοπίου έστω και με δυο μονάχα πεζογραφικά δείγματα που αποτελούν κειμήλια για τα μάτια, τη σκέψη μας, τη μνήμη μας και την καρδιά μας.
 
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, η μορφή του Βαγγέλη Σιαφάκα πίσω από ένα σκισμένο / μισοκαμένο καπέλο, μας κοιτά συνωμοτικά με ένα μειδίαμα στα χείλη, ίσως ικανοποιημένος που πρόλαβε πριν το φευγιό του να μας προσφέρει αντίδωρο τα εκπληκτικά του κείμενα ως Εξοδόχαρτο απ΄ την πικρή ζωή μας και τον χρόνιο προσωπικό μας εγκλεισμό.
 
 
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ιωάννα Καρυστιάνη, Ψιλά γράμματα

 
Ιωάννα  Καρυστιάνη, Ψιλά γράμματα

Υπάρχουν άνθρωποι - φωτιές, άνθρωποι - θάλασσες, άνθρωποι - δρόμοι, άνθρωποι - απάτητα βουνά, άνθρωποι - φώτα, άνθρωποι - σκιές, άνθρωποι - στίχοι τραγουδιών του Χατζιδάκι "που μες στη θλίψη φυτρώνει μια γλύκα ή μες στη γλύκα θρέφεται μια θλίψη", άνθρωποι - σύννεφα, άνθρωποι - ψιλόβροχο. Ακούνε τον βουβό κυματισμό του ωκεανού, καίγονται από κοινό κάρβουνο, κουβαλάνε σακιά, διαβάζουν τα μάτια των άλλων, τα Σαββατόβραδα σηκώνουν φουρτούνα στα φυλλοκάρδια τους, έχουν τον ουρανό για ταβάνι και σχηματισμούς λευκών άστρων παρηγοριά τους τις νύχτες που το μέσα κύμα θεριεύει. Η ζωή δεν τους χάρισε ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις παρά τους έδωσε ένα τρεμόσβηστο φως όταν συνομιλούν με το Θεό και τα φευγάτα τους. Πετάνε και προσγειώνονται στα όνειρά τους με δικά τους σχέδια πτήσης. Πιάνουν μια θέση στα πίσω πίσω καθίσματα, δεν ζητούν τίποτα, τους αρκεί μια γλυκιά ανάμνηση, ένα όνομα, μια μορφή, μια λέξη,  μικρά κεράκια στη νυχτωμένη ζωή τους. Οι άνθρωποι - ήρωες της Ιωάννας Καρυστιάνη που περιγράφονται πιο πάνω είναι οι διπλανοί μας, οι δικοί μας, εμείς οι ίδιοι. Κλέβουν καμιά φορά στο ζύγι της ευτυχίας για να καλοπιάσουν τη δυστυχία τους, ο νους τους δεν παίρνει ρεπό αφού κατακλύζεται μονίμως από σκέψεις και αναμνήσεις καλές, μέτριες, κακές. Θυμούνται τα πάντα με λεπτομέρειες: μυρωδιές, ήχους, τα "άυλα τιμαλφή", τα ψιλά γράμματα.

Και ο Μιχάλης Τσιούλης, ο πρωταγωνιστής στο νέο συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, θυμάται. Πορεύεται, ενηλικιώνεται, ωριμάζει, σκαλίζει και θυμάται τα δικά του τιμαλφή, τα ψιλά γράμματα της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ιστορίας όπως εκείνη πέρασε από δίπλα του κι εκείνος την παρατήρησε και την παρατηρεί απόμακρος, έξω από τη δράση και τις ανάποδες στροφές των γεγονότων ενώ προσπαθεί να συνθέσει τη ζωή του, το παρελθόν του και τα προσωπικά του ψιλά γράμματα.

Η πλοκή του μυθιστορήματος διατρέχει την περίοδο από το 1972 έως το 2006 και όλα τα μικρά και μεγάλα περιστατικά που πήγαν τη χώρα ένα βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω. Και στο κέντρο της ιστορίας ο Μιχάλης που αθόρυβα χτίζει όσα μπόρεσε κι όσα τόλμησε να χτίσει. Γεννημένος στο Αγρίνιο αρχές της δεκαετίας του '50, μεγαλωμένος στη σκιά του μεγαλύτερου αδερφού του Κίμωνα που κατείχε την πρώτη θέση σε όλα και που θα ακολουθήσει καριέρα διπλωμάτη, στη σκιά του δασκάλου πατέρα του και της αριστερής του ταυτότητας και του θείου Φώντα, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού που σκοτώθηκε ηρωικά στον Γράμμο, ο άτολμος, αδέξιος και ατάλαντος Μιχάλης κάνει προσπάθειες να χαράξει τον δικό του δρόμο. Λαχταρώντας τα ταξίδια και την ελευθερία στους αιθέρες, σχεδιάζει στο μυαλό του  πτήσεις μακριά, πολύ μακριά, ψηλά, πολύ ψηλότερα απ' όλους, δίνει εξετάσεις στη Σχολή Ικάρων, αποτυγχάνει και καταλήγει να σπουδάζει Μηχανική Αεροσκαφών σε ιδιωτική σχολή της Αθήνας. 

Μεγαλομέτοχος της μοναξιάς της μεγαλούπολης και του εαυτού του, ευτυχής ως απαρατήρητος παρατηρητής από τις πίσω σειρές, στην άκρη του δρόμου και της δράσης, με κάτι έρωτες άγευστους. Γιατί ο νους του έμεινε για πάντα αιχμάλωτος σε μια φιγούρα: ένα κορίτσι της χορωδίας, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής του '73 στην περιφορά του Επιταφίου, κλέβει την καρδιά και τη σκέψη του. Λίγους μήνες μετά, το κορίτσι της απριλιάτικης βραδιάς, τυχαία ξανά μπροστά του στην πύλη του Πολυτεχνείου. Η φωνή της, η μορφή της, το όνομά της και μια λέξη σαν αρχάγγελος στην κόλαση της νύχτας θα ηχούν στα αυτιά του Μιχάλη και θα στοιχειώσουν τη μνήμη του για το υπόλοιπο του βίου του.  Έκτοτε, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, ο Μιχάλης αναζητά και θα αναζητά το μελαχρινό κορίτσι μάταια, πιστά, συγκινητικά, ακούραστα. Μαραμένος τους υπόλοιπους μήνες, ανθισμένος με μια φρούδα ελπίδα κάθε Απρίλη, κάθε Μεγαλοβδόμαδο. Στη συνέχεια, είτε χαράζει είτε βραδιάζει, ευαίσθητος και μόνος με ένα θίασο ανθρώπων να παρελαύνει δίπλα του: ο πατέρας, η μάνα, ο αδερφός, ο θείος - μύθος, οι συγγενείς, οι συμπατριώτες, οι συνάδελφοι στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, οι λιγοστές ναυαγισμένες εξαρχής ερωτικές του σχέσεις, η μορφή του κοριτσιού που παραμένει κορίτσι κι ας περνούν τα χρόνια. Οι αποχωρισμοί, οι θάνατοι, οι βουτιές στο βυθό, οι ονειροφαντασίες που τον κρατάνε στην επιφάνεια, η ανημπόρια να ξεστομίσει τ΄ αφανέρωτα της ψυχής του. Άχρωμα δειλινά και ξημερώματα και οι νύχτες που έρχονται μονάχα για να δώσουν τη θέση τους στις επόμενες μέρες. Και ο Μιχάλης να μη ζητά, να μην επιθυμεί τίποτα παραπάνω απ΄αυτά που έχει. Με επιτακτική ανάγκη να αγαπήσει κάτι, να πιαστεί από κάπου, οι έλικες είναι σύντροφοι πιστοί του για να 'χει τόπο η ψυχή του να πετάει, να ονειρεύεται. Με μια μόνιμη κρυμμένη Μεγάλη Παρασκευή καρφίτσας τσίμπημα στα σωθικά του, οι καινούργιες λέξεις και οι πληροφορίες για μάχες και αεροσκάφη μέσα από διαβάσματα και από το Ίντερνετ και οι στίχοι τραγουδιών λειτουργούν ως επίδεσμοι στα ραγίσματα και στις πληγές του. Η Ελλάδα προχωράει και ανανεώνεται με λίφτινγκ. Παντού χρήματα, αρχιτεκτονική ευτυχίας, ψεύδος, υποσχέσεις, συνθήματα ανύπαρκτα. Όλα γύρω μάταια, όλα ένα ψέμα κι η μόνη αλήθεια είναι εκείνη η λέξη της νύχτας του Νοέμβρη που βγήκε ρυθμικά από το στόμα του κοριτσιού: Ε - λευθε - ρί - α.

Από την - μη γραμμική -τριτοπρόσωπη αφήγηση στην εξομολογητική πρωτοπρόσωπη και εναλλάξ, με γραφή διεισδυτική, στιβαρή και αιχμηρή, η κορυφαία συγγραφέας των σπουδαίων σπαρακτικών μυθιστορημάτων και των ηρώων της που ξεπηδούν απ΄το χαρτί και ριζώνουν στην καρδιά του αναγνώστη, αφουγκράζεται και ψυχογραφεί τον ήρωά της, τη χώρα και μια ολόκληρη εποχή.  Με τα σκαπτικά εργαλεία του εργαστηρίου της σκάβει στα πιο βαθιά χώματα του Μιχάλη και των συμπρωταγωνιστών του, στα δικά της χώματα, στα δικά μας, στα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Με τα μαγικά της χέρια πλάθει έναν άνθρωπο "μικρό" που κινείται στη μεγάλη εικόνα, έναν άνθρωπο που πατάει στη γη σιγανά και ταπεινά έξω από λίστες, ουρές, δημοσιοσχετίστικες συναναστροφές, εκπλήξεις, κούφιες χαρές, χωρίς σπινθήρες και πυροτεχνήματα και ζεί την προσωπική και συλλογική ανθρώπινη περιπέτεια που περιγράφεται και αναλύεται από κέντρο προς την έξοδο.

Σε μια εποχή που τα συναισθήματα στριμώχνονται άγαρμπα και μουλωχτά κάτω απ' το χαλί, η Καρυστιάνη δημιούργησε ένα χαρακτήρα με μια απέραντη γεωγραφία συναισθημάτων.

Κομπάρσος στο βίο του, ο Μιχάλης, και μεγάλος πρωταγωνιστής σε ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών, είναι ένας άνθρωπος που ταυτιστήκαμε / ταυτιζόμαστε μαζί του και βιώσαμε / βιώνουμε τις πτήσεις, τις πτώσεις, τα ραγίσματά του.
 

 

 Εκδόσεις  Καστανιώτη