Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Αλέσιο Φορτζόνε, Napoli mon amour

 Αλέσιο Φορτζόνε, Napoli mon  amour
 
Ήδη θεωρείται από τους πιο σπουδαίους και ταλαντούχους συγγραφείς της νέας γενιάς της ιταλικής πεζογραφίας και  με το παρόν εξαιρετικό, βαθιά μελαγχολικό του μυθιστόρημα -που αποτελεί το ντεμπούτο του και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις-, ο Alessio Forgione απέσπασε τα βραβεία Berto 2019 και Prix Méditerranée 2021. Μείγμα μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, με γραφή οξυδερκή, ωμή, ειρωνική, εθιστική και με γλώσσα ηχηρή, εκλεπτυσμένη και λαμπερή μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα της ιστορίας, ο Forgione συνδυάζει την ψυχολογική ευαισθησία και την αμείωτη ένταση αιχμαλωτίζοντας τον αναγνώστη από την πρώτη αράδα ως την συγκλονιστική τελευταία και τον κάνει να νιώθει μια ανείπωτη ευγνωμοσύνη γι' αυτό που βίωσε διαβάζοντας το "Napoli mon amour".

Στο φόντο, πρωταγωνίστρια η Νάπολη με τα χρώματα, τους δρόμους της, τις συννεφιές, τις βροχές, τις λιακάδες της, την τρυφεράδα της και τη θλιμμένη σιωπή της μέσα στο φως της, στη βουή και στο ρεύμα της ζωής. 

Στο επίκεντρο, πρωταγωνιστής είναι ο Αμορεζάνο. (Αυτό είναι το επώνυμό του αλλά όλοι τον φωνάζουν έτσι σαν να είναι το μικρό του όνομα. Σύνθετη λέξη το Amoresano που αποτελείται από το ουσιαστικό amore και το επίθετο sano που στα ελληνικά σημαίνουν αγάπη + υγιής). Ο Αμορεζάνο είναι 30 χρόνων, ζει στη Νάπολη με τους γονείς του και είναι κάτοχος δυο πτυχίων. Παλιότερα εργαζόταν στα καράβια ενώ τώρα είναι άνεργος σε ένα νωχελικό αγώνα εύρεσης εργασίας και της θέσης του στον κόσμο. Βαρύς, παραιτημένος και ράθυμος, έχει έναν μόνιμο φόβο, ένα διαρκές κράτημα και ένα συναίσθημα κενού. Υπολογίζει συνεχώς τα έξοδά του. Στον τραπεζικό του λογαριασμό έχει κάποιες οικονομίες από την προηγούμενη δουλειά του, που του  επιτρέπουν τα βράδια να βγαίνει με τον μοναδικό του φίλο, τον Ρούσο, να παρακολουθούν αγώνες ποδοσφαίρου και να πίνουν φθηνές μπύρες. Ο Αμορεζάνο είναι ένας νεαρός άντρας, εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού "λίγο" και "τίποτα", με μια ζωή αργόσυρτη, με τυφλές προοπτικές, με βουβό άγχος, με τις μέρες του να κυλούν αδιάφορα, αργά, πανομοιότυπες η μία με την άλλη. Η ανησυχία του και η παραίτησή του αναμειγνύονται με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του και γεννούν ευφορία, απόγνωση και αποπροσανατολισμό.  Διαβάζει αρκετά, γράφει διηγήματα, αγαπάει πολύ την ομάδα του Νάπολι, αγαπάει όσο και μισεί την πόλη του Νάπολη που τον διώχνει και ταυτόχρονα τον κρατά αιχμάλωτο στην ασφαλή σκιά  της. Οι φωτεινές του σκέψεις είναι ελάχιστες σε αντίθεση με τις αμέτρητες σκοτεινές του καθώς ο ίδιος ακροβατεί στο τεντωμένο σχοινί της ύπαρξής του.

Οι γονείς του εργάζονται και όταν επιστρέφουν, τρώνε οι τρείς του μέσα σε μια χλιαρή ατμόσφαιρα, συζητώντας λίγο, σχεδόν κοφτά, για την ομάδα της Νάπολι και το θέμα καριέρας και μέλλοντος του Αμορεζάνο. Ο πατέρας και η μητέρα ανέχονται διακριτικά την κατάσταση του γιού τους, το βλέμμα τους και τα σχόλιά τους είναι συγκρατημένα επικριτικά.

Ο Αμορεζάνο γνωρίζει τυχαία την όμορφη Νίνα και είναι μια γνωριμία που αναζωπυρώνει τις ελπίδες του και τα όσα επιθυμεί. Η πρώην άνευρη φιλοδοξία του να γίνει συγγραφέας, δυναμώνει. Η ζωή του αρχίζει να αποκτά ένα κάποιο νόημα. Στέλνει δείγμα της συγγραφικής του δουλειάς στον λογοτεχνικό του μύθο, Ραφαέλε Λα Κάπρια, έπειτα τον συναντά από κοντά και ο ηλικιωμένος μέγας συγγραφέας, έχοντας διακρίνει το ταλέντο του Αμορεζάνο, τον προτρέπει να εκδώσει. Τα ενθαρρυντικά λόγια του Λα Κάπρια και η ερωτική του σχέση με τη Νίνα αναπτερώνουν το ηθικό του τριαντάχρονου. Κάθε έξοδος με τη Νίνα συνεπάγεται όμορφες στιγμές, ερωτισμό αλλά και την -ρεαλιστική και πλαγίως ειρωνική- αντίστροφη μέτρηση για τις οικονομίες του. Τα ραντεβού και οι ερωτικές συνευρέσεις τους σε ξενοδοχείο αρχίζουν να καταναλώνουν την ενέργεια, τον χρόνο και το τραπεζικό υπόλοιπο του Αμορεζάνο. Όταν εκείνη του προτείνει να πάει να ζήσουν μαζί στη Βαρκελώνη -η κοπέλα θα πάει, έτσι κι αλλιώς, για να παρακολουθήσει πρόγραμμα Erasmus-, η χρωματιστή θέα που αντίκριζε ο Αμορεζάνο, μεμιάς θολώνει, συννεφιάζει και του φέρνει αναστάτωση και θυμό και μια βαθιά απογοήτευση ότι τελικά η χαρά έχει ημερομηνία λήξης, ότι η αγάπη είναι μια τεράστια αιμορραγία, ότι η ευτυχία κοστίζει πολλά ευρώ. Η ελπίδα του νεαρού ότι θα ζούσε με αυτό το κορίτσι μια ωραία σχέση, εξανεμίζεται. Και πραγματοποιείται η επιστροφή του στο αβάσταχτο της καθημερινότητας, στην ανεπάρκεια του να ζει σε ένα κόσμο που του στερεί μια θέση, στην συνειδητοποίηση της αδυναμίας να λειτουργήσει κάτι  ομαλά, χωρίς κόπο και εμπόδια και στην αυξανόμενη αγωνία του για τις λιγοστές του πια οικονομίες που θα τον ωθήσουν στην αυτο - καταστροφή.

Η ταυτότητα του Αμορεζάνο είναι διαποτισμένη από το βαθύ μπλε της θάλασσας, από τη Νάπολη, τα σοκάκια της, το φως και το σκοτάδι της και την τάση της να παραμένει απαράλλαχτη σ' ένα κόσμο που αλλάζει. Και, ουσιαστικά, η ταυτότητα του Αμορεζάνο είναι η ταυτότητα του καθενός μας που -προσωπικά, εθνικά και παγκοσμίως τρομαγμένοι και προδομένοι- βρισκόμαστε σε πεδίο μάχης με τις ματαιώσεις, την ατομική και συλλογική μοναξιά, με τις ήττες μας και τις λιγοστές μας νίκες, με την έλλειψη τόλμης και διάθεσης να προβούμε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στη μέτρια ζωή μας.

Το ντεμπούτο του Alessio Forgione εκπλήσσει ευχάριστα. Είναι ολοφάνερη η αφηγηματική του δεινότητα, με μια φωνή που ψιθυρίζει ότι όλα καταρρέουν αθόρυβα και μας καθησυχάζει πως από τα ερείπια θα γεννηθεί μια νέα ζωή χάρη στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Φιλοτεχνεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το σκιώδες πορτραίτο του ήρωά του και, με τη χρήση της πρωτοπρόσωπης εξιστόρησης, μας ανοίγει όλες τις πόρτες εισόδου για να μπούμε στο μυαλό του Αμορεζάνο, να δούμε και να αφουγκραστούμε όσα ποτέ δεν αποκαλύπτει σε κανέναν.

Με διακειμενικές αναφορές, με ολοζώντανους ρεαλιστικούς διαλόγους, με θλιβερό χιούμορ, με έναν  τίτλο εμπνευσμένα εμπνευσμένο από τον τίτλο της ταινίας "Hiroshima mon amour", του Alain Resnais σε σενάριο της Marguerite Duras, -ταινία που παρακολουθούν μαζί ο Αμορεζάνο και η Νίνα στην αρχή του ειδυλλίου  τους- και παραλληλίζει το σύντομο τέλος της ευτυχίας, την ομορφιά και τη φρίκη της λήθης, ο Alessio Forgione, σε αυτό το πρώτο του εκθαμβωτικά μελαγχολικό έργο, αποδεικνύει περίτρανα το ταλέντο του και την εργατικότητά του πάνω στο χτίσιμο των λέξεων που οικοδομούν σε ακλόνητα θεμέλια μια ιστορία πικρή, σπαρακτική και "ενοχλητική" που ταρακουνά και προβληματίζει, όπως η αλήθεια.

Η Δέσποινα Γιαννοπούλου υπογράφει μια θαυμάσια μετάφραση και τις απαραίτητες σημειώσεις και ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος θαυμαστά υπεύθυνος στο κομμάτι της επιμέλειας.
 
Εκδόσεις  Πόλις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου