Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα
 
 
Ο Αντώνης Τσόκος είναι μια από τις σεμνότερες και, ταυτόχρονα, από τις πιο δυναμικές παρουσίες στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αθόρυβα και ακούραστα δημιουργικός μέσα στις εκρηκτικές ποιητικές του πρόζες -και εκτός αυτών-, γνώστης του ποιητικού μέτρου και ρυθμού, ένας εικονοπλάστης τοπίων, σωμάτων, συναισθημάτων, κινήσεων, φύσης, πόλης, ησυχίας, ανησυχίας, νύχτας κι αστεριών. Ποιητική φωνή αισθαντική που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες αξιόλογες της γενιάς του, ένας ιστοριών, βλεμμάτων και επιθυμιών συλλέκτης που μετουσιώνει την ύπαρξή τους σε υψηλή ποιητική έκφραση.

Η ποιητική συλλογή "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" πρωτοκυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη -πρόκειται για την τέταρτη συλλογή του Τσόκου μετά τα "Σουίνγκ με τ' άστρα" (2013), "Ένα ποτήρι ακόμα, Τσαρλς" (2015), και "Ώρες πληθυντικής αϋπνίας" (2017), όλες οι ανθολογίες από τον αείμνηστο Γαβριηλίδη- και επανεκδόθηκε πριν λίγο καιρό από τις νεοσύστατες εκδόσεις Μονόκλ που ιδρύθηκαν από τον Αντώνη Τσόκο την άνοιξη του 2023.  Μονόκλ και το όνομα του καλαίσθητου βιβλιοπωλείου (πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλιοφιλικό στέκι που δημιούργησε ο ίδιος ο ποιητής και που αξίζει κανείς να επισκεφθεί για πολλούς λόγους) στην οδό Φειδίου 11 στο κέντρο της Αθήνας ενώ Μονόκλ επίσης είναι και η ονομασία του εξαιρετικού ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού που διαχειρίζεται με μεράκι και αγάπη ο Τσόκος.

Το "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα", ξανά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, κυρίως, ξανά και εκ νέου στα χέρια μας, με νέο εξώφυλλο και επιμέλεια της Λένας Καλλέργη και με τα 52 -χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες- ποιήματα / πεζοποιήματα απαστράπτουσας γλώσσας, υποδειγματικού ύφους, θαυμαστής οικονομίας λόγου, αμεσότητας, υπαινιγμών και λεπτομέρειας,να ζουν μια δεύτερη ζωή και να δρέπουν καρπούς στην ψυχή των αναγνωστών.

Τα ποιήματα στην "Εμμανουήλ Μπενάκη" έχουν ένα άρωμα γλυκόπικρης ματαίωσης και παλιών καλοκαιρινών μεσημεριών, δειλινών και νυχτών. Και είναι ολοζώντανα, θαρρείς και θα ξεπηδήσουν από τις σελίδες και θα σε πάρουν απ' το χέρι, για να σε πάνε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, να σου δείξουν νόμους, δανεικά φιλιά, ανθρώπους κοινής ησυχίας, αγάλματα, περαστικούς, πεφταστέρια, ρίζες, πάθη, βροχές, σταματημένα ρολόγια, στιγμές που πάγωσαν στο χρόνο, πνιγμούς και τριαντάφυλλα που γεννιούνται κι ανθίζουν σαν κραυγές.  Ποιήματα και πεζοποιήματα ανθρωποκεντρικά: έχουν αίμα που κυλά, οξυγόνο, πνοή, φλέβα μεθυσμένη που χορεύει αδέξια, μεταβαλλόμενα συναισθήματα. Ο φόβος κι η αποθυμιά γίνονται θάρρος κι ομολογία κι η πνοή γίνεται θάνατος. Κι έχουν ζωή μισή / τεχνητή / δανεική, ζωή έξω απ' το οικείο σώμα, έρωτα φορεμένο ανάποδα, ψιθύρους κι ουρλιαχτά, γέφυρες και γκρεμούς, βήματα και πτώσεις, άστρα και βυθούς, όνειρα, αδυναμίες, μάτια , όραση, καρδιά.

"Από την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" συντελείται ένα ταξίδι από τον ρεαλισμό στον υπερρεαλισμό, με στάσεις στις οδούς της βιωματικής έκφρασης, της τρυφερότητας, της ειρωνείας, της υπομονευτικής σάτιρας, και της εξομολόγησης φόβων ορατών και αοράτων, πόθων κρυφών και στεναγμών άηχων, και στην αφετηρία λαμβάνουν χώρα η ανατροπή και η έκρηξη.

Η αρχή γίνεται με ένα πεζοποίημα με πρωταγωνιστή τον Σαλβαδόρ Νταλί, για να ακολουθήσει μια επιστολή του ποιητικού υποκειμένου προς τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες για σκαθάρια Δον Κιχώτες που κυνηγούν ανεμόμυλους.
 
Κι έπειτα ένας πνιγμός σε μια προσπάθεια πνιγμού. Και μια προσευχή σε προστακτική:   
 
[...]
Όταν μεθώ ξεχνώ την ύπαρξή σου.

Αν ξαγρυπνάς
προσμένοντας δική μου προσευχή
οπλίσου με ελπίδα και υπομονή.
Μην παρεκκλίνεις απ' την πίστη σου
σ' εμένα.
                                        (σελ. 14)

Κι η ευλογία του καλοκαιριού σε μια παρτίδα που κυλά στο δέρμα. Κι ένας ποιητικός θάνατος από έμφραγμα, γιατί μονάχα έτσι πεθαίνουν οι ποιητές. Μια εταιρεία που προσλαμβάνει νεαρούς άνδρες για να παριστάνουν τα αγάλματα. Στο Μεξικό ένας ηλικιωμένος ανταλλάσσει ρόλο και ζωή με έναν θανατοποινίτη. Ένας συνωστισμός στον μέσα εαυτό κι ένας τυφλός ήλιος που θα πιστέψει ότι μετοίκησε ο ουρανός του.

Ο θάνατος χάνει την ισχύ του μπροστά στην αδυναμία των θυμάτων του που περιμένουν το καλοκαίρι.

Το ποιητικό υποκείμενο συγκατοικεί σε ένα σπίτι με ένα τυφλό παράθυρο που κοιτά τον ουρανό μα δεν τον βλέπει και το ποίημα χτίζεται μ' ένα αλφάβητο νεκρών. Κι ύστερα ένας χάρτινος ήρωας χωράει σε μια χειραποσκευή, ζωντανός σε πείραμα θανάτου σε ταξίδι αταξίδευτο.
 
Ο τόνος της φωνής υψώνεται και διεκδικεί απάντηση στο πού φυλάσσονται οι φωνές των κεκοιμημένων.
 
Μια γυναίκα πυροβολεί τον χρόνο. Κι αργότερα έρχονται οι "Καθαρές δουλειές" -με δηκτικότητα και ειρωνική διάθεση- για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία για ένα έγκλημα με τάξη.
 
Ο θάνατος επιβατών σε αεροσκάφος αναψυχής είναι ένα ασήμαντο γεγονός που θα ξεχαστεί και δένει αρμονικά στα καθ' ημάς με μια ασήμαντη βλάβη της ΕΥΔΑΠ κι έτσι η ζωή συνεχίζεται όπως κι ο θάνατος συνεχίζεται να συνηθίζεται.   Ερωτική μεστότητα και μέθη και το πάθος είναι ένα τέλος που δεν έρχεται από μόνο του.
 
Ένα συντριβάνι από ουρλιαχτά και μια υπόσχεση σε μια πόλη -σε κάθε πόλη- που ερημώνει μεσημέρι, ενώ η Μέριλιν και η λαγνεία της σαν χαστούκι απανωτό παντού και πάντα. Κι ο θάνατος διαρκώς παρών, παραμονεύει, λυγίζει και θεριεύει.
 
Ένα τελευταίο φιλί απογειώνεται απ' τη γη στον ουρανό, ένα "μετά" σαν ερώτημα μετέωρο μετά από καταιγίδα αγάπης, μια βροχή μέθης, όλα τριγύρω άστρα κι η νύχτα του κόσμου απ' το τόσο φως θα χάσει το νόημά της. Ένα δέντρο σε άτακτη φυγή. Το πάθος κι η συνήθεια. Οι νυχτερινοί δρόμοι της Αθήνας που είναι διαθέσιμοι στους επαναστάτες, οι οποίοι διεκδικούν ψωμί και τριαντάφυλλα. Ένα παγκάκι σιωπηλός μάρτυρας πένθους και πάθους.  Δέντρα που σμίγουν οι ρίζες τους κι οι κορμοί τους. Ένα ράφι με "σ' αγαπώ", το πλάσιμο μιας νέας πανσελήνου, οι περαστικοί μέσα από το στοχαστικό θλιμμένο βλέμμα του Φιντέλ.

Αυτοαναφορικά αρκετά εκ των ποιημάτων της ανθολογίας και όλα τους μεστά, φορτισμένα, κυνικά, μελαγχολικά, ευθύβολα, με απαράμιλλη τεχνική. Ο εαυτός, ο άνθρωπος, οι άνθρωποι, η πόλη, το παρελθόν, τα πρώτα σκιρτήματα, ο έρωτας, τα μετέπειτα γδαρσίματα, τα "μαζί" και τα "όχι μαζί", οι όρκοι, ένα παγωτό ξυλάκι, σύμφωνα και φωνήεντα και αριθμοί, τα έρημα ζεστά μεσημέρια, η σάρκα ενός γευστικού ροδάκινου, η ζωή και ο θάνατος. Όλα βρίσκουν μια θέση στο εκφραστικά ώριμο και υπέροχα συγκινητικό σύμπαν του Αντώνη Τσόκου, ο οποίος παρατηρεί προσεκτικά την καθημερινότητα, τα αντικείμενα, την κίνηση και την ακινησία τους, τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φθορά της, τον χρόνο και τελικά και τον ίδιο του τον εαυτό και τα μετατρέπει σε αντίδωρο προς τους αναγνώστες, σε μοίρασμα, ομορφιά και καταφύγιο. Και κατασκευάζει με απλά υλικά, με χώμα και νερό και ποιητική ανάσα, τις στιγμές μας σε 52 άρτιες αλληγορικές ποιητικές αφηγήσεις που φλερτάρουν με το παράδοξο του έρωτα, της απουσίας, της έλξης μας προς το ανοίκειο, των γκρεμών μας, της διάθλασης των φωτισμένων σκοταδιών μας, των χαμένων μας νοημάτων, των άστρων που καταπίνουμε για να ντυθούμε το φως τους, της ήττας μας, της συντριβής μας, των μικρών και μεγάλων μας ηχηρών και άηχων επαναστάσεων.

Με τ' αστέρια που έχω μέσα μου
μπορώ να φτιάξω τον δικό μου ουρανό
                                            (σελ. 51)

Κι κάπως έτσι ο Αντώνης Τσόκος έφτιαξε έναν ουρανό, για να βρίσκουν καταφύγιο εκείνοι που δεν τους χωρά η γη.
 
 
Εκδόσεις μΟνόκλ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου