Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Φώτης Μανίκας, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας

Φώτης Μανίκας, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας

 
Με αυτό τον ευφάνταστο τίτλο, "Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας", και 18 διηγήματα - ηφαίστεια εν ώρα έκρηξης, κάνει -θεαματικά- την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα ο Φώτης Μανίκας που μας συστήνουν οι εκδόσεις Loggia μέσω της κίτρινης σειράς τους (διήγημα - νουβέλα).   Ο Φώτης Μανίκας γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου ζεί και εργάζεται, σπουδάζοντας Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και ήταν πριν μερικά χρόνια όταν προκάλεσε αίσθηση με τα "φλεγόμενα" ποιήματά του στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Και εκεί, στον ποιητικό του λόγο, όπως και στον πεζό, είναι εμφανείς η "ανησυχία", η φωτιά,  και η αιχμή στην έκφραση και στο ύφος του, στοιχεία ευδιάκριτα και στο παρόν πρωτόλειο έργο του με τις 18 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις να δημιουργούν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων που εναλλάσσονται και αναπτύσσονται με ταχύτητες εναέριου τρένου σε λούνα παρκ.  Οργή, οίκτος, συμπάθεια, αντιπάθεια, απέχθεια, συγκίνηση και σφίξιμο στο στομάχι είναι τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που θα βιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας / μελετώντας τις ιστορίες που υποδειγματικά έγραψε ο Μανίκας, κρατώντας μολύβι στο ένα χέρι και στο άλλο χέρι ένα κομμάτι καθρέφτη στραμμένο στην καθημερινότητα και στον παραλογισμό ανθρώπων της διπλανής πόρτας, κυρίως στην Αθήνα του σήμερα.

Ο συγγραφέας, με χειμαρρώδη, νευρώδη και ασθματικό λόγο, απεικονίζει απολύτως πιστά τα έγχρωμα και τα ασπρόμαυρα πλάνα της ζωής μας και τον βίο / παραίσθηση - ιδρώτα - τρόμο - υπαρξιακή αγωνία - κενότητα - είσοδο στο παράλογο των ηρώων του. Δημιουργεί ιστορίες ωμές, σκληρές κι ευαίσθητες όπου ο "βρώμικος" ρεαλισμός συνδέεται με τον μαγικό ρεαλισμό και τις πινελιές λυρισμού αποτυπώνοντας στο χαρτί χαρακτήρες, εικόνες, καταστάσεις, διαλόγους και γεγονότα που "ενοχλούν" είτε γιατί μας είναι εξαιρετικά οικεία επειδή τα βιώνουμε οι ίδιοι ή τα βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα δίπλα μας και τους γυρίζουμε την πλάτη με αποστροφή, λόγω ευθιξίας, βουτηγμένοι στην κενοδοξία μας, φυλακισμένοι σε τοξικά / ταξικά κελιά.

Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες των διηγημάτων του Μανίκα δεν μασάνε τα λόγια τους, τα λένε όπως ακριβώς βγαίνουν σαν ορμητικά νερά απ' τα χείλη τους. Ζούν και κινούνται σε υψηλές θερμοκρασίες, σε υψηλά επίπεδα νευρωτισμού, κυνηγημένοι από παλιούς και νέους επιπρόσθετους φόβους - φόρους βαριάς αλυσίδας που τους τραβάει με μανία σε πάτο πηγαδιού. Ακολουθούν ανορθόδοξα τα αρρωστημένα τους ένστικτα, επηρεάζονται τόσο από την ζοφερή πραγματικότητα που συχνά την συγχέουν με την φαντασία. Είναι δέσμιοι του παρελθόντος τους, βαθιά πληγωμένοι, περιθωριακοί ή "βολεμένοι" σε γάμους και σχέσεις - δίχτυα. Είναι ενήλικες που δεν κατάφεραν να ενηλικιωθούν, είναι macho άντρες και αδύναμες γυναίκες, και το αντίθετο. Πέφτουν από τα σύννεφα, πέφτουν στα ίδια τους τα μάτια και στα μάτια των άλλων, πέφτουν σε γκρεμούς αναζητώντας όσα τους προκάλεσαν την πτώση. Μπαίνουν σε γαλήνη. Μπαίνουν σε ξένα όνειρα. Με κουτσουρεμένα αισθήματα ζούν ζωές δανεικές. 'Εχουν εμμονή με το παρελθόν, κυνηγούν χίμαιρες, κυνηγούν ξημερώματα, έχουν φαντασιώσεις με το "ξένο" και "τ' αδοκίμαστο, το απ΄ αλλού φερμένο", νομίζουν ότι διατηρούν τον έλεγχο των καταστάσεων αλλά ουσιαστικά ο έλεγχος είναι χαμένος. Ζούν και πορεύονται με φαντάσματα του χρόνου, με αποτυπώματα από καύτρες στις παλάμες, με ιστορίες για δολοφονημένα σκυλιά και ανθρώπους που χάθηκαν σε ένα λαγκάδι. 

Δεν θυμούνται να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά τους που να οδηγεί στην ελπίδα, στο φώς. Βρίσκονται πότε άστρα, πότε υπόνομο. Παρακολουθούν μια ομάδα ανθρώπων που χορεύουν  ξέφρενα στο κέντρο μιας πλατείας. Κάνουν χρήση ουσιών υπό τον ήχο ενός κομπρεσέρ ανάμεσα σε ερείπια και σκουπίδια. Περιμένουν κάτι που δεν συνέβη ακόμα κι ούτε ποτέ θα συμβεί.

Είναι παιδιά που σηκώνουν ανάστημα στην πατριαρχία και σκάβουν μια τρύπα για να την θάψουν. Είναι άνθρωποι με ουρά όταν κρύβονται στις πέτρες της αβύσσου τους. Οργανώνουν με την παραμικρή λεπτομέρεια μια μελλοντική δολοφονία. Είναι εκτός εαυτού γιατί ο εαυτός τους - κι οκόσμος - δεν τους χωράει πια. Τα όνειρά τους είναι αερόστατα σε καθοδική πορεία. Πίνουν στην υγειά  της μοναξιάς τους. Αφηγούνται από τα υπόγειά τους, από τα μπαλκόνια τους, μέσα από σκοτεινά μπαρ, από το κέντρο της πόλης, από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, πάνω από φαράγγια, από τους δρόμους, με το φεγγάρι να φωτίζει αμυδρά τα σκουριασμένα ασήμια τους - κάτοπτρο σε σπαρακτική ομοιότητα  της ζωής τους.

Από τη βεράντα τους κατασκοπεύουν, με ένα κυάλι, τις ζωές των απέναντι. Φωνάζουν  στο κενό. Το παρελθόν βγαίνει σε κομμάτια απ' το στόμα τους, απ΄τις φλέβες τους. Έχουν αυτοκτονικές τάσεις, είναι θύτες και θύματα βίας και καταστροφικών δεσμών έρωτα και αίματος. Γλείφουν τις πληγές που τους ξύνει το φως, χάνουν την πορεία τους - για αλλού ξεκινούν κι αλλού καταλήγουν. Το κρύο τούς διαπερνά ως το μεδούλι. Εγκαινιάζουν μια νέα ζωή στην οποία οι υπάρξεις τους τραγουδούν σε λάθος τόνο με ορχήστρα γονεϊκών βλεμμάτων, επικρίσεων, ψιθύρων και λυγμών.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις -υπαινικτικές, ελλειπτικές, επαυξημένες- συνομιλούν με το παράδοξο και το αληθινό κι είναι τόση η δύναμή τους που μοιάζουν σαν πυροβολισμοί σε ευπρόσδεκτη επίθεση, κι οι σφαίρες τους βρίσκουν στόχο σε κάθε ευαίσθητη αναγνωστική χορδή. Όσο κι αν ο αναγνώστης αντιπαθήσει τους ήρωες του Μανίκα, άλλο τόσο του συμπονά, τους κατανοεί και ταυτίζεται μαζί τους. Κι ο δημιουργός των ιστοριών τους, χωρίς να παραχαράζει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα, υποσκάπτει την σκληρή της αλήθεια και κεντά περίτεχνα το λοξό, ρεαλιστικό της σύμπαν.

Ο Φώτης Μανίκας, χρησιμοποιώντας παιγνιώδεις τίτλους στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, με οικονομία λόγου, χιούμορ, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, διεισδυτικότητα, σαρκασμό και τρυφερότητα, πλέκει στον λογοτεχνικό του καμβά το σύγχρονο αστικό τοπίο και την σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά τόσο κυνικά και τόσο ποιητικά ταυτόχρονα και μας χαρίζει ένα θαυμάσιο πρώτο δείγμα της πεζογραφίας του με διηγήματα ανεξίτηλων εικόνων, αποχρώσεων και χαρακτήρων.
 
 
Εκδόσεις Loggia

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

Νάνσυ Αγγελή, προσμονή ή τα βουνά

Νάνσυ Αγγελή, προσμονή ή τα βουνά

 
Εκδόσεων Περικείμενο πρόσφατη κυκλοφορία η παρούσα συλλογή 30 μικρών κειμένων που αποτελούν μείγμα λογοτεχνικών δοκιμίων, φιλοσοφικών στοχασμών, διηγημάτων, εξομολογήσεων, σταχυολόγησης σκέψεων για τον καθημερινό βίο και τις λεπτομέρειές του εκείνες που περνούν απαρατήρητες, -λόγω της έλξης μας στην επιφάνεια των πραγμάτων- ασκήσεων ύφους άρα ανολοκλήρωτων ιστοριών ή ιστοριών που ολοκληρώνονται με ένα ανοιχτό τέλος και, τεχνηέντως, προσκαλούν / προκαλούν τον αναγνώστη να δώσει τη δική του συνέχεια. Όπως και να 'χει, πρόκειται για μια συλλογή σαγηνευτικών ιστοριών, "σκαλισμένων" με τέχνη και φροντίδα που αναδεικνύουν του ανθρώπου το μεγαλείο και τη μικρότητα, το ύψος και το βάθος του, το φως και το σκοτάδι του, τη γιορτή και τα πένθη του, τα "έλα" και τα "φύγε" του, την αρχή και την λήξη των παθών του.
 
Γραμμένα υποδειγματικά, τα 30 αυτά μικρής έκτασης λογοτεχνικά διαμάντια τραβούν σαν μαγνήτης με τον ρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό τους, τις αποχρώσεις τους, την αλήθεια τους και την παραδοχή τους. Μας καλούν να έρθουμε σε διάλογο με τον εαυτό μας και με τους άλλους, να κάνουμε δυο βήματα πιο βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την ανθρώπινη διάσταση γενικότερα, να δούμε το πώς η πραγματική ζωή συμπορεύεται με την άλλη, την εσωτερική, την ανομολόγητη και να παρατηρήσουμε τις ρωγμές τους.
 
Η δημιουργός των κειμένων, Νάνσυ Αγγελή, είναι μια συγγραφέας - τεχνίτης "αθόρυβη" που διαθέτει εκρηκτικό τρόπο έκφρασης και γραφής και εντελώς προσωπικό ύφος.  Το 2015, από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Μια μέρα απόλυτης ησυχίας". Το 2018, η επόμενη ανθολογία ιστοριών της "Η νοητή ευθεία που ενώνει ένα σώμα μ΄ ένα άλλο" κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη ενώ διηγήματα και μεταφράσεις της δημοσιεύτηκαν σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. (Αξίζει να ανακαλύψετε κάποια από αυτά στο περιοδικό Χάρτης). Μεταφράζοντας συνέβαλλε σε δυο σημαντικές εκδόσεις: από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες, το 2020, κυκλοφόρησε η ποιητική ανθολογία "Φως - Έρωτας - Θάνατος" με επιλογές ποιημάτων του νομπελίστα Ισπανού ποιητή Vicente Aleixandre και από τις εκδόσεις Βακχικόν, το 2021, μας σύστησε την σπουδαία ποιήτρια Leire Bilbao μέσω της ποιητικής συλλογής "Νερά Μάνες". Η Αγγελή συμμετείχε στα συλλογικά έργα "Ιστορίες μπονζάι" των εκδόσεων Γαβριηλίδη την διετία 2014 - 2016, και κάνει μια εξαιρετική, υποδειγματική δουλειά στο blog της όπου παρουσιάζει μεταφραστικά δείγματα ισπανόφωνης πεζογραφίας στα ελληνικά. Σπούδασε μετάφραση και δημοσιογραφία, ζεί στην Ισπανία από το 2008 και, πριν λίγο καιρό, επέστρεψε με την τρίτη της συλλογή μικρών πεζών "προσμονή ή τα βουνά" για να αποδείξει για μια ακόμα φορά το χάρισμά της να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να κάνει το μικρό και το ασήμαντο σημαντικό, να παρατηρεί με προσήλωση τις ανεπαίσθητες κινήσεις ανθρώπων και πραγμάτων, να παίρνει αυτά που -φαινομενικά- δεν αναπνέουν και να τους δίνει ζωή, να τα καλλιεργεί και να τα ποτίζει μέχρι τη μόνιμη άνθησή τους, να "παντρεύει" το κανονικό με το απόκοσμο και να δημιουργεί ιστορίες ευαίσθητες για τ' ανθρώπινα, για το κενό, τη ματαιότητα, τις ψευδαισθήσεις, τη μοναξιά, για τις επιθυμίες που πνίγονται στον ποταμό της γλώσσας και δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν στη στεριά των χειλιών.
 
Η αφήγηση εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη ενικού αριθμού σε πρωτοπρόσωπη πληθυντικού. Τα συναισθήματα και οι αφηρημένες έννοιες αποκτούν υπόσταση, σώμα και ψυχή: Η ύπαρξη μπαίνει ανάμεσα στην αφηγήτρια και στον εραστή της σαν παιδί που αποζητά χάδι και προσοχή. Ο Φόβος εγκαθίσταται στον εγκέφαλο μιας γυναίκας και τον κάνει ζεστή κατοικία του.
 
Η προσμονή, τρυφερή κι επικίνδυνη μαζί, μια κουκίδα που στέκεται με σθένος απέναντι στα βουνά, τα αγκαλιάζει με το βλέμμα της και συνομιλεί με τη σιωπή τους. Η ευτυχία και το ωράριό της, οι αντιφάσεις της, η στέγη και η εξορία της. Η αγάπη που χαρίζει φτερά και εξαπατά. Το νόημα της ζωής πάνω σε θραύσματα μετά από μια μάχη με θέα την ήττα. Η μοναξιά που πέφτει πάνω σε σώματα και αντικείμενα σαν σκόνη. Η ακλόνητη πίστη που πάει κόντρα στο ρεύμα και είναι πάντα αθάνατη όταν τριγύρω όλα κι όλοι πεθαίνουν.
 
Οι χαρακτήρες -κυρίως γυναικείοι χαρακτήρες- των κειμένων της Αγγελή περιμένουν κάτι το οποίο ποτέ δεν ομολογούν. Ταλαντεύονται στην άκρη των υπαρξιακών τους φαραγγιών. Συλλέγουν σημάδια. Ταξιδεύουν μένοντας στάσιμοι σε ένα καινούργιο τοπίο μακριά απ΄ το οικείο τους. Είναι ευτυχισμένοι με τα λίγα κι ανήμποροι να συγκρατήσουν τον χρόνο που κυλάει σαν άμμος απ' τα τρύπια χέρια τους. Χρησιμοποιούν -γράφοντας- λέξεις για να περιγράψουν πράγματα και καταστάσεις που δεν περιγράφονται με λέξεις. Συγκατοικούν με το φόβο και την ερημιά. Τολμούν και βγάζουν την καρδιά τους απ΄τη θέση της. Είναι τακτικοί και συνεπείς μέσα σε έναν ασυνεπή κι ακατάστατο κόσμο. Μιλούν με τον ήλιο. Χτίζουν ένα σπίτι, κοινωνικοποιούνται, γίνονται μέρη / μέλη του συστήματος από κεκτημένη ταχύτητα και γιατί έτσι πάει ο κόσμος κι όχι αλλιώς και στο τέλος τα χάνουν όλα. Είναι φιγούρες κάτω από έναστρο ουρανό. Είναι γυναίκες που ξαναγεννιούνται στην ωριμότητά τους μετά από ένα διαζύγιο, μια συνταξιοδότηση, ένα θάνατο. Στέκονται αμήχανοι μπροστά σε μια καινούργια πόλη που πάλλεται με φόντο το φως της ελπίδας.
 
'Ολες τους, ιστορίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυτοαναφορικές και θορυβώδεις μέσα στη γαλήνη τους,  μπαίνουν οργανικά η μια μέσα στην άλλη, στέκονται σαν αντικριστοί καθρέφτες και κάνουν ανταλλαγή φωτός, λάμψης, λέξεων, ψιθύρων, οικουμενικής ομορφιάς κι ενός χεριού, μιας καρδιάς κι ενός ταλέντου σαν αυτά της Αγγελή που από μακριά είναι τόσο κοντά μας, γράφοντας και ανάβοντας φωτιά σε γιορτή ξενιτιάς και γης αγαπημένης για ανθρώπους - μονοπάτια που τα βαδίζουμε και ανθρώπους - θάλασσες που μέσα στα νερά τους (ξανα)βαπτιζόμαστε αθώοι και καθάριοι.
 
Μια θαυμάσια συλλογή πεζών, μια θαυμάσια πρόζα σε 30 κομμάτια που αξίζει να ανακαλυφθεί, να διαδοθεί και να διαβαστεί ξανά και ξανά για να βιωθεί η ίδια συγκίνηση που προκαλούν οι εικόνες, η τρυφερή θλίψη που ρίχνει το σεπτό της φως στις λέξεις, των λέξεων η σοφία, η μουσικότητα, η πυκνότητα, το νόημα, το παιχνίδισμα κι ο ιριδισμός, η δεξιοτεχνία.  Η Νάνσυ Αγγελή ακούει όσα δεν προφέρονται κι όλα εκείνα τα συναισθήματα που -σιωπηλά, συμβιβασμένα, ακίνητα, αμίλητα- βλέπουν τη ζωή να περνάει από το παράθυρο και τα αποτυπώνει στο χαρτί τόσο περίτεχνα, τόσο κρυστάλλινα και τόσο διεισδυτικά.
 
Περικείμενο Βιβλία

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

José Daniel Espejo, Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής

 
José Daniel Espejo, Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής
Το βίωμα, η προσωπική περιπέτεια, ο προσωπικός Γολγοθάς, η ζωή που σερβίρει σύννεφα και καταιγίδες σε θαμπό ασημένιο δίσκο, ένας πατέρας που μεγαλώνει μόνος τα δυο του παιδιά, εν εκ των οποίων είναι αυτιστικό, είναι ευφυώς, ανθρώπινα και θαυμάσια μεταφερμένα σε ποίηση. Την ποίηση που τρυπάει με καρφιά την καρδιά του αναγνώστη και, παράλληλα, του ανοίγει την αγκαλιά ενός κόσμου άλλου δίνοντας μάθημα δύναμης, ελπίδας -μέσα στην απελπισία-, ειλικρίνειας, θάρρους και "μελέτης" για το πώς η θλίψη όταν γέρνει το μέτωπό της πάνω στο λευκό χαρτί γεννά λέξεις που κεντούν ποίηση συγκινητική και τότε η θλίψη βγάζει φτερά στους ώμους, φοράει τα καλά της, ανοίγει την κλειδαμπαρωμένη της πόρτα, βγαίνει, πετάει, ξεπερνά σύνορα, βουνά και θάλασσες, ακυρώνει χιλιόμετρα κι έρχεται και μας χτυπά το τζάμι να μπεί απ΄το παράθυρο να την καλοδεχτούμε όπως της αξίζει, να γίνει γιορτή μοιράσματος, να μοιραστεί σαν αντίδωρο.

Σαν το αντίδωρο ακριβώς που μοιράζεται με τους αναγνώστες ο -για πρώτη φορά μεταφρασμένος στα ελληνικά- José Daniel Espejo.

Ποιητής, συγγραφέας, αρθρογράφος, ακτιβιστής και βιβλιοπώλης στη Μούρθια της νοτιοανατολικής Ισπανίας, τιμημένος με το Διεθνές Βραβείο Juan Rejano - Puente Genil 2019 για την παρούσα ποιητική του συλλογή, "Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής", που κυκλοφόρησε στη χώρα μας χάρη στη συγκίνηση που βίωσε διαβάζοντάς της στα ισπανικά ο εξαίρετος μεταφραστής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και στη συνέχεια, συγκλονισμένος από την σκληρή ομορφιά των πεζοποιημάτων του Espejo, τα μετέφρασε και δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Χάρτης, για να ακολουθήσει η μαγική εκείνη στιγμή που η πάντα αεικίνητη, πνευματικά ανήσυχη και δημιουργική Μαρία Γυπαράκη  με τους συνεργάτες της στο Librofilo προχώρησαν στην έκδοσή τους σε αυτόν τον καλαίσθητο και φροντισμένο τόμο. "Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής" εγκαινιάζουν τη νέα σειρά του Librofilo , Ars Poetica και αποτελούνται από έξοχα βιωματικά κείμενα που ακτινογραφούν την ψυχή του ποιητή Espejo  και το δράμα του αυτισμού του γιού του, θέμα που δεν είναι σύνηθες στην ποίηση και στην πεζογραφία. Είναι κείμενα / ποιήματα πλασμένα με απλά υλικά, είναι ειλικρινή, συνταρακτικά κι έχουν μέσα τους μια ζωή που έρχεται και μπαίνει -επιθετικά και τρυφερά, την ίδια στιγμή- στη δική μας ζωή ως σκέψη, ως οικειότητα, ως προβολέας που φωτίζει το τραύμα χωρίς να εκλιπαρούν για οίκτο, χωρίς ο Espejo να προβάλλει τον εαυτό του ως ήρωα. 

Με μια γλώσσα απλή, διαυγή, υπαινικτική, γλυκόπικρη και οικεία, ο José Daniel Espejo γράφει αυτά τα πολύ ιδιαίτερα πεζοποιήματα εκθέτοντας το βίωμά του όπως θα μοιραζόταν μια κουβέντα μ' έναν καλό φίλο για να βγάλει προσωρινά από μέσα του τον κορμό με τ' αγκάθια, να φωτίσει με τις λέξεις το σκοτάδι που τον περικυκλώνει. Αυτοβιογραφείται, σατιρίζει και (αυτο)σατιρίζεται, βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, ως μάρτυρας και θεατής της ζωής του, του εαυτού του, του αυτιστικού γιού του Μαρτίν, του κόσμου, του συστήματος, των φίλων που χάθηκαν. Είναι ο "κάποιος άλλος" και ο πατέρας - φροντιστής του Μαρτίν και μέσω των κειμένων /ποιημάτων του, σε αυτή τη δίγλωσση έκδοση, εξομολογείται όσα φοβάται και όσα δεν λέει πουθενά, εκθέτει στο χαρτί τα συναισθήματά του, την προσωπική του ταλαιπωρία, τη μοναξιά του, την ανασφάλεια του πόσο καλά τα καταφέρνει (και δεν τα καταφέρνει πάντα), αφήνει την πίκρα του ελεύθερη να ξεχειλίσει και να εκφράσει το πόσο δεν χωρά η δική του ζωή στις "κανονικές" ζωές των άλλων, των οποίων την ευτυχία παρατηρεί από μακριά σαν να παρακολουθεί εικόνες τηλεοπτικών διαφημίσεων.
 
"....'Οσο πιο όμορφο το παραμύθι τόσος λιγότερος είναι ο χώρος  που έχουμε εμείς σ' αυτό. Αν τραγουδάμε πού και πού είναι γιατί γνωρίζουμε τα λόγια επειδή τ' ακούσαμε στο ράδιο τη ζωή των άλλων τραγουδάμε."  (σελίδα 25)

Αφήνει να φανεί η συγκρατημένη οργή του για την απουσία ενός δίκαιου κράτους, για την (αυτο)περιθωριοποίησή του. Ανοίγει την καρδιά του, ονειροπολεί, πίνει, κλαίει, αποτυγχάνει, λυγίζει, πέφτει, σηκώνεται ξανά, χαμογελά μέσα στην οδύνη, ερωτεύεται. Κι ας μην κρατούν οι έρωτες παρά μονάχα στιγμές κι ύστερα του γυρνούν την πλάτη και το βάζουν στα πόδια. Τρομαγμένοι έρωτες -μπρος στη λύπη και την αθλιότητα του σπιτιού του- που συνορεύουν με τη νύχτα και την παραίτηση και την επόμενη προσπάθεια να συνεχίσει τη ζωή που του κληρώθηκε.

Η ποιητική αφήγηση γυρίζει πίσω στο χρόνο: στις μεγάλες αγωνίες, στο απόλυτο σκοτάδι. Γίνεται παράθυρο που μας επιτρέπει να δούμε το εσωτερικό του σπιτιού του Espejo, ο οποίος κινείται από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν φάντασμα ανάμεσα σε φαντάσματα, κοιτά από απόσταση την παραμορφωμένη λέξη "έρωτας", τρέχει με τον Μαρτίν στις  θεραπείες, ακούει τον Μαρτίν μεσα στη νύχτα να μιλάει ακατάπαυστα κι άλλοτε να ουρλιάζει, γράφει ποιήματα, ξενυχτάει μεθώντας και κλαίγοντας, εκδίδει τα βιβλία του, είναι ενεργός πολιτικά, κι όλα -πάλι και πάντα- καταλήγουν στη φροντίδα του Μαρτίν. Με σφιγμένα δόντια και δάχτυλα, ακούει τα λογύδρια και τις συμβουλές των ειδικών κι ενώ θέλει να ξεσπάσει, τελικά σωπαίνει και γνέθει ένα ακόμα ποίημα ως εναλλακτική λύση.
Βιώνει την επανάληψη όταν ο Μαρτίν παρακολουθεί το ίδιο βίντεο συνεχόμενα ώσπου να το απομνημονεύσει, ζεί τις μέρες και τις νύχτες μαζί του, τις ελάχιστες στιγμές ανεμελιάς και τις πολλαπλές νυχτερινές κρίσεις με τον θόρυβο αντικειμένων που  σπάνε και τα ουρλιαχτά του Μαρτίν να σκίζουν τη σιωπή και να αναστατώνουν τους γείτονες. Μια μικρή παρηγοριά: το μαξιλάρι της χαμένης του συζύγου, η μυρωδιά των μαλλιών της πάνω του, η παρουσία της στα όνειρά του, σε ένα παρόν και σε ένα μέλλον πατέρα και γιού με περιπάτους, με εισόδους στον "κανονικό" κόσμο, με την αστυνομία να τους χτυπά την πόρτα τις νύχτες των κρίσεων, με αποτυχίες, με μάχες με την αθλιότητα και την πτώση, με εσωτερικές συνομιλίες, με τον ήλιο πάντα να βρίσκει ένα τρόπο να στέλνει δείγματα αχτίδων του στο πιο σκοτεινό τους υπόγειο.

Στα όνειρά του, ο αφηγητής, βλέπει από μακριά ένα νησί προορισμένο για τον ίδιο και τον Μαρτίν και ξέρει πως ποτέ δεν θα το φτάσουν. Τα όνειρά του έχουν μαύρες τρύπες και χρώματα και οι δυό τους, πατέρας και γιός, κυνηγούν αυτά τα χρώματα στο φώς της μέρας, κυνηγούν τη ζωή που τρέχει έξω απ΄τη δική τους, κυνηγούν τις σκιές τους. Τρώνε δημητριακά σαν αυτά που τρώνε στις διαφημίσεις οι "κανονικές" οικογένειες γύρω από καλοστρωμένα τραπέζια, ευτυχισμένες οικογένειες που τα μέλη τους σφύζουν από εκρηκτική υγεία κι έχουν αστραφτερά δόντια, χαμόγελα, κουτάλια. Ο Μαρτίν παρακολουθεί βίντεο με τις λίμνες της Βόρειας Αμερικής και ο πατέρας / αφηγητής /ποιητής ετοιμάζει ποιήματα - αντίδωρα κι ένα φως θ' ανάψει μακριά απ' το σπίτι τους, έξω απ' τα ποιήματά του.

Τα ποιητικά κείμενα του José Daniel Espejo παρουσιάζουν έναν άνθρωπο (τον εαυτό του) που ξέρει να ομολογεί την αλήθεια στις σελίδες του και φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με εύθραυστες, ανθρώπινες και ανεξίτηλες εικόνες. Κείμενα απογυμνωμένα από εξάρσεις λυρισμού και λογοτεχνικά ψιμύθια,αντιθέτως είναι ωμά και επιθετικά, προκαλούν έναν ίλιγγο συναισθημάτων  και  διαβάζονται ως ένα βιωματικό, εξομολογητικό, σχεδόν μυθιστορηματικό χρονικό σπασμένο σε κομμάτια μέσα στο χρόνο, μέσα στις πληγές, στα γέλια, στα κλάματα, στην αγωνία, στην ελπίδα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες. Στο τέλος κάθε λέξης φανερώνεται ένα βεβιασμένο χαμόγελο, ένα πικρό παράπονο, μια σκιά, μια κενή καρδιά, το τρέμουλο των λέξεων, το άδειο σπίτι, μια μόνιμη ρωγμή που προκαλεί παράλυση αλλά αφήνει κι ένα θραύσμα φωτός να φανεί.

Ένας Ποιητής Αποκάλυψη ο José Daniel Espejo και τα ποιητικά του κείμενα ριζώνουν στο μυαλό και στην ψυχή μας. 

Πρόλογος και υποδειγματική, γεμάτη ευαισθησία, μετάφραση από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Επίμετρο του Ντανιέλ Χ. Ροντρίγκεθ.
 
Εκδόσεις  Librofilo & Co
 
 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Μιχάλης Μαλανδράκης, Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ

Μιχάλης Μαλανδράκης,  Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ

 
Γνωρίσαμε τον Μιχάλη Μαλανδράκη και εντυπωσιαστήκαμε από το συγγραφικό του ταλέντο το 2019, όταν έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, μέσω των εκδόσεων Πόλις, με τη συνταρακτική, κοινωνικοπολιτική του νουβέλα "Patriot" και ήταν ένα πεζογραφικό δείγμα που προδιέγραψε τη θέση που θα καταλάμβανε ο νεαρότατος συγγραφέας στα εκδοτικά πράγματα, θέση που κατέκτησε με δουλειά, στόχο, έρευνα, προσήλωση, χαμηλό προφίλ και, φυσικά, ταλέντο. Για αυτό το πρωτόλειο έργο του, ο Μαλανδράκης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα εξ ημισείας με την Ηλέκτρα Λαζάρ για την ποιητική της συλλογή "Άγια νήπια", από τις εκδόσεις Άπαρσις.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά, ζεί στην Αθήνα, είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου και εργάζεται στο Τμήμα Μυθοπλασίας της ΕΡΤ.

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το "Patriot", επιστρέφει με ένα σπουδαίο μυθιστόρημα (ολοφάνερα προϊόν μόχθου, ψυχής και επίμονης μελέτης) κινηματογραφικής αισθητικής, απόλυτα ρεαλιστικό, με γρήγορους ρυθμούς και διεισδυτικότητα. Ένα ψυχογράφημα - πορτρέτο του κόσμου μας, της χώρας μας, της φυλής μας, του κεντρικού χαρακτήρα Χάρη Αλεξιάδη και του κόσμου όπως αναδιπλώνεται γύρω του κι εντός του κατά την δεκαετία του '90 και των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας μεταξύ Σαράγεβο και Αθήνας, μεταξύ της παράνοιας του πολέμου και της λάμψης της δημοσιότητας, χωρίς ίχνος ωραιοποίησης των καταστάσεων παρά αυτές παρουσιάζονται αυτούσια και απροκάλυπτα.

Η αμφίδρομη -χρονικά και γεωγραφικά- τριτοπρόσωπη αφήγηση καλύπτει σχεδόν 40 χρόνια, από το 1969 και την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή ως τις αρχές του 2010 όταν ολοκληρώνεται η ιστορία του. Καλοκαίρι του '69, η αδερφή του Χάρη Αλεξιάδη πεθαίνει, κι ο θάνατός της είναι ένα γεγονός που τον στοιχειώνει όπως τον στοιχειώνουν οι ήχοι στο σπίτι: τα ουρλιαχτά της μαμάς, το ποδοβολητό και οι κραυγές του μπαμπά για γιατρό και βοήθεια. Το 1972, ο Χάρης γίνεται μάρτυρας ήχων του ανθρώπινου πόνου ξανά, όταν αυτή τη φορά από το διπλανό διαμέρισμα ακούει τους λυγμούς του ψηλού γείτονά τους, δημοσιογράφου, που επιστρέφει μετά από κράτηση στη Μπουμπουλίνας με μπανταρισμένα πόδια και πατερίτσες. Ο ήχος των λυγμών του διπλανού του, σφηνώνει μέσα στον Χάρη σαν σφαίρα κάτω απ' το δέρμα, μια για πάντα.     Αργότερα, ο νεαρός πρωταγωνιστής εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και αυτό το νεανικό του ενδιαφέρον μετατρέπεται σε βιοπορισμό. Γίνεται δημοσιογράφος, εργάζεται σε εφημερίδα και κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '90, με την άνοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, πιάνει δουλειά σε τηλεοπτικό κανάλι. Κι απ΄το κανάλι, θα βρεθεί το 1992 στο Σαράγεβο ως πολεμικός ανταποκριτής.

Ο αρχικός του ενθουσιασμός θα δώσει σκυτάλη στην κούραση, στην ταλαιπωρία, στο ανοιχτό τραύμα που ματώνει, στον ψυχικό πόνο απόρροια των εικόνων ενός πολέμου που τελειωμό δεν έχει κι αφήνει πίσω του ερείπια σπιτιών και βίων και ανέστιες ανθρώπινες φιγούρες. Η ευαίσθητη ψυχή του Χάρη σπάει σε χιλιάδες κομμάτια από τη φρίκη, από τους θανάτους, από το παράλογο. Ενώ αυτό που επιθυμούσε ήταν η δράση και η παρουσία στην καρδιά των γεγονότων και της είδησης, νιώθει φυλακισμένος σ' αυτό το βεβηλωμένο τοπίο. Και πάντα μόνος, να παρατηρεί τον εαυτό του έξω απ΄τον εαυτό του σαν θεατής, παρά τη μόνιμη παρουσία  και την παρέα των συναδέλφων του και των ντόπιων ανθρώπων. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα με ολιγοήμερη άδεια, εγκαταλείπει τελικά το πολεμικό ρεπορτάζ και μετά, έρχεται μια πρόταση από το κανάλι κι εκείνος πραγματοποιεί τηλεοπτική στροφή. Από την κάλυψη της θηριωδίας του πολέμου, μεταπηδά στον τομέα της ψυχαγωγίας ως παρουσιαστής σε ένα νέο μουσικό τηλεοπτικό παιχνίδι με τίτλο "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ". Από το κόκκινο και το μαύρο του πολέμου και του θρήνου στο Σαράγεβο περνάει στα λαμπερά φώτα της τηλεόρασης, της επιτυχίας, της ανόδου, της κεντημένης με χρυσά γράμματα ζωής και καριέρας, των πάρτι, του αλκοόλ, της διασκέδασης, μέσα στην πολυκοσμία και τις πολλές τις συναναστροφές με κοσμικές προσωπικότητες των Αθηνών, με όμορφες γυναίκες του λίγο, της μιας νύχτας, της κάλυψης κενών.

Η μια επιτυχία φέρνει την άλλη. Ο Χάρης αναλαμβάνει την παρουσίαση κι άλλων τηλεπαιχνιδιών κι ενός reality show. Και κινείται  σε μια τρελή κούρσα συναισθηματικών εναλλαγών. Νιώθει δυνατός, νιώθει τον κόσμο να του ανήκει και, ταυτόχρονα, νιώθει αδύναμος, δέσμιος μιας παλιάς θλίψης που έχει χτίσει σπίτι μέσα στην καρδιά του. Κάποια στιγμή, εν ώρα γυρίσματος, καταρρέει. Από το κανάλι τού ανακοινώνουν ότι το "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ" σταματάει προκειμένου ο Χάρης να ανακτήσει δυνάμεις, να φροντίσει τον εαυτό του και την υγεία του.

Ο κόσμος του Χάρη κλονίζεται, ο κόσμος μακριά από τα φώτα των προβολέων, μακριά από τον πυρετό των γυρισμάτων και την αγωνία για τα νούμερα τηλεθέασης, χωρίς την επαφή του με το κοινό και το τηλεοπτικό συνεργείο, μακριά από την ένταση, χωρίς τους φίλους, τις βόλτες, τις ξέφρενες νύχτες στην παραλιακή, δεν είναι ο κόσμος του, είναι ένας κόσμος που πια δεν του ανήκει. Κι όταν στη συνέχεια προκύπτει ένα σοβαρό νευρολογικό πρόβλημα που του προκαλεί κινητικές δυσκολίες και τον αναγκάζει να αποσυρθεί από την προηγούμενη ζωή του, ο Χάρης μένει μόνος με ψυχή μπανταρισμένη, με ένα ζευγάρι ακουστικά στα αυτιά και τη μουσική να παίζει δυνατά μονάχα για εκείνον, να μην τον αφήνει να θυμάται και να πονάει, να μην αφήνει άλλους ήχους να ακούγονται.

Εξαιρετικά σφιχτοδεμένη πλοκή, στέρεα δομημένοι χαρακτήρες και δυνατές κινηματογραφικές εικόνες σε ένα μυθιστόρημα με πιστή αναπαράσταση μιας εποχής και των γεγονότων της, (πόσο επιτυχώς αναπαριστά ο συγγραφέας την εμπόλεμη κατάσταση στο Σαράγεβο, δίνοντας βαρύτητα στο ανθρώπινο στοιχείο μπροστά και πίσω από τις συρράξεις και πόσο θαυμάσια πιάνει  τον σφυγμό της δεκαετίας του '90, των ιλουστρασιόν κούφιων  υποσχέσεων και στιγμών της), με βάθος και συναίσθημα και με την παιδική ηλικία του Χάρη Αλεξιάδη -ενός ανθρώπου σπασμένου σε δυο ανθρώπους τελετουργικά πλασμένου δια χειρός Μαλανδράκη- να εκπέμπει το θαμπό φως της σε ολόκληρη την πορεία του.

Ένα λογοτεχνικό έργο, το "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ", για τη μοναξιά που γίνεται εντονότερη εν μέσω συντροφιάς και φλυαρίας, για τον εκκωφαντικό ήχο της μουσικής που καλύπτει όλα εκείνα που δεν θέλουμε να ακούσουμε, για το παρελθόν που μας ακολουθεί σαν βαριά σκιά, σαν αόρατη ισόβια αλυσίδα.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης, τόσο στο πρώτο του λογοτεχνικό βήμα με τη νουβέλα "Patriot" όσο και στο δεύτερο καινούργιο βήμα του -αμφότερα από τις εκδόσεις Πόλις-  καταπιάνεται με "δύσκολα" θέματα, βάζει ψηλά τον πήχη και, διαθέτοντας στέρεες βάσεις, τα καταφέρνει επάξια καθώς και καταφέρνει να μας αποδείξει ότι ήρθε δυναμικά για να μείνει και να παραμείνει και να ξεχωρίσει στην ελληνική πεζογραφία.

Γράφοντας, εντυπωσιάζοντας, συγκινώντας, νικώντας.
 
Εκδόσεις Πόλις

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Δημήτρης Στατήρης, Ο πυρήνας μέσα μου

'Ολα εδώ συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας που προηγήθηκε. Πρόσωπα, γεγονότα, σύμβολα, βλέμματα, όρια πέρα από τα όρια, αναζητήσεις, ανατροπές, φώτα που χαμηλώνουν και σβήνουν, ένας υδάτινος κόσμος κάτω απ΄το έδαφος, ξαφνικοί αποχωρισμοί, ένα χαμένο χειρόγραφο, μια τρελή ανεξέλεγκτη πορεία από το γκρίζο της μεγαλούπολης στον εσωτερικό πυρήνα ενός ανθρώπου, όλα διαδρομές και σκιές σε μια ιλιγγιώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Ο Δημήτρης Στατήρης, ο συγγραφέας της παρούσας εκπληκτικής νουβέλας, -που κινείται σε μια νουάρ, απόκοσμη ατμόσφαιρα με στοιχεία νατουραλισμού- γεννήθηκε στη Λάρισα όπου και διαμένει και σπούδασε μηχανολογία.  Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες  κι έχουν μεταφραστεί στην ιταλική γλώσσα.  Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων "Ο σολίστ και άλλα πεζά", ( εκδόσεις Θράκα, 2016), "Ξένοι στην κόψη" (εκδόσεις Σμίλη, 2018) και "Προτομές" (εκδόσεις Σμίλη, 2020). Ακολούθησε η νουβέλα "Εκεί που η όραση περισσεύει" (εκδόσεις Θράκα, 2022) και, αρχές του φετινού φθινοπώρου, ο ταλαντούχος συγγραφέας επανήλθε με το πέμπτο έργο του "Ο πυρήνας μέσα μου" από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μια νουβέλα συναρπαστική, κινηματογραφικής πλοκής, δομής και αφήγησης, με ταχύτατο ρυθμό, με άρτια τεχνική και μια ιστορία που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα. Μια ιστορία από αυτές που ο αναγνώστης δεν μπορεί να αφήσει από τα χέρια του, που τον παρασύρουν  στον στρόβιλο των γεγονότων, τον σπρώχνουν σε βυθό ωμού ρεαλισμού, ως το τέλος που απομένει μονάχα ένα κομμάτι νυχτερινού ουρανού -πάνω απ΄την ησυχία του κόσμου- να αχνοφέγγει δυο χέρια αδειανά, μια ψυχή κενή, ένα μυαλό θολωμένο κι ένα μονοπάτι που οδηγεί σ' ό,τι έχει απομείνει στέρεο σ' αυτό που λέγεται ζωή.

Ο κεντρικός ήρωας και ανώνυμος αφηγητής μπαίνει, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε ένα κυκεώνα καταστάσεων που του τινάζουν τον βίο του στον αέρα. Καθηγητής σε σχολείο. παντρεμένος και πατέρας ενός κοριτσιού, έχει γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα το οποίο εδώ και μερικά χρόνια τού αποσπούσε χρόνο από τη δουλειά του, την οικογένεια και τους φίλους του. Η ιστορία του αρχίζει ένα συνηθισμένο πρωί όταν ξυπνάει και συνειδητοποιεί ότι από τον χαρτοφύλακά του λείπει το μοναδικό αντίγραφο του μυθιστορήματός του που προόριζε να παραδώσει στον εκδότη του. 

Το προηγούμενο βράδυ, ο πρωταγωνιστής είχε ξενυχτήσει σε ένα μπαρ -έχοντας μαζί του τον χαρτοφύλακα με το αντίγραφο- πίνοντας πολύ για να γιορτάσει την ολοκλήρωση του πρώτου του λογοτεχνικού πονήματος. Το επόμενο πρωί λοιπόν, μην βρίσκοντας το προς παράδοση έργο του, μπαίνει στη διαδικασία να θυμηθεί τί ακριβώς συνέβη την προηγούμενη νύχτα κι αυτή θα είναι η εκκίνηση μιας πυρετώδους αναζήτησης και περιπλάνησης. Επιστρέφει στο μπαρ κι εκεί, τα γρανάζια της μνήμης του μπαίνουν σε λειτουργία. Θυμάται μια νεαρή σαγηνευτική γυναίκα που γνώρισε κι έπεσε στα δίχτυα της λαγνείας της. Την επισκέπτεται στο σπίτι της όντας σίγουρος πως εκείνη γνωρίζει τι έγινε με το κείμενό του.

Στο πλάνο μπαίνουν δυο ηλικιωμένοι ζωγράφοι κι έπειτα ένας άστεγος που οδηγεί τον αφηγητή πάνω από το στρογγυλό καπάκι ενός υπονόμου και του δείχνει το δρόμο προς έναν υπόγειο κόσμο που τα μέλη του ψαρεύουν κούφιες χαρές, ξένα δώρα, νεκρά κειμήλια, χαμένα και πεταμένα αντικείμενα το οποία στη συνέχεια μεταπωλούνται. Κι απ' τον "κάτω κόσμο", επιστροφή στον σκληρό "επάνω κόσμο" για μια συνάντηση με ένα πλούσιο άνδρα που φαίνεται ότι έχει το αντίγραφο στην κατοχή του και που προσφέρει στον αφηγητή - συγγραφέα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να εκδώσει ο ίδιος το μυθιστόρημα ως δικό του κι έτσι να του δοθεί η ευκαιρία να ζήσει το όνειρό του -κι ας είναι δανεικό, να γνωρίσει την επιτυχία -κι ας μην είναι αποτέλεσμα δικού του μόχθου. Ο αφηγητής χάνει τον έλεγχο.

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η σύζυγος του αφηγητή μεταφέρεται στο νοσοκομείο μετά από ένα τροχαίο. Και είναι αυτή που, από το κρεβάτι του πόνου, τον προτρέπει να συνεχίσει την αναζήτηση του βιβλίου του. Εκείνος, σε απόλυτη απόγνωση, έρχεται αντιμέτωπος με υπαρξιακά διλήμματα που αφορούν τον ίδιο του τον εαυτό και την οικογένειά του. Καλείται να βάλει προτεραιότητες  και η αναζήτηση θα συνεχιστεί μέσα σε ένα λαβύρινθο ενοχών, με πάθος και με εσωτερικό πυρετό που χτυπάει κόκκινο. Για να έρθει μια τηλεφωνική κλήση, ένα τοπίο ολόγυρα που θολώνει όλο και περισσότερο: όλα τριγύρω -άνθρωποι, δέντρα, αυτοκίνητα, δρόμοι, ουρανός- μοιάζουν ψεύτικα. Μια λευκή κουκουβάγια που ακολουθεί τον αφηγητή κι ένα αγόρι, δημιούργημα και προέκταση του αλλοτινού του εαυτού, εμφανίζονται ως αλληγορικά στοιχεία.

Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο ή συνυφαίνονται σε αυτή την ξέφρενη αφηγηματική κούρσα όπου το ρεαλιστικό στοιχείο συναντά το φανταστικό και το υπερφυσικό και πραγματοποιούν παράλληλη πορεία ανάμεσα σε πρόσωπα και σε πράγματα, στη λογική και στον παραλογισμό μιας μέρας που ξεκινά με ελπίδα και προσμονή και καταλήγει σε σκοτάδι με μια χούφτα σκόρπια άστρα να απομένουν μόνα στο στερέωμα για παρηγοριά και συντροφιά στου κόσμου την παραζάλη, για να φωτίσουν αμυδρά μια τρελαμένη εσωτερική πυξίδα κι ένα πυρήνα διαλυμένο από πάθη, λάθη, κοινωνικές επιταγές, επιλογές κι επιθυμίες.

Ένα πολύ δυνατό δείγμα φρέσκιας εγχώριας πεζογραφίας με γραφή γρήγορη, στακάτη και με στέρεα δομημένους χαρακτήρες που προκαλούν στον αναγνώστη οίκτο, συμπάθεια και απέχθεια ταυτόχρονα. Πέρα από την τεχνική και την ίδια την ιστορία που συναρπάζει από την πρώτη ως την τελευταία αράδα, ο Δημήτρης Στατήρης, τεχνηέντως θέτει υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα για τη διαρκή μάχη με τον εαυτό μας, για τις λανθασμένες μας επιλογές, τις εμμονές μας, την ματαιοδοξία, την επιθυμία για κατάκτηση της ευτυχίας που γεννά παραλήρημα και πόλεμο με τη στοργή, για τον χρόνο που τρέχει και δεν γυρίζει πίσω, για όλα εκείνα τα "αν", για τον αποπροσανατολισμό της ψυχής μας, για τη φωτιά στον πυρήνα μέσα μας, για τις πράξεις μας και τις σκέψεις μας με βάση τα εσωτερικά μας ένστικτα.

Μυθιστόρημα που δημιουργεί πολλαπλούς κραδασμούς σε σώμα, καρδιά και νού, δια δημιουργικού χειρός και δυνατής λογοτεχνικής φωνής του Δημήτρη Στατήρη, υπό τη σφραγίδα ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου.

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Deniz Ohde, Διάχυτο φως

Deniz Ohde, Διάχυτο φως


Οι εκδόσεις Gutenberg με πίστη και αφοσίωση στην παραγωγή υψηλής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να μας εντυπωσιάζουν μέσω της εκπληκτικής σειράς τους Aldina -υπό τη διεύθυνση της Ζωής Μπέλλα - Αρμάου- που μετράει σχεδόν 80 τίτλους και έχει αναδείξει σημαντικά σύγχρονα και πιο κλασικά πρωτοποριακά έργα, έχει επαναφέρει στο προσκήνιο σπουδαίους συγγραφείς με αμίμητο ύφος (John Williams, Iris Murdoch, Cormac McCarthy, Don DeLillo, για να αναφέρουμε μερικούς) και μας έχει συστήσει νεότερες συγγραφικές φωνές που μάγεψαν κοινό και κριτικούς σε διεθνές επίπεδο και, φυσικά, με άριστες μεταφράσεις και φροντισμένες επιμέλειες, μαγεύουν και το εγχώριο αναγνωστικό κοινό.

Το υπ' αριθμόν 77ο βιβλίο της σειράς Aldina είναι το "Διάχυτο φως", αυτό το έξοχο μυθιστόρημα που αποτελεί το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Deniz Ohde, γεννημένης το 1988 στη Φρανκφούρτη, με σπουδές Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και τιμημένης με το Βραβείο Λογοτεχνίας του Ιδρύματος Jürgen Ponto και με το Βραβείο Aspekte 2020 για αυτό το πρωτόλειο έργο της το οποίο μπήκε και στη βραχεία λίστα του Γερμανικού Βραβείου Λογοτεχνίας 2020. Και δικαίως, αφού πρόκειται για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα με πυκνό λόγο, υπέροχη πρόζα, άψογη τεχνική και ωριμότητα, γραμμένο με την αυτοπεποίθηση ενός φτασμένου συγγραφέα. Είναι ένα πεζογραφικό έργο αυτοβιογραφικών στοιχείων, κοφτερό, υπαινικτικό, ολόπικρο, ένα μυθιστόρημα - καθρέφτης στραμμένος προς την κοινωνία παρά στην πρωταγωνίστρια που αφηγείται την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο και το οποίο βάζει στο μικροσκόπιο ζητήματα όπως η ταξική διάκριση, η ενδοοικογενειακή βία -ακόμα και όταν αυτή ασκείται μέσω της σιωπής-, η καταγωγή, η κοινωνική τάξη, ο κοινωνικός εκτοπισμός, τα σαθρά θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος, οι κοινωνικές ανισότητες, οι προκαταλήψεις, η περιφρόνηση και το πώς όλα αυτά επιδρούν στον ψυχισμό του ατόμου. Παράλληλα, ξεδιπλώνεται η ιστορία ενηλικίωσης της κεντρικής ηρωίδας που παρά τις δυσκολίες και την έλλειψη υποστήριξης από το περιβάλλον της για να μάθει να θέτει στόχους και να τους κατακτά, εκείνη καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της και να βρεί μια θέση στον κόσμο.

Ένα αριστουργηματικό Bildungsroman λοιπόν το "Διάχυτο φως" με γλωσσική ακρίβεια, δεξιοτεχνικά κατασκευασμένο για όλα όσα αποφεύγουμε να δούμε κατάματα, για το τί σημαίνει να είσαι γόνος μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, να μεγαλώνεις σε μια ζοφερή οικογενειακή ατμόσφαιρα όπου ο φόβος γίνεται δεύτερο δέρμα σου, να είσαι μη αποδεκτός σε μια κοινωνία που αποδέχεται μονάχα "λαμπερά" μέλη, για όλα εκείνα που μένουν επιμελώς κρυμμένα κάτω απ΄ το χαλί, πίσω από διπλοκλειδωμένες πόρτες. Αυτό που κάνει η Ohde εδώ -πέρα απ' όλα τα πλεονεκτήματα του ύφους και της αρχιτεκτονικής της- είναι να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο μιας κοινωνίας και μιας μικρής πόλης -απ' όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής- κατά τη δεκαετία του '90, με αποχρώσεις λεπτές, διακριτικά και χαμηλόφωνα, χωρίς να κρίνει, χωρίς να καταγγέλλει παρά αποκαλύπτει ένα τμήμα του κόσμου μας που λαμβάνει μισά βλέμματα, γυρισμένες πλάτες, χλευασμό και κοφτές απαντήσεις.

Η νεαρή ανώνυμη αφηγήτρια -alter ego της Ohde- επιστρέφει στην ανώνυμη επαρχιακή της πόλη, στην εργατική συνοικία όπου μεγάλωσε για να παρευρεθεί στον γάμο των δυο παιδικών της φίλων, του Πίκα και της Σοφία. Η μικρή πόλη είναι το ίδιο ψυχρή, γκρίζα και μολυσμένη, πνιγμένη στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις οποίες εργάζονται αρκετοί άνθρωποι της περιοχής. Στην άκρη του Βιομηχανικού Πάρκου, κοντά στο ποτάμι, με θέα τον καπνό από τα φουγάρα των εργοστασίων: σε αυτό το σκηνικό μεγάλωσε η αφηγήτρια.

Με την επιστροφή της στη γενέθλια συνοικία της και στο πατρικό της, οι αναμνήσεις την κατακλύζουν και της φέρνουν στο νού τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι με τον αλκοολικό πατέρα της, τον άρρωστο παππού της -και οι δυο απεχθάνονται κάθε είδους αλλαγή και εξέλιξη- και την τουρκικής καταγωγής μητέρα της που έφυγε από την Τουρκία για μια καλύτερη ζωή στη Γερμανία, για να διαψευστεί στην πορεία κάθε της όνειρο.

Ο πατέρας δεν έχει απολύτως καμιά φιλοδοξία, είναι ένας υποταγμένος εργάτης, συλλέκτης αντικειμένων, παραδομένος στη μοίρα του, πνίγει τους καημούς του στο ποτό, και για να ξεθυμάνει συχνά σπάει πράγματα για να αποφύγει να απλώσει χέρι στη γυναίκα του και στο παιδί του.

Η μητέρα βρίσκεται μόνιμα σε έναν υπόκωφο εσωτερικό συναγερμό. Υποταγμένη στη δική της μοίρα, αδύναμη, σιωπηλή, μια "ξένη" που παραμένει εδώ και χρόνια "ξένη" προς τον εαυτό της και στους άλλους.

Και η κόρη, η αφηγήτρια, καθημερινά, ερχόμενη στο σπίτι από το σχολείο, καλείται να "διαβάσει" τα σημάδια και τις αλλαγές στην ατμόσφαιρα, πρέπει να ζυγίζει προσεκτικά την κατάσταση, να μιλήσει ή να μην μιλήσει για να μην προκαλέσει το θυμό του πατέρα της.

Ένα σπίτι βυθισμένο στην υποταγή, στο φόβο, στην άρνηση, στην κόψη της αμηχανίας και στη σιωπή που σπάει κάθε φορά που ο πατέρας εκσφενδονίζει αντικείμενα στον τοίχο και στο πάτωμα. Σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον μεγαλώνει η αφηγήτρια, με δυο γονείς παραιτημένους, παγιδευμένους στις περιστάσεις, ανίκανους να την υποστηρίξουν, αντιθέτως την υποτιμούν διαρκώς άλλοτε με μισόλογα κι άλλοτε με ένα νεύμα. Οι ισορροπίες στην οικογενειακή εστία είναι επισφαλείς και οι δυο λέξεις σε προστακτική, "Μίλα" και "Μη μιλάς" είναι αυτές που πρέπει να υπακούει και να εκτελεί η αφηγήτρια, μαζί με ένα αίσθημα ντροπής που πρέπει να διαχειριστεί γι' αυτό που είναι και γι' αυτό που επιθυμεί αλλά τρέμει να γίνει.

Μοναδικοί φίλοι του κοριτσιού είναι η Σοφία και ο Πίκα, δυο παιδιά εύπορων οικογενειών, εντελώς διαφορετικά μεγαλωμένα, σε ένα υγιές περιβάλλον με παροχές, φροντίδα, χρήματα, αυτοπεποίθηση και, κυρίως, σε ένα περιβάλλον όπου οι μπαμπάδες δεν είναι αλκοολικοί και δεν έχουν άγρια ξεσπάσματα, άρα τα παιδιά τους δεν χρειάζεται να κάνουν ησυχία όταν εκείνοι κοιμούνται, τα παιδιά δεν έχουν φόβο, δεν έχουν άγχος, δεν έχουν στη μνήμη εικόνες σπασμένων γυαλικών κι ο ηλεκτρισμός της σιωπής δεν τους προκαλεί παράλυση στα χείλη και στην ψυχή, όπως συμβαίνει στη συμμαθήτριά τους.

Η αφηγήτρια, λόγω των καταστάσεων που βιώνει στο σπίτι, λόγω των υποτιμητικών σχολίων που δέχεται -καλοπροαίρετα- από τους γονείς και τους δασκάλους της, από τους συμμαθητές της ακόμα και από τους δυο φίλους της για τις σχολικές της επιδόσεις, για το όνομά της, για την εμφάνισή της, για την καταγωγή της και τον χαρακτήρα της, κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Εκφράζεται με δυσκολία, κρύβεται στη σκιά και ενώ διαβάζει αρκετά κρύβει τις ικανότητές της. Ο φόβος, από τα σωθικά της, ανεβαίνει στο λαιμό και γίνεται φράγμα στη γλώσσα. Δεν αποδίδει στα μαθήματά της, αποτυγχάνει στις εξετάσεις και εγκαταλείπει το σχολείο παρά το όνειρό της να να φύγει από τον τόπο της για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Αργότερα, επιστρέφει στο σχολικό σύστημα ξανά, γράφεται σε νυχτερινό σχολείο και συνεχίζει την εκπαίδευσή της κόντρα στους εσωτερικούς της κραδασμούς, στις συνεχόμενες υποτιμήσεις και στον ρατσισμό. Και τελικά καταφέρνει να περάσει στο πανεπιστήμιο. Φεύγει από τον τόπο της για σπουδές σε μια μεγαλύτερη πόλη -όχι πολύ μακριά- με ψυχή μισή αφημένη πίσω στο σπίτι της και στην αναμονή του πατέρα της για μια επόμενη αποτυχία της.

Οι οικογενειακές και κοινωνικές αλυσίδες την κρατούν δέσμια στα γνώριμα χώματα και στην οικεία θανάσιμη σιωπή. Ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν πάει, αισθάνεται το παγωμένο νερό της αποξένωσης και της μη αποδοχής να της κόβει την ανάσα, και μόνο στην ασφάλεια του σπιτιού -ενός σπιτιού σ' αυτόν τον κόσμο- νιώθει να ζεσταίνεται η ψυχή της. Εκείνη δεν σταματά να παλεύει να ορθοποδήσει, να ξεφύγει από τη μοίρα στην οποία υποτάχθηκαν οι δικοί της. Συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, διεκδικεί μια θέση στον ήλιο και στις αχτίδες του. Κι όταν επιστρέφει στον τόπο της, για πρώτη φορά τον βλέπει με άλλα μάτια: παρατηρεί σύντομες λάμψεις ομορφιάς κι ένα διάχυτο φως που ελευθερώνονται κάτω απ΄ τη θολούρα, τη θαμπάδα και την παραμελημένη όψη των πραγμάτων και των σημείων. Μια αφύσικη μορφή φωτός αστράφτει καθώς διαλύονται τα πυκνά σύννεφα.

Ένα γενναίο, συγκλονιστικό μυθιστόρημα αφορμών και συνεπειών, βαθιάς ενσυναίσθησης και "έρευνας" για το τί μπορεί να πάει λάθος σε έναν βίο και πώς θα μπορούσε να διορθωθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ένα δυνατό κείμενο που στοιχειώνει και πονάει καθώς παρουσιάζει μια πικρή πραγματικότητα που δήθεν αγνοούμε αλλά λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας. Με χαμηλόφωνη και αποστασιοποιημένη αφήγηση, με γλώσσα εκλεπτυσμένη και, παράλληλα, "ύπουλη", απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς, η Deniz Ohde περιγράφει "εγκλήματα" που διαπράττουν η οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα και η κοινωνία με θύμα τον άνθρωπο καθώς διαμορφώνει την προσωπικότητά του εντός αυτών, καταστάσεις, τραύματα και αδικίες, γεγονότα και εικόνες που τρυπώνουν στη συνείδηση του αναγνώστη, τον συγκινούν και τον ξεβολεύουν.

Ένα σημαντικό, αξιοπρόσεκτο δείγμα της σύγχρονης γερμανόφωνης πεζογραφίας το "Διάχυτο φως", έξοχα μεταφρασμένο από τους Άγγελο Αγγελίδη και Μαρία Αγγελίδου.

"Είτε έχει τιναχθεί στον αέρα κανείς είτε έχει φύγει αθόρυβα, χωρίς να σβήσει πίσω του το φως - παλιά αυτές μου φαίνονταν πως ήταν οι δυο δυνατότητες." (σελίδα 272)
 
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Ντενίζ Παναγιωτοπούλου, αυθαίρετο

Ντενίζ  Παναγιωτοπούλου, αυθαίρετο

 

Ένα Curriculum Vitae θα πρέπει να τελειώνει κάπως έτσι: "Μια ζωή ψάχνω, μα δεν ξέρω τί". (σελ. 40) 
 
Δυο παράλληλοι κόσμοι συναντιούνται και ενώνονται σε αυτό το πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο μικρής  έκτασης και τεράστιας δύναμης, σε αυτή την πρωτότυπη νουβέλα της Ντενίζ Παναγιωτοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Εδώ, ο πεζός λόγος συναντά την άτυπη θεατρική φόρμα και την ποίηση, εδώ ο ουράνιος θόλος καθρεφτίζεται στο απέραντο στρώμα της θάλασσας, τα κύματα ψιθυρίζουν απαντήσεις καθώς αέναα κι αδιάκοπα τραγουδούν παφλάζοντας του ανθρώπου τα πάθη, τις κρυμμένες πτυχές του, τ' αφανέρωτά του, τα "μαζί" και τα "όχι μαζί" του και ψηλώνουν και αγκαλιάζουν και διαλύουν μια άλυτη εξίσωση κι ένα βράχο από αναπάντητα ερωτήματα. Εδώ ο Αλφειός αέναα γυρεύει την αγαπημένη του Αρέθουσα, εδώ κι ένα μικρό σπίτι χτισμένο στην άμμο, αυθαίρετο σαν τον Έρωτα.

Η Ντενίζ Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, σπούδασε πολιτικές επιστήμες και από το 1998 ζεί και εργάζεται στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το βιβλίο της "Η εξομολόγηση μιας σφήκας" (Ζάκυνθος, 2010), ακολούθησε το 2012 η νουβέλα της "Α. 9111" από τις εκδόσεις Φαρφουλάς και το 2014 η ποιητική συλλογή "Hic sunt leones - Από τις σημειώσεις μιας παρατεταμένης εφηβείας", ιδιωτική έκδοση. Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και αποτελεί μια φωνή εκκωφαντική μέσα στην ησυχία και την διακριτικότητά της ενώ διαθέτει μια ευθύβολη ματιά στη ζωή και στα πράγματα μέσω της γραφής της.

Το νέο της βιβλίο, υπό τον τίτλο "Αυθαίρετο", κυκλοφορεί από τις εκλεκτές εκδόσεις Σκαρίφημα και, για μια φορά ακόμα, η Ντενίζ Παναγιωτοπούλου, αυτή η πολύ ιδιαίτερη και αξιοπρόσεκτη μορφή της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνίας αποδεικνύει το ταλέντο της, την ακάματη εργατικότητά της και την αναμέτρησή της με τον λόγο και την ευρηματικότητα των ιστοριών της.

Στο "Αυθαίρετο" σκαρώνει μια φαινομενικά απλή ερωτική ιστορία που αποδεικνύεται πολυσύνθετη και εξαιρετικά ελκυστική, με πρωτότυπη δομή, τεχνική, μορφή, εξέλιξη, και ατμόσφαιρα.

Δυο πρωταγωνιστές: ο Γιώργης και η Δώρα. Με κυρίαρχη και επιβλητική την παρουσία του θαλασσινού τοπίου -βυθού και επιφάνειας- των ήχων του, των ψιθύρων του και των κραυγών του μπροστά σε ένα τόσο δα σπιτάκι με την ονομασία Δωροθάλασσα.

Τριάντα τέσσερα χρόνια πριν. Ο Γιώργης γνωρίζει τη Δώρα σε ένα μπαρ. Εκείνη τον προσκαλεί να την ακολουθήσει στο σπίτι της, κάπου έξω από τον Πύργο Ηλείας, σε μια παραλία με αυθαίρετα κι ανάμεσά τους το πολύ μικρό σπίτι της Δώρας πλάι στη θάλασσα, που φέρνει στο νού εκείνο το "σπίτι" που κλείνει το θρυλικό "Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη με "μιαν ηχώ στ' άπατα", με μια "πόρτα μικρή". Προϋπόθεση για να πάει μαζί της ο Γιώργης, είναι εκείνος να φοράει μια μαύρη μάσκα χωρίς οπές για μάτια παρά μόνο με δυο τρύπες στα ρουθούνια. Ο Γιώργης δέχεται. Κι έτσι ξεκινά μεταξύ τους ένα ιδιότυπο ερωτικό παιχνίδι, μια ερωτική συμφωνία, μια σειρά πολλαπλών συναντήσεων που σταματούν το χρόνο και δρούν καταλυτικά στον ψυχικό τους κόσμο.

Για λίγο χάνονται. Και ξαναβρίσκονται. Μια ακόμα συνάντηση, μια παράβαση στους κανόνες του "παιχνιδιού" δήθεν περνάει απαρατήρητη αλλά ξυπνά τον φόβο ότι βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο και θα φέρει τις πρώτες ρωγμές στην τελετουργία των συναντήσεών τους. Η κοινή ζωή τους κυλά μέσω των "παιχνιδιών" τους μακριά από την πεζή καθημερινότητα κάτι που τελικά είναι η σωτηρία τους και η καταστροφή τους.

Η φύση μπαίνει ύπουλα στα "παιχνίδια" τους, η θάλασσα απλώνεται ως την αυλή, ως την πόρτα του σπιτιού. Κι ενώ οι χειμώνες και τα καλοκαίρια εναλλάσσονται, ο Γιώργης αποφασίζει να φύγει για δουλειά σε ένα κρουαζιερόπλοιο και η Δώρα μένει μόνη ώσπου κι αυτή, λόγω δικών της υποχρεώσεων, φεύγει από το παραθαλάσσιο σπίτι της και πια το επισκέπτεται λιγότερο συχνά. Όταν κάποια στιγμή επιστρέφει, βρίσκει τη Δωροθάλασσα της μισή, ρημαγμένη από τα άγρια μοναχικά κύματα του χειμώνα και μένει ξανά εκεί, μόνη, στο ρημαγμένο της αυθαίρετο, κάτω απ΄τον σιωπηλό ουρανό με τα τρεμόσβηστα άστρα του, δίπλα στο τραγούδισμα της θάλασσας.

Αργότερα, όταν ο Γιώργης γυρίζει από ένα ταξίδι του, πηγαίνει στην παραλία μα δεν υπάρχουν πια εκεί ούτε η Δώρα ούτε η Δωροθάλασσα. Κλείνει τα μάτια και πηγαίνει εκεί όπου δεν υπάρχουν χρόνοι, τόποι κι εποχές. Πλάι στις όχθες του Αλφειού γυρεύει οιωνούς και απαντήσεις, φοράει μια μάσκα -σημείο και σύμβολο διαφυγής- κάτω απ' το φως του φεγγαριού και κινείται στην άκρη ενός κύκλου που κλείνει και ψάχνει την αρχή του επόμενου. Κι όλα είναι φως και σκοτάδι, ομοιότητες, αισθήσεις και ψευδαισθήσεις, πουθενά αρχή, πουθενά τέλος.  Μια επιθυμία για συνάντηση σε μια αντίστιξη βλεμμάτων, μια καρδιά που μιλάει σε άλλη καρδιά, μύθοι του χθες που ξαναγεννιούνται  στο σήμερα και η θάλασσα που αφήνει το αποτύπωμά της, σε μια θαυμάσια αλληγορική νουβέλα υπαρξιακών / φιλοσοφικών διαστάσεων γραμμένη σε δυο στήλες: στην πρώτη στήλη εξελίσσεται η ιστορία του Γιώργη και της Δώρας ενώ στη δεύτερη στήλη ακούμε και διαβάζουμε τις παράλληλες μύχιες σκέψεις τους και τ' ανομολόγητα της ψυχής τους σε ένα χορό αφηγηματικών φωνών που αλληλοπλέκονται συμπληρωματικά και συνομιλούν με την κύρια αφήγηση, δρούν ως μια ζωή μες στην άλλη, εξομολογούνται, λειτουργούν ως μουσικά όργανα στη μουσική συμφωνία της θάλασσας. Και ο κενός χώρος γίνεται κοινός χρόνος.

  Ποιητική πρόζα σε ένα ερωτικό σονέτο σε αντίστιξη όπου χώρος και χρόνος αλληλοκατοπτρίζονται στον καθρέφτη του σύμπαντος και ο έρωτας φουντώνει κι ύστερα τρεμοσβήνει στην εστία του βυθού.

Εξαίσιο δείγμα σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας δια χειρός της Ντενίζ Παναγιωτοπούλου που το ιδιαίτερο, διακριτικό και αινιγματικό φως της γραφής της μάς τραβάει να το ακολουθήσουμε.
 
 
Εκδόσεις Σκαρίφημα

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

 
Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα που έρχονται και σε συναντούν απρόσμενα, λειτουργούν ως παρενθέσεις ανάμεσα σε παράλληλες σημαντικές αναγνώσεις. Κι έχουν τόση ομορφιά και αρτιότητα και τόση δύναμη στη γλώσσα, στη γραφή, στο πλάσιμο, το χτίσιμο και την εξέλιξη των χαρακτήρων που σε "χτυπούν" κατάμουτρα και κατάστηθα, δεν σε αφήνουν ήσυχο, σε ακολουθούν κατά πόδας τις ώρες εκτός ανάγνωσης -σε δουλειά και διάφορες πεζές υποχρεώσεις της καθημερινότητας- και περιμένεις πώς και πώς να επιστρέψεις στις σελίδες τους και, διαπιστώνοντας ότι έχουν απομείνει λίγες ακόμα σελίδες για το τέλος, εκεί κλέβεις! Ξαναγυρνάς πίσω, στην αρχή του κεφαλαίου, στην αρχή της ιστορίας και ξαναδιαβάζεις, δήθεν ότι κάτι σου έχει διαφύγει. Και είναι κείμενα που δεν ωραιοποιούν καταστάσεις, δεν χαϊδεύουν αυτιά, δεν έχουν ειδυλλιακό σκηνικό δράσης, δεν έχουν ιστορίες με ευτυχή κατάληξη. Αντιθέτως, έχουν πυκνή πρόζα και μια καρδιά που σφυροκοπά εντός της, παρουσιάζουν μια στρεβλή εικόνα της καθημερινότητας (ακριβώς όσο στρεβλή μπορεί να είναι η καθημερινότητα), με καταστάσεις που έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο, την εξαθλίωσή του, την πτώση του, την εκμηδένισή του, τους αντικατοπτρισμούς του σε πολλαπλούς καθρέφτες και στα πολλαπλά είδωλα του χαμένου εαυτού, στην αναζήτηση φωτός που καταλήγει σε ακινητοποίηση στο σκοτάδι. 
 
Στην παραπάνω κατηγορία ανήκει η παρούσα συλλογή της μιας νουβέλας και των τεσσάρων διηγημάτων του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη με τον τίτλο "Είδωλα" που κυκλοφορεί από τις σχεδόν νεοσύστατες εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία και που οι ιστορίες της αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο λόγω της τεχνικής τους, της άψογης χρήσης της γλώσσας, της σφιχτοδεμένης πλοκής τους, της αρχιτεκτονικής τους, της απόκοσμης ατμόσφαιράς τους και του γεγονότος ότι δεν περισσεύει ούτε μια λέξη, ούτε ένα σημείο στίξης. 
 
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία, έχει ιδρύσει το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch όπου και διδάσκει, είναι γλωσσολόγος με πεδίο του την συγκριτική γλωσσολογία, μελετητής των συσχετισμών μεταξύ ελληνικής και γερμανικής γλώσσας και είναι ο άνθρωπος που υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν οι εκδόσεις Περικείμενο. Και κυρίως και ευτυχώς, είναι συγγραφέας. 
 
Οι δυο πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, "Ξεπλένοντας", 2008, και "Αυπνος", 2011, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα.
 
Με τα "Είδωλα", που κυκλοφόρησαν από το δικό του εκδοτικό σπίτι δημιούργησε μια απαιτητική συλλογή κειμένων με χαρακτήρες της διπλανής διπλοκλειδωμένης πόρτας που πίσω απ' αυτή βυθίζονται σε λάθη / πάθη / πένθη, με σπασμένα κάτοπτρα, σκιές, τόξα και βέλη, οργισμένες εσωτερικές θάλασσες , με αντικατοπτρισμούς σε σεισμικές δονήσεις, με μοναξιά απελπιστική κι αδιέξοδη, με μικρές και μεγάλες επαναστάσεις κόντρα στις συμβάσεις της ζωής και στον ίδιο μας τον εαυτό, με εξυψώσεις και αποκαθηλώσεις και με διάχυτη την ανθρώπινη οδύνη.
 
Οι πέντε ιστορίες, γραμμένες αριστοτεχνικά από τον Κωνσταντίνο Βλαχογιάννη είναι προϊόν μυθοπλασίας και -είτε φέρουν εντός τους φέτες αληθινής ζωής, είτε είναι θραύσματα αφηγήσεων άλλων που δίνουν έμπνευση κι αφορμή για δημιουργία εκλεκτής πεζογραφίας- η γραμμή που τις διαχωρίζει από την πραγματικότητα είναι δυσδιάκριτη. Είναι απόλυτα ρεαλιστικές ενώ την ίδια στιγμή περιέχουν τα στοιχεία του σουρεάλ και της ονειρικής πραγματικότητας. Οι ήρωές τους ζούν σε ένα παράλληλο σύμπαν, γίνονται έρμαια του εαυτού τους, πληγώνουν και πληγώνονται, φτάνουν στα όριά τους και τα ξεπερνούν, πέφτουν σε μια άγρια δίνη παραλογισμού, πενθούν, περνούν στο απέναντι ρεύμα της συνειδητότητάς τους.

Η συλλογή ανοίγει με την εκπληκτική νουβέλα "Το είδωλο" (τίτλος πολλαπλής ανάγνωσης) και παρουσιάζει την ιστορία του Πάρι Παππά, γλωσσολόγου και καθηγητή στη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Πάρις είναι επιτυχημένος, γοητευτικός, χαρισματικός ομιλητής, ένας πνευματικός δανδής με πολλά πρόσωπα: ιδεολόγος και αμοραλιστής, δημιουργικός και (αυτο)καταστροφικός, άνθρωπος των απολαύσεων και όχι της αφοσίωσης, συναισθηματικά ψυχρός και ψυχρά ελκυστικός. Η σύζυγός του, Αρετή, τον έχει εγκαταλείψει όταν υπέπεσε στην αντίληψή της μια ακόμα ατασθαλία του. Μόνος στο σπίτι, ο Πάρις, κάποια στιγμή δέχεται το τηλεφώνημα του δίδυμου αδερφού του, του Παύλου, κληρικού, από την Άνδρο ο οποίος του ζητάει να μεταβεί στο νησί και, λόγω μιας ξαφνικής του ασθένειας, να πάρει για λίγο τη θέση του. Ο Πάρις επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του μετά από πολλά χρόνια. Μπαίνει στο "ρόλο" του Παύλου, μαγεύει και εντυπωσιάζει το εκκλησίασμα και εκεί θα γνωρίσει την Ελένη, μια νεαρή πλούσια χήρα, ευσεβή και προσκολλημένη στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Κι αυτή είναι η αρχή μιας γνωριμίας που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του Πάρι. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια επικίνδυνη σχέση, ένα παιχνίδι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, εκβιασμών και νοσηρού έρωτα κι αυτό που θα απομείνει είναι ένα θρυμματισμένο είδωλο και μια πικρή ευγνωμοσύνη για τη νύχτα που πάντα γεννάει ένα νέο ξημέρωμα.

Ακολουθεί το διήγημα "Ρωγμές". Ο αφηγητής επισκέπτεται μετά από πολλά χρόνια την περιοχή του Ωρωπού. Εκεί, κάποτε, όταν ήταν έφηβος έκανε ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές με τον συνομήλικο φίλο του, Πέτρο, φιλοξενούμενοι στο σπίτι του Αντώνη, θείου του Πέτρου. Ο Αντώνης, τότε, διατηρούσε στον Ωρωπό ένα κατάστημα με καθρέφτες που έφτιαχνε και φιλοτεχνούσε ο ίδιος. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, ο Αντώνης, σχεδόν αμίλητος, χωρίς πυγμή, χωρίς την ικανότητα να σηκώσει ανάστημα στη ζωή, παντρεμένος με την πληθωρική Ουρανία, χωρίς παιδιά, χωρίς φωτεινό μέλλον, παραδομένος στη μοίρα του, διάγει μαζί της ένα βίο με αμέτρητες ρωγμές. Ο έφηβος, τότε, αφηγητής, έγινε μάρτυρας της μοναξιάς και της δυστυχίας του Αντώνη και της απόπειράς του να πάρει -ανεπιτυχώς- τεχνητή αναπνοή από την Ομορφιά του κόσμου. Και σε μια αφήγηση ανολοκλήρωτη, ο αφηγητής βάζει στο "παιχνίδι" τον αναγνώστη και τον καλεί να αντικρίσει δυο εκδοχές: πτώση στο κενό ή θρύψαλα ονείρων, στιγμών, επιθυμιών, αστεριών στο σύμπαν.

Επόμενο διήγημα, το συγκλονιστικό "Ομοιώματα" που η ιστορία του κινείται μεταξύ αλήθειας και φαντασίας, πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, ανάσας και πυρετού. Ο αφηγητής συναντά έναν στενό του φίλο που γνωρίζονται μεταξύ τους από τα παιδικά τους χρόνια, έναν άνθρωπο βαθιά μοναχικό που ζεί μια ζωή άδεια, χωρίς χαρές και απολαύσεις. Ο φίλος τού εξιστορεί τα του πρόσφατου βίου του. Η νέα του δουλειά σε μια βιοτεχνία είναι η αρχή ενός κουβαριού που ξετυλίγεται και αποκαλύπτει την πολύ ιδιαίτερη ιστορία του όπου πρωταγωνιστούν κούκλες βιτρίνας οι οποίες αποκτούν θέση στην μοναχική καθημερινότητά του, του ψιθυρίζουν, του ξυπνούν πόθους, τον καλούν να γίνει σαν αυτές κι όλα μοιάζουν σαν ένας εφιάλτης σε βραδύτητα. Η ονειρικότητα γίνεται μετοδοτικός ιός, γίνεται στρόβιλος ομοιωμάτων, ψιθύρων, σωμάτων, τραγουδιών και "μη πραγματικότητας".

Το διήγημα με τίτλο "Μακριά" αφορά τον απροσδόκητο θάνατο της Ανθής, του πρώτου έρωτα του αφηγητή, και την περιγραφή εικόνων από την κηδεία της. Εικόνες σπαρακτικές -αφού κηδεύεται ένα κορίτσι- με στιγμιότυπα που προκαλούν συγκρατημένα γέλια. Κι ο ουρανός καθρέφτης της θάλασσας και των στιγμών των δυο νέων. Ο αφηγητής κι η Ανθή του, στον υγρό καθρέφτη της μνήμης παρατηρούν τα παραμορφωμένα είδωλά τους, μακριά απ΄ τον κόσμο. 
 
Τελευταίο διήγημα, "Θαμπός καθρέφτης". Η πάλη ενός ανθρώπου με το "θηρίο", η μάχη που χάνεται, ο ένας που φεύγει κι ο άλλος που μένει πίσω. Ο αφηγητής βιώνει την απώλεια και, σε δευτεροπρόσωπη συνταρακτική εξομολογητική αφήγηση, απευθύνεται στο πρόσωπο που χάθηκε και του μιλά για την αντίληψη της παροδικότητας των πραγμάτων, για όλα εκείνα που περνούν και χάνονται χωρίς ίχνη, για τα θολά είδωλα, για την αγάπη που δεν βρήκε τρόπο, δρόμο και χρόνο να εκφραστεί, για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ή ειπώθηκαν μισά, για την αδυναμία θεραπείας και αγκαλιάς πληγών και απογοητεύσεων, για όλα αυτά που μετά το τέλος τους μετατρέπονται σε σκόνη στον άνεμο, σκόνη στις άκρες μιας κορνίζας μνήμης.

Μια ξεχωριστή λογοτεχνική φωνή ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης που αξίζει προσοχής, ακοής και ανάγνωσης, ένας συγγραφέας - μελετητητής της σκοτεινής ανθρώπινης πλευράς. Κι εδώ, στα "Είδωλα", καταφέρνει επάξια να διεισδύσει στα άδυτα της ανθρώπινης αβύσσου και να τα εξερευνήσει, να σταθεροποιήσει τη ματιά του στον ραγισμένο καθρέφτη της ύπαρξης. Συναρπαστικά -σχεδόν κορτασαρικών αποχρώσεων- κείμενα, γήινα, μυσταγωγικά, στα όρια του μεταφυσικού, με μια αίσθηση και ατμόσφαιρα του απρόσμενου, του ανεκδήλωτου, του ανορθόδοξου. Οι ιστορίες στα "Είδωλα" μας μαγεύουν και μας παρασύρουν με τον τρόπο που συμβαίνει στα όνειρα: ένας άλλος κόσμος σχηματίζεται πίσω απ' τα μισόκλειστα βλέφαρα.
 
Το πραγματικό και το εξωπραγματικό συνομιλούν και αλληλοσυνδέονται σε αγκαλιά χωρίς ίχνος αντίφασης.
 
Τα φώτα σβήνουν και μονάχα ένας προβολέας ρίχνει το φώς του σ' ότι απομένει στη σκηνή: ο δεύτερος εαυτός, η κρυμμένη μας όψη, το άλλο μας εγώ - εσύ - αυτός - εμείς -εσείς - αυτοί. 
 
 
Περικείμενο Βιβλία



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Σεβαστή Τρουμπέτα, dromalí

Σεβαστή  Τρουμπέτα, dromalí

 
Η Σεβαστή Τρουμπέτα ζει στο Βερολίνο, είναι κοινωνιολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Hochschule Magdeburg - Stendal με γνωστικό αντικείμενο Παιδική ηλικία και Μετανάστευση. Έχει συγγράψει μονογραφίες, άρθρα και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους για ζητήματα που αφορούν τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη μετανάστευση, την περιθωριοποίηση, τις μειονότητες, τους πρόσφυγες και την βιοπολιτική.

Με το "dromalí" πραγματοποιεί επίσημα το πρώτο της βήμα στο πεδίο της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της ποίησης, ομολογουμένως εντυπωσιακά.

Με την παρούσα ποιητική ανθολογία, οι εκδόσεις "η βαλίτσα" εγκαινιάζουν τη νέα τους σειρά "έργα, πράξεις/ ελληνική ποίηση" που ακολουθεί τις σειρές "ένα προς ένα/δίγλωσση έκδοση" και "απέναντι - ανταμώματα / πολιτικά κείμενα". Στην πρώτη σειρά "ένα προς ένα" με την οποία οι εκδόσεις "η βαλίτσα" μάς συστήθηκαν το 2021, ανήκει η ανολοκλήρωτη νουβέλα / σπάραγμα του Φραντς Κάφκα "O Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης", ενώ στη δεύτερη σειρά τους ενέταξαν το φλεγόμενο κείμενο - ανοιχτή επιστολή της Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ "Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί". Αμφότερα σε μετάφραση και διαφωτιστικό επίμετρο του σημαντικού μας μεταφραστή, συγγραφέα και εκδότη της "βαλίτσας", Αλέξανδρου Κυπριώτη.

Έργα όμορφα φτιαγμένα και πολύ προσεγμένα σε αισθητική και περιεχόμενο. Τρίτο καινούργιο εκδοτικό αποτύπωμα της "βαλίτσας" , το "dromalí" (με εμπνευσμένο σκίτσο εξωφύλλου -όπως και στα δυο προηγούμενα- από τη Μελίνα Γαληνού και σε γλωσσική επιμέλεια της Λένας Κοψαχείλη) κι έτσι γνωρίζουμε την Σεβαστή Τρουμπέτα και τον σαγηνευτικό ποιητικό της λόγο.

Η συλλογή περιλαμβάνει 27 ποιήματα/ποιητικές ιστορίες με κοινό θεματικό άξονα την περιπλάνηση. Άλλωστε, "dromalí" στα ρομανές σημαίνει "η οδοιπόρος".

Οι ποιητικές ιστορίες της Τρουμπέτα είναι γραμμένες κυρίως σε πρώτο και δεύτερο ενικό πρόσωπο χωρίς να απουσιάζουν οι αναφορές σε τρίτο ενικό και πρώτο πληθυντικό, άλλοτε εν είδει εξιστόρησης κι άλλοτε σαν εξομολόγηση, σαν ανάγκη έκφρασης να βγουν στο δρόμο και στην ελευθερία όσα για καιρό ή για χρόνια εξέτιαν ποινή στη φυλακή του νου και της ψυχής και τώρα πια απελευθερώνονται και τρέχουν στους δρόμους, στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων, στα σοκάκια της παιδικής ηλικίας, στα μονοπάτια έξω από σκοτεινές σπηλιές που αποκαλύπτουν αλήθειες σκληρές και επιθυμίες ανομολόγητες.

Τα όνειρα της αφηγήτριας στο "dromalí" γυρεύουν τον τόπο τους, ανοίγουν και κλείνουν ρωγμές και οι αποστάσεις μικραίνουν διαρκώντας σχεδόν μισό αιώνα ζωής. Η Λέσβος γίνεται τόπος αργού θανάτου και αργής γέννησης σωμάτων πλάι σ' ένα τοίχο με ένα ζωγραφισμένο παράθυρο. Ένα ζευγάρι μάτια - κάρβουνα βυθίζονται στα μάτια της αφηγήτριας δείχνοντάς της δρόμο και πόνο, ενοχή κι ευγνωμοσύνη για ένα αστέρι που πέφτει. Στην επόμενη στάση, ένα πρόσωπο μαρτυρά απώλειες και η νυχτερινή περιπλάνηση συνεχίζεται φέγγοντας με τ' άστρα της μοναξιά και διαρκή αναζήτηση , για ν' ακολουθήσει μια άφιξη με σκιά και έρεβος στην ακροβασία μιας αθέλητης αναχώρησης. Κι ένα κορμί σε μικρό διάλειμμα σε αχυρένια αγκαλιά. Η "Τελευταία Πριγκίπισσα της Σύμης", εξόριστη σε μια πατρίδα βάλτο. Το λάγνο κάλεσμα του δρόμου που γεννά νέες αναζητήσεις και χαράζει πορείες με φόντο ακρωτηριασμένες μορφές που χαμογελούν στον ήλιο.

Το είδωλο της πέτρας εξατμίζεται για ν' αποκτήσει μορφή μες στον καθρέφτη. Ο πάτος του κόσμου μοιάζει ουρανός. Οι μοναχικές συναντήσεις, ένα σκίρτημα, μια παγωμένη βροχή που έπνιξε το δικαίωμα της χαράς, μια ερωτική συμφωνία, μια αφύπνιση κι η επιθυμία για φυγή μακριά απ' το πετρωμένο φεγγάρι. Ο θάνατος που διπλασιάζεται, μια θρησκευτική γιορτή με σερπαντίνες εφιάλτες στο Σαντιάγκο. Το δέος μπροστά στη μορφή της αγωνίστριας της επανάστασης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.

Αφαιρετική, βιωματική ποίηση με ρωγμές, μικρούς θεούς, μνήμες - καρφιά, εξορίες και πικρές πατρίδες. Τα ποιήματα στο "dromalí" μετακινούνται, φεύγουν, δεν δίνουν απαντήσεις γιατί κρύβουν χιόνια και παγωνιά στις λέξεις τους, αλλάζουν τόπο, τρέχουν από μνήμη σε μνήμη κι από χρόνο σε χρόνο -ανάποδα, ευθεία, τεθλασμένα-, πέφτουν σε βάλτους και σε τρικυμισμένα νερά, ακροβατούν στην αόρατη κλωστή του φόβου, σώζουν μετανάστες και τους κάνουν ποιήματα αιώνια και εικονοστάσι με καντήλι αναμμένο στη σιωπή τους. Σκιρτούν και ξαγρυπνούν, θυμούνται και θυμίζουν, ερωτεύονται, προσεύχονται, δέχονται τις απανωτές μαχαιριές της μνήμης, έχουν ερωτικό αντικείμενο, έχουν γρατζουνιές και πληγές ανεπούλωτες, διηγούνται και σπάνε τη διήγηση στη μέση να μην νυχτώσει ο κόσμος κι απολησμονηθούν, έχουν νερά δαιμονισμένα κι αγιασμένα και μορφές κουρασμένες που γυρεύουν πατρίδας χάδι κι αποδοχή, έχουν ενσυναίσθηση, στιγμιότυπα ζωής, ζωής παράθυρα, κεραυνούς, βυθούς, πηγαιμούς και γυρισμούς κι οριστικούς οδυνηρούς αποχωρισμούς, μετανάστευσης γιορτή και λυγμό, γη, φόβο, ρίζα φυτεμένη σε ξένο χώμα.

Η ποίηση της Σεβαστής Τρουμπέτα είναι αντισυμβατική. Δεν προσφέρει καταφύγιο αλλά ανοίγει δρόμους για περιπλάνηση στον κόσμο εντός μας κι εκτός μας και μας καλεί να γίνουμε οδοιπόροι στο χρόνο, στο δρόμο, στην καρδιά, στους τόπους που δεν είδαμε, στην "υπαίθρια κλίνη της νύχτας".

Μια νέα ιδιαίτερη ποιητική φωνή, ένα υπέροχο και αξιοπρόσεκτο ποιητικό ντεμπούτο.
 
η βαλίτσα / εκδόσεις

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Αιμίλιος Σολωμού, Κράτα την ανάσα σου

 
Αιμίλιος  Σολωμού, Κράτα την ανάσα σου

Ο Αιμίλιος Σολωμού είναι ένας ακόμα από τους σύγχρονους συγγραφείς που εργάζεται σεμνά και αθόρυβα προσφέροντας ξεχωριστούς λογοτεχνικούς καρπούς στην εγχώρια παραγωγή. Κυπριακής καταγωγής, με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημοσιογραφία σε σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα ενώ σήμερα υπηρετεί τη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Έχει εκδώσει δυο βιβλία παιδικής / εφηβικής λογοτεχνίας καθώς και μυθιστορήματα ενηλίκων, και με το "Ενα τσεκούρι στα χέρια σου", εκδόσεις Άνευ, 2007, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου για να ακολουθήσει το 2013 το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το "Ημερολόγιο μιας απιστίας", από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Και τα δυο παραπάνω μυθιστορήματα μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σε Ιταλία, Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 2015, από τις εκδόσεις Ψυχογιός ξανά, κυκλοφόρησε το επόμενο  έργο του υπό τον τίτλο "Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση", ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα νουάρ αποχρώσεων.

Και χρειάστηκε να περάσουν οχτώ χρόνια για να προχωρήσει στο επόμενο πεζογραφικό του βήμα, εξίσου δυνατό και ατμοσφαιρικό με τα προηγούμενα, άρτια δομημένο και, σαφώς, με ωριμότερα εκφραστικά μέσα.

Τέταρτο μυθιστόρημα για ενήλικους αναγνώστες το "Κράτα την ανάσα σου", του Αιμίλιου Σολωμού, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη και, ομολογουμένως, διαβάζεται με κομμένη την ανάσα μιας και, τόσο θεματολογικά όσο και υφολογικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα με παλμό, νευρώδη αφήγηση, με ανατροπές, με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, με φιλοσοφικές και υπαρξιακές διαστάσεις και αφορά αρχικά την σεξουαλική παρενόχληση που δέχεται μια μαθήτρια από τον καθηγητή της (είτε η παρενόχληση υφίσταται είτε αποτελεί προϊόν σκευωρίας) με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Όπως θα αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, δεν είναι το ζήτημα της παρενόχλησης το κύριο θέμα του βιβλίου παρά η αφορμή να ξετυλιχθεί το κουβάρι μιας συγκλονιστικής ιστορίας.

Κεντρικός ήρωας είναι ο καθηγητής Ιστορίας και συγγραφέας, Ιωάννης Καλλέργης, επιτυχημένος και φιλόδοξος, αγαπητός στον κοινωνικό του κύκλο, παντρεμένος με την Αλεξάνδρα, διευθύντρια σε τράπεζα. Οι δυό τους αποτελούν ένα αγαπημένο, αξιοσέβαστο ζευγάρι. Ο Καλλέργης είναι καταξιωμένος, έχει ένα διευρυμένο κύκλο οικονομικών και πολιτικών παραγόντων χάρη στον πλούσιο κτηματομεσίτη πεθερό του. 

Από τη μια στιγμή στην άλλη, από μια αυθόρμητη κίνησή του προς την μαθήτριά του, Άννα, (ένα καταλυτικό πρόσωπο στην πορεία του έργου και του πρωταγωνιστή) τα πάντα ανατρέπονται και ξεκινά η απότομη πτώση του. Κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση. Διαπομπεύεται στον Τύπο, στην σχολική κοινότητα, στον κύκλο του και στη γειτονιά του. Ένας ένας οι ισχυροί του φίλοι τού γυρίζουν την πλάτη. Η σχέση του με την αγαπημένη του σύζυγο θυμίζει σπίτι που τα θεμέλια του τρέμουν, οι τοίχοι του ξεφλουδίζουν, τα παράθυρά του ραγίζουν και σπάνε για να μπεί στο εσωτερικό του σπιτιού παγωνιά και φόβος. Γίνονται δυο ξένοι, δυο ξένα σώματα που περιφέρονται σε μια κενής τρυφερών συναισθημάτων και εμπιστοσύνης κατοικία. Η σχέση τους διαταράσσεται και φέρνει στην επιφάνεια παλιές,  καλά κρυμμένες πληγές. Ο Καλλέργης, τσακισμένος ψυχολογικά, μην αντέχοντας τον άγριο πόλεμο που μαίνεται εναντίον του και τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου σε μια βαριά άρρωστη κοινωνία, αποφασίζει να τα εγκαταλείψει όλα, να φύγει από την κόλαση και την πολλή συνάφεια του κόσμου και να επιστρέψει στο απομακρυσμένο ορεινό χωριό του προκειμένου να γλιτώσει από τα πυρά, τις αιματηρές σιωπές, τα παγωμένα βλέμματα και τον εξευτελισμό. Κι έτσι τελειώνει το καταιγιστικό πρώτο μέρος του βιβλίου, με τον Καλλέργη να φεύγει μόνος, ηττημένος και προδωμένος, κάτω απ΄το ψιλόβροχο.

Στο δεύτερο μέρος, ο πρωταγωνιστής έχει επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του και εκεί, μέσα στην ερημιά του τοπίου, κλεισμένος στον εαυτό του, γαλήνιος, απρόσβλητος και ελεύθερος να αναπνεύσει -έξω από την εγκλωβισμένη ζωή του, πια στη δική του γη και μοναχική επικράτεια- επανακτά σταδιακά τα σπασμένα του κομμάτια. Ξαναγίνεται ο άνθρωπος που υπήρξε κάποτε, αυτός που προοριζόταν να γίνει και δεν έγινε.

Ξαναφτιάχνει το παλιό, ακατοίκητο εδώ και χρόνια, πατρικό του, ασχολείται με τη γη και τα αμπέλια, έρχεται σε εσωτερικό διάλογο με τη φύση γύρω του. Τον επισκέπτεται ένας παλιός του φίλος, συνάδελφος και συγγραφέας -το alter ego του συγγραφέα Σολωμού- για να του  ζητήσει συγγνώμη που τον καταδίκασε όπως όλοι οι άλλοι και του ανακοινώνει πως πρόκειται να κάνει την ιστορία του μυθιστόρημα. Αργότερα, ο Καλλέργης θα δεχτεί και την επίσκεψη της Αλεξάνδρας σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης της παγωμένης τους σχέσης ενώ, απρόσμενα, θα συναντήσει στο χωριό την Ρίτα, έναν εφηβικό του έρωτα, η οποία ζεί πλέον μόνιμα στη Γερμανία έχοντας εγκαταλείψει εσπευσμένα τον κοινό τους τόπο στα 17 της. Το κοινό παρελθόν του Καλλέργη και της Ρίτας βγαίνει από τη λήθη του και φέρνει στο φως του παρόντος θαμμένα γεγονότα, διαλυμένες ζωές, χαμένα χρόνια, εκδίκηση, ταπεινώσεις, εκβιασμούς, χαμένες επιστολές. άδικους θανάτους και ενοχές.

Η πατρική φιγούρα ζωντανεύει και μαζί ζωντανεύουν οι στιγμές κι αυτό το κάτι που θυμίζει ευτυχία όταν το χέρι του πατέρα σφίγγει με θέρμη μια παιδική παλάμη.

Δυο κορμιά κάτω από την καρυδιά, ένας νερόλακκος, ο παιδικός φίλος, οι κραυγές, η ασφυξία, η φράση "Κράτα την ανάσα σου" που επιστρέφει και αντηχεί στο σήμερα και ξυπνάει την παλιά, λανθάνουσα οδύνη και θυμίζει ένα παρελθόν τραγικότερο του παρόντος.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση του βιβλίου περιγράφει με ακρίβεια τις κινήσεις και τις πιο μύχιες σκέψεις του Καλλέργη, τις μυρωδιές της φύσης, του χώματος και του θανάτου, τον χρόνο που κινείται κυκλικά αλλά και τους υπόλοιπους χαρακτήρες που συμβάλλουν στις ισορροπίες και στους γκρεμούς του Καλλέργη.

Εμβόλιμα, έρχεται και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από πλευράς του φίλου, συναδέλφου και συγγραφέα -του ίδιου του Σολωμού δηλαδή- που κάνει έρευνα, σκαλίζει τα τρωτά και σκοτεινά σημεία της ιστορίας για να γράψει το μυθιστόρημά του με ήρωα τον Καλλέργη κατοχυρώνοντας την αλήθεια. Ένα μυθιστόρημα που "χτίζεται" μέσα στο παρόν μυθιστόρημα που έχει ήδη σάρκα, οστά και ψυχή, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται μπρος στα μάτια του αναγνώστη που συμπαθεί, αντιπαθεί, ταυτίζεται, προβληματίζεται, αγωνιά και που τα βήματά του θα οδηγηθούν σε μονοπάτια που ούτε καν φανταζόταν.
 
Μυθιστόρημα μη εφήμερο, στέρεο, ευρηματικό, δυνατό σαν γροθιά στο στομάχι, αλληγορικό, χωρίς λογοτεχνικές "ευκολίες", βαθιά πολιτικό και αιχμηρό και άλλο τόσο βαθιά ανθρώπινο καθώς αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις που μ' ένα κρότο κι έναν λυγμό διαλύονται, παίρνουν σχήμα τέρατος, γίνονται σπασμένοι δρόμοι και γκρεμοί.

Ένα έξοχο ψυχογραφικό πεζογράφημα για την απάτη της επιφάνειας ενός λαμπερού βίου, για την μοναξιά του ενός, του καθενός και των πολλών, για την ιαματική επιστροφή στις ρίζες, για το χρόνο και τη μνήμη, για την σταύρωση και την ανάσταση.


Εκδόσεις  Καστανιώτη

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής, Φθηνό νουάρ τσέπης

Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής, Φθηνό νουάρ τσέπης

 
Ο Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής ανήκει στη νεότερη γενιά ελλήνων συγγραφέων που αθόρυβα, ακατάπαυστα, δεξιοτεχνικά, με λεπτομέρεια και προσήλωση χτίζουν ένα προσωπικό συγγραφικό προφίλ και από βιβλίο σε βιβλίο αποκαλύπτουν έναν όλο και καλύτερο συγγραφικό εαυτό, το πέρασμα του καιρού που μετατρέπεται σε συγγραφική μεστότητα, έναν αξιοθαύμαστο συμπυκνωμένο λόγο και μια θεσπέσια γλώσσα ελληνική που απολαμβάνουμε να διαβάζουμε: μια γλώσσα χωρίς εντυπωσιασμούς και περιττά στολίδια, αντιθέτως απλή και ταυτόχρονα τόσο πλούσια, άψογα δουλεμένη, με έξυπνη χρήση, φωτεινή και ολόλαμπρη παρά τα σκοτεινά σημεία που μπορεί να περιγράφει.

Τα έως τώρα έργα του Σουσουρή -4 συλλογές διηγημάτων / μικροδιηγημάτων και 1 νουβέλα- έχουν κάτι πολύ ξεχωριστό και πολύ ανθρώπινο. Εναλλάσσουν τα συναισθήματα κρατώντας άψογα τις ισορροπίες μεταξύ φωτός και σκοταδιού, έχουν προσεγμένη γλώσσα, ειρωνικό έως πικρά σαρκαστικό ύφος ενώ οι ιστορίες τους γεννούν αυθόρμητα το γέλιο και, σε άλλα σημεία, ανεβάζουν ένα κόμπο στο λαιμό που φέρνει δάκρυα για να ακολουθήσει ένας λυγμός κι ένα κλάμα απωθημένο που λυτρώνει. Γιατί έτσι είναι η ζωή, έχει γρήγορες εναλλαγές, έχει χάδια και μαχαιριές, χαρές και λύπες, έχει τα μικρά και τα μεγάλα της, τ' ασήμαντα και τα σπουδαία της, τα γέλια και τα κλάματα, ηλιαχτίδες και φαρμακερές συννεφιές και όλα αυτά, ο Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής τα συλλαμβάνει με απόλυτη ακρίβεια και διαύγεια και μεταμορφώνει τα στιγμιότυπα σε ιστορίες που διαρκούν και δεν ξεθωριάζουν. Η ζωή, ο θάνατος, η αγάπη, η μοναξιά, η ενηλικίωση, οι αυταπάτες και οι απάτες, διάλογοι και μονόλογοι για τον Θεό ή για το Πολύ και το Τίποτα του ανθρώπου, το ύψος και το βάθος των πραγμάτων, φωτεινές αλλά και ανέπνευστες σκοτεινές σκέψεις, η εξουσία και η διαδρομή μέχρι το τελευταίο ανοδικό σκαλοπάτι, η πτώση, οι αναζητήσεις, οι απώλειες, οι αμέλειες, οι ατέλειες, οι φόβοι και οι υπερβάσεις, όλα χωράνε σε ένα μικρού σχήματος και μεγάλου λογοτεχνικού βεληνεκούς βιβλίο όπως ακριβώς είναι το "Φθηνό νουάρ τσέπης". 

Ο Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 2014 με την συλλογή ιστοριών "Διαβάτες της σκιάς", από τις εκδόσεις Momentum. Το 2015, ακολούθησε ο Α' τόμος 66,6 "βλάσφημων" και "κοφτερών" μικρών πεζών με τίτλο "Ιστορίες του χαράματος", από τις εκδόσεις Στοχαστής κι ένα χρόνο αργότερα, πάλι από τις ίδιες εκδόσεις, ήρθε ο Β' τόμος των επόμενων 66,6 "Ιστοριών του χαράματος". Το 2018, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, κυκλοφόρησε η εξαιρετική νουβέλα "Ο Βαρκάρης" που, μέσω της ελκυστικής αφήγησης του Σουσουρή, μας παρέσυρε σε ένα ταξίδι φιλοσοφίας και αρχαίων μύθων στο μαύρο στερέωμα του Κάτω Κόσμου. Το επόμενο συγγραφικό βήμα του Σουσουρή, διαφορετικό σε ύφος και ατμόσφαιρα αλλά εξίσου συγκινητικό και άκρως γοητευτικό, πραγματοποιήθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Κυαναυγή με το "Πλατς - Σκηνές από τη ζωή ενός γάτου", όπου εδώ αφηγητής και πρωταγωνιστής  των ιστοριών / αποφθεγμάτων /γατοποιημάτων είναι ο Ευτύχης, ο γάτος του συγγραφέα που παρατηρεί την ανθρώπινη φύση μέσω του "γατοϋπηρέτη" του.

Και μόλις πρόσφατα, ο Σουσουρής επέστρεψε με τη νέα του συγγραφική δουλειά, το "Φθηνό νουάρ τσέπης". Μια μικρή λογοτεχνική έκπληξη με μικρές -κάποιες της μιας ανάσας- ιστορίες και τόσο περιεκτικές, ουσιώδεις, ευφυείς, πιπεράτες, σπαρταριστές αλλά και ολόπικρες και θλιβερές σαν την αλήθεια της καθημερινότητας.

Ο συγκεκριμένος τόμος τσέπης περιέχει 59 μικρά δαιμόνια πεζά που, κατά κάποιο τρόπο αποτελούν μια συνέχεια και μια συνομιλία με τις "Ιστορίες του χαράματος". Φροντισμένος τόμος από το εξώφυλλο ως το οπισθόφυλλο, εξαιρετικά ώριμο και καλοδουλεμένο το ύφος γραφής, ένα επιτυχές αποτέλεσμα κοινής δουλειάς του συγγραφέα και των εκδόσεων Στοχαστής στο γενικό σύνολο.

Οι ήρωες των μικροϊστοριών του Σουσουρή είναι εκείνος, εγώ, εσύ, εμείς που γελάμε, κλαίμε, ελπίζουμε, απελπιζόμαστε. ονειρευόμαστε, χάνουμε τη μπάλα και, συχνά, τη γη κάτω απ΄τα πόδια μας, φωνάζουμε, ψιθυρίζουμε, φλυαρούμε ακατάπαυστα, οδυρόμαστε για μια αγάπη που χάθηκε σε λάθος στροφή, για τους γονείς που έχουμε, για τα παιδιά που υπήρξαμε, για το ανικανοποίητο, για ένα όνειρο που τάραξε την ηρεμία, για ένα Πριν κι ένα Μετά, για μια επεξήγηση, για μια μύηση, για μια απόλυση, για την ασθένεια των τριγώνων, για μια περίπτωση αναπόφευκτης σκληρότητας. Οι ήρωες στο "Φθηνό νουάρ τσέπης" είναι άνθρωποι που φορούν τη ζωή και τον εαυτό τους ανάποδα, είναι αισιόδοξοι, απαισιόδοξοι, τρομαγμένοι, απολωλότες, συγκλονισμένοι, απροσάρμοστοι, αντιδραστικοί, αγαθοί και φιλάνθρωποι, "νοικοκυραίοι", τρομοκράτες, κομπιναδόροι, υποψήφιοι εγκληματίες, αυνάνες, παρατημένοι, παραιτημένοι, ναυαγισμένοι, "ονειροπαθείς", ηττημένοι, κερδισμένοι, αστοί, επαναστάτες, ηθικοί, ηθικολόγοι και διχασμένοι, βραβευμένοι για την ενσυναίσθησή τους. Μεταξύ αυτών, ένας αντιδραστικός καλικάντζαρος, ο Διάβολος που κάνει μια ατυχή συμφωνία με το Θεό, ένας σκύλος που συνομιλεί με μια γάτα, ένα εντεκάχρονο αγόρι κι ένα εντεκάχρονο κορίτσι που ασκούν "πισώπλατη" κριτική στους γονείς τους. Και μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρωποκτονίας, μια αποτυχημένη αναβάθμιση, βήματα προς την απόλυση, ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, κλαυθμοί και οδυρμοί πάνω από ένα νεκροκρέβατο είναι μόνο μερικά από τα κωμικοτραγικά περιστατικά των ιστοριών του παρόντος τόμου.

Εδώ η ασημαντότητα και η αδυναμία ομιλίας αποκτούν υπόσταση. Τα ζώα αποκτούν φωνή και εκφράζονται ελεύθερα. Οι άνθρωποι - αρουραίοι των υπογείων γίνονται βασιλιάδες σκέψεων, έκφρασης κι επανάστασης αντικρίζοντας μια φέτα ουρανό από φωταγωγό σπασμένο. Τα πρόσωπα και τα πράγματα βγαίνουν από τον σκοτεινό τους ίσκιο και αυτοφωτίζονται και έχουν την ευκαιρία εν συντομία να πραγματοποιήσουν το απραγματοποίητό τους, να ανταλλάξουν μια κουβέντα με έναν συνάνθρωπό τους, με τον καθρέφτη τους, με την παλιά τους ταυτότητα και να προκαλέσουν γέλια, δάκρυα και συμπάθεια.

Ο Ανδρέας - Μάριος Σουσουρής, ικανότατος δημιουργός μικρών ιστοριών, με απίστευτη χρήση οικονομίας λόγου, δημιουργεί στο "Φθηνό νουάρ τσέπης" σουρεαλιστικά αλλά και συγκλονιστικά ρεαλιστικά  μικρά πεζά, κεντώντας κυριολεκτικά λέξη προς λέξη ένα τεράστιο μωσαϊκό τοπίων, χαρακτήρων και διαλόγων με μικρές πινελιές φαντασίας που καρπίζουν και διαχέονται ομοιόμορφα στον ρεαλισμό και στο chiaroscuro της ζωής μας.
 
 
Εκδόσεις  Στοχαστής