Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Χρήστος Οικονόμου, Πες της

Χρήστος Οικονόμου, Πες της

 
Με ρυθμική αφήγηση κινηματογραφικής αισθητικής, με γρήγορες εναλλαγές σκηνών, με αμοντάριστα μεσαία, κοντινά και γκρο πλάνα, με την αφηγήτρια ως το υποκειμενικό κάμερας που κινείται, καταγράφει και αναδεικνύει πρόσωπα και κοινωνική πραγματικότητα και με μια φράση "Πες της σ'αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω" σαν αίνιγμα και σαν επωδός, ο ξεχωριστός και πολυβραβευμένος Χρήστος Οικονόμου έχτισε με λεπτομέρεια και ωριμότητα την παρούσα νουβέλα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, πριν από λίγες ημέρες. Κείμενο χείμαρρος που διαβάζεται απνευστί, συγκλονίζει και αποδεικνύει το πόσο σπουδαίος τεχνίτης της γραφής είναι ο Οικονόμου ο οποίος και εδώ -όπως και στα προηγούμενα έργα του- μας αφήνει άναυδους με την ευρηματικότητά του, την θεματολογία του, τη στακάτη γραφή του, τον επιτυχημένο συνδυασμό σκληρού ρεαλισμού και ποιητικότητας, τη δημιουργία χαρακτήρων αυθεντικών -γνήσιων κομματιών καθρέφτη του "εγώ", "εσύ", "εμείς"," αυτοί", του εαυτού μας, των διπλανών μας και δικών μας που πασχίζουν να αποκαταστήσουν ισορροπίες μέσα στην ανισορροπία της καθημερινότητας.

Από την πρώτη του εμφάνιση στην πεζογραφία το 2003, με το "Η γυναίκα στα κάγκελα" από τα Ελληνικά Γράμματα, ο Χρήστος Οικονόμου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, για να ακολουθήσει μια επταετία αργότερα η εμβληματική συλλογή διηγημάτων "Κάτι θα γίνει, θα δείς",(εκδόσεις Πόλις, 2010) με την οποία εντυπωσίασε, καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους της γενιάς του, κατέκτησε μια υψηλή θέση στον χώρο της εγχώριας πεζογραφίας και όχι μόνο της εγχώριας καθώς η συλλογή μεταφράστηκε και σε χώρες του εξωτερικού και του χάρισε το 2011 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας και το 2017 το Prix littéraire des Jeunes Européens. Στην πορεία, εκδόθηκαν οι συλλογές διηγημάτων "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα", το 2014, και "Οι Κόρες του Ηφαιστείου", το 2017, παράλληλα με τις συμμετοχές του σε συλλογικά έργα, τις αξιέπαινες μεταφράστικές δουλειές του και την δημοσιογραφική του ιδιότητα, για να έρθει το 2022 και η πολύ σημαντική διάκριση με το βραβείο Chowdhury Prize in Literature που του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. 

Με τη νουβέλα "Πες της", ο Χρήστος Οικονόμου -αυτός ο άξιος "απόγονος" κλασικών και πιο σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων που φιλοτέχνησαν με τη λάμα και τη φλόγα της γραφής τους τοπία, συνθήκες και πορτραίτα του αμερικανικού Νότου- επιστρέφει και, ξανά, εντυπωσιάζει με τα άρτια δουλεμένα και υποδειγματικά του εκφραστικά μέσα και τον ίδιο να βρίσκεται σε μια εξαιρετική του στιγμή, ίσως την ωριμότερη και πιο μεστή της συγγραφικής του πορείας εως σήμερα, με μια ιστορία που στοιχειώνει τον αναγνώστη δημιουργώντας του ένα πλήθος συναισθημάτων και σκέψεων για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, κινούμαστε και αναπνέουμε.

Πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα δίχως όνομα και στοιχεία ταυτότητας που εργάζεται ως κούριερ, που κινείται διαρκώς και  παίζει κυνηγητό με τα πράγματα, το χρόνο και το χώρο που πότε την πιάνουν και πότε τους ξεφεύγει. Επιστήθια φίλη της είναι η Λένα, κομμώτρια με μαγικά δάχτυλα, η οποία στα ρεπό της την συνοδεύει στα δρομολόγια και στις μεταφορές δεμάτων και φακέλων και την πειράζει λέγοντάς της ότι έχει τρελομαγνήτη που έλκει όλους τους σαλεμένους Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων. (Η ιστορία της νουβέλας ξεκινάει με τις δυο τους σε ένα δρομολόγιο προς το χιονισμένο Πήλιο: η αφηγήτρια οδηγεί το βαν ταχυμεταφορών και η Λένα, συνοδηγός, κρατάει στα  χέρια της μια τεφροδόχο με τις στάχτες μιας νεκρής 27χρονης - δέμα σε μεταφορά προς τη μητέρα της. Και είναι εκεί τελικά, στο Πήλιο, όπου θα λυθεί ο γρίφος της επανάληψης της φράσης "Πες της").

Η αφηγήτρια δεν μιλά ποτέ για τον εαυτό της παρά μονάχα για τους ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικής κοινωνικής τάξης και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου που συναντά σε σπίτια και καταστήματα στα πλαίσια της δουλειάς της, οπότε μοιραία γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρήτρια και παραλήπτρια παραπόνων, αλλόκοτων συμπεριφορών, ετερόκλητων εξιστορήσεων μικρής και μεγαλύτερης διάρκειας, εξομολογήσεων, κωμικών και δραματικών περιστατικών.

Οι παραλήπτες των δεμάτων είναι άνθρωποι καλοί και κακοί, τερατόμορφοι και αγγελόμορφοι, σοφοί, σκεπτόμενοι, ποιητές, σαλοί, τρυφεροί και σκληροί, εμμονικοί, άνθρωποι με μάτια ηλιαχτίδες και μάτια μπόρες, άνθρωποι που γιορτάζουν ή κηδεύουν τα όνειρά τους, που καίνε πενηντάευρα, καίνε παρελθόν/παρόν/μέλλον, καίνε τις εποχές, τις νύχτες, τις ζωές τους και τις επιθυμίες τους αλλά μέσα τους ακόμα και πάντα υπάρχει και διατηρείται ζωντανή η δίψα για μοίρασμα και ανθρώπινη επαφή.

Η φωνή της αφηγήτριας είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τα θραύσματα και τις εικόνες τους, γίνεται φωνή και όχημα όλων εκείνων που συναντά για λίγα λεπτά -όσο διαρκεί μια εξομολόγηση μοναξιάς και απόγνωσης- και είναι σαν να μπαίνει σαν αερικό σε καδραρισμένα πλάνα ή σε φωτογραφικά στιγμιότυπα για να αποτυπώσει ύστερα στην αφήγησή της σπαρακτικές αφηγήσεις νου και καρδιάς των άλλων. Το ενεργοποιημένο βλέμμα της αντικρίζει κατάματα τους ανθρώπους. Κατάματα και το παζλ της ζωής τους που κι αν κάποτε ενώνεται, πάλι κομμάτια είναι.  Άλλοτε αποστασιοποιημένη, άλλοτε με συμπόνια και άλλοτε με συγκρατημένο συναίσθημα, ακούει τις σύντομες ιστορίες των παραληπτών και αρκετές από αυτές τις κουβαλάει μέσα της σαν μικρά βαρίδια και σαν ιλαρές σκέψεις, ενώ μερικές τις μοιράζεται με τη Λένα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθει ότι έχει δυο μνήμες και άλλες στιγμές έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται στο αύριο προτού καν ολοκληρωθεί το χθες. 

Η ανώνυμη αφηγήτρια αποκτά για όνομα όλους τους δρόμους που πέρασε και περνάει, όλους τους ήλιους κι όλες τις βροχές που είδε και βλέπει. Το όνομά της είναι οι άνθρωποι -ευγενείς, αγενείς, νέοι, ηλικιωμένοι, φωτεινοί, σκοτεινοί, ζωντανοί, νεκροί και νεκροζώντανοι- των σπιτιών και των διαμερισμάτων - τάφων και ουρανών. Το όνομά της είναι όλες οι θάλασσες κι όλα τα βουνά, τα πουλιά και τα δέντρα, όλα τα φώτα κι όλες οι σκιές, τα χαστούκια και τα χάδια,οι χαρακιές και τ' ανθρώπινα χαμόγελα,  όλοι οι ψίθυροι και οι κραυγές, όλες οι διαδηλώσεις, όλες οι βουβές και εκκωφαντικές επαναστάσεις, όλα τα παράθυρα και οι πόρτες, τα σεντόνια που χορεύουν στα μπαλκόνια στο ρυθμό του ανέμου, όλα τα καινούργια δωμάτια των σπιτιών που χτίστηκαν για να χωρέσει ο πόνος, όλοι οι μήνες, όλες οι εποχές, όλες οι οδοί και οι συνοικίες, όλα τα υπαρκτά κι ανύπαρκτα, όλες οι μνήμες μέλι και δηλητήριο, όλο το δίκαιο και τ' άδικο του κόσμου, όλα τα χιόνια και οι λιακάδες και τα καλοκαίρια με φόντο το μέλλον που αποκτά μια μωβ ροζ ιδέα σάρκας και οστών.

Νουβέλα καταιγιστικού ρυθμού και υψηλού λογοτεχνικού ύφους, με μαύρο σαρκασμό, χιούμορ και έντονη συγκίνηση, για την πικρή καθημερινότητα / διαβίωση στην Ελλάδα του σήμερα, για την εθνική μας παράνοια, το εθνικό μας φως και την εθνική μας μοναξιά όπως ξεδιπλώνονται μέσω των ενσωματωμένων μικροαφηγήσεων που ακολουθούν η μια την άλλη σαν ανάσες ανθρώπινες, ιστορία την ιστορία, πλάνο το πλάνο.
 
 
Εκδόσεις  Πόλις

Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Μαρία Κουγιουμτζή, FOREVER

Μαρία  Κουγιουμτζή, FOREVER

Μια διακριτική παρουσία στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων η Μαρία Κουγιουμτζή, διαθέτει μια δυνατή αφγηματική φωνή που, είτε "τραγουδά" διηγήματα είτε μυθιστόρημα, μας προκαλεί την ίδια αίσθηση θαυμασμού. Κοινός τόπος και στα δυο είδη,  τα οποία επεξεργάζεται άψογα και "πλέκει" πάντα με "ψιλοβελονιά", είναι το απόκοσμο ανθρώπινο σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε και το αντικρίζουμε με τρόμο, λαγνεία, θυμό ή αδιαφορία γιατί είναι ένα σύμπαν πέρα από τον καθωσπρεπισμό που μας έχει επιβληθεί. 

Οι ήρωες της Μαρίας Κουγιουμτζή είναι πλάσματα του κόσμου ετούτου πέρα απ' τον κόσμο ετούτο, διπλανοί μας, φίλοι και γνωστοί μας και κρυφοί δεύτεροι εαυτοί μας που ξεπερνούν τα όριά τους, βιώνουν μαύρα, αλλόκοτα όνειρα εκτός ύπνου, ανοίγουν πόρτες κλειστές και ανακαλύπτουν ένα άλλο τοπίο μακριά απ' τα συμβατικά ανθρώπινα και την τετράγωνη λογική. Είναι άγγελοι και δαίμονες, δυνατοί και αδύναμοι, πούπουλα χήνας και κομμάτια από ατσάλι, εύθραυστοι και κραταιοί.

Η Μαρία Κουγιουμτζή που θεωρείται και είναι ακριβολόγος δεξιοτέχνης μιας γλώσσας πάμπλουτης, γεμάτης υπαινιγμούς και συγκινησιακή φόρτιση, έχει βραβευτεί για την πρώτη της συλλογή διηγημάτων "Άγριο Βελούδο" το 2008, με τα Βραβεία διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών και λίγα χρόνια μετά, το 2017, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την τρίτη της συλλογή ιστοριών "Ολα μπορούν να συμβούν μ' ένα άγγιγμα".

Η θεματολογία των έργων της (κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη), τόσο στα δυο της μυθιστορήματα όσο και στις τέσσερις συλλογές της που συμπεριλαμβάνουν και την πολύ πρόσφατη "FOREVER", ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στη φαντασία -οι πινελιές μαγικού ρεαλισμού είναι επίσης διακριτές- και δεν είναι μια θεματολογία που παίρνει δάνειο από την κατηγορία του φανταστικού. Αντιθέτως, οι ιστορίες της είναι αληθινές όσο αληθινή είναι η ζωή όπως βιώνεται πίσω από κλειστές πόρτες,  μέσα σε δρόμους με κλειστές στροφές και πίσω από κλειστά βλέφαρα.

Οι χαρακτήρες των ιστοριών στο "FOREVER" πατούν και δεν πατούν στη γη, είναι αερικά, λύκοι και ελάφια, είναι άνθρωποι που κάτω από τα ρούχα τους έχουν ένα ζευγάρι φτερά στην πλάτη, πετούν ψηλά και προσγειώνονται απότομα σε βίαιη πτώση. Συνομιλούν με νεκρούς, με αντικείμενα, με τον εαυτό τους,  με το φεγγάρι και την ομίχλη της θάλασσας. Είναι θύτες και θύματα που υποτάσσονται στα πάθη τους και στις φαντασιώσεις τους. Παραληρούν, ερωτεύονται, πονούν και ραγίζουν από τη  ματαίωση και το πένθος. Έχουν όλες τους τις αισθήσεις σε υπερδιέγερση και εκτροχιασμό. Είναι τέρατα και μυρμήγκια, ταπεινοί και μεγαλομανείς, άγγελοι και παραβάτες, είναι άνεμος που ουρλιάζει και θάλασσα που υπόσχεται. Είναι κέρματα που στροβιλίζονται στον αέρα και παίζεται -τυχαία ή μοιραία- κορώνα γράμματα η ζωή τους. Ελπίζουν και απελπίζονται, ζωώδεις και ανθρώπινοι, τα πάθη τους συνορεύουν με την παραφροσύνη, τα φιμωμένα ένστικτά τους ξεσπούν σε ξέφρενο καλπασμό. Ακροβατούν στο χείλος του γκρεμού, πέφτουν και τσακίζονται. Γυρεύουν μια λύτρωση για την αταξία και το χάος του μέσα τους, ολομόναχοι, απεγνωσμένοι, με φάρο παλιούς κρυφούς τους πόθους και τη φλόγα τους σαν κερί τρεμόσβηστο.

Τριανταοχτώ υποδειγματικά διηγήματα μικρής και μεγαλύτερης έκτασης, δια χειρός της Θεσσαλονικιάς πεζογράφου και διηγηματογράφου, με εναλλασόμενες αφηγηματικές φωνές και την πρωτοπρόσωπη να κυριαρχεί. Στα διηγήματα αυτά, μεταξύ άλλων, δεινόσαυροι είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας στον άλλο πατώντας πάνω σε ανθρώπους και τα ψάρια ενός νησιού μαθαίνουν να πετούν πλάι σε ένα τάνκερ που βυθίζεται.

Ένας ποπ σταρ εξομολογείται τις σκέψεις του στη μικρή κουρδιστή μπαλαρίνα που στροβιλίζεται μέσα στο μουσικό κουτί της.  Ένας ανάπηρος άντρας παρατηρεί τη ζωή από το μπαλκόνι του, καθηλωμένος στο αμαξίδιό του και γεύεται τους χυμούς του περαστικού, μοναχικού παραδείσου.  Η ομορφιά της μέρας και μιας πλατείας κλείνεται σε μια φυσαλίδα και ταξιδεύει προς τον ουρανό ώσπου ξαφνικά η φυσαλίδα σπάει και η πλατεία μετατρέπεται σε σκηνικό απόπειρας απαγωγής ενός μικρού κοριτσιού που ανασαίνει λευκές πεταλούδες.  Ένας έφηβος που  εγκαταλείπεται από τη μητέρα του, σκοτώνει τη γιαγιά του για να τη σώσει και να σωθεί κι ο ίδιος από το μηδέν της ύπαρξής τους.  Δυο γυναίκες συναντιούνται με αφορμή την αυτοκτονία του πρώην και νυν συζύγου τους.  Ένα παιχνίδι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα παιδί και σε ένα σκύλο. Ένας άντρας συναντά την παλιά του ερωμένη κι αυτή του εκμυστηρεύεται τη νοσηρή σχέση της με τον τωρινό εραστή της.

Μια μάνα και η κόρη της ενώνονται σε κοινή πορεία προς το μαύρο φως. Καθηγητές γίνονται αντικείμενα του πόθου εφηβικών φαντασιώσεων και προκαλούν θάνατο και ανάσταση. Σώματα γλιστρούν σε μανιασμένα νερά της ηδονής και γίνονται ψάρια με λέπια μοναξιάς.

Αυτές είναι μονάχα μερικές από τις σκληρές, ύπουλες,  ακονισμένες σαν τσεκούρι, σπαρακτικές, τρυφερές και ασύλληπτα απολαυστικές ιστορίες της Μαρίας Κουγιουμτζή στο "FOREVER" όπου το ρεαλιστικό και το μεταφυσικό στοιχείο συνυπάρχουν. Και είναι ιστορίες που αφήνουν έντονο αποτύπωμα μετά το πέρας της ανάγνωσης, είναι ιστορίες ελλειπτικές, αιχμηρές, αισθησιακές, ηλεκτρισμένες, τραγικές, αινιγματικές, βίαιες, ατμοσφαιρικές, ωμές και λυρικές ταυτόχρονα με μια ποιητικότητα που ανθίζει σαν λουλούδι και που αντιστέκεται στον "τυφώνα" των τριανταοχτώ διηγημάτων. (Η Κουγιουμτζή είναι και εξαιρετική ποιήτρια).

Τα διηγήματα του "FOREVER" αποτελούν αναγνωστική εμπειρία, αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, τον καταβροχθίζουν και τον συγκλονίζουν με ένα θεραπευτικό τρόπο. Και η Μαρία Κουγιουμτζή, αυτή η άξια εκπρόσωπος της πεζογραφίας μας,  αποδεικνύει για μια φορά ακόμα πόσο σπαρακτικά καλοδουλεμένο λόγο διαθέτει και με πόση μαεστρία χτίζει λογοτεχνικά οικήματα για να στεγάσει ανθρώπους που σπαράσσονται από ανθρωποφαγικές καταστάσεις και πολύπλοκες σχέσεις και που επιθυμούν να νικήσουν, έστω "χωρίς χέρια και πόδια, χωρίς κεφάλι".
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Τσαμπίκα Χατζηνικόλα, Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα

Τσαμπίκα  Χατζηνικόλα, Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα

 
Η ποίηση της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα έχει φυλαγμένη εντός της όλη τη γλυκόπικρη τρυφερότητα του κόσμου, κι αυτόν τον κόσμο, με το αιχμηρό κασμαδάκι της πένας της, σκαλίζει, ανασκάπτει και φέρνει στο φως η εκλεκτή ποιήτρια, φιλόλογος και αρχαιολόγος με τόπο καταγωγής και διαμονής το νησί της Ρόδου.

Ήταν το 2018, όταν με την πρώτη της ποιητική συλλογή "Ακροδάχτυλα", από τις εκδόσεις Πόλις, η Χατζηνικόλα έφερε τον δικό της προσωπικό αέρα στην ελληνική ποίηση. Με ποιήματα που στο σύνολό τους κινούνταν στην επικράτεια του έρωτα, με αληθινό συναίσθημα, αναστοχασμό και με αναφορά σε όλες τις αποχρώσεις που παίρνει ο έρωτας -από την λαμπερή ενθουσιώδη αρχή του ως το άχρωμο κενό και το κόκκινο της πληγής του τέλους- το "Ακροδάχτυλα" ήταν ένα ντεμπούτο που συζητήθηκε, αγαπήθηκε και συνέβαλλε στην εδραίωση της πρωτοεμφανιζόμενης τότε ποιήτριας στα ποιητικά εκδοτικά πράγματα.

Και μέσω των εκδόσεων Πόλις ξανά, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα μόλις επέστρεψε με το δεύτερο ποιητικό της έργο. Εντυπωσιακό το εξώφυλλο και ακόμα πιο εντυπωσιακός ο τίτλος προμηνύουν εξ αρχής ένα νέο ταξίδι που, με θέρμη και φροντίδα, οργάνωσε η Χατζηνικόλα για να συνταξιδέψουμε μαζί της, να γίνουμε συνεπιβάτες της σε ένα καράβι με οδηγό την ίδια και τον έξοχο ποιητικό της λόγο.  Και ήδη από το πρώτο ποιήμα της συλλογής γίνεται ξεκάθαρο ότι το ταξίδι αυτό έχει θέα και εικόνα τον άνθρωπο, τη μνήμη, την αλήθεια, τη συντριβή, τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τους μύθους, την Ιστορία, τους φόβους, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις.

Ανθρωποκεντρική, υπαρξιακή, εξομολογητικού ύφους καλοδουλεμένη ποίηση με ειλικρίνεια, ψυχή και γλωσσική δεινότητα, με βιωματικό λόγο, με ηλιαχτίδες, βροχές και χαρακώματα, με άνθρωπο και τις αδυναμίες του. Η ανθολογία "Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα" περιέχει 52 εμπνευσμένες στιγμές ποιητικής έκφρασης που, γενναία, επικοινωνούν το μεδούλι της ανθρώπινης συνθήκης, χωρίς να απουσιάζει ο αναστοχασμός για τη χαρά και την τραγωδία του έρωτα αλλά εδώ, σε αυτή τη δεύτερη ποιητική κατάθεση της Χατζηνικόλα, κυρίαρχο ρόλο παίζουν η καθημερινότητα, ο χρόνος και η μνήμη.

Και η αρχή πραγματοποιείται και εντυπωσιάζει με έναν "Οδυσσέα περιπλανώμενο" και μια επιστροφή -την επιστροφή του- στον ίδιο τόπο όπου όλα πια έχουν αλλάξει: οι φωνές έχουν αποκτήσει διαφορετική χροιά, τα βλέμματα δεν κατοικούν πουθενά παρά περιπλανιούνται σαν ξένα σώματα σε δρόμο της λήθης. Για να ακολουθήσουν τα πρωινά όλου του κόσμου που δεν έχουν πια το ίδιο χρώμα. Το μπλε της νύχτας πήρε τη θέση του στα blues των καημών και των φλεβών κάτω από δέρμα διάφανο. Η θύμηση ενός χεριού που άγγιξε με ζέση κι ένταση ένα αρχαίο κορμί ανασκαφής και του έδωσε ζωή. Κι έπειτα έρχονται οι λέξεις, οι συμβολισμοί και οι υπαινιγμοί τους. Η οικεία αγαπημένη πόλη μεταμορφώνεται σε ανοίκειο σώμα. Η Ελένη - σύμβολο και τα νιάτα της άδικα φαγωμένα στα βράχια. Το τέλος των πραγμάτων κι η μυρωδιά της παραίτησης και της υγρασίας ενός μόνιμου χειμώνα. Η Περσεφόνη επιστρέφει από τον Άδη για μια ανάσα ανοιξιάτικου φωτός. Οι νύχτες των γυναικών που φέρνουν νύχτα κι αναμονή για το ίδιο κι απαράλλαχτο ξημέρωμα. Οι επώνυμες και ανώνυμες ηρωίδες της Ιστορίας που κάνει κύκλους σε ένα κόσμο που ποτέ δεν αλλάζει.  Και πλάι στις γυναίκες, οι άντρες που ανοίγουν παρτίδες με τη θλίψη ενώ περιφέρουν αμήχανα κι αδέξια την ευτυχία τους. Μια γέφυρα -σαν από τοπίο του Μονέ- που με λόγια χτίζεται και με λόγια γκρεμίζεται και από την τυφλή χαρά γίνεται το πέρασμα στην παραδοχή του τίποτα.

Οι τυχαίες συναντήσεις, τα "μαζί" και τα "ποτέ", η ψευδαίσθηση του "πάντα", τα αναπάντητα "γιατί" κι όλα εκείνα τα "αν" που οδηγούν στο λάθος δρόμο. Τα σπίτια και το ψυχοράγισμά τους μέσα στις σκιές που κάποτε τα κατοικούσαν και τα έκαναν μάρτυρες ζωής κι αγάπης και υπερασπιστές ορατών και αοράτων. Οι δρόμοι της πόλης αλλάζουν όνομα και μπλέκονται στα δίχτυα της μνήμης και των παλιών βημάτων.

Η γεωγραφία του τόπου, της γειτονιάς και των κατοίκων της που κινούνται επιφυλακτικά και μετρημένα. Οι άνθρωποι οι ανθρώπινοι που λειαίνουν τις επιφάνειες των ανθρώπων τους και που, συχνά, οι λέξεις τους είναι μαχαίρια που σκίζουν τα σκοτάδια. Κι οι άνθρωποι οι άλλοι, οι περαστικοί, με τ' άστρο της ζωής στο μέτωπο και την αγιοσύνη της μοναξιάς στα μάτια αφήνουν το δικό τους ανεξίτηλο αποτύπωμα.

Τα λιμάνια - θεατρικές σκηνές των εναγκαλισμών του "φεύγω" και του "έφτασα" και της αναμονής για κάτι / κάποιον που δεν έφτασε ποτέ. Οι αυλές των θαυμάτων της γειτονιάς είναι τόποι που πάνω τους σχεδιάζονται ζωές, χτίζονται κι ενώνονται όνειρα και κόσμοι. Η επιλεκτική μνήμη κι όσα έρχονται απρόσκλητα τη νύχτα: ανάσες με άρωμα γιασεμιών, φωνές, αφές κι αδιέξοδοι πόθοι. Οι γυναίκες με τη φθαρμένη φωνή που ικετεύουν για ένα χάδι - δάνειο. Οι στιγμές που εξαϋλώνονται σε αρχαίο φως. Οι εποχές, το παρόν και το παρελθόν, το φεγγάρι - καθρέφτης της ανθρώπινης αστάθειας, μια εσωτερική μετατόπιση, οι παλιές γιορτές και οι παλιές χαρές πλέον γεμάτες ρυτίδες, όσοι περπάτησαν δίπλα μας και μας διαμόρφωσαν και, για τέλος, τα μικρά του πόθου -τετράστιχα και μικρής έκτασης ποιήματα για τον χρόνο που κυλάει ορμητικά, για τους ξένους στίχους, για τις αγάπες που δεν άνθισαν, για την  εξιλέωση και τον ουρανό της, για την ομορφιά του κόσμου- συγκινούν κι εκπλήσσουν.

Μεστό, φροντισμένο, καλαίσθητο, δυνατό το δεύτερο αυτό ποιητικό βήμα της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα αποδεικνύει ότι το εκφραστικό της άστρο θα έχει λάμψη διαρκή να μας φωτίζει νύχτες πικρές, βουβούς χειμώνες, αδιάφορα καλοκαίρια, εαυτούς σε άνιση μάχη με την πραγματικότητα και τα όνειρα που χτίζουμε σε λάθος χρόνο. Γιατί τα όνειρα θέλουν ενεστώτα για να ψηλώσουν και να στεριώσουν στο μέλλον.

Ωδή σ' αυτούς που φέρουμε
χωρίς να το γνωρίζουν,
που είναι πέτρες βαριές στις τσέπες μας
κι άλλους που είναι χάδι.
Ωδή σ' όλους εμάς που αντέξαμε
σαν τα παμπάλαια μωσαϊκά κατοικημένων τόπων.
                 
                            (σελίδα 66 - ΩΔΗ Σ' ΕΜΑΣ)
 
Η συλλογή "Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα" είναι ωδή στη ζωή και στη χαρμολύπη της, στις ανταύγειες του χρόνου, της μνήμης και της νύχτας, στον άνθρωπο και στα πάθη τα σεπτά του. Ωδή στις ματαιώσεις και στις αναστάσεις προσδοκιών, ωδή στα δανεικά ιδανικά, στα στιγμιότυπα σε κιτρινισμένη σέπια - κληρονομιά και γλυκιά κατάρα, στους τόπους που μας γέννησαν και σε εκείνους που μας φιλοξένησαν και μας φανέρωσαν βυθούς, αστέρια, ραγισμένους καθρέφτες, σύννεφα - μαξιλάρια, καρδιά  κι ουρανό.
 
Εκδόσεις  Πόλις

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Μπάρι Χάνα, Ψεύτες του νερού και άλλες ιστορίες

Μπάρι Χάνα,  Ψεύτες του νερού και άλλες ιστορίες

 
Περπάτα πάνω από καμένα τούβλα για να βρεις την ψυχή σου. Η ψυχή σου, ένα σκυλί διάσωσης μέσα στα ερείπια.
(σελίδα 354 - Από το διήγημα "Άρρωστος στρατιώτης στην πόρτα σου ")
 
Κάθε του πρόταση μια μεθυστική γουλιά από λέξεις βουτηγμένες σε νέκταρ θριάμβου. Κάθε του παράγραφος μια έκσταση εικόνων και συναισθημάτων. Κάθε του ιστορία, μια αποκαλυπτική θέα σε έναν άφθονο βαθύ μπλε ανθρώπινο ωκεανό με άηχα κύματα που ψιθυρίζουν και συμπορεύονται ως την ακτή, σκάνε απαλά στην άμμο και αφήνουν αποτύπωμα ανθρώπινων σκιών, γνώριμων και ανοίκειων, κοντινών και μακρινών μαζί.

Μια έξοχη συλλογή διηγημάτων του -για πρώτη φορά μεταφρασμένου στην ελληνική γλώσσα- Μπάρι Χάνα, σπουδαίου εκπροσώπου της αμερικανικής πεζογραφίας και δεξιοτέχνη της μικρής φόρμας, μόλις ήρθε να προστεθεί στην κορυφαία σειρά των εκδόσεων Καστανιώτη "Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο". Άγνωστος έως σήμερα στο εγχώριο αναγνωστικό κοινό, ο Μπάρι Χάνα ήταν γνήσιο τέκνο του αμερικανικού Νότου, γεννήθηκε στο Μερίντιαν το 1942 και πέθανε το 2010 στο 'Οξφορντ του Μισισίπι. Πολυβραβευμένος (μεταξύ άλλων απέσπασε το Faulkner Prize, το PEN/ Malamud Award και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων), από τους επιφανέστερους συγγραφείς της χώρας του (αν και για μερικά χρόνια υπήρξε υποτιμημένος από τους αναγνώστες αλλά λίγο πριν τον χαμό του και μεταθανάτια -όπως συχνά συμβαίνει- το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και τα βιβλία του διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν πολύ), είχε στο ενεργητικό του οχτώ μυθιστορήματα και τέσσερις ανθολογίες διηγημάτων. Ο Χάνα διέθετε μια γραφή άκρως προσωπική και ριζοσπαστική, έπλασε ένα ιδιόρρυθμο λογοτεχνικό σύμπαν, θεωρήθηκε άξιος συνεχιστής του Ουίλιαμ Φώκνερ και της Φλάνερι Ο' Κόνορ και δίδαξε δημιουργική γραφή σε πανεπιστήμια, επηρεάζοντας με το ύφος και την τεχνοτροπία του νεότερες γενιές συγγραφέων.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και γοητευτική η επιλογή διηγημάτων του στην παρούσα συλλογή με τον τίτλο "Ψεύτες του νερού", που περιέχει δεκαεννιά απίστευτα "μυθιστορήματα" μικρού μήκους κάποια εκ των οποίων είχαν δεί το φως της δημοσιότητας σε προηγούμενες συλλογές του Χάνα ενώ κάποια άλλα, αδημοσίευτα, κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του. Γεμάτα καυστικό χιούμορ, τρέλα, γκροτέσκα και σουρεάλ στοιχεία, φως, σκοτάδι και ελπίδα, τα διηγήματα του Χάνα είναι κοινός τόπος συνάντησης παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος. Εδώ συναντιούνται ψαράδες, βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ (ο απόηχος του συγκεκριμένου πολέμου είναι παρών στο σύνολο των διηγημάτων), καθηγητές, έφηβοι σε συναισθηματική και σωματική έκρηξη, άντρες σκληροτράχηλοι, εκπρόσωποι του απόλυτου ψεύδους, ρατσιστές, ονειροπόλοι, απόκοσμοι, αλκοολικοί, δειλοί, όμορφες και μοιραίες γυναίκες, στρατιώτες, αυτοκίνητα, ζώα, σπίτια, ποτάμια, Θεός, όπλα, αίμα, φύλο, φυλή, μουσική, ψευδαισθήσεις, ματαιώσεις, εμμονές, άγριες μοναξιές και σχέσεις και, όλα και όλοι βρίσκονται σε φωτεινές και ημιφωτισμένες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις ψυχές των Φώκνερ, Ο' Κόνορ, Μπέκετ, Χέμινγουεϊ και Τέννεσι Ουίλιαμς που τριγυρίζουν σαν καπνός ιερός, σαν πεταλούδες ελεύθερες και σαν αγιασμένη ομίχλη μέσα στις σελίδες και τις ιστορίες, μέσα στην άγρια, αστραφτερή, εκρηκτική και εκκεντρική πρόζα του Χάνα.

Οι ήρωες των ιστοριών του είναι εκπρόσωποι του Νότου της λαγνείας, της βίας, της παραφροσύνης, της φύσης, των διαστροφών και της αγάπης, είναι φιγούρες στοιχειωμένες από τα φαντάσματα της Ιστορίας, της διαίσθησης της επικείμενης πτώσης τους και των υπαρξιακών τους μονομαχιών: συγκρούονται με τις ενοχές τους, τους φόβους τους, τον εαυτό τους και τη μοίρα τους. Ο Μπάρι Χάνα τους δημιούργησε με ζέση αλλά και με διάθεση σαρκασμού, παρακολουθώντας τους, παρατηρώντας τους και καταγράφοντας εξονυχιστικά το παράδοξο της ανθρώπινης κατάστασής τους, κάνοντας βουτιά στα πιο αχαρτογράφητα νερά των πραγμάτων, των παθών, των σκέψεων, των πράξεων και της ύπαρξης. Και στη συνέχεια, τους χάρισε σάρκα και οστά μέσω της απαράμιλλης αφήγησής του (μια αφήγηση - σεμινάριο για τμήματα δημιουργικής γραφής) και της γλώσσας, μιας γλώσσας σε χείμαρρο, διαβρωτικής, σαγηνευτικής, σκοτεινά κωμικής, τρυφερής, μυστηριώδους, οδυνηρά πικρής, ρεαλιστικής και σουρεαλιστικής.

Τα διηγήματα στο "Ψεύτες του νερού" αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, τον μαγεύουν. Οι προτάσεις τους είναι σε μόνιμη υπερδιέγερση: τραγουδούν, λικνίζονται, γελούν, συγκινούν, λάμπουν, είναι ευφυείς και αριστοτεχνικές, είναι γεμάτες φως ακόμα κι όταν περιγράφουν τα πιο σκοτεινά και θλιβερά θέματα, είναι τρυφερές ακόμα κι όταν στην επιφάνειά τους φανερώνουν ασημένιες λάμες κοφτερών σουγιάδων.

Από την πρώτη -και χρονολογικά παλιότερη- ιστορία που έδωσε και τον τίτλο του παρόντος τόμου εως την τελευταία, "Ρανγκούν Γκριν", -χρονολογικά πιο πρόσφατη, πριν το φευγιό του Χάνα- παρουσιάζεται ένα τεράστιο μωσαϊκό του αμερικανικού Νότου των τελευταίων πενήντα - εξήντα ετών και ένα πλήθος ολοζώντανων χαρακτήρων που ζούν μια σπαρακτικά αστεία αλλά και τόσο σκληρά δραματική καθημερινότητα, που βλασφημούν, ερωτεύονται, θυμούνται, φοβούνται να αγγιχτούν, εξακολουθούν να ελπίζουν, βιώνουν ύψη και βάθη και των οποίων οι υποθέσεις σχηματίζονται σε μαύρη νηφαλιότητα. Οι ήρωες του Χάνα αφηγούνται σε πρώτο ενικό και πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Δεν απουσιάζουν -και εκπλήσσουν- η τριτοπρόσωπη εξιστόρηση και οι τρομεροί διάλογοι, η τεχνική του εγκιβωτισμού και οι διακειμενικές αναφορές, όλα σε μια γλωσσική εκρηκτική γιορτή που αψηφά σύνταξη και αφηγηματική λογική.

Θα ήταν δύσκολο να επιλέξουμε το καλύτερο ή τα καλύτερα ανάμεσα στα δεκαεννιά διηγήματα του τόμου, αξίζει όμως να γίνει αναφορά στο γλυκόπικρο "Αγάπη πολύ μακρόσυρτη", στο "Πάρε λίγη νιότη" (ένα υποδειγματικό υπαρξιακό διήγημα για το πέρασμα του χρόνου, το φως της νιότης και τα θολά νερά του γήρατος), στο " Έι, έχεις τσιγάρο, έχεις ώρα, έχεις νέα, έχεις την όψη μου;" καθώς και στα "Νερό της φωτιάς", "Άρρωστος στρατιώτης στην πόρτα σου" και "Τελευταίος, υπαρχηγέ Τζέιμς" που με ένα τρόπο συνδέονται θεματικά και οργανικά μεταξύ τους.

Ρεσιτάλ μετάφρασης από τον Νίκο Α. Μάντη σε αυτό το -πλούσιο σε νόημα και σε λογοτεχνική αξία- δείγμα γραφής του Μπάρι Χάνα για τον "βαθύ Νότο" που "μπορεί να είναι ράκος, τουλάχιστον όμως ξέρει να ουρλιάζει."
 
 
Εκδόσεις Καστανιώτη