Η ποίηση της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα έχει φυλαγμένη εντός της όλη τη γλυκόπικρη τρυφερότητα του κόσμου, κι αυτόν τον κόσμο, με το αιχμηρό κασμαδάκι της πένας της, σκαλίζει, ανασκάπτει και φέρνει στο φως η εκλεκτή ποιήτρια, φιλόλογος και αρχαιολόγος με τόπο καταγωγής και διαμονής το νησί της Ρόδου.
Ήταν το 2018, όταν με την πρώτη της ποιητική συλλογή "Ακροδάχτυλα", από τις εκδόσεις Πόλις, η Χατζηνικόλα έφερε τον δικό της προσωπικό αέρα στην ελληνική ποίηση. Με ποιήματα που στο σύνολό τους κινούνταν στην επικράτεια του έρωτα, με αληθινό συναίσθημα, αναστοχασμό και με αναφορά σε όλες τις αποχρώσεις που παίρνει ο έρωτας -από την λαμπερή ενθουσιώδη αρχή του ως το άχρωμο κενό και το κόκκινο της πληγής του τέλους- το "Ακροδάχτυλα" ήταν ένα ντεμπούτο που συζητήθηκε, αγαπήθηκε και συνέβαλλε στην εδραίωση της πρωτοεμφανιζόμενης τότε ποιήτριας στα ποιητικά εκδοτικά πράγματα.
Και μέσω των εκδόσεων Πόλις ξανά, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα μόλις επέστρεψε με το δεύτερο ποιητικό της έργο. Εντυπωσιακό το εξώφυλλο και ακόμα πιο εντυπωσιακός ο τίτλος προμηνύουν εξ αρχής ένα νέο ταξίδι που, με θέρμη και φροντίδα, οργάνωσε η Χατζηνικόλα για να συνταξιδέψουμε μαζί της, να γίνουμε συνεπιβάτες της σε ένα καράβι με οδηγό την ίδια και τον έξοχο ποιητικό της λόγο. Και ήδη από το πρώτο ποιήμα της συλλογής γίνεται ξεκάθαρο ότι το ταξίδι αυτό έχει θέα και εικόνα τον άνθρωπο, τη μνήμη, την αλήθεια, τη συντριβή, τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τους μύθους, την Ιστορία, τους φόβους, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις.
Ανθρωποκεντρική, υπαρξιακή, εξομολογητικού ύφους καλοδουλεμένη ποίηση με ειλικρίνεια, ψυχή και γλωσσική δεινότητα, με βιωματικό λόγο, με ηλιαχτίδες, βροχές και χαρακώματα, με άνθρωπο και τις αδυναμίες του. Η ανθολογία "Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα" περιέχει 52 εμπνευσμένες στιγμές ποιητικής έκφρασης που, γενναία, επικοινωνούν το μεδούλι της ανθρώπινης συνθήκης, χωρίς να απουσιάζει ο αναστοχασμός για τη χαρά και την τραγωδία του έρωτα αλλά εδώ, σε αυτή τη δεύτερη ποιητική κατάθεση της Χατζηνικόλα, κυρίαρχο ρόλο παίζουν η καθημερινότητα, ο χρόνος και η μνήμη.
Και η αρχή πραγματοποιείται και εντυπωσιάζει με έναν "Οδυσσέα περιπλανώμενο" και μια επιστροφή -την επιστροφή του- στον ίδιο τόπο όπου όλα πια έχουν αλλάξει: οι φωνές έχουν αποκτήσει διαφορετική χροιά, τα βλέμματα δεν κατοικούν πουθενά παρά περιπλανιούνται σαν ξένα σώματα σε δρόμο της λήθης. Για να ακολουθήσουν τα πρωινά όλου του κόσμου που δεν έχουν πια το ίδιο χρώμα. Το μπλε της νύχτας πήρε τη θέση του στα blues των καημών και των φλεβών κάτω από δέρμα διάφανο. Η θύμηση ενός χεριού που άγγιξε με ζέση κι ένταση ένα αρχαίο κορμί ανασκαφής και του έδωσε ζωή. Κι έπειτα έρχονται οι λέξεις, οι συμβολισμοί και οι υπαινιγμοί τους. Η οικεία αγαπημένη πόλη μεταμορφώνεται σε ανοίκειο σώμα. Η Ελένη - σύμβολο και τα νιάτα της άδικα φαγωμένα στα βράχια. Το τέλος των πραγμάτων κι η μυρωδιά της παραίτησης και της υγρασίας ενός μόνιμου χειμώνα. Η Περσεφόνη επιστρέφει από τον Άδη για μια ανάσα ανοιξιάτικου φωτός. Οι νύχτες των γυναικών που φέρνουν νύχτα κι αναμονή για το ίδιο κι απαράλλαχτο ξημέρωμα. Οι επώνυμες και ανώνυμες ηρωίδες της Ιστορίας που κάνει κύκλους σε ένα κόσμο που ποτέ δεν αλλάζει. Και πλάι στις γυναίκες, οι άντρες που ανοίγουν παρτίδες με τη θλίψη ενώ περιφέρουν αμήχανα κι αδέξια την ευτυχία τους. Μια γέφυρα -σαν από τοπίο του Μονέ- που με λόγια χτίζεται και με λόγια γκρεμίζεται και από την τυφλή χαρά γίνεται το πέρασμα στην παραδοχή του τίποτα.
Οι τυχαίες συναντήσεις, τα "μαζί" και τα "ποτέ", η ψευδαίσθηση του "πάντα", τα αναπάντητα "γιατί" κι όλα εκείνα τα "αν" που οδηγούν στο λάθος δρόμο. Τα σπίτια και το ψυχοράγισμά τους μέσα στις σκιές που κάποτε τα κατοικούσαν και τα έκαναν μάρτυρες ζωής κι αγάπης και υπερασπιστές ορατών και αοράτων. Οι δρόμοι της πόλης αλλάζουν όνομα και μπλέκονται στα δίχτυα της μνήμης και των παλιών βημάτων.
Η γεωγραφία του τόπου, της γειτονιάς και των κατοίκων της που κινούνται επιφυλακτικά και μετρημένα. Οι άνθρωποι οι ανθρώπινοι που λειαίνουν τις επιφάνειες των ανθρώπων τους και που, συχνά, οι λέξεις τους είναι μαχαίρια που σκίζουν τα σκοτάδια. Κι οι άνθρωποι οι άλλοι, οι περαστικοί, με τ' άστρο της ζωής στο μέτωπο και την αγιοσύνη της μοναξιάς στα μάτια αφήνουν το δικό τους ανεξίτηλο αποτύπωμα.
Τα λιμάνια - θεατρικές σκηνές των εναγκαλισμών του "φεύγω" και του "έφτασα" και της αναμονής για κάτι / κάποιον που δεν έφτασε ποτέ. Οι αυλές των θαυμάτων της γειτονιάς είναι τόποι που πάνω τους σχεδιάζονται ζωές, χτίζονται κι ενώνονται όνειρα και κόσμοι. Η επιλεκτική μνήμη κι όσα έρχονται απρόσκλητα τη νύχτα: ανάσες με άρωμα γιασεμιών, φωνές, αφές κι αδιέξοδοι πόθοι. Οι γυναίκες με τη φθαρμένη φωνή που ικετεύουν για ένα χάδι - δάνειο. Οι στιγμές που εξαϋλώνονται σε αρχαίο φως. Οι εποχές, το παρόν και το παρελθόν, το φεγγάρι - καθρέφτης της ανθρώπινης αστάθειας, μια εσωτερική μετατόπιση, οι παλιές γιορτές και οι παλιές χαρές πλέον γεμάτες ρυτίδες, όσοι περπάτησαν δίπλα μας και μας διαμόρφωσαν και, για τέλος, τα μικρά του πόθου -τετράστιχα και μικρής έκτασης ποιήματα για τον χρόνο που κυλάει ορμητικά, για τους ξένους στίχους, για τις αγάπες που δεν άνθισαν, για την εξιλέωση και τον ουρανό της, για την ομορφιά του κόσμου- συγκινούν κι εκπλήσσουν.
Μεστό, φροντισμένο, καλαίσθητο, δυνατό το δεύτερο αυτό ποιητικό βήμα της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα αποδεικνύει ότι το εκφραστικό της άστρο θα έχει λάμψη διαρκή να μας φωτίζει νύχτες πικρές, βουβούς χειμώνες, αδιάφορα καλοκαίρια, εαυτούς σε άνιση μάχη με την πραγματικότητα και τα όνειρα που χτίζουμε σε λάθος χρόνο. Γιατί τα όνειρα θέλουν ενεστώτα για να ψηλώσουν και να στεριώσουν στο μέλλον.
Ωδή σ' αυτούς που φέρουμε
χωρίς να το γνωρίζουν,
που είναι πέτρες βαριές στις τσέπες μας
κι άλλους που είναι χάδι.
Ωδή σ' όλους εμάς που αντέξαμε
σαν τα παμπάλαια μωσαϊκά κατοικημένων τόπων.
(σελίδα 66 - ΩΔΗ Σ' ΕΜΑΣ)
Η συλλογή "Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα" είναι ωδή στη ζωή και στη χαρμολύπη της, στις ανταύγειες του χρόνου, της μνήμης και της νύχτας, στον άνθρωπο και στα πάθη τα σεπτά του. Ωδή στις ματαιώσεις και στις αναστάσεις προσδοκιών, ωδή στα δανεικά ιδανικά, στα στιγμιότυπα σε κιτρινισμένη σέπια - κληρονομιά και γλυκιά κατάρα, στους τόπους που μας γέννησαν και σε εκείνους που μας φιλοξένησαν και μας φανέρωσαν βυθούς, αστέρια, ραγισμένους καθρέφτες, σύννεφα - μαξιλάρια, καρδιά κι ουρανό.
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου