Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Δημήτρης Καταλειφός, Επί κλίνης κρεμάμενος

Δημήτρης Καταλειφός, Επί κλίνης κρεμάμενος

 
[...]
Άλλοτε επιπλέουν οι ζωντανοί,
άλλοτε οι πεθαμένοι.
Έρχονται κατά κύματα.
Το κρεβάτι μια σχεδία
ενόψει τρικυμίας
που επέρχεται.
Αυτός πάντα πνίγεται στο τέλος.

(σελ.15)
 
κλίνη = λυτρωμός και πόνος, καταφύγιο δειλών και θλιμμένων, ψίθυρος και σιωπή και ουρλιαχτό βουβό, σκέπασμα ζεστό με μυρωδιά από παλιό μητρικό χάδι και πλέγμα αγκαθωτό. Φθορά, σταυρός κι ανάσταση. 'Υπνος βαθύς γαλήνιος και μαύρος εφιάλτης. Σχεδία να βρίσκει το σώμα δείγμα στεριάς σε απέραντη ταραγμένη θάλασσα. Μνήμη σε μη γραμμική διαδρομή, πρόσωπα και μυρωδιές, πορεία ανθρώπινη απ' την αρχή ως το τέλος.

κλίνη = το αντικείμενο των ποιημάτων και των ποιητικών ιστοριών του κορυφαίου ηθοποιού, δασκάλου και ποιητή Δημήτρη Καταλειφού που, με αυτή την τρίτη του ανθολογία, επανέρχεται για να μας μοιράσει αντίδωρα του λόγου του και του χαρίσματός του να μας συγκινεί και να μας δείχνει δρόμους, τρόπους, θέσεις, στάσεις, ήθος, πάθος.
 
Ο Καταλειφός ως ποιητής έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την συλλογή "Συμπληγάδες γενεθλίων" το 2020 και  ακολούθησε το "Πίσω από θολά τζάμια" το 2021, αμφότερα από τις εκδόσεις Πατάκη. Από τις ίδιες εκδόσεις, στα μέσα του 2023 -λίγο πριν ο τεράστιος αυτός ηθοποιός συγκλονίσει ως Οιδίποδας στην Επίδαυρο- κυκλοφόρησε το "Επί κλίνης κρεμάμενος" με 56 ποιήματα και ποιητικά πεζά αυτοαναφορικά, ψυχαναλυτικά, καρδιάς υπαινιγμών, εξομολογητικά, εξαιρετικά γραμμένα με κυρίαρχο μοτίβο την κλίνη, το κρεβάτι, που ως αντικείμενο παίρνει διάφορες μορφές στη ζωή από την γέννηση ως τον θάνατο καθώς κυρίαρχες επίσης είναι οι έννοιες του χρόνου, της μνήμης, της φθοράς και ο "μνησίπων πόνος" του Σεφέρη.
 
Και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η εμπλοκή ενός ηθοποιού, σκηνοθέτη και καθηγητή δραματικής τέχνης με την ποιητική έκφραση καθώς, από την εξωστρέφεια του θεάτρου, μεταβαίνει στην εσωστρέφεια του ποιητικού λόγου. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Δημήτρη Καταλειφό, μια εξόχως ποιητική φιγούρα, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη χαμηλών τόνων, έναν άνθρωπο με απύθμενο βάθος σκέψης, με εσωτερική ανησυχία, με διαρκή τάση ενδοσκόπησης, με ένα υγρό φωτεινό ευθύβολο βλέμμα στην κοινωνία, στις αλλαγές της, στις συλλογικές ρωγμές, στο παρελθόν που παραμένει πιστό σκυλί πλάι στα πόδια των ανθρώπων, στην ρηχότητα της εποχής μας, άρα η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα ήταν αναμενόμενη κι επιθυμητή, ήταν μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
 
Ο Καταλειφός, στις ποιητικές του αφηγήσεις, πατάει σταθερά πάνω στις λέξεις όπως ακριβώς πατάει πάνω στο θεατρικό σανίδι -δυνατά και ταπεινά-, μετράει βήματα, παύσεις και εκφράσεις με απόλυτη ακρίβεια και μοιράζεται με τον αναγνώστη την ψυχή του και τον εαυτό του που μετατρέπονται στο καθολικό.
 
Ποιεί ήθος και ποιεί ζωή, μνήμη και την καρδιά του ανθρώπου, ποιεί λόγο συντριπτικά αληθινό για τον ίδιο, για εμένα, για εσένα, για εμάς, για τους κερδισμένους και κυρίως για τους ηττημένους, για τους θλιμμένους που φοράνε τα οχτάωρα προσωπεία τους κι ύστερα περιφέρουν τη μοναξιά τους ως φυλαχτό και κατάρα, ως επιλογή και αποτέλεσμα, για της ζωής τον μάταιο αγώνα να γίνουμε κάποιοι άλλοι, να συνάψουμε συμμαχίες και τελικά να έρθει το νεκρό τέλος.
 
Η πένα του Καταλειφού μοιάζει και είναι τρυφερή, μα στο υπόβαθρο τσακίζει κόκαλα καθώς διυλίζει τον εσωτερικό ατομικό και συλλογικό κόσμο, φωτίζει τα ανέκφραστα συναισθήματα που βρίσκουν σύνταξη και έκφραση στην ποιητική οδό. Ακτινογραφεί εαυτόν και αλλήλους, ζωή που πέρασε, ευκαιρίες που χάθηκαν, χρόνια που μαράθηκαν προτού ανθίσουν, τη νιότη των πόθων σε μάχη με τον αναπόφευκτο μαρασμό του σώματος και των παθών, πρόσωπα που έφυγαν κι έμεινε πίσω η θύμησή τους, μια φωτογραφία τους σε ασημένια κορνίζα, ένα γέλιο στο σκοτάδι, ένας ψίθυρος στη μέρα, γιορτή που έγινε χωρισμός παντοτινός και μόνιμη εξορία.
 
Με καλοακονισμένο, καλοδουλεμένο, οξύ, διαπεραστικό, βαθιά μελαγχολικό, οδυνηρό, σαρκαστικό και αιχμηρό λόγο, ο Καταλειφός έγραψε 56 ποιητικές ιστορίες.
 
Ακουμπώντας στον πυρήνα του, μακριά απ΄την "πολλή συνάφεια του κόσμου", μακριά "απ' τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες", κατοικώντας μες στις μνήμες του, στον βίο του, στο χθες και στο σήμερα, ο ποιητής / αφηγητής, άλλοτε σε πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, ανοίγει ένα παράθυρο στον μικρόκοσμό του -σ' ό,τι ήρθε και χάθηκε, σ΄ ό,τι δεν ήρθε και δεν θα 'ρθει- κι ένα παράθυρο στον μεγάλο κόσμο που προχωρά και αλλάζει μένοντας ίδιος, πουλώντας, ξεπουλώντας, επαναστατώντας, σκοτώνοντας, ελπίζοντας στο τίποτα, παλεύοντας για κάτι.
 
Το υποκείμενο των ιστοριών (ο ίδιος ο ποιητής και κατ' επέκταση εγώ, εσύ κι οι άλλοι) είναι ένας Flâneur, ένας manqué, ένας χαμένος Οδυσσέας της μεγαλούπολης, ένα σώμα και μια ψυχή που κινείται μπρος πίσω στο χρόνο, παρατηρεί, μελαγχολεί, θυμάται, νοσταλγεί, πονά, χαμογελά, κλείνεται, ανοίγεται, περιπλανιέται πλάι σε φαντάσματα και στάχτες, μπαινοβγαίνει στον ποταμό της μνήμης, γίνεται παιδί κι από παιδί έφηβος κι από έφηβος άντρας που αντικρίζει το είδωλό του σε θολό ραγισμένο καθρέφτη, χωρίς να έχει απάντηση, κατεύθυνση, ιδέα. Εισπνέει σκοτάδι, αρπάζει τη νύχτα απ' τα μαλλιά, γεννάει λέξεις κι οι λέξεις αναρριχώνται, ολισθαίνουν, καίγονται και τον καίνε στη φωτιά τους. Κι αν κάτι επιθυμεί -μέσα στη βουή του κόσμου, μέσα στη ρεζερβέ καθημερινότητα  με μιαν αγάπη τριγύρω σαν φλόγα τρεμόσβηστη- είναι να γράφει, "από την έρημο των πραγμάτων στα κοφτερά βράχια της ποίησης", να κρατά στη ζωή τους απόντες, να επουλώνει τις πληγές του, να δίνει στην καρδιά νεό χτύπο, επιλέγοντας ψίθυρο αντί φωνής, σιωπή αντί θορύβου, ενώνοντας θραύσματα κτιρίων, σωμάτων, βλεμμάτων, πνοών, χαδιών που δεν ανταλλάχθηκαν, χειλιών που δεν έσμιξαν, προσδοκιών και πραγμάτωσης, ευτυχίας του σήμερα και ευτυχίας του αύριο, αποδεχόμενος την ανεπάρκεια του χρόνου, τις μεγάλες νίκες και τις μεγαλύτερες ήττες, νικώντας τον τρόμο της νύχτας επί κλίνης κρεμάμενος, καρφώνοντας αναπάντητα ερωτήματα στον τοίχο, γυρνώντας την πλάτη του στους καιρούς, παίζοντας με τον Αόριστο και τον Ενεστώτα, παίζοντας με απολογισμούς και επικλήσεις και "ξεροκόμματα" ζωής που απομένει, ζωγραφίζοντας, δημιουργώντας, εμπνέοντας, αποτίοντας φόρο τιμής στην παιδική ηλικία, στη νιότη, στην ομορφιά της ωριμότητας, στην ύπαρξη, στην επίγνωση, στην ενσυναίσθηση.
 
Ποιητικός καταιγισμός υπαρξιακών νοημάτων και  αναστοχασμών σε μια λυτρωτική ποιητική πρόζα, σε ένα απόσταγμα ζωής, σε ένα κερί αναμμένο στο σκοτάδι στη γη, στο δώμα, στην ψυχή, στην κλίνη των θλιμμένων.
 
 
Εκδόσεις Πατάκη

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Paul Lynch, Το τραγούδι του προφήτη

Paul Lynch, Το τραγούδι του προφήτη

 
Το Κακό, αόρατο, παραμονεύει έξω απ΄την πόρτα σου, παρακολουθεί την φαινομενικά τακτοποιημένη ζωή σου, τα σχέδια σου, τα πηγαινέλα σου, τις επιθυμίες σου, την αμφιθυμία σου, τα γέλια σου και τις μικρές σου ανησυχίες. Κι ένα βράδυ εισβάλλει σαν κόκκος σκόνης, αθόρυβα, ύπουλα, απρόσμενα, στο εσωτερικό του σπιτιού σου, κατακάθεται πάνω στους τοίχους και στα έπιπλα, αναπτύσσεται σαν μύκητας, παντού, στο μυαλό σου, γίνεται φόβος που μετατρέπεται σε Φόβο που ανατρέπει κεκτημένα και δεδομένα και σε παραλύει.

Το Κακό χτυπάει, ένα βροχερό βράδυ, την πόρτα της οικογένειας της Άιλις Στακ και το σκοτάδι του κήπου εγκαθίσταται μόνιμα στο σπίτι της και στη ζωή της.

Η Ιρλανδία του σήμερα ή του κοντινού μέλλοντος (τι σημασία έχει, θα μου πείς, μιας και το μέλλον είναι ήδη εδώ και το βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο) βρίσκεται  στο έλεος μιας δικτατορικής κυβέρνησης. Δυο αξιωματικοί της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας Γκάρντα χτυπούν την πόρτα της Άιλις Στακ αναζητώντας τον σύζυγό της, Λάρι, δάσκαλο και αναπληρωτή γενικό γραμματέα του Σωματείου Διδασκάλων της Ιρλανδίας, ο οποίος -σε μια χώρα που έχει τεθεί σε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και με τη νέα κυβέρνηση να καταργεί λίγο λίγο τις ατομικές ελευθερίες- κατηγορείται ως ταραχοποιός που υποδαυλίζει το μίσος εναντίον του τόπου, εργάζεται υπογείως κόντρα στο "καλό" της πατρίδας και σπέρνει σε συνεργάτες του / συμπολίτες του εξέγερση και διχασμό, και τελικά συλλαμβάνεται για την παράνομη συνδικαλιστική του δράση.

Ο εφιάλτης ξεκινά από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτού του συγκλονιστικού -πολιτικών διαστάσεων- μυθιστορήματος του, για πρώτη φορά μεταφρασμένου στα ελληνικά, Πολ Λιντς, ο οποίος, δικαίως, τιμήθηκε με το Βραβείο Booker 2023.

Από την έναρξη, λοιπόν, της δυνατής και κλειστοφοβικής ιστορίας του που αρπάζει τον αναγνώστη από τον λαιμό και δεν τον αφήνει να ανασάνει, ο Λιντς με τη χρήση του μακροπερίοδου λόγου, την απουσία παραγράφων, με τους διαλόγους να μην είναι με την πρώτη ματιά διακριτοί λόγω της έλλειψης εισαγωγικών και είναι ενσωματωμένοι στην ασφυκτική αφήγηση, με ωμό ρεαλισμό αλλά και αρκετές πινελιές λυρισμού και με μια καθηλωτική, ανελέητα σκληρή κινηματογραφική πρόζα, παρουσιάζει μια χώρα -εν προκειμένω τη χώρα του- υπό τον ζυγό ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Χωρίς σχεδόν καθόλου αχτίδες φωτός, χωρίς η ζυγαριά να γέρνει στο μελό και να εκβιάζει το συναίσθημα, το "Τραγούδι του προφήτη" είναι ένα lamento με heavy metal ηχοχρώματα που προσομοιώνει την πραγματικότητα έτσι όπως την βιώνουν άνθρωποι ανά τον κόσμο, θύματα πολέμων, αναταραχών, διώξεων, βίας, αίματος και θανάτου, είτε στη Συρία, είτε στη Γάζα, είτε στην Ουκρανία, είτε μπροστά μας, δίπλα μας, κι ας παριστάνουμε πως το Κακό και ο Πόνος δεν μας τρομάζουν γιατί δεν θα επιλέξουν ποτέ εμάς.

Ο Πολ Λιντς δημιούργησε ένα πολιτικό μανιφέστο με το ένδυμα της λογοτεχνίας, με τις ρίζες του στην αρχαία τραγωδία και, μέσα από την εφιαλτική ροή των γεγονότων στην αφήγησή του, μας ξεβολεύει από την άνεση του καναπέ μας, μας αρπάζει από τον σβέρκο έτσι όπως μας βρίσκει αποχαυνωμένους μπροστά σε οθόνες, μας οδηγεί στην κόλαση που λαμβάνει χώρα έξω από τα σπίτια μας και που βιαστικά την προσπερνάμε αποστρέφοντας το βλέμμα κουμπώνοντας με τρεμάμενα χέρια το ρούχο των αμυνών μας, δήθεν άνετοι μέσα στους λαβυρίνθους που χτίσαμε (ή μας έχτισαν), φυλακισμένοι στην ψευδαίσθηση και στην απατηλή λάμψη του εγώ μας. Ο Λιντς δεν στέκεται στα πώς και στο γιατί μια φασιστική κυβέρνηση ριζώνει και "ψηλώνει" σε μια δημοκρατική περιοχή της Δύσης. Δεν στέκεται στην πολιτική, στην Ιστορία και στο συλλογικό. Αντίθετα, δίνει έμφαση στο ατομικό, στην μικροϊστορία, στον άνθρωπο, στο ακατανόητο της εποχής που ξεγελά, δηλητηριάζει, παγιδεύει και αφανίζει τον μικρό καθημερινό άνθρωπο και του ραγίζει κάθε σταθερότητα, του ανατρέπει δεδομένα, τον καταβροχθίζει, τον εξορίζει.

Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, Άιλις Στακ, μετά τη σύλληψη και την εξαφάνιση του συζύγου της (ανάμεσα στις εξαφανίσεις εκατοντάδων πολιτών) μένει ολομόναχη με τα τέσσερα παιδιά της (τον μεγαλύτερο, στο τέλος σχεδόν της εφηβείας, Μαρκ, τον προέφηβο Μπέιλι, την μικρότερη Μόλι και τον Μπεν, μωρό) και με τον ηλικιωμένο πατέρα της που μένει σε μια κοντινή πόλη και πάσχει από άνοια. Η Άιλις προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη και να διαχειριστεί την παράλογη καινούργια πραγματικότητα κάνοντας παράλληλα αγώνα για την απελευθέρωση του Λάρι. Συνεχίζει εμμονικά τις καθημερινές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις -δουλειά, φροντίδα σπιτιού ,παιδιών και πατέρα- αντλώντας θραύσματα δύναμης από εικόνες, μνήμες, ήχους, μυρωδιές, όνειρα. Μιλάει στον Λάρι σαν να τον έχει δίπλα της, παλεύει να παραμείνει ακλόνητη στον αέρα του πολέμου, να κρατήσει το σπίτι της όρθιο (έχοντας πλέον το Κακό ως συγκάτοικο), να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη. Σταδιακά, οι εσωτερικές της ισορροπίες ραγίζουν και τρίζουν, ο ψυχικός της κόσμος καταρρέει σε αργή κίνηση κι ο αγώνας για επιβίωση δεν έχει τέλος. Επικρατεί ένα χάος, στους δρόμους στήνονται οδοφράγματα, επιβάλλεται απαγόρευση της κυκλοφορίας, ιδιωτικότητα και ασφάλεια δεν υφίστανται πια. 
 
Ήρθε η αυγή, αλλά όχι η μέρα, η μέρα το 'χει σκάσει, τώρα το βλέπει, τώρα καταλαβαίνει, το φως που νικάει το σκοτάδι είναι ψέμα, αλήθεια είναι μόνο η νύχτα, αυτή παραμένει αληθινή κι ακλόνητη, τώρα καταλαβαίνει ότι μάζεψε τα παιδιά στην αγκαλιά της ξέροντας πως η υπόσχεση της προστασίας ήταν ψεύτικη, αυτό το σπίτι δεν είναι πια καταφύγιο. (σελ. 162)     

Η Άιλις πολεμά -μέσα στο πολεμικό σκηνικό- να κρατήσει τη ζωή της, τη ζωή των παιδιών της, του πατέρα της, ακόμα και του απόντος Λάρι σε μια τάξη. Ο ήχος των σκέψεών της αυξομειώνεται σε ένταση, από ψίθυρος σε ουρλιαχτό. Φυλακίζεται σε ό,τι δεν καταφέρνει να αποφύγει, αγωνίζεται να πάει κόντρα στο ρεύμα αλλά είναι τόση η ορμή του που την παρασύρει. Γλιτώνει τον πνιγμό, ξαναβγαίνει στη στεριά, ξαναστέκεται στα τσακισμένα της πόδια, μια τραγική φιγούρα ανάμεσα σε στάχτες, σκόνη και αίμα που διαρκώς προσπαθεί να ανταποκριθεί στους ρόλους της συζύγου, μάνας και κόρης.

Παρακολουθεί την εξέλιξη της νευρολογικής καταιγίδας και των φαντασμάτων στο μυαλό του πατέρα της, γίνεται μάρτυρας της απότομης ενηλικίωσης των παιδιών της, αμφιταλαντεύεται με την απόφαση να μείνει ή να φύγει από τα πάτρια εδάφη. Έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυτα εκκωφαντική σιωπή και την απώλεια της ταυτότητάς της ως γυναίκα, μάνα και πολίτης.

Κινείται μέσα στον δηλητηριώδη και δηλητηριασμένο κόσμο και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ανεξέλεγκτη βία, τον απόλυτο παραλογισμό, με βέλη, ξίφη, φωτιές και τέρατα, με την κτηνωδία και τον θάνατο. Κινείται και αφουγκράζεται τον ουρανό, τον αέρα, τους ήχους των πυροβολισμών και των εκρήξεων. Παρατηρεί τη ζωή (της) να ξοδεύεται σε έναν τόπο που δεν είναι πλέον τόπος παρά θάνατος και πόνος και καρδιά σε διαρκή κραυγή ταμπούρλων και εγκαταλείπει ό,τι αγάπησε, ό,τι έχασε,  απομακρύνεται από εκείνη την σκοτεινή αίσθηση που εκείνο το βροχερό βράδυ μπήκε στο σπίτι της και την ακολουθούσε κατά πόδας.

Καταρρακωμένη, θα βγει στη θάλασσα που είναι ζωή, που υπόσχεται ζωή. Εκ νέου. Ζωή μισή, ερειπωμένη, απομεινάρι ενός κόσμου που τελείωσε -όπως τραγούδησε το τέλος του ένας προφήτης-  κι αρχής ενός κόσμου που θα γεννηθεί, παραμορφωμένος και πένθιμος, αλλά με την αγάπη αυτός ο κόσμος μπορεί να σωθεί, να ανθίσει, να γίνει μια απέραντη θάλασσα ελπίδας.

Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα για τα σαθρά θεμέλια του κόσμου μας, για το φίδι που τρέφουμε μέσα μας, για την απώλεια βεβαιοτήτων, για τα υπαρξιακά αδιέξοδα των δημοκρατικών κοινωνιών, για τον ολοκληρωτισμό που χτυπάει την πόρτα μας σε "φιλική" επίσκεψη. Ένα εκρηκτικό λογοτεχνικό αποτύπωμα αυτό που αφήνει με το "Τραγούδι του προφήτη" ο Πολ Λιντς που στοιχειώνει και αφυπνίζει, ταρακουνά , που μας βγάζει από το βασίλειο των εαυτών μας για να δούμε κατάματα πλωτά καραβάνια που γυρεύουν μικρής στεριάς αγκαλιά.

Θαυμάσια μετάφραση από τους Άγγελο Αγγελίδη και Μαρία Αγγελίδου και ένα ακόμα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο που βάζει στην φαρέτρα της η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.