Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ, Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί (ανοιχτή επιστολή)

Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ, Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί (ανοιχτή επιστολή)

 
 
Δεύτερο δυνατό και πολυαναμενόμενο εκδοτικό βήμα της "βαλίτσας" - το πρώτο ήταν πριν περίπου ένα χρόνο, στη σειρά: ένα προς ένα / δίγλωσση έκδοση, "Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης" του Φραντς Κάφκα - αυτό το το μικρής έκτασης και μεγάλης σπουδαιότητας τομίδιο  που περιλαμβάνει μια εισαγωγή, ένα κυρίως σώμα / ανοιχτή επιστολή και ένα κατατοπιστικό, εκτενές, επιφωτιστικό επίμετρο που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί και μια ολιγοσέλιδη μεμονωμένη έκδοση - τοιχογραφία μιας κοντινής μας χρονικά ταραγμένης περιόδου σε Ιράν και Γερμανία, άγνωστης στο ευρύ κοινό.

"Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί" είναι η αρχή μιας επιστολής που συνέταξε η γνωστή δημοσιογράφος και αγωνίστρια Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ προκειμένου να τη "στείλει" στην Φαράχ Ντιμπά Παχλαβί, σύζυγο του σάχη της Περσίας, Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί.

Οι δυο τους, ο σάχης και η Φαράχ, η τρίτη σύζυγός του, επισκέφτηκαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το διάστημα από τις 27 Μαΐου ως τις 4 Ιουνίου του 1967. Η απαστράπτουσα ομορφιά της Φαράχ, οι στυλιστικές της επιλογές, η καλλιέργειά της, ο γάμος της με τον Μοχαμάντ που είχε πραγματοποιηθεί το 1959 και το γεγονός ότι ο βασιλικός θρόνος του Ιράν θα αποκτούσε μια μέρα διάδοχο, - κάτι που δεν κατάφερε να χαρίσει στον σάχη η προηγούμενη σύζυγός του, Σοράγια, γνωστή και ως "θλιμμένη πριγκίπισσα" - ήταν θέματα που συχνά πυκνά κάλυπταν τις κοσμικές στήλες του διεθνούς Τύπου.

Δυο μήνες πριν την άφιξη του αυτοκρατορικού ζεύγους στη Γερμανία, εντελώς συμπτωματικά, στη Δυτική Γερμανία , είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο ενός αυτοεξόριστου Ιρανού, του Μπαχμάν Νιρουμάντ, με τίτλο "Περσία, μοντέλο αναπτυσσόμενης χώρας ή Η δικτατορία του ελεύθερου κόσμου", με τον επίλογο να φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Γερμανού συγγραφέα Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποκάλυπτε πολλά δεινά επιμελώς κρυμμένα και άγνωστα στον υπόλοιπο κόσμο που αφορούσαν τους απλούς ανθρώπους του Ιράν.

Η Μάινχοφ, αντλώντας υλικό από το συγκεκριμένο βιβλίο - τρία χρόνια προτού περάσει στην ένοπλη αντίσταση και την παρανομία - έγραψε μια ανοιχτή επιστολή προς την Φαράχ Ντιμπά η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου του Konkret, του δημοφιλέστερου περιοδικού της Αριστεράς, αποκαλύπτοντας στη γερμανική κοινή γνώμη τα "εγκλήματα" που λάμβαναν χώρα παράλληλα με τη ζωή του ζεύγους Παχλαβί. Όπως ήταν φυσικό, μια τέτοια επιστολή από το χέρι της Μάινχοφ - που χρησιμοποιήθηκε για να συνταχθεί η προκύρηξη που αργότερα διανεμήθηκε στις κινητοποιήσεις από τους φοιτητές της Παιδαγωγικής Σχολής και του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου - προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Βράδυ της 2ης Ιουνίου κι ενώ ο σάχης και η σύζυγός του, αμέριμνοι παρακολουθούσαν τον "Μαγικό αυλό" του Μότσαρτ στην όπερα, στους δρόμους επικρατούσε υψηλός πυρετός κινητοποιήσεων και έξαρση της αστυνομικής βίας που είχε ως αποτέλεσμα τραυματισμούς διαδηλωτών και τη δολοφονία ενός φοιτητή, του Μπένο Όνεζοργκ.

Η επιστολή της Μάινχοφ καίει απ' άκρη σ' άκρη. Έχοντας γνώση στοιχείων που διάβασε στο βιβλίο του Νιρουμάντ και πατώντας πάνω σε αποσπάσματα άρθρου στη ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ της 7ης και της 14ης Μαΐου όπου η κυρία Ντιμπά Παχλαβί περιέγραφε τη ζωή της, η Μάινχοφ, με συγκρατημένη οργή, - και οπωσδήποτε με  την εσωτερική της οργή να ξεχειλίζει λόγω της λάθους αίσθησης ότι το ευτυχισμένο ζευγάρι προέρχεται από μια ευτυχισμένη χώρα και λόγω της συνειδητοποίησης ότι το κράτος στο οποίο ζει η ίδια υποδέχεται με τιμές τα εξέχοντα μέλη ενός αστυνομικού κράτους - στέκεται θαρραλέα και παραθέτει τα δυσάρεστα εγκληματικά γεγονότα του τυραννικού καθεστώτος στο Ιράν, αντικρούοντας τις δηλώσεις της αυτοκράτειρας στην οποία απευθύνεται με μια δόση ειρωνείας και αμφισβήτησης.

Μέσα στην επιστολή της η Μάινχοφ ξεσκεπάζει όσα υπήρχαν καλυμμένα κάτω από τον αστραφτερό μανδύα της αδιαφορίας και της άγνοιας, της πραγματικής κατάστασης που επικρατούσε στο Ιράν γύρω, έξω, δίπλα σχεδόν στο παλάτι κι έτσι έρχονται στο φως στατιστικά στοιχεία για τις μη δημοκρατικές συνθήκες, για την ακραία φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής του ιρανικού λαού, για τα μεγάλα ποσοστά του αναλφαβητισμού, για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όλα αυτά συγκρούονται με τα λεγόμενα της κυρίας Παχλαβί που περιέγραφε μια χώρα σε πλήρη τάξη και ευημερία, σαν να ζούσε σε άλλη χώρα, σαν να αδιαφορούσε ή σαν να μην γνώριζε.

Και μετά την επιστολή, αυτό που ακολουθεί με το επίμετρο - δια χειρός του Αλέξανδρου Κυπριώτη, σπουδαίου μεταφραστή και εμπνευσμένου εκδότη της "βαλίτσας" - είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό και αποδεικνύει περίτρανα τη σκληρή δουλειά του και την ενδελεχή του έρευνα. Ο Κυπριώτης με το επίμετρο / μελέτη του παρόντος τόμου - που διαβάζεται και ως έξοχο δείγμα μυθοπλασίας τεκμηρίωσης - φιλοτέχνησε με λεπτομέρεια και μετέφερε με ακρίβεια το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής στο Ιράν αλλά και στη Γερμανία. Η ιστορία αποκαλύπτεται και τα γεγονότα μένουν γυμνά και ωμά μπροστά στον άναυδο αναγνώστη: το πραξικόπημα που συνέβαλε στην άνοδο του Παχλαβί στην εξουσία, τα απολειφάδια του ναζισμού διάσπαρτα στον γερμανικό χάρτη, η εξαγορά λήθης, η  συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών, λογοκρισία και συλλήψεις με την κάθε υποψία αντικαθεστωτικών αντιλήψεων, μια άλλη ανοιχτή επιστολή της ΣΙΡΦ (Συνομοσπονδία Ιρανών Φοιτητών) προς τον πρόεδρο της ΟΔΓ ζητώντας του να ανακαλέσει την πρόσκληση προς τον σάχη να έρθει στη χώρα γιατί αυτό θα σήμαινε υποδοχή / αποδοχή ενός δολοφόνου. Ο δρόμος ως δημόσιος χώρος και ως τόπος εκτέλεσης. Η αλήθεια, με το κόκκινο χρώμα της. Και η Μάινχοφ, και οι άνθρωποι που μιλούν για αυτή την σημαντική δημοσιογράφο και ευαίσθητη αγωνίστρια, πριν ο λόγος της γίνει επιθετικός και απόλυτος, πριν η η ίδια αισθανθεί ότι η νόμιμη πολιτική δράση δεν την αφορούσε και μετατραπεί σε Νο 1 δημόσιος κίνδυνος για το γερμανικό κράτος.

Εμβληματική έκδοση η συγκεκριμένη, λειτουργεί ως παράθυρο με θέα τον κόσμο χωρίς σύνορα, χιλιομετρικές και χρονικές αποστάσεις. Και τα κείμενά της - ανοιχτή επιστολή και επίμετρο - μας αφυπνίζουν, μας ωθούν να κοιτάξουμε δίπλα μας και γύρω μας, να διεκδικήσουμε, να συμπράξουμε, να ονειρευτούμε, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο που "ακόμα δυσκολεύεται να μοιράσει τουλάχιστον δίκαια τις αδικίες του".

Υπέροχα ιδιαίτερο το εξώφυλλο που σκίτσαρε η Μελίνα Γαληνού.
 
 
Σειρά: απέναντι - ανταμώματα / πολιτικά κείμενα 
Εκδόσεις  η βαλίτσα

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Cormac McCarthy, Stella Maris

Cormac  McCarthy, Stella Maris




"Νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε.
 Το ξέρω. Κράτα μου το χέρι.
 Να σου κρατήσω το χέρι;
 Ναι. Το θέλω.
 Εντάξει. Γιατί;
 Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει."

Και έτσι ακριβώς τελειώνει αυτό που αρχίζει με την ιστορία της Αλίσια, της αδερφής του Μπόμπι Γουέστερν, πρωταγωνιστή του αριστουργηματικού μυθιστορήματος "Ο Επιβάτης" που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβρη ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο έναν καθόλου ξεχασμένο Μύθο της αμερικανικής πεζογραφίας αλλά με μια δεκαεξαετή απουσία από τα εκδοτικά πράγματα. Το "Stella Maris" έρχεται λίγο αργότερα ως συνέχεια / αρχή / τέλος του "Επιβάτη" για να τον συμπληρώσει, να φωτίσει τα σκοτεινά του σημεία, να λύσει σκόρπια αινίγματα.

Μικρότερης έκτασης έργο, με μια σπάνια - για τα λογοτεχνικά δεδομένα - μορφή με σχεδόν μηδαμινή εξωτερική δράση, με διαλόγους χωρίς σημεία στίξης και παύλες πριν τις ατάκες των δυο πρωταγωνιστών. Και σπάνιας - για τα δεδομένα του Μακάρθι - χρήσης πρωταγωνιστικής γυναικείας φιγούρας.

Η Αλίσια Γουέστερν, (με το επώνυμό της - όπως και του Μπόμπι - να αποτελεί αλληγορία του μεγάλου ονείρου της αμερικανικής δύσης που αργοσβήνει και γίνεται θραύσμα μνήμης για τις επόμενες γενιές) μην έχοντας πού να πάει, προσέρχεται οικειοθελώς στην ψυχιατρική κλινική του Ουισκόνσιν "Stella Maris". Μια ανθρώπινη σκιά που ακόμα ακτινοβολεί ομορφιά, με μοναδική της αποσκευή μια πλαστική σακούλα με πάνω από 40.000 δολάρια (αιχμηρό πολιτικό σχόλιο του συγγραφέα για το χρήμα και τη μηδενική του αξία που ναι μεν εκπληρώνει στόχους αλλά από ανθρώπινης πλευράς είναι ένα άχρηστο υλικό του καπιταλισμού, πλαστικό αντικείμενο μιας χρήσης) και τα κεφάλαια αυτού του πρωτοποριακού μυθιστορήματος αποτελούν τις συνεδρίες της Αλίσια με τον ψυχοθεραπευτή της.

Οκτώβρης του 1972, η εικοσάχρονη Αλίσια,  Εβραϊκής / Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, μαθηματική ιδιοφυΐα, υποψήφια διδάκτωρ μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η μοναδική γυναίκα μέλος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Επιστημονικών Μελετών, έχοντας διαγνωστεί με παρανοϊκή σχιζοφρένεια με ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων, περνάει την πύλη της κλινικής όπου και είχε φιλοξενηθεί ακόμα δυο φορές στο παρελθόν. Και ακολουθούν οι επτά συνεδρίες της με τον ψυχίατρο Κόεν.

Αλίσια και Δρ. Κόεν, ο ένας απέναντι από τον άλλο, σε ερωτήσεις που ακολουθούνται από σαφείς και ασαφείς απαντήσεις και σε ερωτήσεις που απαντώνται με ερωτήσεις, γρίφους, αοριστίες και υπαινιγμούς. Η Αλίσια αρνείται αρχικά να απαντήσει σε οτιδήποτε αφορά τον αδερφό της Μπόμπι. Οι συζητήσεις της ασθενούς και του ψυχιάτρου είναι μαχητικές, εγκεφαλικές, ρεαλιστικές, σκληρές και παραβολικές και περιλαμβάνουν φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, το Θεό, την αλήθεια, το ασυνείδητο. Περιλαμβάνουν τα παιδικά χρόνια της Αλίσια, τα επαναλαμβανόμενα όνειρα και τους εφιάλτες της, τους γονείς της που εργάστηκαν για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας και για το τραγικό τους τέλος, μόνοι και χωριστά, για τη γιαγιά της -την οποία ο Μπόμπι και η Αλίσια αγάπησαν πολύ - που έβλεπε, διέκρινε και ήξερε αλλά δεν είχε τη δύναμη και τον τρόπο να δαμάσει το  Κακό που σχηματιζόταν στον ορίζοντα και μπροστά στα μάτια της. Οι συζητήσεις χτίζονται και με την βαρύτητα των αναφορών στους Γκέντελ, Βίτγκενσταϊν, Μπέρκλεϋ, Καντ, Φάινμαν, Πλάτωνα, Καρλ Γιούνγκ, με την ανάλυση των μαθηματικών αντικειμένων και τη δική τους φιλοσοφία, με αναφορές σε σπουδαία μαθηματικά μυαλά, στη μουσική, σε πολιτικά και βιοηθικά ζητήματα και στην μαθηματική ευφυΐα της ίδιας της Αλίσια. Οι ατάκες της είναι εύστοχες, εφευρετικές, παράλογα λογικές και λογικά παράλογες, σαρκαστικές, συχνά φαρμακερές και άλλο τόσο συχνά φέρνουν σε σχετική αμηχανία τον Δρα Κόεν. Ο αφηγηματικός ειρμός της Αλίσια είναι σαν όχημα σε ξέφρενη πορεία με σπασμένα φρένα που τρέχει ιλιγγιωδώς στα πιο σκοτεινά κι επικίνδυνα εδάφη της γνώσης και της παράνοιας ενώ η ίδια είναι ένας γόρδιος δεσμός καταστάσεων και παθολογιών: ευφυής, σχιζοφρενής, πανέμορφη, μηδενίστρια, ανορεξική, αυτιστική, συναισθητική, αυτοκτονική, (η περιγραφή της φανταστικής σκηνής του πνιγμού - αλληγορική βουτιά στον βυθό της αμερικανικής δύσης - κυριολεκτικά κόβει την ανάσα και προκαλεί ασφυξία) και παράλογα / βαθιά / παντοτινά / εμμονικά ερωτευμένη με τον αδερφό της Μπόμπι.

Θρηνεί για εκείνον γιατί νομίζει ότι είναι νεκρός ενώ στην πραγματικότητα ο Μπόμπι βρίσκεται σε κώμα, μετά από ατύχημα που είχε ως οδηγός αγώνων ταχύτητας. (Η ιστορία του Μπόμπι στον "Επιβάτη" εκτυλίσσεται αρχές της δεκαετίας του '80 όταν πια εκείνος έχει συνέλθει από το κώμα ενώ η Αλίσια έχει φύγει από τη ζωή.)

Σταδιακά, η Αλίσια αρχίζει να λύνεται και να μιλάει για τον αδερφό της και για τον έρωτά τους κόντρα στους ουράνιους νόμους, τον έρωτά της για τον Μπόμπι που έφυγε μακριά για να γλιτώσει από τους δαίμονες και την πυρκαγιά που μαινόταν ανεξέλεγκτη εντός του και αυτοεξορίστηκε κουβαλώντας μαζί του πάθος /πόθο όμοια της απελπισίας και της ψυχικής εξαθλίωσης και οργή άσβεστη για έναν έρωτα απαγορευμένο, καταδικασμένο, ανεκπλήρωτο σε συνδυασμό με την τρέλα της χώρας του, της οικογένειάς του, της Αλίσια, του ίδιου που όλο και κέρδιζε έδαφος κάτω απ' τα πόδια του. Η Αλίσια έμεινε πίσω να βιώνει τον έρωτά της μέσα σε όνειρα και φαντασιώσεις. Οι δυο τους, σαν καταραμένοι ήρωες αρχαίας τραγωδίας, αδέρφια μιας καταραμένης οικογένειας που - με έναν δεσμό άρρηκτο και βαθύ - χωρίζουν και εξορίζονται κατατρεγμένοι από τις Ερινύες. Σαν μορφές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, των διδύμων Καύνου και Βυβλίδος και της τραγικής τους ερωτικής ιστορίας.

Και όλα μα όλα, ο έρωτας, ο αδελφικός σαρωτικός πόθος, τα γεγονότα, οι σπουδές, οι μαθηματικές και επιστημονικές θεωρίες και πρακτικές, ο κόσμος όπως είναι, έγινε, ήταν, θα είναι και θα μοιάζει, οι ιδέες οι περιστρεφόμενες μέσα σε ένα απέραντο κενό περισυλλεγμένες μέσα από τη ζοφερή θάλασσα του ανυπολόγιστου, το Παιδί με τα πτερύγια αντί χεριών και τα άλλα φανταστικά πλάσματα, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, τα βήματα στα βραχώδη κοφτερά σύνορα της μαθηματικής σκέψης, το μηδέν, το αιώνιο, το άπειρο, το μαζί, το ποτέ μαζί, η κατάρα της ευφυΐας, η εργασία των γονιών, η ιδέα της δικαιοσύνης και η ιδέα της ανθρώπινης ψυχής δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, όλα γίνονται ένας ανεμοστρόβιλος στις καθοδικές και πιο απόμακρες σπείρες του ήδη θολωμένου μυαλού της Αλίσια.

Γκρεμισμένες ψυχές πάνω σε συντρίμμια ονείρων σε αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα που διαβάζεται παράλληλα ως κυνικό σχόλιο για τον κόσμο μας σήμερα, ως μια φιλοσοφική εξερεύνηση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, των μαθηματικών, της λογικής και του παραλόγου, της εξέλιξης και των θεωριών της επιστήμης. Απόσταγμα μελέτης τα παραπάνω θέματα με τα οποία ο Μακάρθι καταπιάστηκε τα τελευταία χρόνια και ιδού το αποτέλεσμα: μαζί με τον "Επιβάτη", το "Stella Maris" αποδεικνύει την κοφτερή σκέψη και την απαράμιλλη αφηγηματική - υπέροχα δαιμονισμένη και αθόρυβα εκρηκτική - δεινότητα του σπουδαιότερου εν ζωή Αμερικανού συγγραφέα του οποίου το αποτύπωμα στην μεταπολεμική αμερικανική πεζογραφία είναι αξεπέραστο.

Η ανάγνωση του κάθε κεφαλαίου / της κάθε συνεδρίας, όπως και η συνολική ανάγνωση, δημιουργεί δέος κι εκείνο το παράξενο συναίσθημα της διαλογιστικής μοναξιάς που δεν συμβαίνει συχνά. Κι εκείνη την τάση για ενδοσκόπηση για όσα χάθηκαν, όσα ήρθαν, όσα πέρασαν, όσα έμειναν.

Το θαύμα της μετάφρασης - όπως και στον "Επιβάτη" - ανήκει στον σπουδαίο μας Γιώργο Κυριαζή.
 
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Adrian McKinty, Το νησί

Adrian McKinty, Το νησί


Πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος ο Ιρλανδός  νεος μαίτρ - όπως ήδη αποκαλείται από κριτικούς - του αστυνομικού μυθιστορήματος Adrian McKinty, μετά από μια σειρά πέντε εξαιρετικών μυθιστορημάτων με ήρωα τον αστυνόμο Σον Ντάφι, (κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Οξύ) και το συναρπαστικό "Η αλυσίδα" που κυριολεκτικά εκτόξευσε τη δημοτικότητά του και τον επέβαλε ως μεγάλο όνομα ανάμεσα στα ήδη μεγάλα του crime novel, επιστρέφει με το καινούργιο καλογραμμένο, δυνατό του βιβλίο, "Το Νησί", που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Πέρα από την καταιγιστική του δράση, τις ανατροπές, το κυνήγι της γάτας και του ποντικού, ο McKinty κάνει αναφορές στην ιστορία της Αυστραλίας, στον πολιτισμό των Αβορίγινων και στην κέλτικη μυθολογία. Διαφορετικό σε ύφος και σε θεματολογία σε σχέση με την "Αλυσίδα", το "Νησί" πληροί όλες τις προϋποθέσεις για μια απολαυστική και δυνατή αναγνωστική εμπειρία, για ένα ταξίδι με μια ιλιγγιώδη διαδρομή, με την ανάσα του κινδύνου να βγάζει ατμό ακριβώς πίσω από το αυτί των πρωταγωνιστών, σε μια ανοιχτή φυλακή χωρίς τοίχους και πόρτα αλλά με μια τόσο κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.

Το Νησί Ντατς είναι ένα άγριο, πρωτόγονο μέρος που διοικείται από μια ομάδα ντόπιων με αποκλειστικά δικούς τους νόμους. Όμως για τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ένας ελκυστικός προορισμός όπου θα έχουν την ευκαιρία να δούν από κοντά τα κοάλα και να ζήσουν για λίγο την περιπέτεια μακριά από κάθε είδος σύγχρονου πολιτισμού.

Ο Τομ Μπάξτερ είναι αμερικανός γιατρός με έδρα το Σιάτλ, έχει δυο παιδιά στην εφηβεία, την Ολίβια και τον Όοουεν, η σύζυγός του έχει πεθάνει κι εκείνος έχει παντρευτεί ξανά μια αρκετά νεότερή του γυναίκα, την Χέδερ. Οι τέσσερίς τους μεταβαίνουν στη Μελβούρνη για ένα συνέδριο του Τομ συνδυάζοντας παράλληλα οικογενειακές διακοπές που πιθανόν να συσφίξουν τις σχέσεις των παιδιών με την Χέδερ για να έρθουν πιο κοντά της. Κατόπιν επιμονής των παιδιών να κάνουν μια εκδρομή - εξερεύνηση στην άγρια πλευρά της Αυστραλίας, μπαίνουν στη νοικιασμένη τους Porsche και ξεκινούν. Στο δρόμο, κάνοντας μια στάση για φαγητό, συναντούν ένα μεσήλικο ζευγάρι Ολλανδών τουριστών και όλοι μαζί, πληρώνοντας από μισά ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε δυο ντόπιους, μεταφέρονται με φέρι στο ιδιωτικό Νησί Ντατς. Κι ενώ δέχονται προειδοποιήσεις να μην αποτολμήσουν μετακινήσεις μακριά από την γύρω ακτή, ο Τομ ρισκάρει μετακίνηση προς την ενδοχώρα.

Μια νεαρή γυναίκα με ποδήλατο πετάγεται ξαφνικά μπροστά στην Porsche, ο Τομ δεν προλαβαίνει να μειώσει ταχύτητα, την χτυπά θανάσιμα και η ποδηλάτισσα σκοτώνεται ακαριαία. Αυτό το θανατηφόρο ατύχημα και οι - μέσα στον πανικό -λάθος αποφάσεις του Τομ και της Χέδερ είναι η αρχή ενός εφιάλτη που σαν μεγάλη μαύρη αράχνη απλώνει τα δίχτυα της και τους παγιδεύει. Ό,τι ξεκίνησε σαν μια ευχάριστη εκδρομή καταλήγει συνθήκη όπου ζωή και θάνατος συνυπάρχουν. Η οικογένεια Μπάξτερ και το ζευγάρι των Ολλανδών έρχονται αντιμέτωποι με την ομάδα των ντόπιων - μελών της οικογένειας του νεκρού κοριτσιού και μελών μιας φυλής που από γενιά σε γενιά κατοικεί στο Νησί εδώ και αιώνες, και που τώρα ζητούν εκδίκηση για τον ξαφνικό και τόσο άδικο χαμό της αγαπημένης τους Έλεν. Οι προσπάθειες του Τομ - προσφέροντας πολλά χρήματα - να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση των παιδιών του και της Χέδερ από την επικείμενη ομηρία, είναι ανεπιτυχείς. Κι εκεί που όλα δείχνουν ότι κάτι θετικό πάει να συμβεί, τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή. Αργότερα, η Χέδερ και τα παιδιά μαζί με τους Ολλανδούς καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα μέλη της οικογένειας Ο' Νιλ και έτσι αρχίζει ένας αγώνας δρόμου και επιβίωσης χωρίς τρόπο διαφυγής από το Νησί και χωρίς τρόπο να ειδοποιήσουν τις αστυνομικές αρχές. Ο αγώνας τους έχει μικρά θαύματα, ατυχίες, απώλειες, χάος, αίμα, επιμονή, δίψα για ζωή και ελευθερία ενώ οι Ο' Νιλ τους ακολουθούν εξαγριωμένοι σε απόσταση αναπνοής.  Η Χέδερ, που βίωσε την υποτίμηση και την αμφισβήτηση στα παιδικά της χρόνια αλλά και στην μέχρι τώρα πορεία της, ανακαλύπτει μια τεράστια δύναμη κρυμμένη μέσα της, νιώθει ότι οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει, να σώσει, να σωθεί, να αγαπηθεί. Μαζί με την Ολίβια και τον Όουεν ανακαλύπτουν εκ νέου τον εαυτό τους και βήμα βήμα έρχονται πιο κοντά.

Κόντρα στις ωμές περιγραφές και στην σκληρότατη φύση των Ο' Νιλ που τους κυνηγούν με μανία, η μεταστροφή και η ανάπτυξη των χαρακτήρων της Χέδερ και των δυο παιδιών περιγράφεται με ευαισθησία και λυρικό τρόπο.

Η δύναμη του Κακού τριγύρω τους είναι μια αφορμή σαν μια ανοιχτή θάλασσα που τους φανερώνει ορίζοντα δύναμης και καινούργιου δρόμου.

Στην καρδιά αυτού του συναρπαστικού - ανατριχιαστικού σε πολλά σημεία - μυθιστορήματος κρύβεται ένα παιχνίδι ρόλων και αλλαγών και διασταυρώνονται η αέναη μάχη του Καλού και του Κακού, του Σωστού και του Λάθους, η ανθρώπινη φύση, οι ανθρώπινες σχέσεις που - ενώ μοιάζουν χτισμένες σε γερά θεμέλια - διαλύονται από τον πρώτο μικρό σεισμό της αλήθειας.

Ο MacKinty, πολύ εύστοχα, μέσω της δραματικής έντασης, του αμείλικτου ρυθμού και των σκηνών βίας, του διαρκούς σασπένς και των ανατροπών που χαρακτηρίζουν ένα επιτυχημένο crime novel, κάνει ένα πλάγιο σχόλιο για την "εξουσία" και την αλαζονεία των δυτικών προς τους ιθαγενείς και τη στάση τους απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα. Αξίζει επίσης να γίνει αναφορά στην εκπληκτική ικανότητα του συγγραφέα να κρατά επιτυχώς τη ζυγαριά επιτάχυνσης και επιβράδυνσης μιας - έτσι κι αλλιώς - υπέροχα κολασμένης αφήγησης.

Ο Γιώργος Μπαρουξής σε μια ακόμα θαυμάσια στιγμή του μεταφραστικά.


Εκδόσεις  Ελληνικά Γράμματα

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Άρτεμις Ψιλοπούλου, Τι δεν έχει πεθάνει

Άρτεμις  Ψιλοπούλου, Τι δεν έχει πεθάνει
 
"Αν δεν μπορείτε να βοηθήσετε τους ανθρώπους που έχουν τρύπες στην καρδιά, τουλάχιστον να μη στέκεστε εμπόδια στο δρόμο τους. Μην τους χλευάζετε. Φέρονται σαν τρελοί αλλά δεν είναι, τα 'παμε. Η καρδιά τους χάνει την ικανότητα να χτυπά κανονικά, να αντλεί το αίμα που χρειάζεται το σώμα και το μυαλό για να λειτουργήσει." (σελ. 71)
 
Εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, η σπονδυλωτή νουβέλα "Τι δεν έχει πεθάνει" της πρωτοεμφανιζόμενης στα εκδοτικά πράγματα Άρτεμης Ψιλοπούλου  - θαυμάσια και πρωτότυπα θεματολογικά και υφολογικά διηγήματα της οποίας έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά - μόλις ήρθε να προστεθεί στην πολύ αξιόλογη Κίτρινη Σειρά των εκδόσεων Loggia, των εκδόσεων που εξακολουθούν να μας εκπλήσσουν ευχάριστα με τις προτάσεις τους και τις επιλογές τους σε έργα και συγγραφείς.  Λίγους μήνες πριν, μας σύστησαν τον βραβευμένο με το National Book Award 2022 για την ποίησή του, Τζον Κίιν με τις "Αντιαφηγήσεις" του - αναμφισβήτητα μια από τις μεγάλες εκδοτικές εκπλήξεις της φετινής χρονιάς - ένα έργο πολύπτυχο με διηγήματα και νουβέλες σε ένα εκρηκτικό μείγμα Ιστορίας, σεξουαλικότητας και της περιπέτειας του ανθρώπου που αναζητά μια θέση του στον κόσμο.  Και ακολούθησαν - μόλις κυκλοφόρησαν - δυο ακόμα εκπλήξεις, δυο έργα ελλήνων πεζογράφων. Οι νουβέλες "Συγκάτοικος" του Βασίλη Τσιμπούκη (για την οποία θα μιλήσουμε σύντομα) και "Τι δεν έχει πεθάνει" της Άρτεμης Ψιλοπούλου.
 
Το πρώτο βήμα της Ψιλοπούλου στο εκδοτικό τοπίο είναι απολύτως επιτυχημένο απ' όλες τις απόψεις: σε γλώσσα, θέμα, ύφος, ατμόσφαιρα, γραφή. Η νουβέλα "Τι δεν έχει πεθάνει" συγκινεί και συνταράσσει από την αρχή ως το τέλος και, παρά την μικρή της έκταση, είναι πλήρως ολοκληρωμένη σε χαρακτήρες και δομή. Καλειδοσκοπικό κείμενο σαν ένα σπίτι χωρισμένο σε δωμάτια ανοιχτά και ερμητικά κλεισμένα με εκείνους που τα κατοικούν να είναι μορφές ραγισμένες που μπαινοβγαίνουν και ψηλαφούν ραγισμένα γεγονότα κρυμμένα πίσω από την υγρασία των ραγισμένων τοίχων. Τα βιώματα των ηρώων της Ψιλοπούλου είναι σακιά βαριά στους ώμους τους, φύκια που ριζώνουν στα μαλλιά τους, δρόμοι σπαρμένοι με εμπόδια σε κλειστές στροφές, χρόνια χαμένα κάτω απ΄το χώμα, κάτω απ΄ τη θάλασσα, κάτω από λόγια ανείπωτα.
 
Οι χαρακτήρες της νουβέλας περπατούν με αστάθεια, αιωρούνται πάνω απ΄το κενό με θέα τα γεγονότα που τους σημάδεψαν. Επικοινωνούν τα πένθη τους, τις φυσικές και συναισθηματικές τους απώλειες, τις ήττες τους, τις φθορές τους και κάτι ίχνη ονείρων που ξεβράζει το κύμα μια στο τόσο. Ζωές τσακισμένες, ναυάγια ανθρώπινων σχέσων και η ψυχή -άρρωστη - σε διαρκή μάταιη αποκατάσταση. Οι αφηγήσεις μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη, συνδέονται, εναλλάσσονται και σχηματίζουν τον κορμό αυτής της συναρπαστικής νουβέλας που διαθέτει νευραλγική γραφή, σκοτεινιά που απλώνεται σαν βαρύ πέπλο ομίχλης γύρω από το φώς ενός νησιού, κρυφές και φανερές διακειμενικές αναφορές, ιστορίες για γερασμένα παιδιά, για έναν Ιούλιο, για μια Κασσάνδρα κι ένα λύκο, - αναφορά και φόρος τιμής στις Τζέννυ Έρπενμπεκ και στο "Ιστορία του γερασμένου παιδιού" και Μαργαρίτα Καραπάνου με το "Η Κασσάνδρα και ο λύκος", αμφότερα κείμενα - φωτιά ανεξίτηλα στη μνήμη μας.
 
Πρωταγωνίστρια είναι η Άννα, την οποία συναντάμε στο πρώτο κεφάλαιο / διήγημα να ξαναβγαίνει στον κόσμο μετά από μεγάλο διάστημα εγκλεισμού της σε ένα Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης της Αττικής. Χωρίς αίσθηση χρόνου, με μια μνήμη θολωμένη κι αλλόκοτη, σπασμένη σε κομμάτια, με μοναδική βεβαιότητα για το όνομά της, με διάχυτες θύμησες για ιστορίες με γερασμένα παιδιά τις οποίες καταγράφει στο τετράδιό της και εκεί, στις σελίδες του τετραδίου της φυτεύει λέξεις - σφαίρες που χτίζουν τη δική της ιστορία, του γιου της "που δεν τα κατάφερε", της μάνας της που δεν έφευγε απ΄την κόλαση γιατί ζούσε την διαφυγή μέσω των λέξεων. Η Άννα φτάνει με τα πόδια στο λιμάνι του Πειραιά, επιβιβάζεται σε ένα πλοίο, αποβιβάζεται σε ένα νησί και στο νησί χτίζει ένα δείγμα ζωής απ' την αρχή. Γνωρίζει τον αρκετά νεότερό της Πέτρο και οι δυο τους αποτελούν ένα σπίτι με μακρύ σκοτεινό διάδρομο και πολλές πόρτες. Μια μια οι πόρτες ανοίγουν. Κάθε εσωτερικό δωματίου και μια ιστορία, ένας άνθρωπος που αφηγείται αυτό που ακόμα ζεί κι εκείνο που έχει πεθάνει.
 
Η Άννα, ο Πέτρος, ο Ανδρέας, η Θάλεια, η Ρίνα, η Ελπίδα, ο Τάσος είναι κρίκοι μιας κοινής αφηγηματικής αλυσίδας που ρίχνει ατσάλινες ανταύγειες σε μια μη γραμμική ιστορία που μετασχηματίζεται, αναδιπλώνεται, κάνει κύκλους, συνδέει το ένα δωμάτιο με το άλλο: ευθεία, διαγώνια, απέναντι.
 
Άνθρωποι με ανεπούλωτα τραύματα, με τρύπιες καρδιές, με καταγωγή από δυσλειτουργικές οικογένειες, εξόριστοι και ριζωμένοι σε ξένο χώμα. Άνθρωποι - βάρκες που βουλιάζουν στην τρικυμία της μνήμης. Και η Άννα, το κορίτσι των παραληρημάτων, της επιθυμίας και της ματαίωσης, με τα μαλλιά της στολισμένα με ασημένια λέπια.
 
Ένα ανθρώπινο ψηφιδωτό με πούλια που γίνονται πουλιά, με φτερά, φύκια, αρώματα σε στρώματα, με μια βάρκα ακροάτρια των ψιθύρων και των μισοειπωμένων φράσεων, έτσι όπως τις κερνά η θάλασσα φιλιά στην άμμο.
 
Η Άρτεμις Ψιλοπούλου χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά μια πυρετώδη καλειδοσκοπική αφήγηση, χαμηλόφωνη κι όμως με τόσο κρότο, με βάθος και εσωτερικότητα. (Ήδη ήταν φανερή η πρωτοτυπία της γραφής της και στα διηγήματά της που αξίζουν αναζήτησης στον ηλεκτρονικό και έντυπο τόπο).
 
Και αν αυτή είναι μονάχα η εκδοτική της αρχή, είμαστε βέβαιοι για την δεδομένη συγκλονιστική της συνέχεια στην πεζογραφία.
 
Εκδόσεις  Loggia

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Laird Hunt, Ο νυχτερινός δρόμος

 
Laird  Hunt, Ο  νυχτερινός  δρόμος

Τον Laird Hunt τον γνωρίσαμε και μας εντυπωσίασε, ένα χρόνο πριν, με το εξαιρετικό, βαθυστόχαστο μυθιστόρημά του "Neverhome" (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου), την ιστορία ενός Οδυσσέα και μιας Πηνελόπης σε αντίστροφους ρόλους, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Η ηρωίδα Κόνστανς Τόμπσον αφήνει πίσω της τον αγαπημένο της σύζυγο και το αγρόκτημά τους στην Ιντιάνα, μεταμφιέζεται σε άντρα και κατατάσσεται στον στρατό των Βορείων. Οι σελίδες του "Neverhome" είναι διαποτισμένες με αίμα, όνειρα και εφιάλτες, νοσταλγία, λυρισμό και ωμές εικόνες, με τον παραλογισμό και την θηριωδία του πολέμου που γίνονται ένα με την ψυχή και το δέρμα.
 
Από τις εκδόσεις Πόλις και με τον ίδιο μεταφραστή, πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα ακόμα θαυμάσιο έργο του βραβευμένου Hunt το οποίο καθηλώνει και συγκινεί από την αρχή ως το τέλος με την θεματολογία του, την απαράμιλλη αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα και την τάση του να φέρνει στο φώς άγνωστα στο ευρύ κοινό κομμάτια της νεότερης αμερικανικής Ιστορίας. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το μυθιστόρημα "Ο νυχτερινός δρόμος" μας κάνει συνοδοιπόρους δυο γυναικών που, σε πρώτο πρόσωπο, αφηγούνται το χρονικό μιας φρικτής μέρας, τις ζωές τους, το παρελθόν τους και το παρόν τους, τα μυστικά τους και τους χωριστούς τους δρόμους που κάποια στιγμή διασταυρώνονται. Χωρισμένο σε δυο κεφάλαια και έναν επίλογο, ουσιαστικά σε τρείς συγκλονιστικές αφηγηματικές διαδρομές σε ένα νυχτερινό δρόμο - μιας ατελείωτης νύχτας, κυριολεκτικά και μεταφορικά - με ήχους, μυρωδιές, ανάσες, φωνές, φαντάσματα, μάτια που φεγγοβολούν σαν παγωμένες λίμνες στο σκοτάδι, με ανθρώπους που διαπληκτίζονται, ερωτοτροπούν, μετανοούν, απογοητεύονται, καίγονται εσωτερικά, βουλιάζουν στα νερά της ματαιότητας, κρατούν στα χέρια τους ένα χάρτη με χρώματα, πρόσωπα, ίχνη, μια καρδιά κι ένα θαύμα, το μυθιστόρημα του Hunt αποτελεί ένα μακρύ ταξίδι μιας πύρινης μέρας μέσα στην πύρινη νύχτα.

Η αρχή του ταξιδιού πραγματοποιείται - όπως συμβαίνει σε κάθε ταξίδι - με θετική διάθεση και μεγάλες προσδοκίες αλλά στην πορεία του υπάρχουν ανατροπές, εμπόδια, μεταστροφές. Και εκεί αρχίζει ένα άλλο, παράλληλο, κρυφό ταξίδι αυτοανακάλυψης, εξιλέωσης ή τέλους, προς μια διαφορετική κατεύθυνση.

Οι δυο κύριες αφηγήτριες είναι η Ότι Λι και η Κάλα, δυο διαφορετικών ηλικιών και εμπειριών πλάσματα που κινούνται στο ίδιο σκοτάδι, - πάνω στα ασημένια νερά ενός χάρτη που αλλάζει χέρια - παράλληλα και αντίθετα μαζί, κοντά και απέναντι η μια στην άλλη, με κοινό τους χαρακτηριστικό την αναζήτηση μιας μικρής χαραμάδας φωτός που θα τους δείξει το δρόμο πολύ μακριά απ΄ τη φρίκη, την απόγνωση και τη νύχτα που ρίζωσε στις ψυχές τους, στις ψυχές των άλλων, στην ψυχή της χώρας τους.
 
Κεφάλαιο "Ότι Λι":  Η Ότι Λι είναι λευκή, όμορφη, πρώην εστεμμένη σε τοπικό διαγωνισμό ομορφιάς, σύζυγος του Ντέιλ - με αρκετές ρωγμές στον έγγαμο βίο τους - και ερωμένη του Μπάντ, αφεντικού της στο ασφαλιστικό γραφείο που εκείνος διευθύνει και από αυτή τη θέση ασκεί την εξουσία του παντού. Οι τρείς τους (η Ότι Λι, ο σύζυγός της κι ο εραστής της) ξεκινούν για ένα ταξίδι στην κοντινή τους πόλη Μάρβελ προκειμένου να απολαύσουν ένα δημόσιο θέαμα που τραβάει σαν μαγνήτης τους κατοίκους της περιοχής: το λιντσάρισμα τριών φυλακισμένων νεαρών νέγρων που κατηγορούνται ότι δολοφόνησαν έναν λευκό. Στη διαδρομή συναντούν υποψήφιους θεατές της επικείμενης "γιορτής", τους λευκούς (καλαμποκομούστακα) που - φορώντας τα καλά τους σαν να είναι Κυριακή - ετοιμάζονται να γλεντήσουν, συναντούν μαύρους (καλαμποκολούλουδα) που έντρομοι ψάχνουν τρόπο να ξεφύγουν απ΄το ξεφάντωμα του θανάτου. Οι τρείς ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με κωμικοτραγικά περιστατικά και κινδύνους μέσα στη συλλογική φρενίτιδα που επικρατεί στους δρόμους. Η Ότι Λι έχει να παλέψει - σε μια κυκλική πορεία από την ευφορία ως την ψυχοσυναισθηματική πτώση - με τους δαίμονές της, το παρελθόν της, με το φεγγάρι που εδώ και χρόνια ψάχνει στον πάτο ενός πηγαδιού, με την εισαγωγή μιας προσευχής που μετατρέπεται σε κατάρα, με "το μέλλον που καθόταν εκεί με σκυμμένο το κεφάλι".
 
Κεφάλαιο  "Κάλα":  Η Κάλα Ντέστρι είναι μια δεκαεξάχρονη μαύρη, μεγαλωμένη σε ορφανοτροφείο, και αναζητά τον λευκό εραστή της κουβαλώντας μαζί της ένα καλάθι για πικνίκ μέσα στο οποίο έχει κρυμμένο ένα όπλο. Οδηγώντας τον Δικτάτορα, ένα παλιό αυτοκίνητο, με συνοδηγό της  μια "στραγγαλισμένη" σφουγγαρίστρα, επιστρέφει από το Μάρβελ έχοντας στα αυτιά της φωνές και ιαχές, "μια κραυγή που βυθίζει τα πάντα στο σκοτάδι, ένα ουρλιαχτό που ξαναδίνει στη μέρα τη διαβολική της λάμψη". Η Κάλα είναι ένα "καλαμποκολούλουδο" που, μέσα την αγριότητα του πλήθους που πηγαινοέρχεται διψώντας για ζεστό αίμα και εκδίκηση, οραματίζεται τα τοπία ενός κόσμου που μια μέρα μπορεί να αλλάξει, οραματίζεται τον παράδεισο που κρύβεται σε ένα πορτοκάλι και στη χυμώδη σάρκα του, σε ένα παγωμένο τσάι από βατόμουρα, σε μια προσευχή. Νιώθει προδομένη από τον άντρα που ερωτεύτηκε, τον άγγελό της που έγινε διάβολος - κήρυκας του "δικαίου" και καλεί τα πλήθη να μπούν στα λεωφορεία που θα τους οδηγήσουν στη γιορτή θανάτου στο Μάρβελ. Ένα κορίτσι που οδηγεί και κλαίει, που έχει ανάγκη από φως και μάτια που θα της πούν τι θα δεί μέσα στον νυχτερινό δρόμο. Περιφερόμενη μέσα σε έναν τερατώδη κόσμο γεμάτο ματωμένα πουκάμισα και σχοινιά στα δέντρα, η νεαρή Κάλα βάφει το αμάξι της με μάτια και το δέρμα της με χρώματα.

Επίλογος - "Η κυρά των αγγέλων":  Η Σάλι Γκάνερ σε μια συνταρακτική αφήγηση, προσεύχεται και σχολιάζει από κοινού με τον Χορό των αγγέλων της. Παρηγορεί ένα αγόρι που πρόλαβε να αισθανθεί την ματαίωση και να δεί σχοινιά να κρέμονται από άπειρα ζευγάρια μάτια, πίσω από τα σχοινιά των δικών του ματιών. Κι έπειτα, η αλλοπαρμένη - αγιασμένη φιγούρα της Σάλι ισορροπεί θαυμάσια πάνω σε ένα ποδήλατο, πάνω στα χνάρια ενός στραβού κόσμου που ίσως κάποτε να ευθυγραμμιστεί κάτω απ΄ τον μαυρό ουρανό και τ' ασημένιο φεγγάρι.
 
Ένα συναρπαστικό,αποκαλυπτικό, καλοδομημένο μυθιστόρημα για τη σκοτεινιά του κόσμου τότε, τώρα και πάντα. Για τη βία που διεισδύει στους τόπους και στις καρδιές των ανθρώπων και  - που εδώ, στον "Νυχτερινό δρόμο" αντισταθμίζεται από την ποιητικότητα της γραφής του Laird Hunt - που θυμίζει πληγές των κοινωνιών που δεν λένε να  κλείσουν  γιατί πλάι τους ανοίγουν καινούργιες.
 
Ο Χρήστος Οικονόμου υπογράφει μια σπουδαία, ευθύβολη μετάφραση.
 
 
Εκδόσεις  Πόλις

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Cormac McCarthy, Ο επιβάτης

Cormac McCarthy, Ο επιβάτης

Πριν καν κυκλοφορήσει - όταν πριν λίγο καιρό οι εκδόσεις Gutenberg ανακοίνωσαν στο εκδοτικό τους πρόγραμμα, για το δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς, την μεγάλη επιστροφή του Cormac McCarthy, 16 σχεδόν χρόνια μετά το τελευταίο του έργο - είχε ήδη δημιουργηθεί ο θόρυβος εκείνος και η αναταραχή εκείνη της αναμονής, όταν ξέρουμε ότι αυτό που αναμένουμε πρόκειται να ξεπεράσει τις προσδοκίες μας. Πόσο μάλιστα όταν είχαμε να περιμένουμε ένα νέο μυθιστόρημα ενός εκ των σπουδαιότερων εν ζωή Αμερικανών αρχιτεκτόνων της γραφής. 

 
Ο πολυβραβευμένος Μακάρθι, συγκλόνισε και συγκλονίζει σε κάθε ανάγνωση των προηγούμενων έργων του: "Τριλογία των συνόρων", "Ματωμένος μεσημβρινός", "Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους" και "Ο δρόμος", (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη)  και επιστρέφει με τον "Επιβάτη", αυτό το αριστούργημα των σύγχρονων αμερικανικών γραμμάτων, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα και στη χώρα μας σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ. Ολόκληρο το έργο είναι μια κατάδυση στα έγκατα του κόσμου, μια ευθεία ματιά στο σκοτεινό τοπίο της σύγχρονης Αμερικής και ο Μακάρθι, με ανεξάντλητη μαεστρία και κινήσεις χειρουργικής ακριβείας στην πένα του, παρατηρεί και καταγράφει και εν συνεχεία υπογράφει ένα μυθιστόρημα υψηλότατης ποιότητας και έντασης, σπάνιας ωριμότητας, ποιητικής και δωρικής γραφής δημιουργώντας έναν λογοτεχνικό θρίαμβο και έναν αξέχαστο ήρωα / αντιήρωα σαν μια συνέχεια των ηρώων των μεγάλων κλασικών έργων της παγκόσμιας πεζογραφίας. 
 
Ο ήρωας του Μακάρθι είναι ένας Ιππότης δίχως την πανοπλία του, είναι μια αντρική φιγούρα που ξεπήδησε από τις σελίδες του Faulkner, ένας ήρωας αρχαίας τραγωδίας, ένας Επιβάτης στο τραίνο της ζωής του το οποίο κινείται σε σπασμένες ράγες, εκτροχιάζεται και δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του. Είναι ένας συλλέκτης της θλίψης, ένας Οδυσσέας που έχασε για πάντα το δρόμο προς την Ιθάκη του, ένας μειλίχιος Δον Κιχώτης με ακλόνητες πεποιθήσεις, περιφερόμενος ανάμεσα σε ανθρώπινα ερείπια, αδικίες και μνήμες. Ένας Άμλετ της σιωπής στοιχειωμένος από φαντάσματα. Πλάι του, απούσα - παρούσα, η Οφηλία του με το νεκρικό της νυφικό και τη θεσπέσια ομορφιά της "διασχίζοντας μια πέτρινη σκηνή μέσα στο φως και στον καπνό των αυτοσχέδιων φώτων".  Εκείνος κι Εκείνη, ενωμένοι με μια κραταιά ως θάνατο - και μετά θάνατο - αγάπη γύρω από ένα κόσμο που καταρρέει και τα ηθικά του όρια είναι πλέον σκόρπια κομμάτια ναυαγίου σε μαύρο βυθό. "Ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει, φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες".
 
Με γραφή σαν τρεμόσβηστο κερί που ακόμα φωτίζει ό,τι απόμεινε απ' τον κόσμο, με αριστοτεχνικό ζύγισμα κοφτών διαλόγων, συνταρακτικών μονολόγων, υποδειγματικής πρόζας και χρήσης ολοζώντανων περιγραφών τοπίων, προσώπων, αντικειμένων και μύχιων συναισθημάτων, ο Μακάρθι κέντησε κυριολεκτικά ένα μεγαλειώδες και στιβαρό δίπτυχο έργο - μαζί με το "Stella Maris" που συμπληρώνει τον "Επιβάτη" και αποτελεί συνέχειά του και που μόλις κυκλοφόρησε - , ίσως το πιο κορυφαίο της μέχρι τώρα συγγραφικής του πορείας στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία noir, πολιτικού - ψυχολογικού θρίλερ, υπαρξιακού δράματος και μιας δυνατής ιστορίας ενός καταδικασμένου έρωτα. Οικογενειακή σάγκα με αναφορές σε ατομικά και συλλογικά πάθη, στο Βιετνάμ, στη δολοφονία του Κένεντι, στην ατομική βόμβα, στις αρχές και στις θεωρίες της επιστήμης της κβαντικής φυσικής.
 
Πρωταγωνιστής είναι ο Ρόμπερτ / Μπόμπι Γουέστερν (καθόλου τυχαίο το επώνυμο Γουέστερν, αναφορά στον δυτικό κόσμο και στο σταδιακό γκρέμισμά του), ο οποίος έχοντας εγκαταλείψει την πολλά υποσχόμενη καριέρα του ως φυσικός, για λίγο ασχολήθηκε ως οδηγός σε αγώνες ταχύτητας στην Ευρώπη και τώρα είναι δύτης διάσωσης. Βουτώντας στον Κόλπο του Μεξικού μαζί με τον φίλο του Όιλερ για να εντοπίσουν ένα αεροσκάφος που βυθίστηκε στη θάλασσα, ο Μπόμπι ανακαλύπτει ότι από το αεροσκάφος λείπει το μαύρο κουτί και ότι από τους δέκα νεκρούς επιβάτες βρίσκει τους εννιά. Από 'κει ξεκινά η εξέλιξη ενός θρίλερ. Ο Γουέστερν έρχεται αντιμέτωπος με άγνωστους άντρες που εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά του και τον παρακολουθούν στενά. Οι φίλοι του εξαφανίζονται ή πεθαίνουν μυστηριωδώς. Ο τραπεζικός του λογαριασμός μπλοκάρεται και το πατρικό του παραβιάζεται ενώ την ίδια στιγμή ο Μπόμπι κουβαλάει ένα βαρύ ψυχικό φορτίο και ενοχές σαν ασταμάτητες εσωτερικές σουγιαδιές. Ο πατέρας του ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας και μέλος της ομάδας του Προγράμματος Μανχάταν που εφηύραν την ατομική βόμβα και που οδήγησε στην καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Η μικρότερη αδερφή του, Αλίσια, ήταν ένα κορίτσι εκτυφλωτικής ομορφιάς, μαθηματική διάνοια και σχιζοφρενής που αυτοκτόνησε πριν ενηλικιωθεί.
 
Οι δυο τους, Μπόμπι και Αλίσια, ήταν ενωμένοι με τον ισχυρό αδελφικό δεσμό αίματος αλλά και με τον δεσμό ενός παράφορου έρωτα. Ο Μακάρθι ακτινογραφεί τους δυο πρωταγωνιστές του μέσα από την ιστορία πίσω από την τραγική ιστορία της βαριάς κληρονομιάς τους και της ψυχολογικής τους συντριβής.
 
Σαν ζωντανός νεκρός, κουβαλώντας μαζί του τους νεκρούς του, έχοντας χάσει τα πάντα, ο Μπόμπι, με το βάρος της προσωπικής του ενοχής που δεν κατάφερε να σώσει την αδερφή του και με το βάρος της συλλογικής ενοχής ως γιος ενός πατέρα-δολοφόνου, περιφέρεται από λεωφόρο σε λεωφόρο και από πολιτεία σε πολιτεία, ανάμεσα σε παλιούς γνώριμους, παρίες, ναυαγούς της ζωής, περνάει από βουνά, ποτάμια, ερημικές παραλίες και βρώμικα σκοτεινά δωμάτια και, βήμα βήμα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο χάνεται στα βάθη της Αμερικής πολύ μακριά από κάθε ίνα του σύγχρονου πολιτισμού, με συντροφιά του ενοχές, σιωπή, παραίτηση και σκόρπιες αναμνήσεις. Ένας στοιχειωμένος πλάνης  που κυνηγά το προσωπικό του αμερικανικό όνειρο: την ελευθερία.
 
Η Αλίσια, πανταχού παρούσα σε όλη την πορεία του Μπόμπι αν και τα δυο αδέρφια δεν  συναντιούνται πουθενά κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, - η ιστορία του Μπόμπι ξεκινά αρκετά μετά την αυτοκτονία της Αλίσια - παρά συναντιούνται μέσα από τα γράμματα που της γράφει εκείνος και ποτέ δεν ολοκληρώνει και στις αναμνήσεις του ενός για τον άλλον: για τον Μπόμπι, η Αλίσια είναι μια διαρκής ανάμνηση από την αρχή ως το τέλος της εξιστόρησης. Για την Αλίσια, ο Μπόμπι ήταν / είναι μια διαρκής ανάμνηση στο πριν, όσο εκείνη νοσηλευόταν στο ψυχιατρικό ίδρυμα Stella Maris, με τον εσωτερικό της κόσμο σε πλήρη αποσύνθεση και με παρέα της τα φανταστικά πλάσματα των παραληρημάτων της. ( Τα κεφάλαια του νεαρού κοριτσιού παρατίθενται με πλάγια γραφή και μπαίνουν συχνά εμβόλιμα στα κεφάλαια της κύριας αφήγησης για τον Μπόμπι)
 
Χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς νόημα, κουρασμένος, αδύναμος, σε ψυχολογική και συναισθηματική πτώση, χωρίς την Αλίσια και το ασθενικό της φως, ο Μπόμπι, πολύ μακριά πια, κατοικεί σε έναν ανεμόμυλο. Μόνος, ολομόναχος στο σύμπαν, ένας τσακισμένος ήρωας μιας χαμένης αρχαίας τραγωδίας, νύχτα κάτω από τα αστέρια που θρηνούν τους χαμένους αγώνες χαμένων ζωών, εκείνος παλεύει να μην αφήσει να ξεθωριάσει απ΄ τη μνήμη του η μορφή της αγαπημένης του Αλίσια, γνωρίζοντας ότι τα μάτια της, τα χείλη της, τα μαλλιά της και τα χέρια της είναι "ένας αρχαίος κόσμος που δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά".
 
Μια ελεγεία για την άβυσσο του παρελθόντος που καταπίνει ανθρώπους και ψυχές. Μια μελαγχολική δοξαστική μπαλάντα που συγκινεί βαθιά με την αλήθεια της. Μια διαδρομή σε ολισθηρό οδόστρωμα χωρίς προστατευτικά κιγκλιδώματα, με γκρεμούς και κλειστές στροφές. Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα από την πρώτη του ως την τελευταία του αράδα.
 
Ένα τέτοιο αριστουργηματικό κείμενο ευτύχησε μεταφραστικά να πέσει στα χέρια του εμπειρότατου Γιώργου Κυριαζή που από χρόνια έχει αποδείξει την ικανότητά του να "δαμάζει" τον πύρινο λόγο των τεράστιων "τεράτων" της αμερικανικής λογοτεχνίας. 
 
Και εδώ λοιπόν ο Κυριαζής με μια μετάφραση που λάμπει, αφουγκράστηκε κάθε πνοή, κάθε ρωγμή, κάθε κεραυνό, κάθε βουή, κάθε θρήνο στον συγκλονιστικό λόγο του Κόρμακ Μακάρθι.
 
Ένα ακόμα σπουδαίο πεζογραφικό δείγμα - το υπ' αριθμόν 59 - της εξαιρετικής σειράς Aldina των εκδόσεων Gutenberg.


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Αργύρης Παλούκας, Τελευταίο σκοτάδι

Αργύρης Παλούκας, Τελευταίο σκοτάδι


Με τέσσερα ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό του - για το ένα εκ των οποίων, "Θέλω το σώμα μου πίσω", εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011, τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή από το Συμπόσιο Ποίησης, με μια εξαιρετική επιμέλεια της ανθολογίας "Αγάπη σαν ακολασία" (εκδόσεις Κριτική, 2016) η οποία περιλαμβάνει αποσπάσματα της πεζογραφίας του Γιώργου Χειμωνά, ο Αργύρης Παλούκας μόλις επέστρεψε στα εκδοτικά πράγματα με την πέμπτη του ποιητική συλλογή "Τελευταίο σκοτάδι". Φύσει και θέσει ποιητής, ανήκει στη νεότερη ξεχωριστή γενιά των δημιουργών και με τον ποιητικό του λόγο, τις ανάσες του, τις λέξεις του που υπαινίσσονται περισσότερα απ΄ όσα λένε, την αρχή ενός στεναγμού και το τέλος μιας προσευχής, χωρίς αμφιβολία, αφήνει δυνατό αποτύπωμα στην καρδιά του αναγνώστη και του ανοίγει παράθυρο με θέα σε ένα μικρόκοσμο με εικόνες, αντικείμενα και συναισθήματα που συχνά αγνοούμε.
 
Το "Τελευταίο σκοτάδι" μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική και τα εικοσιπέντε έξοχα μικρής έκτασης - συχνά της μιας ανάσας - ποιήματα αποτελούν υφάδια μιας σημαίας που κυματίζει υπερήφανα, ελεύθερα, άφοβα στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο. Λιγότερο ελλειπτικό σε σχέση με το προηγούμενο - εξίσου θαυμάσιο - έργο του Παλούκα "Άνθρωποι που γελάνε", (Κριτική, 2018), το "Τελευταίο σκοτάδι" είναι ένα βήμα πιο κοντά στο φως, με υπέροχα δυνατό το χνάρι του, με λόγο απλό, εύστοχο, γήινο, άμεσο, χωρίς περιττά στολίδια και τερτίπια, χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού. Έρχεται ήσυχα να μας υπενθυμίσει εκείνα που θεωρούμε μικρά κι ασήμαντα και τους δίνει τη διάσταση που τους πρέπει, να μας δείξει υπό άλλο πρίσμα όλα εκείνα που ξεχνάμε ή προσποιούμαστε ότι ξεχνάμε γυρεύοντας την επιφάνεια των πραγμάτων και χάνοντας την ουσία τους, μέσα στον ανελέητο βομβαρδισμό πληροφοριών, των αστραπιαίων εικόνων, της επίπλαστης ευδαιμονίας, των ρηχών σχέσεων, της λήθης, των βαρύγδουπων δηλώσεων και της υπερβολής.

Η ποίηση του Παλούκα είναι ένα καταφύγιο όπως ακριβώς οφείλει να είναι η ποίηση. Και στο "Τελευταίο σκοτάδι" αυτό ακριβώς συναντάμε: καταφύγιο, ποίηση υψηλή και γαλήνια που έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης, έκδοσης, μετάδοσης και μοιράσματος.
 
Εδώ "ο αέρας αλλιώς τα λέει". Εδώ, "ο φόβος περπατάει μόνος του τα βράδια", εδώ, η μητέρα - φιγούρα αγαπημένη - "ζυμώνει όσα η ζωή μας αρνείται". Εδώ, ο ποιητής αψηφά το σκοτάδι, ζει κι αποδέχεται τη ζωή όπως είναι με τ' αγγίγματα και τις σουγιαδιές της, με τις στιγμές και τ΄ αστεία που παλιώνουν και τελειώνουν. Εδώ, ο ληστής ζητά απομαγνητοφώνηση μιας παλιάς κασέτας να ξεχυθεί απ' την ταινία της η πατρική μορφή, να αναδυθούν οι μυρωδιές της άνοιξης και τα λόγια που έσπασαν με κρότο. Εδώ, οι υποσχέσεις ανασταίνονται, εδώ η θάλασσα και πάντα η θάλασσα, το χρώμα που παίρνει ο ορίζοντας απέναντι απ΄ το δρόμο της ενηλικίωσης, ο γκρεμός με τα βουνά τριγύρω και το φιλί της αθανασίας. Εδώ ο σβέρκος που πάνω του δύουν ο ιδρώτας κι η υπομονή, εδώ του ανθρώπου το ανάστημα κι οι φλέβες των ποδιών του, εδώ τα βράδια - φωτιά της παραδοχής, ο χειμώνας και το καλοκαίρι που αγκαλιάζονται, εναλλάσσονται, καίγονται και καίνε. Εδώ τα μικρά ακριβά συναισθήματα.

Το "Τελευταίο σκοτάδι" παίζει κρυφτό με τον χρόνο που κυλάει ορμητικά και κατευναστικά μαζί και φέρνει εκείνο το κοίταγμα της επιβεβαίωσης προς το γαλάζιο, το φιλί με την επίγευση αίματος στον ουρανίσκο και στα χείλη, οι μικρές ρωγμές των υποσχέσεων.

Λέξεις - χαϊδέματα του φωτός και του ανέμου, εικόνες η μια δίπλα ή απέναντι στην άλλη αντανακλούν την αλήθεια τους και την απλότητά τους. Εδώ, άνθρωποι, τόποι κι αισθήματα μεταλαβαίνουν ζωή αληθινή, σιωπή αγιασμένη, νερό θαλασσινό, άρωμα λουλουδιών, μνήμη άσβεστη κι όλα αυτά μαζί χτίζουν το οικοδόμημα της ποίησης του Αργύρη Παλούκα πλάι στη θάλασσα, μπροστά στην ηχώ της, με τ' άνθη του χειμώνα να στήνουν γιορτή στο πρώτο ξύπνημα της άνοιξης, με το τραγούδισμα και τον θρήνο του αέρα, με ανθρώπινα πάθη κι ερωτήματα, με αγάπες που άνθισαν και μαράθηκαν στο πέρασμα του καιρού, με σκαλοπάτια που πατήθηκαν, αγαπήθηκαν κι ωρίμασαν από βήματα και φιλιά.

Ο Αργύρης Παλούκας αποδεικνύει ξανά - τόσο απλά, αθόρυβα και γλυκόπικρα - πόσο σπουδαίος ποιητής είναι, με πόση ευλάβεια σκύβει πάνω από τις λέξεις του και τους δίνει σχήμα και πνοή και τις αφήνει έπειτα να αιωρούνται μέσα στ΄ αρώματα και στους ήχους της φύσης. Το "Τελευταίο σκοτάδι" αποκαλύπτει πόσο φως υπάρχει κρυμμένο εντός του, φανερώνει πώς τ' ανθρώπινα και καθημερινά γίνονται ποιήματα - οχήματα διαφυγής από τα δήθεν μεγάλα και σημαντικά και τα παράλογα της εποχής μας.

Ταξίδι σε θάλασσα ακύμαντη με καράβι το "Τελευταίο σκοτάδι" κι επιβιβαστήκαμε έχοντας στις αποσκευές μας " ό,τι μας έμεινε": η ομορφιά των στιγμών, όσο κρατάνε. Η ομορφιά της ποίησης του Παλούκα που μας συγκινεί, μας σαγηνεύει, μας ψιθυρίζει, μας προσκαλεί σε μια περιπλάνηση στις ζωές μας και σε όσα αφήνουν πίσω.
 
 
Εκδόσεις Κριτική

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Το λευκό κουστούμι

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Το λευκό κουστούμι


"...Ποιος είναι ο τρόπος να θυμόμαστε ότι υπήρξαμε; Από ένα σημείο κι έπειτα οι άνθρωποι γίνονται οι αναμνήσεις τους. Χορταίνουν με αυτό που χάθηκε. Σαν να ανακαλύπτουν ότι ο θησαυρός που χάθηκε, έχει τελικά μεγαλύτερη αξία απ' αυτόν που ψάχνουν." (σελ. 12)

Το καινούργιο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη έχει σε ίσες δόσεις μοιρασμένα τα υλικά απ' τα οποία φτιάχνονται τα όνειρα - εκείνα από χιόνι, αυτά πλάι στο κύμα, τα άλλα, κατάρτια σε πλεούμενο που ταξιδεύει απ' άκρη σ' άκρη του κόσμου (του κόσμου έτσι όπως απλώνεται και μεταλλάσσεται μπροστά και πίσω από τα μάτια ενός μικρού παιδιού) και τα υλικά που δημιουργούν τους μικρούς και μεγάλους εφιάλτες της καθημερινότητας, της ενηλικίωσης και των αποχωρισμών και τους εφιάλτες που ζωγραφίζουν με κόκκινο βαθύ τη μνήμη - παλιά, πολύ παλιά -, το κόκκινο που δεν ξεθωριάζει στο πέρασμα των χρόνων.

"Το λευκό κουστούμι" έχει νοσταλγία και μνήμες σκόρπιες κι ανάκατες που στροβιλίζονται στον αέρα και αποκτούν σχήμα, μέγεθος, φωνή, ψίθυρο, παρουσία. Το φως του κυκλαδίτικου νησιού ξαπλώνει νωχελικά και αργοσβήνει μέσα στη σκοτεινιά της Ιστορίας και  στο μακελειό του Εμφυλίου όπου ο πατέρας του κεντρικού ήρωα του βιβλίου πολέμησε για να εκπληρωθεί η συλλογική επιθυμία για αλλαγή στη χώρα και στον κόσμο.

Γεμάτο ζωή το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη - που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη - , ζωή με όλα της τα συστατικά: χαρά και λύπη, ελπίδα και ματαίωση, νίκες και ήττες, μέλι και φαρμάκι, χάδια και καρφιά, λιακάδες και καταιγίδες, με φόντο την Τήνο, τόπο καταγωγής του εκλεκτού συγγραφέα, αρθρογράφου και συντάκτη στην εφημερίδα "Το Ποντίκι".

Η αφήγηση ταξιδεύει και μας ταξιδεύει, αναδιπλώνεται, αλλάζει γεύσεις και σκηνικά, στροβιλίζεται σαν άμμος στην έρημο του χρόνου. Το παιδί περνάει στην εφηβεία, μετά στην ενηλικίωση, στο σήμερα, έπειτα ξανά στο χθες και οι αναμνήσεις ξεχειλίζουν γλυκόπικρες η μια μετά την άλλη και γίνονται αναμνήσεις κοινές, από αυτές που μαζί τους πορευόμαστε, μας θρέφουν με θλίψη ή / και δύναμη, μας δίνουν ανάστημα, ταυτότητα, ρίζα και χώμα να στεκόμαστε όταν τα κλαδιά μας  τσακίζονται, σπάνε και καίγονται στην παγωνιά, στις απογοητεύσεις, στους μικρούς μας εσωτερικούς καθημερινούς θανάτους. Η Τήνος, η γενέθλια γη του συγγραφέα και το διάφανο φως της. Το σπίτι του περιγράφεται διεξοδικά με τις ανάσες του και τα ραγίσματά του και ο αφηγητής - παιδί, με τα πράγματα να παίρνουν άλλες διαστάσεις μπροστά του και δίπλα του, ονειρεύεται. Οι καινούργιες συσκευές - πλυντήριο, ψυγείο, τηλεόραση - καταφθάνουν και λειτουργούν ως μηχανές ονείρων στο σπίτι - καράβι που πλέει σε μακρινές άγνωστες θάλασσες, όχημα για τη διαφυγή του παιδιού από την επανάληψη των καταστάσεων, των προσώπων και των ήχων. Και γύρω γύρω πυκνές νιφάδες χιόνι που πέφτουν αθόρυβα και σκεπάζουν τον τόπο και φέρνουν τη σιωπή του Αυγούστου. Και το ταξίδι στον Αύγουστο εκείνο, που ο πατέρας με το όπλο στον ώμο, στις πλαγιές του Γράμμου, συμμετείχε στο παράλογο του αδελφοκτόνου πολέμου. Γράμματα και τρείς μικρές ιστορίες εμφυλίου μπαίνουν σαν εμβόλιμα συγκλονιστικά πλάνα στην αφήγηση. Η μηχανή του χρόνου σε ένα διαρκές μπρος πίσω κινηματογραφεί τις επόμενες σιωπές, τα γεγονότα που πέφτουν στη φωτιά της λήθης, τα επόμενα βήματα στη ζωή, τη σημασία της σιωπής και της ταπεινότητας. Κι εκείνος ο ξένος, ο άντρας συγγραφέας με το λευκό κουστούμι και το λευκό παναμέζικο καπέλο που εμφανίζεται ξαφνικά να περπατάει δίπλα στη θάλασσα, ελαφρώς σκυφτός, βαθιά σκεπτικός , θα τραβήξει από το πρώτο λεπτό την προσοχή του παιδιού, θα γίνει φως και φάρος του για το μέλλον. Οι δυο παππούδες με τις διαφορετικές ιστορίες και οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν τον αφηγητή κι έγιναν κομμάτι του, βλέμμα του, συνέχειά του. Κι ύστερα η δεκαετία του '80, ο σοσιαλισμός, η αφθονία, το παιδί νεαρός πια στην Αθήνα και στο μικρόκοσμο των Εξαρχείων, σε ένα ανοίκειο και φιλικό μαζί περιβάλλον. Η νιότη, οι φίλοι, οι ανησυχίες, ο "Δαναός",η Θεμιστοκλέους, η Καλλιδρομίου, οι δρόμοι, οι νύχτες με τα φώτα και τα σκοτάδια τους, ο κύκλος των συμπτώσεων, η απότομη -και τελικά όχι άνευ αιτίας - βουτιά στο σκοτεινό κενό  που ζητά λίγη ζάχαρη στο στόμα. Έτσι όπως ο πατέρας κάποτε, έτρωγε ζάχαρη για να δαμάσει τους φόβους, τις θύμησες, την πικρή μεταλλική γεύση μιας μνήμης ή μιας φευγαλέας λύπης, της καρδιάς τον άγριο χτύπο. Επιστροφή του αφηγητή στο νησί γιατί ο πατέρας "έφυγε"  στον ύπνο του, επιστροφή στο πατρικό - βουλιαγμένο καράβι, στην εκκωφαντική σιωπή, στην επιθυμία φυγής μακριά από τον θάνατο, τους παλιούς ήχους, τα πρόσωπα και τις αναθυμιάσεις τους, γιατί τα όνειρα πια έχασαν το σχήμα τους, γιατί έπεσε η αυλαία που σήμανε το οριστικό τέλος μιας εποχής.
 
Από τα πολύ ξεχωριστά μυθιστορήματα της χρονιάς, " Το λευκό κουστούμι" είναι γραμμένο με λεπτότητα, τρυφερότητα, ειλικρίνεια, φινέτσα και, κυρίως, με καρδιά. Αυτοβιογραφικών στοιχείων, έργο ενηλικίωσης, σκληρό σαν τον θάνατο και τρυφερό σαν το κύμα, με εξομολογητικό ύφος, περικλείει θραύσματα Ιστορίας που πάντα θα πληγώνουν και που συνέβαλλαν στην εξέλιξη του βίου των προγόνων του συγγραφέα αλλά και του ίδιου. Τοιχογραφία μιας εποχής, της χώρας, ενός νησιού, του κόσμου του αφηγητή όπου τα περασμένα δεν είναι καθόλου ξεχασμένα. Με ήρωες ταινιών που ξεπηδούν από το σελιλόιντ και βηματίζουν πάνω στο χιόνι και στα κύματα, με λέξεις λάμες για τον εμφύλιο και τους άδικα νεκρούς, με περιγραφές της καθημερινότητας που προκαλούν χαμόγελο, δάκρυα, ανατριχίλα και ξανά χαμόγελο. Γιατί έτσι είναι η ζωή όπως ακριβώς είναι η ζωή που ξεδιπλώνεται και περιγράφεται σ' αυτό το έξοχο μυθιστόρημα, το γεμάτο μνήμες, σιωπές, σκοτεινά πελάγη, χιόνια και όνειρα που όλα τους γίνονται βιώματα δικά μας, προσωπικά μας, βαθιά μας, ανομολόγητά μας, κοινή ταχυπαλμία στη σκέψη του λευκού της καινούργιας αρχής και της απελευθέρωσης.
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Μπουρχάν Σονμέζ, Λαβύρινθος

Μπουρχάν Σονμέζ, Λαβύρινθος
 
Το 2017, οι εκδόσεις Καστανιώτη, μέσω της εξαιρετικής τους σειράς "Συγγραφείς απ΄ όλο τον κόσμο", μας σύστησαν τον Μπουρχάν Σονμέζ με το εμπνευσμένο, ποιητικό του μυθιστόρημα "Ιστανμπούλ Ιστανμπούλ" με θέμα την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που είναι φυλακισμένοι περιμένοντας ο καθένας τη σειρά του για ανακρίσεις και βασανιστήρια από τα σκληρά χέρια μιας ανάλγητης εξουσίας. Φθινόπωρο του 2022 και ο σπουδαίος - κουρδικής καταγωγής - Τούρκος συγγραφέας / δικηγόρος / αρθρογράφος / ακτιβιστής Σονμέζ επανέρχεται, ξανά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με το πιο πρόσφατο έργο του που κυκλοφόρησε στη γείτονα χώρα το 2018.

Ο "Λαβύρινθος" - ένα αδαμάντινο δείγμα της σύγχρονης τουρκ
ικής λογοτεχνίας - είναι ένα μυθιστόρημα επίσης ποιητικό, τρυφερό, βαθιά υπαρξιακό, γεμάτο ζωή και φιλοσοφικούς στοχασμούς, που καθηλώνει και ταρακουνά τη σκέψη, με την εκλεπυσμένη, συμπυκνωμένη και υπαινικτική γραφή του Σονμέζ να μας παρασύρει στον εσωτερικό λαβύρινθο του κεντρικού χαρακτήρα. 

Πρωταγωνιστής είναι ο Μπορατίν. Νέος, όμορφος, ταλαντούχος μουσικοσυνθέτης, ιδρυτής και μέλος ενός μπλουζ συγκροτήματος. Είναι ένας μουσικός που χάνει ξαφνικά τη μνήμη του και, ακολούθως, τον ρυθμό του κόσμου και της ζωής. Της δικής του ζωής. Είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τη γέφυρα του Βοσπόρου, χωρίς ποτέ να αποσαφηνιστούν τα ακριβή αίτια. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ένα σπασμένο πλευρό και απώλεια μνήμης και η αφήγηση ξεκινά από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του - ως άλλος Γκρέγκορ Σάμσα της "Μεταμόρφωσης" του Φ. Κάφκα - στο σπίτι του ή σε αυτό που μοιάζει με σπίτι του. Ξένος απέναντι στον εαυτό του και στα προσωπικά του αντικείμενα, τριγυρίζει στο διαμέρισμά του που το αισθάνεται σαν άγκυρα και σαν εξορία ταυτόχρονα, δέχεται τις επισκέψεις του στενού του φίλου Μπεκ, αντικρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη περνώντας ώρες παρέα με το είδωλό του που τον κοιτά άλλοτε καχύποπτα, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε διερευνητικά. Κι όταν στρέφει τον καθρέφτη στον έξω κόσμο, στην πόλη της Ιστανμπούλ, ο καθρέφτης τού αντανακλά μονάχα παρόν, κανένα σημάδι παρελθόντος. Ο Μπορατίν έχει το σώμα του ως μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο το οποίο τον συνοδεύει στις ατέλειωτες διαδρομές στους μικρούς απόμερους και μεγάλους κεντρικούς δρόμους της Πόλης, γυρεύοντας κάτι που θα του θυμίσει απόσπασμα της πρώην ζωής του. Αποκλεισμένος από την προηγούμενη εδραιωμένη του πραγματικότητα, προχωράει μέσα σε πυκνή ομίχλη ερωτημάτων, εικασιών, εντυπώσεων, αντανακλάσεων, αιτιολογιών και εκτιμήσεων ζυγίζοντας καθετί "καινούργιο" και συγκρίνοντάς το με το άγνωστο υποτιθέμενο κενό "παλιό". Η αίσθηση του χρόνου έχει χαθεί για τον Μπορατίν. Ο νους του ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, πρόσωπα και γεγονότα περασμένων ιστορικών περιόδων και μακρινών αιώνων κινούνται στο τούνελ του μυαλού του και μετατρέπονται σε φιγούρες και καταστάσεις του παρόντος. Θυμάται τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν, ότι κάποτε συνέβησαν, αλλά αδυνατεί να τα βάλει σε χρονολογική σειρά. Αμφισβητεί την αλήθεια στα λεγόμενα των άλλων και την αλήθεια των τραγουδιών που κάποτε ο ίδιος έγραψε, τα τραγούδια του χάνουν τις νότες τους, οι στίχοι καταπίνουν τις λέξεις και τις ξερνάνε αλλοιωμένες.  Μια ασταθής κινούμενη θολή ταυτότητα, ο Μπορατίν, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την κατάσταση την οποία βιώνει, με το ποιος είναι, με το ποιος ήταν πριν, με τα παλιά του συναισθήματα στα οποία δεν έχει πια καμία πρόσβαση, με το γεγονός ότι είναι και δεν είναι αυτό που ήταν για τον εαυτό του και τους άλλους.

Φίλοι, συναντήσεις, αντικείμενα, φωνές, στίχοι, συνθέσεις, η Πόλη μοιρασμένη σε δυο διαφορετικούς κόσμους, η μακρινή φωνή της αδερφής του στο τηλέφωνο, οι κιθάρες του, οι δρόμοι, τα café, οι άνθρωποι, οι άγνωστοι, οι "γνωστοί", οι άστεγοι, ο χρόνος, τα ρολόγια, οι καθρέφτες, τα σκόρπια αποσπάσματα από την Βίβλο, τα μέλη της μπάντας, η Bessie Smith, ο Kurt Cobain, o Yavuz Çetin,  - και οι τρείς καλλιτέχνες πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Η πρώτη σκοτώθηκε σε τροχαίο, οι άλλοι δυο αυτοκτόνησαν - όλα και όλοι κοντά και απόμακρα στριφογυρίζουν στον λαβύρινθο του μυαλού του Μπορατίν. Λαβύρινθος και η Πόλη μέσα στην οποία ο πρωταγωνιστής περιπλανιέται ψάχνοντας ρίζα, μνήμη, πατρίδα και την άκρη που θα του φανερώσει το φως.

Σε μορφή λαβυρίνθου και η αφήγηση: από την πρωτοπρόσωπη του Μπορατίν στην τριτοπρόσωπη του αφηγητή / συγγραφέα, με εμβόλιμες προσθήκες δευτεροπρόσωπης, ενικού και πληθυντικού αριθμού, αναφορά στον ήρωα, στον αναγνώστη και στους άλλους που περιμένουν από τον Μπορατίν να επιστρέψει, να δείξει την εικόνα του προς τον κόσμο. Μπορχεσιανής κατασκευής  μεθυστικό, υπνωτιστικό μυθιστόρημα, ο "Λαβύρινθος" είναι ένα θλιμμένο μπλουζ για την ψευδαίσθηση της ταυτότητας, για την οδύνη ή / και τη λύτρωση του να ζει κανείς χωρίς παρελθόν άρα και χωρίς μέλλον. Είναι μια αλληγορία για τη ραγισμένη φύση του ανθρώπου που αιωρείται σε μια κοινωνία διχασμένη ανάμεσα σε ένα φανταχτερό μπερδεμένο παρελθόν και σε ένα θολό παρόν και μέλλον ενώ κάτω από το δεύτερο ή τρίτο υπόστρωμα της αφήγησης κρύβεται ένα αθόρυβο, ποιητικό μανιφέστο κόντρα σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης.

Επτά κεφάλαια το καθένα εκ των οποίων χωρίζεται σε τρείς μικρές ενότητες, ρολόγια και καθρέφτες που κατασκευάζουν τον λαβύρινθο του χρόνου και του ήρωα και ένα συγκλονιστικό κείμενο για την ατομική και συλλογική αμνησία, για τη διαφορά Ιστορίας και παρελθόντος, για την εξορία ή την αυτοεξορία από τον εαυτό και το παρόν. Η Ιστανμπούλ πρωταγωνιστεί πλάι στον Μπορατίν, πάλλεται, σκοτεινιάζει, ξημερώνει, προκαλεί διλήμματα, αναδεικνύει την ομορφιά και τη μελαγχολία της. Η ιστορία σε κύκλο κι όλα επιστρέφουν στο σημείο απ' όπου όλα ξεκίνησαν, με τον Μπορατίν να είναι "ανάλαφρος σαν φτερό στη μέση της Ιστανμπούλ, στη μέση της θάλασσας, στη μέση της νύχτας, ανάμεσα σε δυο ηπείρους, ανάμεσα στον κόσμο και στη ζωή"  μέχρι που μια σταγόνα βροχής πέφτει στο πρόσωπό του.

 Ο Θάνος Ζαράγκαλης, με την εξαιρετική του μετάφραση κατευθείαν από τα τουρκικά, απέδωσε στο μέγιστο βαθμό την κρυστάλλινη αφήγηση του πολυμεταφρασμένου και βραβευμένου  συγγραφέα και προασπιστή της ελευθερίας της έκφρασης Μπουρχάν Σονμέζ, που ήδη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους πεζογράφους.
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Ζάουμε Καμπρέ, Μας καταβροχθίζει η φωτιά

Ζάουμε Καμπρέ, Μας καταβροχθίζει η φωτιά

 In girum imus nocte et consumimur igni
 
Πολυγραφότατος, επιδέξιος, ένας σπουδαίος τεχνίτης του λόγου, ο Ζάουμε Καμπρέ καταπιάνεται με διάφορα είδη του: πεζογραφία, τηλεοπτικό και κινηματογραφικό σενάριο, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο και διήγημα. Μετά τα πολύ σημαντικά έργα του, "Οι φωνές του ποταμού Παμάνο" (εκδόσεις Πάπυρος, 2008), το "Confiteor" (2016) - έργο το οποίο σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία, αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και καθιέρωσε στα καθ' ημάς τον Καμπρέ ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας - και το "Η σκιά του ευνούχου" (2018), αμφότερα από τις εκδόσεις Πόλις, ο Καταλανός παραμυθάς επιστρέφει στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο, ξανά από τις εκδόσεις Πόλις, με το πιο πρόσφατο, μικρότερης έκτασης και υψηλής έντασης, μυθιστόρημά του με υπόθεση και εξέλιξη που κόβουν την ανάσα, με την τεχνική και τα λογοτεχνικά παιχνίδια του Καμπρέ να μας αφήνουν άφωνους για μια ακόμα φορά, ίσως λίγο περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Κι αυτό, ίσως λόγω ενός ακόμα άσου που ο συγγραφέας είχε κρυμμένο στο μανίκι: τη δημιουργία ενός ολιγοσέλιδου, πυκνού, άρτια δομημένου και αινιγματικού κειμένου που με το τέλος του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, έναν κόμπο στο λαιμό, ένα πλήθος σκέψεων να στριφογυρίζουν σαν καρουζέλ στο μυαλό του αναγνώστη ώρες και μέρες μετά το πέρας της ανάγνωσης και τον ωθεί να αρχίσει την ιστορία από την αρχή, να περιπλανηθεί στους δρόμους της Βαρκελώνης, να λύσει άλυτα αινίγματα, να ακολουθήσει τη φρενήρη πορεία των νυχτοπεταλούδων και τους κύκλους τους γύρω απ' το φως των φαναριών και την αυτοθυσία τους στο θεό της φλόγας.
 
Κατ' επέκταση, το "Μας καταβροχθίζει η φωτιά" δεν είναι μονάχα ένα εξαιρετικό έργο μυθοπλασίας αλλά ένας ποιητικός διαλογισμός για το θάνατο και τη μνήμη, είναι μια λογοτεχνική "άσκηση" 160 περίπου σελίδων που περιέχει όλα τα εργαλεία της μαγικής αφήγησης του Καμπρέ τα οποία διεγείρουν και προκαλούν σασπένς, βάζουν τον αναγνώστη σε συνεχή εγρήγορση και τον κάνουν συμπαίκτη στο σκοτεινό "παιχνίδι" και μάρτυρα των φανταστικών και ρεαλιστικών καταστάσεων.
 
Το παρόν μυθιστόρημα έχει διακειμενικές αναφορές, έχει μουσική, έχει δυο παράλληλες ιστορίες να χωράνε η μια μέσα στην άλλη και δυο αφηγητές - έναν άνθρωπο και ένα μικρό αγριογούρουνο - σε παράλληλη αντίστιξη, έχει πυκνή ομίχλη που αφήνει πίσω της να αχνοφέγγει ένα πυκνό σκοτάδι και μες στο σκοτάδι, ψυχάρια που γυρεύουν και πλησιάζουν το φως. Και το φως τα καταβροχθίζει όπως η φωτιά, τα καλά κρυμμένα μυστικά, ο φόβος και τα βέλη του χρόνου καταβροχθίζουν τους ανθρώπους.
 
Ο πρωταγωνιστής Ισμαήλ είναι μια νυχτοπεταλούδα που αγνοεί τους κινδύνους της λάμψης του φωτός. Με το όνομά του, άμεση αναφορά στον ήρωα του αριστουργηματικού "Μόμπι Ντικ" του Herman Melville, με πολλαπλές πληγές απότοκο των σκληρών παιδικών του χρόνων, ο Ισμαήλ καταφέρνει να σπουδάσει και να γίνει καθηγητής φιλολογίας. Διάγει βίο μονήρη, νεφελώδη, άγευστο. Διαβάζει με πάθος λογοτεχνία και αναπνέει μέσα απ΄ αυτή. ΄Ωσπου μια μέρα συναντά τη Λέο, μια παιδική του φίλη, τον πρώτο του έρωτα. Ενήλικοι και οι δυο, φορτωμένοι με μικρές και μεγάλες λύπες και τραύματα, ξανάρχονται κοντά και η θανάσιμη μονοτονία του Ισμαήλ μετατρέπεται σε ελπίδας ηλιαχτίδα. Έπειτα, ο Ισμαήλ συναντά τον Τομέου, τον παλιό επιστάτη του σχολείου στο οποίο δίδασκε κι εκείνος του ζητά να μπει στο αυτοκίνητό του για να πάνε κάπου μαζί, εν είδει χάρης.
 
Λίγο αργότερα, ο Ισμαήλ ξυπνά μέσα στον θάλαμο ενός νοσοκομείου χωρίς να θυμάται ποιος είναι και πώς βρέθηκε εκεί. 
 
Αποπροσανατολισμένος, βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, γύρω του πρόσωπα άγνωστα και ήρωες των μυθιστορημάτων που αγάπησε και τον σημάδεψαν, από κάτω του κυματίζει μια άγρια θάλασσα χωρίς φάλαινες να κυνηγήσει αλλά με καρχαρίες με φαινομενικά ευγενική συμπεριφορά και όψη. Στο μυαλό του νύχτα, λογοτεχνία, ομίχλη και ψυχάρια και το κουβάρι ξετυλίγεται λίγο λίγο και αντίστροφα, υπό την παράλληλη αφήγηση του μικρού κάπρου Καπρέτ που, φιλοσοφώντας, μέσα στο δικό του σκοτάδι, αναζητά τη μητέρα του και τα αδέρφια του, το δικό του φως. Ο Ισμαήλ το σκάει από το νοσοκομείο που δεν είναι νοσοκομείο και πέφτει πάνω σε μια γυναίκα, τη Μαρλέν που δεν την λένε Μαρλέν και ό,τι ακολουθεί παρακάτω θυμίζει ψυχολογικό θρίλερ, θυμίζει μια σκοτεινή αίθουσα με αντικριστούς καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν τη ζωή, την εξαπάτηση, τις ματαιώσεις, τα παράξενα παιχνίδια της μοίρας που υψώνουν τείχη, καταδιώκουν και εκτελούν εν ψυχρώ ό,τι ξεκινάει να χτίζεται. Και μια μισή λατινική φράση "In girum imus nocte", επανέρχεται ολόκληρη στη μνήμη του Ισμαήλ "In girum imus nocte et consumimur igni", φράση που αποτελεί παλίνδρομο καθώς διαβάζεται από την αρχή προς το τέλος και από το τέλος προς την αρχή και που αποτελεί το κλειδί που θα ξεκλειδώσει την πόρτα της αιχμαλωσίας και θα ανοίξει την άλλη πόρτα της αποσαφήνισης, της αλήθειας και της επανένωσης, παρά τις ενοχές, τις θολές εικόνες και τον καινούργιο φόβο.
 
Η ιστορία του Ισμαήλ γίνεται ιστορία από τα χείλη του μικρού Καπρέτ, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι που το φεγγάρι θα ξεπροβάλλει σαν φωτεινός ασημένιος δίσκος.
 
Οι μοίρες του Ισμαήλ και του Καπρέτ διασταυρώνονται και προκαλούν ανατροπές, σε ένα ευφυές, μεθυστικό μυθιστόρημα γεμάτο τρυφερότητα, χιούμορ, μυστήριο, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γρήγορες εναλλαγές σκηνών και χρήση διαλόγων - ολοκληρωμένων ή διακεκομμένων - που φανερώνουν την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων και τον αποπροσονατολισμό  του πρωταγωνιστή που ψάχνει τις μνήμες και την ταυτότητά του.
 
Ο Ευρυβιάδης Σοφός, σταθερά, σε μια ακόμα έξοχη μετάφραση ενός ακόμα έργου του Καταλανού μάγου - γραφιά που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις και αναμένεται να αποσπάσει θετικά σχόλια και να κατακτήσει περίοπτη θέση στην καρδιά των αναγνωστών. Ακόμα κι αν δεν διαθέτει το μεγαλείο, την έκταση και τη σπουδαιότητα των προηγούμενων έργων του Καμπρέ, το "Μας καταβροχθίζει η φωτιά" διαθέτει οπωσδήποτε όλες τις αρετές της απαράμιλλης γραφής του και μια ιστορία συμπυκνωμένη, υπαινικτική, παιγνιώδη, αξέχαστη και εξίσου σπουδαία.


Εκδόσεις  ΠΟΛΙΣ

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Τσίρμπας, Όσο περιμένεις να συμβεί

 
Γιάννης Τσίρμπας, Όσο περιμένεις να συμβεί

Ήταν το 2013 όταν πρωτοήρθαμε σε επαφή με την πένα του Γιάννη Τσίρμπα διαβάζοντας την εξαιρετική του νουβέλα "Η Βικτώρια δεν υπάρχει" (εκδόσεις Νεφέλη) που αργότερα είχε την τύχη να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στη Γαλλία και στον Καναδά και να μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Σακαρίδη το 2016, με τίτλο "Amerika Square" και με πρωταγωνιστές τους Γιάννη Στάνκογλου, Μάκη Παπαδημητρίου, Ερρίκο Λίτση, Θέμιδα Μπαζάκα και Βασίλη Κουκαλάνι, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.
 
Ο Γιάννης Τσίρμπας έχει δημοσιεύσει διηγήματά του σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα. Είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αρθρογράφος και συγγραφέας, ιδιότητα με την οποία είναι ευρύτερα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό. Και μόλις επέστρεψε στα εκδοτικά πράγματα με τη νέα του θαυμάσια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
 
Δεκατρία διηγήματα απαρτίζουν την παρούσα ανθολογία, συνδυάζουν ποικίλες μορφές αφήγησης - πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη, τριτοπρόσωπη, εξομολογητική, ημερολογιακή - και διαθέτουν διαβρωτικό χιούμορ, ωμές αλήθειες και εναλλαγή κωμικών και θλιβερών σκηνών. Κοινό νήμα που συνδέει τις δεκατρείς ιστορίες αυτού του καλαίσθητου μικρού τόμου είναι ο έρωτας - είτε εκπληρωμένος, είτε ανεκπλήρωτος - με την αλήθεια του, την απάτη του, την ελπίδα του, τις ματαιώσεις του, τα φτερά του, τις μαχαιριές του, την απουσία του και την αναζήτησή του.
 
Οι ήρωες του Τσίρμπα κάτι περιμένουν να συμβεί, μια εξέλιξη κυρίως θετική αλλά όπως συχνά γίνεται , τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή από την αναμενόμενη.

Συναισθηματικά φορτισμένες, υποβλητικές, μικρές και μεγάλες, οι στιγμές και οι σκηνές της καθημερινότητας και φέτας ζωής των πρωταγωνιστών περιγράφονται και "σκαλίζονται" από την πένα του συγγραφέα ,με αμεσότητα, απλά και ρεαλιστικά και εναλλάσσουν το συναίσθημα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Προκαλούν αβίαστα γέλιο ή δάκρυα, προβληματίζουν και συγκινούν γιατί κάτι θυμίζουν απ 'όσα ο καθένας από εμάς περίμενε ή ακόμα περιμένει να συμβεί. Οι ιστορίες εκτυλίσσονται στο σήμερα και κάποιες μας γυρίζουν λίγο πιο πίσω στο χρόνο, στις δεκαετίες του ΄80 και του '90, οπότε αυτόματα, οι μνήμες των αναγνωστών άνω των 35, γύρω στα 40, μετά τα 40, αναμοχλεύονται, βγαίνουν από τον ύπνο τους και ζωντανεύουν.
 
Παιδικά χρόνια, σχολική ζωή, εφηβεία, πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, πρώτες ανομολόγητες απογοητεύσεις, τα πρώτα χτυποκάρδια που προκαλούν έναν άκρατο ενθουσιασμό ή έναν άλυτο κόμπο στο λαιμό, τα απομεινάρια μιας πρόσκαιρης αγάπης. Όλα έρχονται και αιωρούνται κάπου μπροστά μας σε μακρινό ή κοντινό πλάνο. Για να έρθει μαζί και η ταύτιση του αναγνώστη με τους στέρεα δομημένους χαρακτήρες και τα κωμικοτραγικά περιστατικά τους.
 
Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων έχουν βιώσει τον έρωτα ώσπου έρχεται το τέλος του με κάτι σκόρπια ενθύμια όπως μια σκούπα - ρομπότ που τριγυρίζει δίχως χάρτη σε νέο διαμέρισμα μοναχικού βίου και θυμίζει παλιά κοινή συνύπαρξη σε κοινή επικράτεια. Άλλοι εκφράζουν τον έντονο θυμό τους σε ένα παραληρηματικό διακεκομμένο ηχογραφημένο μονόλογο, γυρεύοντας ένα κόκκο αγάπης. Υπάρχει η σούπα στα τοιχώματα, και τα λάθος υλικά που θα της δώσουν μια γεύση εξάτμισης. Υπάρχει ένα σπαρταριστό χρονικό μιας δισέλιδης επιστολής που φεύγει από τον αποστολέα της, δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό της και επιστρέφει για να διαβαστεί ανάποδα. Υπάρχει το σώμα με το παραμορφωμένο στέρνο και τους σιδερένιους πνεύμονες στην πρώτη του ερωτική έκρηξη. Και η άλλη ερωτική επαφή δευτερολέπτων, μπροστά στον ανεμιστήρα, που δίνει ύψος και γερό πάτημα. Στο ημερολόγιο του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Αυγούστου του ΄91, ο έφηβος ήρωας καταγράφει την Πτώση του Τείχους με την παράλληλη δική του πτώση από το Mercier ποδήλατό του, τη μοναξιά του και τη σκέψη του σε μια Μαρία. Ένα τουρνουά μπάσκετ στον Πανελλήνιο αποδεικνύεται "πληγή" για τον ανήλικο αφηγητή.
 
Αγκάθια στην καρδιά και στο χέρι, από ένα τυχαίο άγγιγμα. Κι ένα σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα σε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι του Δημοτικού, σαν σύννεφο που φέρνει πρωτοβρόχια ήττας.

Ιστορίες ολόπικρες, γλυκόπικρες, χιουμοριστικές, με εκλάμψεις και ναυάγια του έρωτα και της επιθυμίας, της αρχής του τέλους ή του τέλους μιας αρχής αδέξιας και καταδικασμένης. Η παιδική / εφηβική καρδιά πάλλεται όσο περιμένει κάτι να συμβεί, η ενήλικη καρδιά μαζεύει τα κομμάτια της, προχωρά μισό βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω περιμένοντας να επανακολληθούν τα φτερά της και να ξεκινήσει το πέταγμα ως εκείνο που θα συμβεί.
 
Ο Γιάννης Τσίρμπας δημιούργησε αυτά τα εξαιρετικά καλοδουλεμένα διηγήματα σε απλή, καθημερινή και ελκυστική γλώσσα, με απόλυτο μέτρο και ρεαλισμό, χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Αντιθέτως, τις παρουσιάζει όπως είναι ή όπως βιώθηκαν και το αποτύπωμά τους είναι παραπάνω από δυνατό.
 
Οι δεκατρείς ιστορίες στο " Όσο περιμένεις να συμβεί " θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μια αντίστροφη σπονδυλωτή νουβέλα ενηλικίωσης, με τον έρωτα όπως φαντάζει στα παιδικά μάτια σαν θεαματικό πυροτέχνημα, με την ερωτική επιθυμία να εκτοξεύει βέλη και να μεταμορφώνει μέλη για να καταλήξει αργά ή γρήγορα σε σωρό στάχτης που, πάντα και για πάντα, θα εκπνέει ίχνη καπνού.
 
Το ελληνικό διήγημα ζει και συνεχίζεται και εδώ έχουμε μια εξαιρετική στιγμή του. Από τον Γιάννη Τσίρμπα.
 
 
 
Εκδόσεις Gutenberg