"...Ποιος είναι ο τρόπος να θυμόμαστε ότι υπήρξαμε; Από ένα σημείο κι έπειτα οι άνθρωποι γίνονται οι αναμνήσεις τους. Χορταίνουν με αυτό που χάθηκε. Σαν να ανακαλύπτουν ότι ο θησαυρός που χάθηκε, έχει τελικά μεγαλύτερη αξία απ' αυτόν που ψάχνουν." (σελ. 12)
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη έχει σε ίσες δόσεις μοιρασμένα τα υλικά απ' τα οποία φτιάχνονται τα όνειρα - εκείνα από χιόνι, αυτά πλάι στο κύμα, τα άλλα, κατάρτια σε πλεούμενο που ταξιδεύει απ' άκρη σ' άκρη του κόσμου (του κόσμου έτσι όπως απλώνεται και μεταλλάσσεται μπροστά και πίσω από τα μάτια ενός μικρού παιδιού) και τα υλικά που δημιουργούν τους μικρούς και μεγάλους εφιάλτες της καθημερινότητας, της ενηλικίωσης και των αποχωρισμών και τους εφιάλτες που ζωγραφίζουν με κόκκινο βαθύ τη μνήμη - παλιά, πολύ παλιά -, το κόκκινο που δεν ξεθωριάζει στο πέρασμα των χρόνων.
"Το λευκό κουστούμι" έχει νοσταλγία και μνήμες σκόρπιες κι ανάκατες που στροβιλίζονται στον αέρα και αποκτούν σχήμα, μέγεθος, φωνή, ψίθυρο, παρουσία. Το φως του κυκλαδίτικου νησιού ξαπλώνει νωχελικά και αργοσβήνει μέσα στη σκοτεινιά της Ιστορίας και στο μακελειό του Εμφυλίου όπου ο πατέρας του κεντρικού ήρωα του βιβλίου πολέμησε για να εκπληρωθεί η συλλογική επιθυμία για αλλαγή στη χώρα και στον κόσμο.
Γεμάτο ζωή το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη - που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη - , ζωή με όλα της τα συστατικά: χαρά και λύπη, ελπίδα και ματαίωση, νίκες και ήττες, μέλι και φαρμάκι, χάδια και καρφιά, λιακάδες και καταιγίδες, με φόντο την Τήνο, τόπο καταγωγής του εκλεκτού συγγραφέα, αρθρογράφου και συντάκτη στην εφημερίδα "Το Ποντίκι".
Η αφήγηση ταξιδεύει και μας ταξιδεύει, αναδιπλώνεται, αλλάζει γεύσεις και σκηνικά, στροβιλίζεται σαν άμμος στην έρημο του χρόνου. Το παιδί περνάει στην εφηβεία, μετά στην ενηλικίωση, στο σήμερα, έπειτα ξανά στο χθες και οι αναμνήσεις ξεχειλίζουν γλυκόπικρες η μια μετά την άλλη και γίνονται αναμνήσεις κοινές, από αυτές που μαζί τους πορευόμαστε, μας θρέφουν με θλίψη ή / και δύναμη, μας δίνουν ανάστημα, ταυτότητα, ρίζα και χώμα να στεκόμαστε όταν τα κλαδιά μας τσακίζονται, σπάνε και καίγονται στην παγωνιά, στις απογοητεύσεις, στους μικρούς μας εσωτερικούς καθημερινούς θανάτους. Η Τήνος, η γενέθλια γη του συγγραφέα και το διάφανο φως της. Το σπίτι του περιγράφεται διεξοδικά με τις ανάσες του και τα ραγίσματά του και ο αφηγητής - παιδί, με τα πράγματα να παίρνουν άλλες διαστάσεις μπροστά του και δίπλα του, ονειρεύεται. Οι καινούργιες συσκευές - πλυντήριο, ψυγείο, τηλεόραση - καταφθάνουν και λειτουργούν ως μηχανές ονείρων στο σπίτι - καράβι που πλέει σε μακρινές άγνωστες θάλασσες, όχημα για τη διαφυγή του παιδιού από την επανάληψη των καταστάσεων, των προσώπων και των ήχων. Και γύρω γύρω πυκνές νιφάδες χιόνι που πέφτουν αθόρυβα και σκεπάζουν τον τόπο και φέρνουν τη σιωπή του Αυγούστου. Και το ταξίδι στον Αύγουστο εκείνο, που ο πατέρας με το όπλο στον ώμο, στις πλαγιές του Γράμμου, συμμετείχε στο παράλογο του αδελφοκτόνου πολέμου. Γράμματα και τρείς μικρές ιστορίες εμφυλίου μπαίνουν σαν εμβόλιμα συγκλονιστικά πλάνα στην αφήγηση. Η μηχανή του χρόνου σε ένα διαρκές μπρος πίσω κινηματογραφεί τις επόμενες σιωπές, τα γεγονότα που πέφτουν στη φωτιά της λήθης, τα επόμενα βήματα στη ζωή, τη σημασία της σιωπής και της ταπεινότητας. Κι εκείνος ο ξένος, ο άντρας συγγραφέας με το λευκό κουστούμι και το λευκό παναμέζικο καπέλο που εμφανίζεται ξαφνικά να περπατάει δίπλα στη θάλασσα, ελαφρώς σκυφτός, βαθιά σκεπτικός , θα τραβήξει από το πρώτο λεπτό την προσοχή του παιδιού, θα γίνει φως και φάρος του για το μέλλον. Οι δυο παππούδες με τις διαφορετικές ιστορίες και οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν τον αφηγητή κι έγιναν κομμάτι του, βλέμμα του, συνέχειά του. Κι ύστερα η δεκαετία του '80, ο σοσιαλισμός, η αφθονία, το παιδί νεαρός πια στην Αθήνα και στο μικρόκοσμο των Εξαρχείων, σε ένα ανοίκειο και φιλικό μαζί περιβάλλον. Η νιότη, οι φίλοι, οι ανησυχίες, ο "Δαναός",η Θεμιστοκλέους, η Καλλιδρομίου, οι δρόμοι, οι νύχτες με τα φώτα και τα σκοτάδια τους, ο κύκλος των συμπτώσεων, η απότομη -και τελικά όχι άνευ αιτίας - βουτιά στο σκοτεινό κενό που ζητά λίγη ζάχαρη στο στόμα. Έτσι όπως ο πατέρας κάποτε, έτρωγε ζάχαρη για να δαμάσει τους φόβους, τις θύμησες, την πικρή μεταλλική γεύση μιας μνήμης ή μιας φευγαλέας λύπης, της καρδιάς τον άγριο χτύπο. Επιστροφή του αφηγητή στο νησί γιατί ο πατέρας "έφυγε" στον ύπνο του, επιστροφή στο πατρικό - βουλιαγμένο καράβι, στην εκκωφαντική σιωπή, στην επιθυμία φυγής μακριά από τον θάνατο, τους παλιούς ήχους, τα πρόσωπα και τις αναθυμιάσεις τους, γιατί τα όνειρα πια έχασαν το σχήμα τους, γιατί έπεσε η αυλαία που σήμανε το οριστικό τέλος μιας εποχής.
Από τα πολύ ξεχωριστά μυθιστορήματα της χρονιάς, " Το λευκό κουστούμι" είναι γραμμένο με λεπτότητα, τρυφερότητα, ειλικρίνεια, φινέτσα και, κυρίως, με καρδιά. Αυτοβιογραφικών στοιχείων, έργο ενηλικίωσης, σκληρό σαν τον θάνατο και τρυφερό σαν το κύμα, με εξομολογητικό ύφος, περικλείει θραύσματα Ιστορίας που πάντα θα πληγώνουν και που συνέβαλλαν στην εξέλιξη του βίου των προγόνων του συγγραφέα αλλά και του ίδιου. Τοιχογραφία μιας εποχής, της χώρας, ενός νησιού, του κόσμου του αφηγητή όπου τα περασμένα δεν είναι καθόλου ξεχασμένα. Με ήρωες ταινιών που ξεπηδούν από το σελιλόιντ και βηματίζουν πάνω στο χιόνι και στα κύματα, με λέξεις λάμες για τον εμφύλιο και τους άδικα νεκρούς, με περιγραφές της καθημερινότητας που προκαλούν χαμόγελο, δάκρυα, ανατριχίλα και ξανά χαμόγελο. Γιατί έτσι είναι η ζωή όπως ακριβώς είναι η ζωή που ξεδιπλώνεται και περιγράφεται σ' αυτό το έξοχο μυθιστόρημα, το γεμάτο μνήμες, σιωπές, σκοτεινά πελάγη, χιόνια και όνειρα που όλα τους γίνονται βιώματα δικά μας, προσωπικά μας, βαθιά μας, ανομολόγητά μας, κοινή ταχυπαλμία στη σκέψη του λευκού της καινούργιας αρχής και της απελευθέρωσης.
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου