Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Αλέσιο Φορτζόνε, Napoli mon amour

 Αλέσιο Φορτζόνε, Napoli mon  amour
 
Ήδη θεωρείται από τους πιο σπουδαίους και ταλαντούχους συγγραφείς της νέας γενιάς της ιταλικής πεζογραφίας και  με το παρόν εξαιρετικό, βαθιά μελαγχολικό του μυθιστόρημα -που αποτελεί το ντεμπούτο του και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις-, ο Alessio Forgione απέσπασε τα βραβεία Berto 2019 και Prix Méditerranée 2021. Μείγμα μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, με γραφή οξυδερκή, ωμή, ειρωνική, εθιστική και με γλώσσα ηχηρή, εκλεπτυσμένη και λαμπερή μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα της ιστορίας, ο Forgione συνδυάζει την ψυχολογική ευαισθησία και την αμείωτη ένταση αιχμαλωτίζοντας τον αναγνώστη από την πρώτη αράδα ως την συγκλονιστική τελευταία και τον κάνει να νιώθει μια ανείπωτη ευγνωμοσύνη γι' αυτό που βίωσε διαβάζοντας το "Napoli mon amour".

Στο φόντο, πρωταγωνίστρια η Νάπολη με τα χρώματα, τους δρόμους της, τις συννεφιές, τις βροχές, τις λιακάδες της, την τρυφεράδα της και τη θλιμμένη σιωπή της μέσα στο φως της, στη βουή και στο ρεύμα της ζωής. 

Στο επίκεντρο, πρωταγωνιστής είναι ο Αμορεζάνο. (Αυτό είναι το επώνυμό του αλλά όλοι τον φωνάζουν έτσι σαν να είναι το μικρό του όνομα. Σύνθετη λέξη το Amoresano που αποτελείται από το ουσιαστικό amore και το επίθετο sano που στα ελληνικά σημαίνουν αγάπη + υγιής). Ο Αμορεζάνο είναι 30 χρόνων, ζει στη Νάπολη με τους γονείς του και είναι κάτοχος δυο πτυχίων. Παλιότερα εργαζόταν στα καράβια ενώ τώρα είναι άνεργος σε ένα νωχελικό αγώνα εύρεσης εργασίας και της θέσης του στον κόσμο. Βαρύς, παραιτημένος και ράθυμος, έχει έναν μόνιμο φόβο, ένα διαρκές κράτημα και ένα συναίσθημα κενού. Υπολογίζει συνεχώς τα έξοδά του. Στον τραπεζικό του λογαριασμό έχει κάποιες οικονομίες από την προηγούμενη δουλειά του, που του  επιτρέπουν τα βράδια να βγαίνει με τον μοναδικό του φίλο, τον Ρούσο, να παρακολουθούν αγώνες ποδοσφαίρου και να πίνουν φθηνές μπύρες. Ο Αμορεζάνο είναι ένας νεαρός άντρας, εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού "λίγο" και "τίποτα", με μια ζωή αργόσυρτη, με τυφλές προοπτικές, με βουβό άγχος, με τις μέρες του να κυλούν αδιάφορα, αργά, πανομοιότυπες η μία με την άλλη. Η ανησυχία του και η παραίτησή του αναμειγνύονται με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του και γεννούν ευφορία, απόγνωση και αποπροσανατολισμό.  Διαβάζει αρκετά, γράφει διηγήματα, αγαπάει πολύ την ομάδα του Νάπολι, αγαπάει όσο και μισεί την πόλη του Νάπολη που τον διώχνει και ταυτόχρονα τον κρατά αιχμάλωτο στην ασφαλή σκιά  της. Οι φωτεινές του σκέψεις είναι ελάχιστες σε αντίθεση με τις αμέτρητες σκοτεινές του καθώς ο ίδιος ακροβατεί στο τεντωμένο σχοινί της ύπαρξής του.

Οι γονείς του εργάζονται και όταν επιστρέφουν, τρώνε οι τρείς του μέσα σε μια χλιαρή ατμόσφαιρα, συζητώντας λίγο, σχεδόν κοφτά, για την ομάδα της Νάπολι και το θέμα καριέρας και μέλλοντος του Αμορεζάνο. Ο πατέρας και η μητέρα ανέχονται διακριτικά την κατάσταση του γιού τους, το βλέμμα τους και τα σχόλιά τους είναι συγκρατημένα επικριτικά.

Ο Αμορεζάνο γνωρίζει τυχαία την όμορφη Νίνα και είναι μια γνωριμία που αναζωπυρώνει τις ελπίδες του και τα όσα επιθυμεί. Η πρώην άνευρη φιλοδοξία του να γίνει συγγραφέας, δυναμώνει. Η ζωή του αρχίζει να αποκτά ένα κάποιο νόημα. Στέλνει δείγμα της συγγραφικής του δουλειάς στον λογοτεχνικό του μύθο, Ραφαέλε Λα Κάπρια, έπειτα τον συναντά από κοντά και ο ηλικιωμένος μέγας συγγραφέας, έχοντας διακρίνει το ταλέντο του Αμορεζάνο, τον προτρέπει να εκδώσει. Τα ενθαρρυντικά λόγια του Λα Κάπρια και η ερωτική του σχέση με τη Νίνα αναπτερώνουν το ηθικό του τριαντάχρονου. Κάθε έξοδος με τη Νίνα συνεπάγεται όμορφες στιγμές, ερωτισμό αλλά και την -ρεαλιστική και πλαγίως ειρωνική- αντίστροφη μέτρηση για τις οικονομίες του. Τα ραντεβού και οι ερωτικές συνευρέσεις τους σε ξενοδοχείο αρχίζουν να καταναλώνουν την ενέργεια, τον χρόνο και το τραπεζικό υπόλοιπο του Αμορεζάνο. Όταν εκείνη του προτείνει να πάει να ζήσουν μαζί στη Βαρκελώνη -η κοπέλα θα πάει, έτσι κι αλλιώς, για να παρακολουθήσει πρόγραμμα Erasmus-, η χρωματιστή θέα που αντίκριζε ο Αμορεζάνο, μεμιάς θολώνει, συννεφιάζει και του φέρνει αναστάτωση και θυμό και μια βαθιά απογοήτευση ότι τελικά η χαρά έχει ημερομηνία λήξης, ότι η αγάπη είναι μια τεράστια αιμορραγία, ότι η ευτυχία κοστίζει πολλά ευρώ. Η ελπίδα του νεαρού ότι θα ζούσε με αυτό το κορίτσι μια ωραία σχέση, εξανεμίζεται. Και πραγματοποιείται η επιστροφή του στο αβάσταχτο της καθημερινότητας, στην ανεπάρκεια του να ζει σε ένα κόσμο που του στερεί μια θέση, στην συνειδητοποίηση της αδυναμίας να λειτουργήσει κάτι  ομαλά, χωρίς κόπο και εμπόδια και στην αυξανόμενη αγωνία του για τις λιγοστές του πια οικονομίες που θα τον ωθήσουν στην αυτο - καταστροφή.

Η ταυτότητα του Αμορεζάνο είναι διαποτισμένη από το βαθύ μπλε της θάλασσας, από τη Νάπολη, τα σοκάκια της, το φως και το σκοτάδι της και την τάση της να παραμένει απαράλλαχτη σ' ένα κόσμο που αλλάζει. Και, ουσιαστικά, η ταυτότητα του Αμορεζάνο είναι η ταυτότητα του καθενός μας που -προσωπικά, εθνικά και παγκοσμίως τρομαγμένοι και προδομένοι- βρισκόμαστε σε πεδίο μάχης με τις ματαιώσεις, την ατομική και συλλογική μοναξιά, με τις ήττες μας και τις λιγοστές μας νίκες, με την έλλειψη τόλμης και διάθεσης να προβούμε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στη μέτρια ζωή μας.

Το ντεμπούτο του Alessio Forgione εκπλήσσει ευχάριστα. Είναι ολοφάνερη η αφηγηματική του δεινότητα, με μια φωνή που ψιθυρίζει ότι όλα καταρρέουν αθόρυβα και μας καθησυχάζει πως από τα ερείπια θα γεννηθεί μια νέα ζωή χάρη στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Φιλοτεχνεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το σκιώδες πορτραίτο του ήρωά του και, με τη χρήση της πρωτοπρόσωπης εξιστόρησης, μας ανοίγει όλες τις πόρτες εισόδου για να μπούμε στο μυαλό του Αμορεζάνο, να δούμε και να αφουγκραστούμε όσα ποτέ δεν αποκαλύπτει σε κανέναν.

Με διακειμενικές αναφορές, με ολοζώντανους ρεαλιστικούς διαλόγους, με θλιβερό χιούμορ, με έναν  τίτλο εμπνευσμένα εμπνευσμένο από τον τίτλο της ταινίας "Hiroshima mon amour", του Alain Resnais σε σενάριο της Marguerite Duras, -ταινία που παρακολουθούν μαζί ο Αμορεζάνο και η Νίνα στην αρχή του ειδυλλίου  τους- και παραλληλίζει το σύντομο τέλος της ευτυχίας, την ομορφιά και τη φρίκη της λήθης, ο Alessio Forgione, σε αυτό το πρώτο του εκθαμβωτικά μελαγχολικό έργο, αποδεικνύει περίτρανα το ταλέντο του και την εργατικότητά του πάνω στο χτίσιμο των λέξεων που οικοδομούν σε ακλόνητα θεμέλια μια ιστορία πικρή, σπαρακτική και "ενοχλητική" που ταρακουνά και προβληματίζει, όπως η αλήθεια.

Η Δέσποινα Γιαννοπούλου υπογράφει μια θαυμάσια μετάφραση και τις απαραίτητες σημειώσεις και ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος θαυμαστά υπεύθυνος στο κομμάτι της επιμέλειας.
 
Εκδόσεις  Πόλις

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

E. C. Osondu, Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν

E. C. Osondu, Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν

Με ένα αλησμόνητο, βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα - και με τον υπέροχα ποιητικό του τίτλο -, οι εκδόσεις Κριτική μόλις πριν λίγες ημέρες μας σύστησαν τον - για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά - E. C. Osondu, έναν εξαίρετο συγγραφέα με καταγωγή από τη Νιγηρία που έχει τιμηθεί με αρκετά σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία ενώ εργάζεται ως καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Providence College των ΗΠΑ. Με επιτυχή ισορροπία μεταξύ χιούμορ και συγκίνησης, ο Osondu  δημιουργεί σε αυτό το πιο πρόσφατο έργο του μια ιστορία μετανάστευσης, την ιστορία ενός παιδιού, ενός μικρού σύγχρονου Οδυσσέα που γυρεύει μια Ιθάκη  όπου θα χτίσει όνειρα σε γερά θεμέλια, ακολουθώντας μια πορεία με Σειρήνες, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες για να φτάσει στον επιθυμητό προορισμό προς το άγνωστο του Κόσμου που έχει φώτα και ανοιχτούς δρόμους και μονοπάτια για την πύλη της Όμορφης Ζωής.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένα παιδί χωρίς όνομα και  χωρίς ηλικία που ζεί στο Γκούλου Στέισιον της Νιγηρίας και ονειρεύεται μια μέρα να πάει στη Ρώμη. Ο μικρός ανώνυμος αφηγητής έχει χάσει και τους δυο γονείς του και μένει με τη "μαμά" Νένε, μια τυφλή γυναίκα με πρόσωπο λαμπερό και αρυτίδωτο που έχει την ικανότητα να βλέπει την καρδιά του ήλιου και κουβαλάει τον ήλιο μέσα της. Κουβαλάει όμως και μύθους, όμορφες ιστορίες και σοφά λόγια που τα απευθύνει στον "γιο" της  και τα μοιράζεται μαζί του.  Ένας αινιγματικός άντρας, ο Μπρος, επιστρέφει στο Γκούλου Στέισιον από τη Ρώμη όπου πλέον διαμένει, φορτωμένος με δώρα και χρήματα για όλους τους κατοίκους αλλά και φορτωμένος με μια εντυπωσιακή λαμπερή αύρα άλλων τόπων.  Η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη φωτίζει μεμιάς το τοπίο του χωριού.

Ο νεαρός αφηγητής καταγοητεύεται από τον "ξένο" - ντόπιο, την γενναιοδωρία του, την εξωτερική του δύναμη και την ακτινοβολία της ψυχής και της μορφής του. Ο Μπρος του ζητάει να μεταφέρει ένα γράμμα κι ένα δώρο στη δασκάλα της περιοχής και το παιδί γίνεται μεταφορέας και παραλήπτης μηνυμάτων έρωτα και αγάπης του Μπρος προς τη δασκάλα και της δασκάλας προς τον Μπρος. Λίγο πριν ο γοητευτικός "ξένος" φύγει μαζί με την αγαπημένη του, δίνει στο αγόρι έναν χάρτη - πρόσκληση να επισκεφθεί τη Ρώμη όποτε το επιθυμεί.

Η "μαμά" Νένε φεύγει από τη ζωή λίγο καιρό αργότερα. Στο χωριό εμφανίζονται εκπρόσωποι του Στρατού των Επτά Ανδρών και ζητούν νεοσύλλεκτους για την επάνδρωση ενός στρατού που θα σώσει τον κόσμο απ΄το κακό και το άδικο. Οι Γέροντες του χωριού ζητούν χρόνο να το σκεφτούν και τότε είναι που το αγόρι αισθάνεται πως "ο ουρανός είναι έτοιμος" με κάποια πρώτα δείγματα αστεριών άρα ήρθε η στιγμή να πραγματοποιηθεί το ταξίδι που θα του αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο και θα του δώσει τη ζηλευτή λάμψη του "ξένου" - ντόπιου Μπρος.

Και το ταξίδι ξεκινάει, όχι μοναχικό αλλά παρέα με άλλους νεαρούς μετανάστες που γυρεύουν μια θέση στον πλούσιο φωτισμένο κόσμο. Τα τοπία εναλλάσονται: δρόμοι χωρίς λάσπη, σπίτια κανονικά, άνθρωποι διαφορετικοί, χρώματα, αυτοκίνητα, η έρημος που εκτείνεται σαν απέραντος ωκεανός, βλέμματα ζεστά μα και παγωμένα σαν μάσκες. Τα όνειρα των παιδιών - μεταναστών συνδέονται με τα όνειρα του νεαρού αφηγητή και είναι όνειρα μεγάλα, χωρίς σύνορα. Ο Άνι, ο Ζαΐντ, ο Αμπντούλ, ο Ταφίκ, η Αΐρα, με τα μαύρα τους σακίδια, οι θλιβερές ιστορίες τους  και ο πόθος τους για ελευθερία γίνονται αφηγηματικοί μονόλογοι και αποτελούν ίσως τα πιο σπαρακτικά κεφάλαια του μυθιστορήματος. Για να έρθει στη συνέχεια η παρουσία του διακινητή  Καουντίρ που θα δείξει στα παιδιά τα φώτα που λαμπυρίζουν στο βάθος του ορίζοντα. Και ακολουθούν οι Συμπληγάδες στη χώρα των φημών: οι φήμες, ο φόβος, τα άγρια κύματα, οι Κύκλωπες που προβάλλουν αντιρρήσεις και τα σχέδια που παίρνουν διαφορετική τροπή.

Η φωνή της Νένε, οι σοφές συμβουλές της και τα λόγια της καρδιάς της ηχούν διαρκώς στα αυτιά του νεαρού αφηγητή και παίρνουν μορφή αγγέλων που τον αγκαλιάζουν τις στιγμές που ο κίνδυνος υψώνεται σαν κύμα - τέρας. Και η θάλασσα! Η  θάλασσα η φουρτουνιασμένη που προκαλεί ζάλη και τρόμο από τη μια και από την άλλη είναι ο μόνος δρόμος προς τα μαγικά ζεστά φώτα, τα οποία εν τέλει αποδεικνύονται θαμπά και έχουν σχήμα άρνησης. Κι ένα τραγούδι ύμνος στην πατρίδα, στον πολύτιμο θησαυρό του πατρικού σπιτιού που κουβαλάει κανείς στην ψυχή του σαν αποσκευή, όπου κι αν ταξιδέψει.

Με καλή αίσθηση του χιούμορ, με απαράμιλλη τρυφερότητα και λεπτή ντελικάτη πρόζα, με τη χρήση της προφορικής τεχνικής αφρικανικών μύθων και με ολοζώντανες περιγραφές, ο E. C. Osondu έγραψε ένα σκληρό παραμύθι - σχόλιο για την εισβολή του δυτικού πολιτισμού ακόμα και στις μικρότερες περιοχές της Μαύρης Ηπείρου και για το φαινόμενο της αποικιοκρατίας και των καταστροφικών συνεπειών της. Μια ιστορία άρρηκτων οικογενειακών δεσμών, ελπίδας, πίστης, μετανάστευσης και απότομης ενηλικίωσης, χωρίς στοιχεία μελοδραματισμού ή διδακτισμού, χωρίς ωμές περιγραφές πνιγμού ή θανάτου (εδώ, ο θάνατος υπάρχει μονάχα ως αναφορά και ως υπαινιγμός).

Μια παραβολή για τα όνειρα που έρχονται αντιμέτωπα με τη ματαίωση, για την επιθυμία που ξεπερνά και υπερνικά φόβους και εμπόδια, για τις επικίνδυνες μεταναστευτικές διαδρομές από την Αφρική προς την Ευρώπη.

Θαυμάσια η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά σ' αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα που συγκινεί και προβληματίζει.
 
Εκδόσεις Κριτική

Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Βαγγέλης Ευαγγελίου, μετά το ωμέγα

Βαγγέλης Ευαγγελίου,  μετά το ωμέγα

 

Κάθε πρωί
με την ίδια
φοβία.
Αν το φως
φτάνει
για όλους.
      (σελ. 70)
Είναι κάποια βιβλία που έρχονται ξαφνικά και σε συναντάνε σαν τοπίο θάλασσας στα νησιά Νοέμβρη μήνα, όπου η πρωινή ομίχλη και η βαριά συννεφιά εναλλάσονται με μια υπόσχεση λιακάδας και η θάλασσα αλλάζει χρώματα. Από σκούρα μολυβένια, γκριζόλευκη και γαλάζια με μια κίτρινη καρδιά στο κέντρο της. Τα κύματα άλλοτε σιγοτραγουδούν νανουρίσματα και μπαλάντες κι άλλοτε σκάνε σαν κραυγές πάνω στα βράχια. Κι εσύ, αναγνώστη, γίνεσαι πλεούμενο μια στην ορμή τους και μια στη γαλήνη τους, μια στην απόλαυση του σκοτεινού βυθού και μια στην επανάσταση της επιφάνειας.
 
Κύματα τα φωνήεντα, τα σύμφωνα κι οι λέξεις που σκορπίζονται κι ενώνονται στην ακτή και βρίσκουν ξανά το δρόμο και τη συνοχή τους μες στο νερό, βαπτίζονται με τον χρυσό σταυρό του Λόγου, από το άλφα ως το ωμέγα. Το άλφα που ακολουθεί το θήτα και προηγείται του λάμδα, στη θάλασσα. Το ωμέγα σαν το ωχ του καημού και του κόσμου.
 
Το "μετά το ωμέγα" του Βαγγέλη Ευαγγελίου ανήκει σε αυτή την κατηγορία: έχει συννεφιά, ομίχλη, θάλασσα, ευλογημένη βροχή, ξαστεριές και στεριές, γη και εποχές σε κύκλο. Και άνθρωπο. Πολύ άνθρωπο. Και αίμα που κοχλάζει κι ύστερα ρέει ζεστό και ήσυχο σαν ρυάκι από το νου ως την καρδιά. Και αγάπη, σαν ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη.

Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2023, σε μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση - με σκίτσα της Ιλένια Τσαγκάτου και με προλόγους του Γιάννη Ζουγανέλη και του Τσιμάρα Τζανάτου - από την Κάπα Εκδοτική, έναν εκδοτικό οίκο που πραγματοποιεί σημαντικό έργο προτείνοντας στο αναγνωστικό κοινό μεγάλα κλασικά και σύγχρονα θεατρικά κείμενα καθώς και μια ευρεία γκάμα από ποίηση και πεζογραφία.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα και στα καλλιτεχνικά δρώμενα ο Βαγγέλης Ευαγγελίου. Πολυσχιδής καλλιτέχνης, ποιητής, φωτογράφος, ( με μια επιτυχημένη έκθεση φωτογραφίας δρόμου στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα στον Κεραμεικό πριν μερικά χρόνια) έχει ασχοληθεί με το θέατρο, με το ραδιόφωνο και με τη στιχουργική. Πνεύμα ανήσυχο, ευαίσθητος, ανθρωπιστής, μαχητής της αδιαφορίας, της απώθησης συγκίνησης και του αφρού των πραγμάτων που μέσω των τεχνών του τα μεταμορφώνει σε ενδιαφέρουσες συνθήκες, τα σπέρνει σε μαύρο έδαφος κι από 'κεί ανθίζει κίτρινο λουλούδι.

Η ποίηση του Ευαγγελίου στην ικανο-ποιητική συλλογή "μετά το ωμέγα" είναι συνδυασμός μονολόγων, διαλόγων, υπαρξιακών χρονικών, εξομολογήσεων, αποφθεγμάτων, ποιημάτων, μικρών πεζών και μαρτυριών που κρατούν τον κεντρικό ρόλο στο πλευρό της μεγάλης πρωταγωνίστριας: της καθημερινότητας. Ποίηση ανθρωποκεντρική από την καρδιά ως την καρδιά της ύπαρξης, σκληρή σαν ατσάλι, κοφτερή σαν ξυράφι, τρυφερή σαν αγκαλιά τον χειμώνα. Ρεαλιστική ποίηση για τ' αδιέξοδα, τις ματαιώσεις, τις κούφιες χαρές, για τον κρυφό πόθο που αποκαλύπτεται μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη.

Η ποίηση του Ευαγγελίου δεν έχει ωδές σε ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις. Έχει ωδές σε μελαγχολικά μαλλιά, σε ζαλισμένα και καταθλιπτικά ρολόγια, σε λέξεις που ακροβατούν πάνω απ' το χάος και ρήματα - τέρατα που εξημερώθηκαν σε εξαντλητική παράσταση ισορροπίας, σε αποσπάσματα ρεαλιστικών σπαραγμάτων ζωής από εκείνα στα οποία αναμετριόμαστε με τη μοναξιά και με τα σύννεφα της μνήμης και ουρλιάζουμε σαν λύκοι σε μαύρη ερημιά.

Χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες - "ικανοποιητικές ιστορίες που με ψήλωσαν", "ικανοποιητικές ιστορίες που με τάισαν", "ικανοποιητικές ιστορίες του κέντρου μου" και "ταυτοποίηση" - η ικανοποιητική ανθολογία "μετά το ωμέγα" χτίζει καταφύγιο στον άνθρωπο, στη χαρά του και στη θλίψη του, στον λυτρωμό και στη συντριβή του, στο μοίρασμα και στο κενό του. Ο Ευαγγελίου, με το κοφτερό διεισδυτικό του βλέμμα, δεξιοτέχνης παρατηρητής των μικρών λεπτομερειών ζωής, ακτινογραφεί τον άνθρωπο και τους λαβυρίνθους του, αιχμαλωτίζει με τον φακό του τις αόρατες ρωγμές. Ως θαυμάσιος αφηγητής / ποιητής μετατρέπει το ασήμαντο σε σημαντικό και το λίγο σε πολύ. Δίνει πνοή, χρώμα, βήμα και υπόσταση σε όσα μοιάζουν αδιάφορα σαν θολές φιγούρες σε θέατρο σκιών και τους κεντάει σάρκα, όνομα, οστά. Πλάθει τη γλώσσα εκ νέου και οι λέξεις φοράνε καινούργια ρούχα, δοκιμάζουν επιθέματα, προθέματα, προσθέσεις και αφαιρέσεις.

Στον ποιητικό τόπο του "μετά το ωμέγα", το φώς είναι ανέγγιχτο, άθικτο. Εδώ το "βράδυ" γίνεται "βράδι" για να μοιάζει με το αστέρι του. Εδώ κυριαρχεί το κίτρινο χρώμα του ήλιου και της ζεστασιάς ασπίδα στο γκρίζο και στην παγωνιά των καιρών μας. Οι λάμπες του δρόμου χαμογελούν στους μόνους και στη νύχτα που έρχεται. Η Χαρά κρύβεται στα πιο απλά πράγματα και στις προσωπικές αντωνυμίες. Εδώ υπάρχουν αναφορές κι αφιερώσεις σε πρόσωπα και ποιητές με κοινούς άξονες και κοινές πνοές. Εδώ υπάρχουν η σφαγή ενός αγάλματος, η κοιμισμένη επανάσταση του μεσημεριού, ένα κίτρινο λουλούδι αντί μιας χούφτας χώμα, οι έρωτες στιγμών, ο αδέξιος κι αόρατος Ιανουάριος, η απώλεια εαυτού και ταυτότητας, η διδασκαλία κλοπής προσώπου που κάποτε ξεπουλήθηκε, η επιμέλεια μιας νέας ζωής σε φωτεινό υπόγειο, τα "αχ" που συναντούν γυρισμένες πλάτες, το κορμί που παρίσταται σε γιορτή θανάτου, ο πολύχρωμος Ζακ και η λάμψη του που σκόρπισε τον τρόμο, τα κουκούτσια των μανταρινιών, η σύντροφος βρύση, οι υποθέσεις - οι αρνήσεις - οι υποσχέσεις, οι μέρες που ενώθηκαν βίαια και σχημάτισαν πολυσύλλαβες λέξεις, το απαγορευτικό του απόπλου προς την ευτυχία.

Η αντιποίηση της καθημερινότητας μετατρέπεται σε υποδειγματική, βιωματική, εμπνευσμένη κι εμπνευστική, πρωτοποριακή, προκλητική, απρόσμενα και θλιμμένα τρυφερή , πολιτική - για το προσωπικό και συλλογικό γίγνεσθαι και υπάρχειν- , αφαιρετική, υπαινικτική, δυνατή σαν ανεμοστρόβιλος, βαθιά ανθρώπινη ποίηση δια χειρός, καρδιάς και πνεύματος του Βαγγέλη Ευαγγελίου.

"μετά το ωμέγα"

Ποιητικό έργο - πανοπλία κόντρα στα φαρμακερά, θανατηφόρα βέλη της εποχής μας, που αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Και να γίνει σύνθημα, τραγούδι, συντροφιά, προσευχή, εξομολόγηση. 
 
 
ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, ελλιπές μέτρo

Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, ελλιπές μέτρo

 
Η πρόσφατη συλλογή (πεζο)ποιημάτων της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ διαθέτει ένα πιάνο, παρτιτούρες, μουσικότητα, ρυθμό, ατμόσφαιρα, παύσεις και μελωδίες με εισαγωγή που ξυπνά τη μνήμη κι έτσι, μεταξύ μνήμης, βιωμάτων και χρόνου που συστέλλεται και διαστέλλεται, οι λέξεις στροβιλίζονται και υφαίνουν ιστορίες. Πρώτη επίσημη ανθολογία ποιητικού λόγου της Τζιαούρη-Χίλμερ την οποία συναντήσαμε, θαυμάσαμε και εκτιμήσαμε περίπου τρία χρόνια πριν, όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο "Γραμμή ανάμεσά μας", που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Κύπρου 2020.

Κάτοικος Κύπρου όπου και εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση, με ποιήματα και διηγήματά της να έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά, η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, μια ξεχωριστή νέα φωνή των ελληνικών και κυπριακών γραμμάτων, επιστρέφει με το "Ελλιπές μέτρο" της καρδιάς της σε μια φροντισμένη και καλαίσθητη έκδοση από το Σαιξπηρικόν, του εξαίρετου Γιώργου Αλισάνογλου. Με την αισθαντική, φινετσάτη και, ταυτόχρονα, αιχμηρή της πένα δημιούργησε 36 (πεζο)ποιήματα ή ποιητικά πεζά που θυμίζουν θεατρικούς μονολόγους. Γραμμένα σε πρώτο ενικό, δεύτερο ενικό, τρίτο ενικό και πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, τα αφαιρετικά, ελλειπτικά και υπαινικτικά πεζοποιήματα στο "Ελλιπές μέτρο" σφύζουν από ζωή αληθινή κι έχουν στα βάθη τους ανθρώπινες ιστορίες και φωνές, χωρισμούς, αποχωρισμούς, αναχωρήσεις κι επιστροφές, στεριές και θάλασσες, ουρανό και γκρεμούς, εξομολογήσεις για τη ζωή όπως ξεδιπλώνεται και μεταλλάσσεται σε όλες τις αποχρώσεις και  τους τόνους της, για το "μετά" του θανάτου - φυσικού και ψυχολογικού - και την παγερή αμηχανία της επιστροφής σ' ένα έρημο - σαν ξένο πια - σπίτι με μυρωδιές οικείες και αναμνήσεις, με την ηχώ ενός tango σε μια χορογραφία με χέρια πλεγμένα και βήματα αδέξια που βρίσκουν τελικά την πορεία και τον ρυθμό τους. Και τι θαύμα: σε αυτούς τους ποιητικούς μονολόγους / ποιητικές αφηγήσεις - των οποίων η έκταση είτε καλύπτει μια  σελίδα είτε μόνο πέντε με έξι γραμμές - φανερώνεται μια ολόκληρη ζωή με όλα τα γλυκόπικρα υλικά της.

Στην πρωτοπρόσωπη ποιητική εξιστόρηση, η αφηγήτρια, σε εξομολογητικό τόνο, βγαίνοντας μέσα από τις στάχτες της υψώνεται σαν φοίνικας και, μέσω μνήμης,  ξετυλίγει το βίωμα του έρωτα και του τέλους του, τη μοναξιά που ακολουθεί, τις μύχιες τσακισμένες σκέψεις, τη μέρα που δίνει θέση στη νύχτα και στο ξημέρωμα της καρδιάς. Και παράλληλα με το προσωπικό βίωμα συνυφαίνεται και το συλλογικό: η εποχή, το τι / ποιοι είμαστε, το τεντωμένο σχοινί της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετανάστευση, η νοσταλγία,η απώλεια, τα κόκκινα σημάδια του τόπου και του χρόνου που χαρίζουν το αίμα τους στο κλάμα μιας καταιγίδας. 

Η Χίλμερ ικανότατη και εμβριθής μάρτυρας και παρατηρήτρια ρωγμών γράφει τα (πεζο)ποιήματά της αποφεύγοντας μελοδραματισμούς και κλισέ, δίχως να ωραιοποιεί τις καταστάσεις του υποκειμένου και των χαρακτήρων της παρά τις καταγράφει ως έχουν: πικρές και ρεαλιστικές αλλά με μια συγκινητική τρυφερότητα.

Η συλλογή ξεκινάει με μέτρημα και άρσεις και ολοκληρώνεται με την επιθυμία να πλαστεί η ζωή απ' την αρχή. Και στο ενδιάμεσο, πλήθος στιγμών και σκηνών σε υποδειγματικό ημίφως. Με τον άηχο θρήνο του τέλους μιας σχέσης, με μινιατούρες θύμησης, με σκόρπιες ανείπωτες λέξεις να συγκεντρώνονται και να συγκολλώνται με σελοτέιπ, με ένα γράμμα που βγαίνει απ' τον κλειστό του φάκελο και ξεχειλίζει από αγάπη και υπερηφάνεια και φέρνει πολύποθητα δάκρυα, με μια φωνή αλησμόνητη - κάτω απ΄το χώμα - να νοιάζεται και ν' αγαπά, με υπομονή και καρτερικότητα, με τ' απολεσθέντα κρυμμένα πίσω από βλέφαρα - κάτω απ' το χιόνι, με μια προτροπή για σιωπή προσωρινή ή μόνιμη, με υφέσεις, με μια ορχήστρα να παίζει στ' ακροδάχτυλα ενός μαέστρου, με ένα ζευγάρι χέρια σαν μάτια πάνω στα πλήκτρα, με δέκα δάχτυλα σε σπουδή σε ρε δίεση ελάσσονα, με τον χρόνο να περιστρέφεται στις φιγούρες ενός βαλς.

Ένα παλιό αμάξι κι η ιστορία του, η πνοή του, η σκόνη του.

Η επιστροφή στο πατρικό, τριάντα χρόνια μετά, η κληρονομιά, ο ήχος κι η μυρωδιά η γνώριμη που αφήνει ξέφραγο το ποτάμι στα μάτια. Το αγόρι με τα σπίρτα, το παιχνίδι - φωτιά και η φωτιά - επανάσταση κόντρα στη χρόνια συγκατάβαση. Η βροχή που ξεπλένει τον φόβο. Η ρίψη σταυρών στον βυθό και τα πτώματα στην επιφάνεια της θάλασσας, πατρίδα και Θεός σε αναζήτηση. 

Ένα φορτίο στην πλάτη - προστασία από την απόλυτη συντριβή. Ο φόβος που έχτισε σπίτι στους μαστούς. Η παλλόμενη αναρχία της καρδιάς, η αγιοσύνη των φίλων, οι σκορπισμένοι κόκκοι ζάχαρης στα πικρά χείλη της ζωής.

Η μνήμη - Τα πρόσωπα - Η άμμος και η θάλασσα - Οι νύχτες χωρίς φεγγάρι που αγκαλιάζουν τις παύσεις - Το εγκώμιο της μάνας.   Οι  α μ φ ι β ο λ ί ε ς  και  τα  α ν  της ζήσης μας.

Με  ακρίβεια και βάθος και  με απόλυτη ισορροπία φωτός και σκοταδιού, η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ κεντάει ψιλοβελονιά του ανθρώπου τις κλωστές. Απλώνει τα χέρια της προς τον ουρανό και φέρνει τ' άστρα, τα σύννεφα και τον ήλιο πιο χαμηλά, τα μετατρέπει σε ψιθύρους και σε νότες, σε ψιχάλες που φέρνουν λυτρωμό στα πάθη μας και καθαρότητα στα ασπρόμαυρα στιγμιότυπά μας.
 
 
Εκδόσεις  ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ