Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Φώτης Μανίκας, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας

Φώτης Μανίκας, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας

 
Με αυτό τον ευφάνταστο τίτλο, "Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας", και 18 διηγήματα - ηφαίστεια εν ώρα έκρηξης, κάνει -θεαματικά- την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα ο Φώτης Μανίκας που μας συστήνουν οι εκδόσεις Loggia μέσω της κίτρινης σειράς τους (διήγημα - νουβέλα).   Ο Φώτης Μανίκας γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου ζεί και εργάζεται, σπουδάζοντας Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και ήταν πριν μερικά χρόνια όταν προκάλεσε αίσθηση με τα "φλεγόμενα" ποιήματά του στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Και εκεί, στον ποιητικό του λόγο, όπως και στον πεζό, είναι εμφανείς η "ανησυχία", η φωτιά,  και η αιχμή στην έκφραση και στο ύφος του, στοιχεία ευδιάκριτα και στο παρόν πρωτόλειο έργο του με τις 18 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις να δημιουργούν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων που εναλλάσσονται και αναπτύσσονται με ταχύτητες εναέριου τρένου σε λούνα παρκ.  Οργή, οίκτος, συμπάθεια, αντιπάθεια, απέχθεια, συγκίνηση και σφίξιμο στο στομάχι είναι τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που θα βιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας / μελετώντας τις ιστορίες που υποδειγματικά έγραψε ο Μανίκας, κρατώντας μολύβι στο ένα χέρι και στο άλλο χέρι ένα κομμάτι καθρέφτη στραμμένο στην καθημερινότητα και στον παραλογισμό ανθρώπων της διπλανής πόρτας, κυρίως στην Αθήνα του σήμερα.

Ο συγγραφέας, με χειμαρρώδη, νευρώδη και ασθματικό λόγο, απεικονίζει απολύτως πιστά τα έγχρωμα και τα ασπρόμαυρα πλάνα της ζωής μας και τον βίο / παραίσθηση - ιδρώτα - τρόμο - υπαρξιακή αγωνία - κενότητα - είσοδο στο παράλογο των ηρώων του. Δημιουργεί ιστορίες ωμές, σκληρές κι ευαίσθητες όπου ο "βρώμικος" ρεαλισμός συνδέεται με τον μαγικό ρεαλισμό και τις πινελιές λυρισμού αποτυπώνοντας στο χαρτί χαρακτήρες, εικόνες, καταστάσεις, διαλόγους και γεγονότα που "ενοχλούν" είτε γιατί μας είναι εξαιρετικά οικεία επειδή τα βιώνουμε οι ίδιοι ή τα βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα δίπλα μας και τους γυρίζουμε την πλάτη με αποστροφή, λόγω ευθιξίας, βουτηγμένοι στην κενοδοξία μας, φυλακισμένοι σε τοξικά / ταξικά κελιά.

Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες των διηγημάτων του Μανίκα δεν μασάνε τα λόγια τους, τα λένε όπως ακριβώς βγαίνουν σαν ορμητικά νερά απ' τα χείλη τους. Ζούν και κινούνται σε υψηλές θερμοκρασίες, σε υψηλά επίπεδα νευρωτισμού, κυνηγημένοι από παλιούς και νέους επιπρόσθετους φόβους - φόρους βαριάς αλυσίδας που τους τραβάει με μανία σε πάτο πηγαδιού. Ακολουθούν ανορθόδοξα τα αρρωστημένα τους ένστικτα, επηρεάζονται τόσο από την ζοφερή πραγματικότητα που συχνά την συγχέουν με την φαντασία. Είναι δέσμιοι του παρελθόντος τους, βαθιά πληγωμένοι, περιθωριακοί ή "βολεμένοι" σε γάμους και σχέσεις - δίχτυα. Είναι ενήλικες που δεν κατάφεραν να ενηλικιωθούν, είναι macho άντρες και αδύναμες γυναίκες, και το αντίθετο. Πέφτουν από τα σύννεφα, πέφτουν στα ίδια τους τα μάτια και στα μάτια των άλλων, πέφτουν σε γκρεμούς αναζητώντας όσα τους προκάλεσαν την πτώση. Μπαίνουν σε γαλήνη. Μπαίνουν σε ξένα όνειρα. Με κουτσουρεμένα αισθήματα ζούν ζωές δανεικές. 'Εχουν εμμονή με το παρελθόν, κυνηγούν χίμαιρες, κυνηγούν ξημερώματα, έχουν φαντασιώσεις με το "ξένο" και "τ' αδοκίμαστο, το απ΄ αλλού φερμένο", νομίζουν ότι διατηρούν τον έλεγχο των καταστάσεων αλλά ουσιαστικά ο έλεγχος είναι χαμένος. Ζούν και πορεύονται με φαντάσματα του χρόνου, με αποτυπώματα από καύτρες στις παλάμες, με ιστορίες για δολοφονημένα σκυλιά και ανθρώπους που χάθηκαν σε ένα λαγκάδι. 

Δεν θυμούνται να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά τους που να οδηγεί στην ελπίδα, στο φώς. Βρίσκονται πότε άστρα, πότε υπόνομο. Παρακολουθούν μια ομάδα ανθρώπων που χορεύουν  ξέφρενα στο κέντρο μιας πλατείας. Κάνουν χρήση ουσιών υπό τον ήχο ενός κομπρεσέρ ανάμεσα σε ερείπια και σκουπίδια. Περιμένουν κάτι που δεν συνέβη ακόμα κι ούτε ποτέ θα συμβεί.

Είναι παιδιά που σηκώνουν ανάστημα στην πατριαρχία και σκάβουν μια τρύπα για να την θάψουν. Είναι άνθρωποι με ουρά όταν κρύβονται στις πέτρες της αβύσσου τους. Οργανώνουν με την παραμικρή λεπτομέρεια μια μελλοντική δολοφονία. Είναι εκτός εαυτού γιατί ο εαυτός τους - κι οκόσμος - δεν τους χωράει πια. Τα όνειρά τους είναι αερόστατα σε καθοδική πορεία. Πίνουν στην υγειά  της μοναξιάς τους. Αφηγούνται από τα υπόγειά τους, από τα μπαλκόνια τους, μέσα από σκοτεινά μπαρ, από το κέντρο της πόλης, από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, πάνω από φαράγγια, από τους δρόμους, με το φεγγάρι να φωτίζει αμυδρά τα σκουριασμένα ασήμια τους - κάτοπτρο σε σπαρακτική ομοιότητα  της ζωής τους.

Από τη βεράντα τους κατασκοπεύουν, με ένα κυάλι, τις ζωές των απέναντι. Φωνάζουν  στο κενό. Το παρελθόν βγαίνει σε κομμάτια απ' το στόμα τους, απ΄τις φλέβες τους. Έχουν αυτοκτονικές τάσεις, είναι θύτες και θύματα βίας και καταστροφικών δεσμών έρωτα και αίματος. Γλείφουν τις πληγές που τους ξύνει το φως, χάνουν την πορεία τους - για αλλού ξεκινούν κι αλλού καταλήγουν. Το κρύο τούς διαπερνά ως το μεδούλι. Εγκαινιάζουν μια νέα ζωή στην οποία οι υπάρξεις τους τραγουδούν σε λάθος τόνο με ορχήστρα γονεϊκών βλεμμάτων, επικρίσεων, ψιθύρων και λυγμών.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις -υπαινικτικές, ελλειπτικές, επαυξημένες- συνομιλούν με το παράδοξο και το αληθινό κι είναι τόση η δύναμή τους που μοιάζουν σαν πυροβολισμοί σε ευπρόσδεκτη επίθεση, κι οι σφαίρες τους βρίσκουν στόχο σε κάθε ευαίσθητη αναγνωστική χορδή. Όσο κι αν ο αναγνώστης αντιπαθήσει τους ήρωες του Μανίκα, άλλο τόσο του συμπονά, τους κατανοεί και ταυτίζεται μαζί τους. Κι ο δημιουργός των ιστοριών τους, χωρίς να παραχαράζει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα, υποσκάπτει την σκληρή της αλήθεια και κεντά περίτεχνα το λοξό, ρεαλιστικό της σύμπαν.

Ο Φώτης Μανίκας, χρησιμοποιώντας παιγνιώδεις τίτλους στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, με οικονομία λόγου, χιούμορ, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, διεισδυτικότητα, σαρκασμό και τρυφερότητα, πλέκει στον λογοτεχνικό του καμβά το σύγχρονο αστικό τοπίο και την σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά τόσο κυνικά και τόσο ποιητικά ταυτόχρονα και μας χαρίζει ένα θαυμάσιο πρώτο δείγμα της πεζογραφίας του με διηγήματα ανεξίτηλων εικόνων, αποχρώσεων και χαρακτήρων.
 
 
Εκδόσεις Loggia

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

Νάνσυ Αγγελή, προσμονή ή τα βουνά

Νάνσυ Αγγελή, προσμονή ή τα βουνά

 
Εκδόσεων Περικείμενο πρόσφατη κυκλοφορία η παρούσα συλλογή 30 μικρών κειμένων που αποτελούν μείγμα λογοτεχνικών δοκιμίων, φιλοσοφικών στοχασμών, διηγημάτων, εξομολογήσεων, σταχυολόγησης σκέψεων για τον καθημερινό βίο και τις λεπτομέρειές του εκείνες που περνούν απαρατήρητες, -λόγω της έλξης μας στην επιφάνεια των πραγμάτων- ασκήσεων ύφους άρα ανολοκλήρωτων ιστοριών ή ιστοριών που ολοκληρώνονται με ένα ανοιχτό τέλος και, τεχνηέντως, προσκαλούν / προκαλούν τον αναγνώστη να δώσει τη δική του συνέχεια. Όπως και να 'χει, πρόκειται για μια συλλογή σαγηνευτικών ιστοριών, "σκαλισμένων" με τέχνη και φροντίδα που αναδεικνύουν του ανθρώπου το μεγαλείο και τη μικρότητα, το ύψος και το βάθος του, το φως και το σκοτάδι του, τη γιορτή και τα πένθη του, τα "έλα" και τα "φύγε" του, την αρχή και την λήξη των παθών του.
 
Γραμμένα υποδειγματικά, τα 30 αυτά μικρής έκτασης λογοτεχνικά διαμάντια τραβούν σαν μαγνήτης με τον ρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό τους, τις αποχρώσεις τους, την αλήθεια τους και την παραδοχή τους. Μας καλούν να έρθουμε σε διάλογο με τον εαυτό μας και με τους άλλους, να κάνουμε δυο βήματα πιο βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την ανθρώπινη διάσταση γενικότερα, να δούμε το πώς η πραγματική ζωή συμπορεύεται με την άλλη, την εσωτερική, την ανομολόγητη και να παρατηρήσουμε τις ρωγμές τους.
 
Η δημιουργός των κειμένων, Νάνσυ Αγγελή, είναι μια συγγραφέας - τεχνίτης "αθόρυβη" που διαθέτει εκρηκτικό τρόπο έκφρασης και γραφής και εντελώς προσωπικό ύφος.  Το 2015, από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Μια μέρα απόλυτης ησυχίας". Το 2018, η επόμενη ανθολογία ιστοριών της "Η νοητή ευθεία που ενώνει ένα σώμα μ΄ ένα άλλο" κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη ενώ διηγήματα και μεταφράσεις της δημοσιεύτηκαν σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. (Αξίζει να ανακαλύψετε κάποια από αυτά στο περιοδικό Χάρτης). Μεταφράζοντας συνέβαλλε σε δυο σημαντικές εκδόσεις: από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες, το 2020, κυκλοφόρησε η ποιητική ανθολογία "Φως - Έρωτας - Θάνατος" με επιλογές ποιημάτων του νομπελίστα Ισπανού ποιητή Vicente Aleixandre και από τις εκδόσεις Βακχικόν, το 2021, μας σύστησε την σπουδαία ποιήτρια Leire Bilbao μέσω της ποιητικής συλλογής "Νερά Μάνες". Η Αγγελή συμμετείχε στα συλλογικά έργα "Ιστορίες μπονζάι" των εκδόσεων Γαβριηλίδη την διετία 2014 - 2016, και κάνει μια εξαιρετική, υποδειγματική δουλειά στο blog της όπου παρουσιάζει μεταφραστικά δείγματα ισπανόφωνης πεζογραφίας στα ελληνικά. Σπούδασε μετάφραση και δημοσιογραφία, ζεί στην Ισπανία από το 2008 και, πριν λίγο καιρό, επέστρεψε με την τρίτη της συλλογή μικρών πεζών "προσμονή ή τα βουνά" για να αποδείξει για μια ακόμα φορά το χάρισμά της να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να κάνει το μικρό και το ασήμαντο σημαντικό, να παρατηρεί με προσήλωση τις ανεπαίσθητες κινήσεις ανθρώπων και πραγμάτων, να παίρνει αυτά που -φαινομενικά- δεν αναπνέουν και να τους δίνει ζωή, να τα καλλιεργεί και να τα ποτίζει μέχρι τη μόνιμη άνθησή τους, να "παντρεύει" το κανονικό με το απόκοσμο και να δημιουργεί ιστορίες ευαίσθητες για τ' ανθρώπινα, για το κενό, τη ματαιότητα, τις ψευδαισθήσεις, τη μοναξιά, για τις επιθυμίες που πνίγονται στον ποταμό της γλώσσας και δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν στη στεριά των χειλιών.
 
Η αφήγηση εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη ενικού αριθμού σε πρωτοπρόσωπη πληθυντικού. Τα συναισθήματα και οι αφηρημένες έννοιες αποκτούν υπόσταση, σώμα και ψυχή: Η ύπαρξη μπαίνει ανάμεσα στην αφηγήτρια και στον εραστή της σαν παιδί που αποζητά χάδι και προσοχή. Ο Φόβος εγκαθίσταται στον εγκέφαλο μιας γυναίκας και τον κάνει ζεστή κατοικία του.
 
Η προσμονή, τρυφερή κι επικίνδυνη μαζί, μια κουκίδα που στέκεται με σθένος απέναντι στα βουνά, τα αγκαλιάζει με το βλέμμα της και συνομιλεί με τη σιωπή τους. Η ευτυχία και το ωράριό της, οι αντιφάσεις της, η στέγη και η εξορία της. Η αγάπη που χαρίζει φτερά και εξαπατά. Το νόημα της ζωής πάνω σε θραύσματα μετά από μια μάχη με θέα την ήττα. Η μοναξιά που πέφτει πάνω σε σώματα και αντικείμενα σαν σκόνη. Η ακλόνητη πίστη που πάει κόντρα στο ρεύμα και είναι πάντα αθάνατη όταν τριγύρω όλα κι όλοι πεθαίνουν.
 
Οι χαρακτήρες -κυρίως γυναικείοι χαρακτήρες- των κειμένων της Αγγελή περιμένουν κάτι το οποίο ποτέ δεν ομολογούν. Ταλαντεύονται στην άκρη των υπαρξιακών τους φαραγγιών. Συλλέγουν σημάδια. Ταξιδεύουν μένοντας στάσιμοι σε ένα καινούργιο τοπίο μακριά απ΄ το οικείο τους. Είναι ευτυχισμένοι με τα λίγα κι ανήμποροι να συγκρατήσουν τον χρόνο που κυλάει σαν άμμος απ' τα τρύπια χέρια τους. Χρησιμοποιούν -γράφοντας- λέξεις για να περιγράψουν πράγματα και καταστάσεις που δεν περιγράφονται με λέξεις. Συγκατοικούν με το φόβο και την ερημιά. Τολμούν και βγάζουν την καρδιά τους απ΄τη θέση της. Είναι τακτικοί και συνεπείς μέσα σε έναν ασυνεπή κι ακατάστατο κόσμο. Μιλούν με τον ήλιο. Χτίζουν ένα σπίτι, κοινωνικοποιούνται, γίνονται μέρη / μέλη του συστήματος από κεκτημένη ταχύτητα και γιατί έτσι πάει ο κόσμος κι όχι αλλιώς και στο τέλος τα χάνουν όλα. Είναι φιγούρες κάτω από έναστρο ουρανό. Είναι γυναίκες που ξαναγεννιούνται στην ωριμότητά τους μετά από ένα διαζύγιο, μια συνταξιοδότηση, ένα θάνατο. Στέκονται αμήχανοι μπροστά σε μια καινούργια πόλη που πάλλεται με φόντο το φως της ελπίδας.
 
'Ολες τους, ιστορίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυτοαναφορικές και θορυβώδεις μέσα στη γαλήνη τους,  μπαίνουν οργανικά η μια μέσα στην άλλη, στέκονται σαν αντικριστοί καθρέφτες και κάνουν ανταλλαγή φωτός, λάμψης, λέξεων, ψιθύρων, οικουμενικής ομορφιάς κι ενός χεριού, μιας καρδιάς κι ενός ταλέντου σαν αυτά της Αγγελή που από μακριά είναι τόσο κοντά μας, γράφοντας και ανάβοντας φωτιά σε γιορτή ξενιτιάς και γης αγαπημένης για ανθρώπους - μονοπάτια που τα βαδίζουμε και ανθρώπους - θάλασσες που μέσα στα νερά τους (ξανα)βαπτιζόμαστε αθώοι και καθάριοι.
 
Μια θαυμάσια συλλογή πεζών, μια θαυμάσια πρόζα σε 30 κομμάτια που αξίζει να ανακαλυφθεί, να διαδοθεί και να διαβαστεί ξανά και ξανά για να βιωθεί η ίδια συγκίνηση που προκαλούν οι εικόνες, η τρυφερή θλίψη που ρίχνει το σεπτό της φως στις λέξεις, των λέξεων η σοφία, η μουσικότητα, η πυκνότητα, το νόημα, το παιχνίδισμα κι ο ιριδισμός, η δεξιοτεχνία.  Η Νάνσυ Αγγελή ακούει όσα δεν προφέρονται κι όλα εκείνα τα συναισθήματα που -σιωπηλά, συμβιβασμένα, ακίνητα, αμίλητα- βλέπουν τη ζωή να περνάει από το παράθυρο και τα αποτυπώνει στο χαρτί τόσο περίτεχνα, τόσο κρυστάλλινα και τόσο διεισδυτικά.
 
Περικείμενο Βιβλία

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

José Daniel Espejo, Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής

 
José Daniel Espejo, Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής
Το βίωμα, η προσωπική περιπέτεια, ο προσωπικός Γολγοθάς, η ζωή που σερβίρει σύννεφα και καταιγίδες σε θαμπό ασημένιο δίσκο, ένας πατέρας που μεγαλώνει μόνος τα δυο του παιδιά, εν εκ των οποίων είναι αυτιστικό, είναι ευφυώς, ανθρώπινα και θαυμάσια μεταφερμένα σε ποίηση. Την ποίηση που τρυπάει με καρφιά την καρδιά του αναγνώστη και, παράλληλα, του ανοίγει την αγκαλιά ενός κόσμου άλλου δίνοντας μάθημα δύναμης, ελπίδας -μέσα στην απελπισία-, ειλικρίνειας, θάρρους και "μελέτης" για το πώς η θλίψη όταν γέρνει το μέτωπό της πάνω στο λευκό χαρτί γεννά λέξεις που κεντούν ποίηση συγκινητική και τότε η θλίψη βγάζει φτερά στους ώμους, φοράει τα καλά της, ανοίγει την κλειδαμπαρωμένη της πόρτα, βγαίνει, πετάει, ξεπερνά σύνορα, βουνά και θάλασσες, ακυρώνει χιλιόμετρα κι έρχεται και μας χτυπά το τζάμι να μπεί απ΄το παράθυρο να την καλοδεχτούμε όπως της αξίζει, να γίνει γιορτή μοιράσματος, να μοιραστεί σαν αντίδωρο.

Σαν το αντίδωρο ακριβώς που μοιράζεται με τους αναγνώστες ο -για πρώτη φορά μεταφρασμένος στα ελληνικά- José Daniel Espejo.

Ποιητής, συγγραφέας, αρθρογράφος, ακτιβιστής και βιβλιοπώλης στη Μούρθια της νοτιοανατολικής Ισπανίας, τιμημένος με το Διεθνές Βραβείο Juan Rejano - Puente Genil 2019 για την παρούσα ποιητική του συλλογή, "Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής", που κυκλοφόρησε στη χώρα μας χάρη στη συγκίνηση που βίωσε διαβάζοντάς της στα ισπανικά ο εξαίρετος μεταφραστής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και στη συνέχεια, συγκλονισμένος από την σκληρή ομορφιά των πεζοποιημάτων του Espejo, τα μετέφρασε και δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Χάρτης, για να ακολουθήσει η μαγική εκείνη στιγμή που η πάντα αεικίνητη, πνευματικά ανήσυχη και δημιουργική Μαρία Γυπαράκη  με τους συνεργάτες της στο Librofilo προχώρησαν στην έκδοσή τους σε αυτόν τον καλαίσθητο και φροντισμένο τόμο. "Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής" εγκαινιάζουν τη νέα σειρά του Librofilo , Ars Poetica και αποτελούνται από έξοχα βιωματικά κείμενα που ακτινογραφούν την ψυχή του ποιητή Espejo  και το δράμα του αυτισμού του γιού του, θέμα που δεν είναι σύνηθες στην ποίηση και στην πεζογραφία. Είναι κείμενα / ποιήματα πλασμένα με απλά υλικά, είναι ειλικρινή, συνταρακτικά κι έχουν μέσα τους μια ζωή που έρχεται και μπαίνει -επιθετικά και τρυφερά, την ίδια στιγμή- στη δική μας ζωή ως σκέψη, ως οικειότητα, ως προβολέας που φωτίζει το τραύμα χωρίς να εκλιπαρούν για οίκτο, χωρίς ο Espejo να προβάλλει τον εαυτό του ως ήρωα. 

Με μια γλώσσα απλή, διαυγή, υπαινικτική, γλυκόπικρη και οικεία, ο José Daniel Espejo γράφει αυτά τα πολύ ιδιαίτερα πεζοποιήματα εκθέτοντας το βίωμά του όπως θα μοιραζόταν μια κουβέντα μ' έναν καλό φίλο για να βγάλει προσωρινά από μέσα του τον κορμό με τ' αγκάθια, να φωτίσει με τις λέξεις το σκοτάδι που τον περικυκλώνει. Αυτοβιογραφείται, σατιρίζει και (αυτο)σατιρίζεται, βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, ως μάρτυρας και θεατής της ζωής του, του εαυτού του, του αυτιστικού γιού του Μαρτίν, του κόσμου, του συστήματος, των φίλων που χάθηκαν. Είναι ο "κάποιος άλλος" και ο πατέρας - φροντιστής του Μαρτίν και μέσω των κειμένων /ποιημάτων του, σε αυτή τη δίγλωσση έκδοση, εξομολογείται όσα φοβάται και όσα δεν λέει πουθενά, εκθέτει στο χαρτί τα συναισθήματά του, την προσωπική του ταλαιπωρία, τη μοναξιά του, την ανασφάλεια του πόσο καλά τα καταφέρνει (και δεν τα καταφέρνει πάντα), αφήνει την πίκρα του ελεύθερη να ξεχειλίσει και να εκφράσει το πόσο δεν χωρά η δική του ζωή στις "κανονικές" ζωές των άλλων, των οποίων την ευτυχία παρατηρεί από μακριά σαν να παρακολουθεί εικόνες τηλεοπτικών διαφημίσεων.
 
"....'Οσο πιο όμορφο το παραμύθι τόσος λιγότερος είναι ο χώρος  που έχουμε εμείς σ' αυτό. Αν τραγουδάμε πού και πού είναι γιατί γνωρίζουμε τα λόγια επειδή τ' ακούσαμε στο ράδιο τη ζωή των άλλων τραγουδάμε."  (σελίδα 25)

Αφήνει να φανεί η συγκρατημένη οργή του για την απουσία ενός δίκαιου κράτους, για την (αυτο)περιθωριοποίησή του. Ανοίγει την καρδιά του, ονειροπολεί, πίνει, κλαίει, αποτυγχάνει, λυγίζει, πέφτει, σηκώνεται ξανά, χαμογελά μέσα στην οδύνη, ερωτεύεται. Κι ας μην κρατούν οι έρωτες παρά μονάχα στιγμές κι ύστερα του γυρνούν την πλάτη και το βάζουν στα πόδια. Τρομαγμένοι έρωτες -μπρος στη λύπη και την αθλιότητα του σπιτιού του- που συνορεύουν με τη νύχτα και την παραίτηση και την επόμενη προσπάθεια να συνεχίσει τη ζωή που του κληρώθηκε.

Η ποιητική αφήγηση γυρίζει πίσω στο χρόνο: στις μεγάλες αγωνίες, στο απόλυτο σκοτάδι. Γίνεται παράθυρο που μας επιτρέπει να δούμε το εσωτερικό του σπιτιού του Espejo, ο οποίος κινείται από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν φάντασμα ανάμεσα σε φαντάσματα, κοιτά από απόσταση την παραμορφωμένη λέξη "έρωτας", τρέχει με τον Μαρτίν στις  θεραπείες, ακούει τον Μαρτίν μεσα στη νύχτα να μιλάει ακατάπαυστα κι άλλοτε να ουρλιάζει, γράφει ποιήματα, ξενυχτάει μεθώντας και κλαίγοντας, εκδίδει τα βιβλία του, είναι ενεργός πολιτικά, κι όλα -πάλι και πάντα- καταλήγουν στη φροντίδα του Μαρτίν. Με σφιγμένα δόντια και δάχτυλα, ακούει τα λογύδρια και τις συμβουλές των ειδικών κι ενώ θέλει να ξεσπάσει, τελικά σωπαίνει και γνέθει ένα ακόμα ποίημα ως εναλλακτική λύση.
Βιώνει την επανάληψη όταν ο Μαρτίν παρακολουθεί το ίδιο βίντεο συνεχόμενα ώσπου να το απομνημονεύσει, ζεί τις μέρες και τις νύχτες μαζί του, τις ελάχιστες στιγμές ανεμελιάς και τις πολλαπλές νυχτερινές κρίσεις με τον θόρυβο αντικειμένων που  σπάνε και τα ουρλιαχτά του Μαρτίν να σκίζουν τη σιωπή και να αναστατώνουν τους γείτονες. Μια μικρή παρηγοριά: το μαξιλάρι της χαμένης του συζύγου, η μυρωδιά των μαλλιών της πάνω του, η παρουσία της στα όνειρά του, σε ένα παρόν και σε ένα μέλλον πατέρα και γιού με περιπάτους, με εισόδους στον "κανονικό" κόσμο, με την αστυνομία να τους χτυπά την πόρτα τις νύχτες των κρίσεων, με αποτυχίες, με μάχες με την αθλιότητα και την πτώση, με εσωτερικές συνομιλίες, με τον ήλιο πάντα να βρίσκει ένα τρόπο να στέλνει δείγματα αχτίδων του στο πιο σκοτεινό τους υπόγειο.

Στα όνειρά του, ο αφηγητής, βλέπει από μακριά ένα νησί προορισμένο για τον ίδιο και τον Μαρτίν και ξέρει πως ποτέ δεν θα το φτάσουν. Τα όνειρά του έχουν μαύρες τρύπες και χρώματα και οι δυό τους, πατέρας και γιός, κυνηγούν αυτά τα χρώματα στο φώς της μέρας, κυνηγούν τη ζωή που τρέχει έξω απ΄τη δική τους, κυνηγούν τις σκιές τους. Τρώνε δημητριακά σαν αυτά που τρώνε στις διαφημίσεις οι "κανονικές" οικογένειες γύρω από καλοστρωμένα τραπέζια, ευτυχισμένες οικογένειες που τα μέλη τους σφύζουν από εκρηκτική υγεία κι έχουν αστραφτερά δόντια, χαμόγελα, κουτάλια. Ο Μαρτίν παρακολουθεί βίντεο με τις λίμνες της Βόρειας Αμερικής και ο πατέρας / αφηγητής /ποιητής ετοιμάζει ποιήματα - αντίδωρα κι ένα φως θ' ανάψει μακριά απ' το σπίτι τους, έξω απ' τα ποιήματά του.

Τα ποιητικά κείμενα του José Daniel Espejo παρουσιάζουν έναν άνθρωπο (τον εαυτό του) που ξέρει να ομολογεί την αλήθεια στις σελίδες του και φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με εύθραυστες, ανθρώπινες και ανεξίτηλες εικόνες. Κείμενα απογυμνωμένα από εξάρσεις λυρισμού και λογοτεχνικά ψιμύθια,αντιθέτως είναι ωμά και επιθετικά, προκαλούν έναν ίλιγγο συναισθημάτων  και  διαβάζονται ως ένα βιωματικό, εξομολογητικό, σχεδόν μυθιστορηματικό χρονικό σπασμένο σε κομμάτια μέσα στο χρόνο, μέσα στις πληγές, στα γέλια, στα κλάματα, στην αγωνία, στην ελπίδα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες. Στο τέλος κάθε λέξης φανερώνεται ένα βεβιασμένο χαμόγελο, ένα πικρό παράπονο, μια σκιά, μια κενή καρδιά, το τρέμουλο των λέξεων, το άδειο σπίτι, μια μόνιμη ρωγμή που προκαλεί παράλυση αλλά αφήνει κι ένα θραύσμα φωτός να φανεί.

Ένας Ποιητής Αποκάλυψη ο José Daniel Espejo και τα ποιητικά του κείμενα ριζώνουν στο μυαλό και στην ψυχή μας. 

Πρόλογος και υποδειγματική, γεμάτη ευαισθησία, μετάφραση από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Επίμετρο του Ντανιέλ Χ. Ροντρίγκεθ.
 
Εκδόσεις  Librofilo & Co
 
 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Μιχάλης Μαλανδράκης, Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ

Μιχάλης Μαλανδράκης,  Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ

 
Γνωρίσαμε τον Μιχάλη Μαλανδράκη και εντυπωσιαστήκαμε από το συγγραφικό του ταλέντο το 2019, όταν έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, μέσω των εκδόσεων Πόλις, με τη συνταρακτική, κοινωνικοπολιτική του νουβέλα "Patriot" και ήταν ένα πεζογραφικό δείγμα που προδιέγραψε τη θέση που θα καταλάμβανε ο νεαρότατος συγγραφέας στα εκδοτικά πράγματα, θέση που κατέκτησε με δουλειά, στόχο, έρευνα, προσήλωση, χαμηλό προφίλ και, φυσικά, ταλέντο. Για αυτό το πρωτόλειο έργο του, ο Μαλανδράκης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα εξ ημισείας με την Ηλέκτρα Λαζάρ για την ποιητική της συλλογή "Άγια νήπια", από τις εκδόσεις Άπαρσις.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά, ζεί στην Αθήνα, είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου και εργάζεται στο Τμήμα Μυθοπλασίας της ΕΡΤ.

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το "Patriot", επιστρέφει με ένα σπουδαίο μυθιστόρημα (ολοφάνερα προϊόν μόχθου, ψυχής και επίμονης μελέτης) κινηματογραφικής αισθητικής, απόλυτα ρεαλιστικό, με γρήγορους ρυθμούς και διεισδυτικότητα. Ένα ψυχογράφημα - πορτρέτο του κόσμου μας, της χώρας μας, της φυλής μας, του κεντρικού χαρακτήρα Χάρη Αλεξιάδη και του κόσμου όπως αναδιπλώνεται γύρω του κι εντός του κατά την δεκαετία του '90 και των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας μεταξύ Σαράγεβο και Αθήνας, μεταξύ της παράνοιας του πολέμου και της λάμψης της δημοσιότητας, χωρίς ίχνος ωραιοποίησης των καταστάσεων παρά αυτές παρουσιάζονται αυτούσια και απροκάλυπτα.

Η αμφίδρομη -χρονικά και γεωγραφικά- τριτοπρόσωπη αφήγηση καλύπτει σχεδόν 40 χρόνια, από το 1969 και την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή ως τις αρχές του 2010 όταν ολοκληρώνεται η ιστορία του. Καλοκαίρι του '69, η αδερφή του Χάρη Αλεξιάδη πεθαίνει, κι ο θάνατός της είναι ένα γεγονός που τον στοιχειώνει όπως τον στοιχειώνουν οι ήχοι στο σπίτι: τα ουρλιαχτά της μαμάς, το ποδοβολητό και οι κραυγές του μπαμπά για γιατρό και βοήθεια. Το 1972, ο Χάρης γίνεται μάρτυρας ήχων του ανθρώπινου πόνου ξανά, όταν αυτή τη φορά από το διπλανό διαμέρισμα ακούει τους λυγμούς του ψηλού γείτονά τους, δημοσιογράφου, που επιστρέφει μετά από κράτηση στη Μπουμπουλίνας με μπανταρισμένα πόδια και πατερίτσες. Ο ήχος των λυγμών του διπλανού του, σφηνώνει μέσα στον Χάρη σαν σφαίρα κάτω απ' το δέρμα, μια για πάντα.     Αργότερα, ο νεαρός πρωταγωνιστής εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και αυτό το νεανικό του ενδιαφέρον μετατρέπεται σε βιοπορισμό. Γίνεται δημοσιογράφος, εργάζεται σε εφημερίδα και κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '90, με την άνοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, πιάνει δουλειά σε τηλεοπτικό κανάλι. Κι απ΄το κανάλι, θα βρεθεί το 1992 στο Σαράγεβο ως πολεμικός ανταποκριτής.

Ο αρχικός του ενθουσιασμός θα δώσει σκυτάλη στην κούραση, στην ταλαιπωρία, στο ανοιχτό τραύμα που ματώνει, στον ψυχικό πόνο απόρροια των εικόνων ενός πολέμου που τελειωμό δεν έχει κι αφήνει πίσω του ερείπια σπιτιών και βίων και ανέστιες ανθρώπινες φιγούρες. Η ευαίσθητη ψυχή του Χάρη σπάει σε χιλιάδες κομμάτια από τη φρίκη, από τους θανάτους, από το παράλογο. Ενώ αυτό που επιθυμούσε ήταν η δράση και η παρουσία στην καρδιά των γεγονότων και της είδησης, νιώθει φυλακισμένος σ' αυτό το βεβηλωμένο τοπίο. Και πάντα μόνος, να παρατηρεί τον εαυτό του έξω απ΄τον εαυτό του σαν θεατής, παρά τη μόνιμη παρουσία  και την παρέα των συναδέλφων του και των ντόπιων ανθρώπων. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα με ολιγοήμερη άδεια, εγκαταλείπει τελικά το πολεμικό ρεπορτάζ και μετά, έρχεται μια πρόταση από το κανάλι κι εκείνος πραγματοποιεί τηλεοπτική στροφή. Από την κάλυψη της θηριωδίας του πολέμου, μεταπηδά στον τομέα της ψυχαγωγίας ως παρουσιαστής σε ένα νέο μουσικό τηλεοπτικό παιχνίδι με τίτλο "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ". Από το κόκκινο και το μαύρο του πολέμου και του θρήνου στο Σαράγεβο περνάει στα λαμπερά φώτα της τηλεόρασης, της επιτυχίας, της ανόδου, της κεντημένης με χρυσά γράμματα ζωής και καριέρας, των πάρτι, του αλκοόλ, της διασκέδασης, μέσα στην πολυκοσμία και τις πολλές τις συναναστροφές με κοσμικές προσωπικότητες των Αθηνών, με όμορφες γυναίκες του λίγο, της μιας νύχτας, της κάλυψης κενών.

Η μια επιτυχία φέρνει την άλλη. Ο Χάρης αναλαμβάνει την παρουσίαση κι άλλων τηλεπαιχνιδιών κι ενός reality show. Και κινείται  σε μια τρελή κούρσα συναισθηματικών εναλλαγών. Νιώθει δυνατός, νιώθει τον κόσμο να του ανήκει και, ταυτόχρονα, νιώθει αδύναμος, δέσμιος μιας παλιάς θλίψης που έχει χτίσει σπίτι μέσα στην καρδιά του. Κάποια στιγμή, εν ώρα γυρίσματος, καταρρέει. Από το κανάλι τού ανακοινώνουν ότι το "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ" σταματάει προκειμένου ο Χάρης να ανακτήσει δυνάμεις, να φροντίσει τον εαυτό του και την υγεία του.

Ο κόσμος του Χάρη κλονίζεται, ο κόσμος μακριά από τα φώτα των προβολέων, μακριά από τον πυρετό των γυρισμάτων και την αγωνία για τα νούμερα τηλεθέασης, χωρίς την επαφή του με το κοινό και το τηλεοπτικό συνεργείο, μακριά από την ένταση, χωρίς τους φίλους, τις βόλτες, τις ξέφρενες νύχτες στην παραλιακή, δεν είναι ο κόσμος του, είναι ένας κόσμος που πια δεν του ανήκει. Κι όταν στη συνέχεια προκύπτει ένα σοβαρό νευρολογικό πρόβλημα που του προκαλεί κινητικές δυσκολίες και τον αναγκάζει να αποσυρθεί από την προηγούμενη ζωή του, ο Χάρης μένει μόνος με ψυχή μπανταρισμένη, με ένα ζευγάρι ακουστικά στα αυτιά και τη μουσική να παίζει δυνατά μονάχα για εκείνον, να μην τον αφήνει να θυμάται και να πονάει, να μην αφήνει άλλους ήχους να ακούγονται.

Εξαιρετικά σφιχτοδεμένη πλοκή, στέρεα δομημένοι χαρακτήρες και δυνατές κινηματογραφικές εικόνες σε ένα μυθιστόρημα με πιστή αναπαράσταση μιας εποχής και των γεγονότων της, (πόσο επιτυχώς αναπαριστά ο συγγραφέας την εμπόλεμη κατάσταση στο Σαράγεβο, δίνοντας βαρύτητα στο ανθρώπινο στοιχείο μπροστά και πίσω από τις συρράξεις και πόσο θαυμάσια πιάνει  τον σφυγμό της δεκαετίας του '90, των ιλουστρασιόν κούφιων  υποσχέσεων και στιγμών της), με βάθος και συναίσθημα και με την παιδική ηλικία του Χάρη Αλεξιάδη -ενός ανθρώπου σπασμένου σε δυο ανθρώπους τελετουργικά πλασμένου δια χειρός Μαλανδράκη- να εκπέμπει το θαμπό φως της σε ολόκληρη την πορεία του.

Ένα λογοτεχνικό έργο, το "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ", για τη μοναξιά που γίνεται εντονότερη εν μέσω συντροφιάς και φλυαρίας, για τον εκκωφαντικό ήχο της μουσικής που καλύπτει όλα εκείνα που δεν θέλουμε να ακούσουμε, για το παρελθόν που μας ακολουθεί σαν βαριά σκιά, σαν αόρατη ισόβια αλυσίδα.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης, τόσο στο πρώτο του λογοτεχνικό βήμα με τη νουβέλα "Patriot" όσο και στο δεύτερο καινούργιο βήμα του -αμφότερα από τις εκδόσεις Πόλις-  καταπιάνεται με "δύσκολα" θέματα, βάζει ψηλά τον πήχη και, διαθέτοντας στέρεες βάσεις, τα καταφέρνει επάξια καθώς και καταφέρνει να μας αποδείξει ότι ήρθε δυναμικά για να μείνει και να παραμείνει και να ξεχωρίσει στην ελληνική πεζογραφία.

Γράφοντας, εντυπωσιάζοντας, συγκινώντας, νικώντας.
 
Εκδόσεις Πόλις

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Δημήτρης Στατήρης, Ο πυρήνας μέσα μου

'Ολα εδώ συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας που προηγήθηκε. Πρόσωπα, γεγονότα, σύμβολα, βλέμματα, όρια πέρα από τα όρια, αναζητήσεις, ανατροπές, φώτα που χαμηλώνουν και σβήνουν, ένας υδάτινος κόσμος κάτω απ΄το έδαφος, ξαφνικοί αποχωρισμοί, ένα χαμένο χειρόγραφο, μια τρελή ανεξέλεγκτη πορεία από το γκρίζο της μεγαλούπολης στον εσωτερικό πυρήνα ενός ανθρώπου, όλα διαδρομές και σκιές σε μια ιλιγγιώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Ο Δημήτρης Στατήρης, ο συγγραφέας της παρούσας εκπληκτικής νουβέλας, -που κινείται σε μια νουάρ, απόκοσμη ατμόσφαιρα με στοιχεία νατουραλισμού- γεννήθηκε στη Λάρισα όπου και διαμένει και σπούδασε μηχανολογία.  Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες  κι έχουν μεταφραστεί στην ιταλική γλώσσα.  Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων "Ο σολίστ και άλλα πεζά", ( εκδόσεις Θράκα, 2016), "Ξένοι στην κόψη" (εκδόσεις Σμίλη, 2018) και "Προτομές" (εκδόσεις Σμίλη, 2020). Ακολούθησε η νουβέλα "Εκεί που η όραση περισσεύει" (εκδόσεις Θράκα, 2022) και, αρχές του φετινού φθινοπώρου, ο ταλαντούχος συγγραφέας επανήλθε με το πέμπτο έργο του "Ο πυρήνας μέσα μου" από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μια νουβέλα συναρπαστική, κινηματογραφικής πλοκής, δομής και αφήγησης, με ταχύτατο ρυθμό, με άρτια τεχνική και μια ιστορία που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα. Μια ιστορία από αυτές που ο αναγνώστης δεν μπορεί να αφήσει από τα χέρια του, που τον παρασύρουν  στον στρόβιλο των γεγονότων, τον σπρώχνουν σε βυθό ωμού ρεαλισμού, ως το τέλος που απομένει μονάχα ένα κομμάτι νυχτερινού ουρανού -πάνω απ΄την ησυχία του κόσμου- να αχνοφέγγει δυο χέρια αδειανά, μια ψυχή κενή, ένα μυαλό θολωμένο κι ένα μονοπάτι που οδηγεί σ' ό,τι έχει απομείνει στέρεο σ' αυτό που λέγεται ζωή.

Ο κεντρικός ήρωας και ανώνυμος αφηγητής μπαίνει, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε ένα κυκεώνα καταστάσεων που του τινάζουν τον βίο του στον αέρα. Καθηγητής σε σχολείο. παντρεμένος και πατέρας ενός κοριτσιού, έχει γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα το οποίο εδώ και μερικά χρόνια τού αποσπούσε χρόνο από τη δουλειά του, την οικογένεια και τους φίλους του. Η ιστορία του αρχίζει ένα συνηθισμένο πρωί όταν ξυπνάει και συνειδητοποιεί ότι από τον χαρτοφύλακά του λείπει το μοναδικό αντίγραφο του μυθιστορήματός του που προόριζε να παραδώσει στον εκδότη του. 

Το προηγούμενο βράδυ, ο πρωταγωνιστής είχε ξενυχτήσει σε ένα μπαρ -έχοντας μαζί του τον χαρτοφύλακα με το αντίγραφο- πίνοντας πολύ για να γιορτάσει την ολοκλήρωση του πρώτου του λογοτεχνικού πονήματος. Το επόμενο πρωί λοιπόν, μην βρίσκοντας το προς παράδοση έργο του, μπαίνει στη διαδικασία να θυμηθεί τί ακριβώς συνέβη την προηγούμενη νύχτα κι αυτή θα είναι η εκκίνηση μιας πυρετώδους αναζήτησης και περιπλάνησης. Επιστρέφει στο μπαρ κι εκεί, τα γρανάζια της μνήμης του μπαίνουν σε λειτουργία. Θυμάται μια νεαρή σαγηνευτική γυναίκα που γνώρισε κι έπεσε στα δίχτυα της λαγνείας της. Την επισκέπτεται στο σπίτι της όντας σίγουρος πως εκείνη γνωρίζει τι έγινε με το κείμενό του.

Στο πλάνο μπαίνουν δυο ηλικιωμένοι ζωγράφοι κι έπειτα ένας άστεγος που οδηγεί τον αφηγητή πάνω από το στρογγυλό καπάκι ενός υπονόμου και του δείχνει το δρόμο προς έναν υπόγειο κόσμο που τα μέλη του ψαρεύουν κούφιες χαρές, ξένα δώρα, νεκρά κειμήλια, χαμένα και πεταμένα αντικείμενα το οποία στη συνέχεια μεταπωλούνται. Κι απ' τον "κάτω κόσμο", επιστροφή στον σκληρό "επάνω κόσμο" για μια συνάντηση με ένα πλούσιο άνδρα που φαίνεται ότι έχει το αντίγραφο στην κατοχή του και που προσφέρει στον αφηγητή - συγγραφέα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να εκδώσει ο ίδιος το μυθιστόρημα ως δικό του κι έτσι να του δοθεί η ευκαιρία να ζήσει το όνειρό του -κι ας είναι δανεικό, να γνωρίσει την επιτυχία -κι ας μην είναι αποτέλεσμα δικού του μόχθου. Ο αφηγητής χάνει τον έλεγχο.

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η σύζυγος του αφηγητή μεταφέρεται στο νοσοκομείο μετά από ένα τροχαίο. Και είναι αυτή που, από το κρεβάτι του πόνου, τον προτρέπει να συνεχίσει την αναζήτηση του βιβλίου του. Εκείνος, σε απόλυτη απόγνωση, έρχεται αντιμέτωπος με υπαρξιακά διλήμματα που αφορούν τον ίδιο του τον εαυτό και την οικογένειά του. Καλείται να βάλει προτεραιότητες  και η αναζήτηση θα συνεχιστεί μέσα σε ένα λαβύρινθο ενοχών, με πάθος και με εσωτερικό πυρετό που χτυπάει κόκκινο. Για να έρθει μια τηλεφωνική κλήση, ένα τοπίο ολόγυρα που θολώνει όλο και περισσότερο: όλα τριγύρω -άνθρωποι, δέντρα, αυτοκίνητα, δρόμοι, ουρανός- μοιάζουν ψεύτικα. Μια λευκή κουκουβάγια που ακολουθεί τον αφηγητή κι ένα αγόρι, δημιούργημα και προέκταση του αλλοτινού του εαυτού, εμφανίζονται ως αλληγορικά στοιχεία.

Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο ή συνυφαίνονται σε αυτή την ξέφρενη αφηγηματική κούρσα όπου το ρεαλιστικό στοιχείο συναντά το φανταστικό και το υπερφυσικό και πραγματοποιούν παράλληλη πορεία ανάμεσα σε πρόσωπα και σε πράγματα, στη λογική και στον παραλογισμό μιας μέρας που ξεκινά με ελπίδα και προσμονή και καταλήγει σε σκοτάδι με μια χούφτα σκόρπια άστρα να απομένουν μόνα στο στερέωμα για παρηγοριά και συντροφιά στου κόσμου την παραζάλη, για να φωτίσουν αμυδρά μια τρελαμένη εσωτερική πυξίδα κι ένα πυρήνα διαλυμένο από πάθη, λάθη, κοινωνικές επιταγές, επιλογές κι επιθυμίες.

Ένα πολύ δυνατό δείγμα φρέσκιας εγχώριας πεζογραφίας με γραφή γρήγορη, στακάτη και με στέρεα δομημένους χαρακτήρες που προκαλούν στον αναγνώστη οίκτο, συμπάθεια και απέχθεια ταυτόχρονα. Πέρα από την τεχνική και την ίδια την ιστορία που συναρπάζει από την πρώτη ως την τελευταία αράδα, ο Δημήτρης Στατήρης, τεχνηέντως θέτει υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα για τη διαρκή μάχη με τον εαυτό μας, για τις λανθασμένες μας επιλογές, τις εμμονές μας, την ματαιοδοξία, την επιθυμία για κατάκτηση της ευτυχίας που γεννά παραλήρημα και πόλεμο με τη στοργή, για τον χρόνο που τρέχει και δεν γυρίζει πίσω, για όλα εκείνα τα "αν", για τον αποπροσανατολισμό της ψυχής μας, για τη φωτιά στον πυρήνα μέσα μας, για τις πράξεις μας και τις σκέψεις μας με βάση τα εσωτερικά μας ένστικτα.

Μυθιστόρημα που δημιουργεί πολλαπλούς κραδασμούς σε σώμα, καρδιά και νού, δια δημιουργικού χειρός και δυνατής λογοτεχνικής φωνής του Δημήτρη Στατήρη, υπό τη σφραγίδα ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου.