Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Deniz Ohde, Διάχυτο φως

Deniz Ohde, Διάχυτο φως


Οι εκδόσεις Gutenberg με πίστη και αφοσίωση στην παραγωγή υψηλής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να μας εντυπωσιάζουν μέσω της εκπληκτικής σειράς τους Aldina -υπό τη διεύθυνση της Ζωής Μπέλλα - Αρμάου- που μετράει σχεδόν 80 τίτλους και έχει αναδείξει σημαντικά σύγχρονα και πιο κλασικά πρωτοποριακά έργα, έχει επαναφέρει στο προσκήνιο σπουδαίους συγγραφείς με αμίμητο ύφος (John Williams, Iris Murdoch, Cormac McCarthy, Don DeLillo, για να αναφέρουμε μερικούς) και μας έχει συστήσει νεότερες συγγραφικές φωνές που μάγεψαν κοινό και κριτικούς σε διεθνές επίπεδο και, φυσικά, με άριστες μεταφράσεις και φροντισμένες επιμέλειες, μαγεύουν και το εγχώριο αναγνωστικό κοινό.

Το υπ' αριθμόν 77ο βιβλίο της σειράς Aldina είναι το "Διάχυτο φως", αυτό το έξοχο μυθιστόρημα που αποτελεί το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Deniz Ohde, γεννημένης το 1988 στη Φρανκφούρτη, με σπουδές Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και τιμημένης με το Βραβείο Λογοτεχνίας του Ιδρύματος Jürgen Ponto και με το Βραβείο Aspekte 2020 για αυτό το πρωτόλειο έργο της το οποίο μπήκε και στη βραχεία λίστα του Γερμανικού Βραβείου Λογοτεχνίας 2020. Και δικαίως, αφού πρόκειται για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα με πυκνό λόγο, υπέροχη πρόζα, άψογη τεχνική και ωριμότητα, γραμμένο με την αυτοπεποίθηση ενός φτασμένου συγγραφέα. Είναι ένα πεζογραφικό έργο αυτοβιογραφικών στοιχείων, κοφτερό, υπαινικτικό, ολόπικρο, ένα μυθιστόρημα - καθρέφτης στραμμένος προς την κοινωνία παρά στην πρωταγωνίστρια που αφηγείται την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο και το οποίο βάζει στο μικροσκόπιο ζητήματα όπως η ταξική διάκριση, η ενδοοικογενειακή βία -ακόμα και όταν αυτή ασκείται μέσω της σιωπής-, η καταγωγή, η κοινωνική τάξη, ο κοινωνικός εκτοπισμός, τα σαθρά θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος, οι κοινωνικές ανισότητες, οι προκαταλήψεις, η περιφρόνηση και το πώς όλα αυτά επιδρούν στον ψυχισμό του ατόμου. Παράλληλα, ξεδιπλώνεται η ιστορία ενηλικίωσης της κεντρικής ηρωίδας που παρά τις δυσκολίες και την έλλειψη υποστήριξης από το περιβάλλον της για να μάθει να θέτει στόχους και να τους κατακτά, εκείνη καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της και να βρεί μια θέση στον κόσμο.

Ένα αριστουργηματικό Bildungsroman λοιπόν το "Διάχυτο φως" με γλωσσική ακρίβεια, δεξιοτεχνικά κατασκευασμένο για όλα όσα αποφεύγουμε να δούμε κατάματα, για το τί σημαίνει να είσαι γόνος μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, να μεγαλώνεις σε μια ζοφερή οικογενειακή ατμόσφαιρα όπου ο φόβος γίνεται δεύτερο δέρμα σου, να είσαι μη αποδεκτός σε μια κοινωνία που αποδέχεται μονάχα "λαμπερά" μέλη, για όλα εκείνα που μένουν επιμελώς κρυμμένα κάτω απ΄ το χαλί, πίσω από διπλοκλειδωμένες πόρτες. Αυτό που κάνει η Ohde εδώ -πέρα απ' όλα τα πλεονεκτήματα του ύφους και της αρχιτεκτονικής της- είναι να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο μιας κοινωνίας και μιας μικρής πόλης -απ' όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής- κατά τη δεκαετία του '90, με αποχρώσεις λεπτές, διακριτικά και χαμηλόφωνα, χωρίς να κρίνει, χωρίς να καταγγέλλει παρά αποκαλύπτει ένα τμήμα του κόσμου μας που λαμβάνει μισά βλέμματα, γυρισμένες πλάτες, χλευασμό και κοφτές απαντήσεις.

Η νεαρή ανώνυμη αφηγήτρια -alter ego της Ohde- επιστρέφει στην ανώνυμη επαρχιακή της πόλη, στην εργατική συνοικία όπου μεγάλωσε για να παρευρεθεί στον γάμο των δυο παιδικών της φίλων, του Πίκα και της Σοφία. Η μικρή πόλη είναι το ίδιο ψυχρή, γκρίζα και μολυσμένη, πνιγμένη στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις οποίες εργάζονται αρκετοί άνθρωποι της περιοχής. Στην άκρη του Βιομηχανικού Πάρκου, κοντά στο ποτάμι, με θέα τον καπνό από τα φουγάρα των εργοστασίων: σε αυτό το σκηνικό μεγάλωσε η αφηγήτρια.

Με την επιστροφή της στη γενέθλια συνοικία της και στο πατρικό της, οι αναμνήσεις την κατακλύζουν και της φέρνουν στο νού τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι με τον αλκοολικό πατέρα της, τον άρρωστο παππού της -και οι δυο απεχθάνονται κάθε είδους αλλαγή και εξέλιξη- και την τουρκικής καταγωγής μητέρα της που έφυγε από την Τουρκία για μια καλύτερη ζωή στη Γερμανία, για να διαψευστεί στην πορεία κάθε της όνειρο.

Ο πατέρας δεν έχει απολύτως καμιά φιλοδοξία, είναι ένας υποταγμένος εργάτης, συλλέκτης αντικειμένων, παραδομένος στη μοίρα του, πνίγει τους καημούς του στο ποτό, και για να ξεθυμάνει συχνά σπάει πράγματα για να αποφύγει να απλώσει χέρι στη γυναίκα του και στο παιδί του.

Η μητέρα βρίσκεται μόνιμα σε έναν υπόκωφο εσωτερικό συναγερμό. Υποταγμένη στη δική της μοίρα, αδύναμη, σιωπηλή, μια "ξένη" που παραμένει εδώ και χρόνια "ξένη" προς τον εαυτό της και στους άλλους.

Και η κόρη, η αφηγήτρια, καθημερινά, ερχόμενη στο σπίτι από το σχολείο, καλείται να "διαβάσει" τα σημάδια και τις αλλαγές στην ατμόσφαιρα, πρέπει να ζυγίζει προσεκτικά την κατάσταση, να μιλήσει ή να μην μιλήσει για να μην προκαλέσει το θυμό του πατέρα της.

Ένα σπίτι βυθισμένο στην υποταγή, στο φόβο, στην άρνηση, στην κόψη της αμηχανίας και στη σιωπή που σπάει κάθε φορά που ο πατέρας εκσφενδονίζει αντικείμενα στον τοίχο και στο πάτωμα. Σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον μεγαλώνει η αφηγήτρια, με δυο γονείς παραιτημένους, παγιδευμένους στις περιστάσεις, ανίκανους να την υποστηρίξουν, αντιθέτως την υποτιμούν διαρκώς άλλοτε με μισόλογα κι άλλοτε με ένα νεύμα. Οι ισορροπίες στην οικογενειακή εστία είναι επισφαλείς και οι δυο λέξεις σε προστακτική, "Μίλα" και "Μη μιλάς" είναι αυτές που πρέπει να υπακούει και να εκτελεί η αφηγήτρια, μαζί με ένα αίσθημα ντροπής που πρέπει να διαχειριστεί γι' αυτό που είναι και γι' αυτό που επιθυμεί αλλά τρέμει να γίνει.

Μοναδικοί φίλοι του κοριτσιού είναι η Σοφία και ο Πίκα, δυο παιδιά εύπορων οικογενειών, εντελώς διαφορετικά μεγαλωμένα, σε ένα υγιές περιβάλλον με παροχές, φροντίδα, χρήματα, αυτοπεποίθηση και, κυρίως, σε ένα περιβάλλον όπου οι μπαμπάδες δεν είναι αλκοολικοί και δεν έχουν άγρια ξεσπάσματα, άρα τα παιδιά τους δεν χρειάζεται να κάνουν ησυχία όταν εκείνοι κοιμούνται, τα παιδιά δεν έχουν φόβο, δεν έχουν άγχος, δεν έχουν στη μνήμη εικόνες σπασμένων γυαλικών κι ο ηλεκτρισμός της σιωπής δεν τους προκαλεί παράλυση στα χείλη και στην ψυχή, όπως συμβαίνει στη συμμαθήτριά τους.

Η αφηγήτρια, λόγω των καταστάσεων που βιώνει στο σπίτι, λόγω των υποτιμητικών σχολίων που δέχεται -καλοπροαίρετα- από τους γονείς και τους δασκάλους της, από τους συμμαθητές της ακόμα και από τους δυο φίλους της για τις σχολικές της επιδόσεις, για το όνομά της, για την εμφάνισή της, για την καταγωγή της και τον χαρακτήρα της, κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Εκφράζεται με δυσκολία, κρύβεται στη σκιά και ενώ διαβάζει αρκετά κρύβει τις ικανότητές της. Ο φόβος, από τα σωθικά της, ανεβαίνει στο λαιμό και γίνεται φράγμα στη γλώσσα. Δεν αποδίδει στα μαθήματά της, αποτυγχάνει στις εξετάσεις και εγκαταλείπει το σχολείο παρά το όνειρό της να να φύγει από τον τόπο της για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Αργότερα, επιστρέφει στο σχολικό σύστημα ξανά, γράφεται σε νυχτερινό σχολείο και συνεχίζει την εκπαίδευσή της κόντρα στους εσωτερικούς της κραδασμούς, στις συνεχόμενες υποτιμήσεις και στον ρατσισμό. Και τελικά καταφέρνει να περάσει στο πανεπιστήμιο. Φεύγει από τον τόπο της για σπουδές σε μια μεγαλύτερη πόλη -όχι πολύ μακριά- με ψυχή μισή αφημένη πίσω στο σπίτι της και στην αναμονή του πατέρα της για μια επόμενη αποτυχία της.

Οι οικογενειακές και κοινωνικές αλυσίδες την κρατούν δέσμια στα γνώριμα χώματα και στην οικεία θανάσιμη σιωπή. Ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν πάει, αισθάνεται το παγωμένο νερό της αποξένωσης και της μη αποδοχής να της κόβει την ανάσα, και μόνο στην ασφάλεια του σπιτιού -ενός σπιτιού σ' αυτόν τον κόσμο- νιώθει να ζεσταίνεται η ψυχή της. Εκείνη δεν σταματά να παλεύει να ορθοποδήσει, να ξεφύγει από τη μοίρα στην οποία υποτάχθηκαν οι δικοί της. Συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, διεκδικεί μια θέση στον ήλιο και στις αχτίδες του. Κι όταν επιστρέφει στον τόπο της, για πρώτη φορά τον βλέπει με άλλα μάτια: παρατηρεί σύντομες λάμψεις ομορφιάς κι ένα διάχυτο φως που ελευθερώνονται κάτω απ΄ τη θολούρα, τη θαμπάδα και την παραμελημένη όψη των πραγμάτων και των σημείων. Μια αφύσικη μορφή φωτός αστράφτει καθώς διαλύονται τα πυκνά σύννεφα.

Ένα γενναίο, συγκλονιστικό μυθιστόρημα αφορμών και συνεπειών, βαθιάς ενσυναίσθησης και "έρευνας" για το τί μπορεί να πάει λάθος σε έναν βίο και πώς θα μπορούσε να διορθωθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ένα δυνατό κείμενο που στοιχειώνει και πονάει καθώς παρουσιάζει μια πικρή πραγματικότητα που δήθεν αγνοούμε αλλά λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας. Με χαμηλόφωνη και αποστασιοποιημένη αφήγηση, με γλώσσα εκλεπτυσμένη και, παράλληλα, "ύπουλη", απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς, η Deniz Ohde περιγράφει "εγκλήματα" που διαπράττουν η οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα και η κοινωνία με θύμα τον άνθρωπο καθώς διαμορφώνει την προσωπικότητά του εντός αυτών, καταστάσεις, τραύματα και αδικίες, γεγονότα και εικόνες που τρυπώνουν στη συνείδηση του αναγνώστη, τον συγκινούν και τον ξεβολεύουν.

Ένα σημαντικό, αξιοπρόσεκτο δείγμα της σύγχρονης γερμανόφωνης πεζογραφίας το "Διάχυτο φως", έξοχα μεταφρασμένο από τους Άγγελο Αγγελίδη και Μαρία Αγγελίδου.

"Είτε έχει τιναχθεί στον αέρα κανείς είτε έχει φύγει αθόρυβα, χωρίς να σβήσει πίσω του το φως - παλιά αυτές μου φαίνονταν πως ήταν οι δυο δυνατότητες." (σελίδα 272)
 
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Ντενίζ Παναγιωτοπούλου, αυθαίρετο

Ντενίζ  Παναγιωτοπούλου, αυθαίρετο

 

Ένα Curriculum Vitae θα πρέπει να τελειώνει κάπως έτσι: "Μια ζωή ψάχνω, μα δεν ξέρω τί". (σελ. 40) 
 
Δυο παράλληλοι κόσμοι συναντιούνται και ενώνονται σε αυτό το πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο μικρής  έκτασης και τεράστιας δύναμης, σε αυτή την πρωτότυπη νουβέλα της Ντενίζ Παναγιωτοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Εδώ, ο πεζός λόγος συναντά την άτυπη θεατρική φόρμα και την ποίηση, εδώ ο ουράνιος θόλος καθρεφτίζεται στο απέραντο στρώμα της θάλασσας, τα κύματα ψιθυρίζουν απαντήσεις καθώς αέναα κι αδιάκοπα τραγουδούν παφλάζοντας του ανθρώπου τα πάθη, τις κρυμμένες πτυχές του, τ' αφανέρωτά του, τα "μαζί" και τα "όχι μαζί" του και ψηλώνουν και αγκαλιάζουν και διαλύουν μια άλυτη εξίσωση κι ένα βράχο από αναπάντητα ερωτήματα. Εδώ ο Αλφειός αέναα γυρεύει την αγαπημένη του Αρέθουσα, εδώ κι ένα μικρό σπίτι χτισμένο στην άμμο, αυθαίρετο σαν τον Έρωτα.

Η Ντενίζ Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, σπούδασε πολιτικές επιστήμες και από το 1998 ζεί και εργάζεται στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το βιβλίο της "Η εξομολόγηση μιας σφήκας" (Ζάκυνθος, 2010), ακολούθησε το 2012 η νουβέλα της "Α. 9111" από τις εκδόσεις Φαρφουλάς και το 2014 η ποιητική συλλογή "Hic sunt leones - Από τις σημειώσεις μιας παρατεταμένης εφηβείας", ιδιωτική έκδοση. Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και αποτελεί μια φωνή εκκωφαντική μέσα στην ησυχία και την διακριτικότητά της ενώ διαθέτει μια ευθύβολη ματιά στη ζωή και στα πράγματα μέσω της γραφής της.

Το νέο της βιβλίο, υπό τον τίτλο "Αυθαίρετο", κυκλοφορεί από τις εκλεκτές εκδόσεις Σκαρίφημα και, για μια φορά ακόμα, η Ντενίζ Παναγιωτοπούλου, αυτή η πολύ ιδιαίτερη και αξιοπρόσεκτη μορφή της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνίας αποδεικνύει το ταλέντο της, την ακάματη εργατικότητά της και την αναμέτρησή της με τον λόγο και την ευρηματικότητα των ιστοριών της.

Στο "Αυθαίρετο" σκαρώνει μια φαινομενικά απλή ερωτική ιστορία που αποδεικνύεται πολυσύνθετη και εξαιρετικά ελκυστική, με πρωτότυπη δομή, τεχνική, μορφή, εξέλιξη, και ατμόσφαιρα.

Δυο πρωταγωνιστές: ο Γιώργης και η Δώρα. Με κυρίαρχη και επιβλητική την παρουσία του θαλασσινού τοπίου -βυθού και επιφάνειας- των ήχων του, των ψιθύρων του και των κραυγών του μπροστά σε ένα τόσο δα σπιτάκι με την ονομασία Δωροθάλασσα.

Τριάντα τέσσερα χρόνια πριν. Ο Γιώργης γνωρίζει τη Δώρα σε ένα μπαρ. Εκείνη τον προσκαλεί να την ακολουθήσει στο σπίτι της, κάπου έξω από τον Πύργο Ηλείας, σε μια παραλία με αυθαίρετα κι ανάμεσά τους το πολύ μικρό σπίτι της Δώρας πλάι στη θάλασσα, που φέρνει στο νού εκείνο το "σπίτι" που κλείνει το θρυλικό "Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη με "μιαν ηχώ στ' άπατα", με μια "πόρτα μικρή". Προϋπόθεση για να πάει μαζί της ο Γιώργης, είναι εκείνος να φοράει μια μαύρη μάσκα χωρίς οπές για μάτια παρά μόνο με δυο τρύπες στα ρουθούνια. Ο Γιώργης δέχεται. Κι έτσι ξεκινά μεταξύ τους ένα ιδιότυπο ερωτικό παιχνίδι, μια ερωτική συμφωνία, μια σειρά πολλαπλών συναντήσεων που σταματούν το χρόνο και δρούν καταλυτικά στον ψυχικό τους κόσμο.

Για λίγο χάνονται. Και ξαναβρίσκονται. Μια ακόμα συνάντηση, μια παράβαση στους κανόνες του "παιχνιδιού" δήθεν περνάει απαρατήρητη αλλά ξυπνά τον φόβο ότι βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο και θα φέρει τις πρώτες ρωγμές στην τελετουργία των συναντήσεών τους. Η κοινή ζωή τους κυλά μέσω των "παιχνιδιών" τους μακριά από την πεζή καθημερινότητα κάτι που τελικά είναι η σωτηρία τους και η καταστροφή τους.

Η φύση μπαίνει ύπουλα στα "παιχνίδια" τους, η θάλασσα απλώνεται ως την αυλή, ως την πόρτα του σπιτιού. Κι ενώ οι χειμώνες και τα καλοκαίρια εναλλάσσονται, ο Γιώργης αποφασίζει να φύγει για δουλειά σε ένα κρουαζιερόπλοιο και η Δώρα μένει μόνη ώσπου κι αυτή, λόγω δικών της υποχρεώσεων, φεύγει από το παραθαλάσσιο σπίτι της και πια το επισκέπτεται λιγότερο συχνά. Όταν κάποια στιγμή επιστρέφει, βρίσκει τη Δωροθάλασσα της μισή, ρημαγμένη από τα άγρια μοναχικά κύματα του χειμώνα και μένει ξανά εκεί, μόνη, στο ρημαγμένο της αυθαίρετο, κάτω απ΄τον σιωπηλό ουρανό με τα τρεμόσβηστα άστρα του, δίπλα στο τραγούδισμα της θάλασσας.

Αργότερα, όταν ο Γιώργης γυρίζει από ένα ταξίδι του, πηγαίνει στην παραλία μα δεν υπάρχουν πια εκεί ούτε η Δώρα ούτε η Δωροθάλασσα. Κλείνει τα μάτια και πηγαίνει εκεί όπου δεν υπάρχουν χρόνοι, τόποι κι εποχές. Πλάι στις όχθες του Αλφειού γυρεύει οιωνούς και απαντήσεις, φοράει μια μάσκα -σημείο και σύμβολο διαφυγής- κάτω απ' το φως του φεγγαριού και κινείται στην άκρη ενός κύκλου που κλείνει και ψάχνει την αρχή του επόμενου. Κι όλα είναι φως και σκοτάδι, ομοιότητες, αισθήσεις και ψευδαισθήσεις, πουθενά αρχή, πουθενά τέλος.  Μια επιθυμία για συνάντηση σε μια αντίστιξη βλεμμάτων, μια καρδιά που μιλάει σε άλλη καρδιά, μύθοι του χθες που ξαναγεννιούνται  στο σήμερα και η θάλασσα που αφήνει το αποτύπωμά της, σε μια θαυμάσια αλληγορική νουβέλα υπαρξιακών / φιλοσοφικών διαστάσεων γραμμένη σε δυο στήλες: στην πρώτη στήλη εξελίσσεται η ιστορία του Γιώργη και της Δώρας ενώ στη δεύτερη στήλη ακούμε και διαβάζουμε τις παράλληλες μύχιες σκέψεις τους και τ' ανομολόγητα της ψυχής τους σε ένα χορό αφηγηματικών φωνών που αλληλοπλέκονται συμπληρωματικά και συνομιλούν με την κύρια αφήγηση, δρούν ως μια ζωή μες στην άλλη, εξομολογούνται, λειτουργούν ως μουσικά όργανα στη μουσική συμφωνία της θάλασσας. Και ο κενός χώρος γίνεται κοινός χρόνος.

  Ποιητική πρόζα σε ένα ερωτικό σονέτο σε αντίστιξη όπου χώρος και χρόνος αλληλοκατοπτρίζονται στον καθρέφτη του σύμπαντος και ο έρωτας φουντώνει κι ύστερα τρεμοσβήνει στην εστία του βυθού.

Εξαίσιο δείγμα σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας δια χειρός της Ντενίζ Παναγιωτοπούλου που το ιδιαίτερο, διακριτικό και αινιγματικό φως της γραφής της μάς τραβάει να το ακολουθήσουμε.
 
 
Εκδόσεις Σκαρίφημα

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

 
Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα που έρχονται και σε συναντούν απρόσμενα, λειτουργούν ως παρενθέσεις ανάμεσα σε παράλληλες σημαντικές αναγνώσεις. Κι έχουν τόση ομορφιά και αρτιότητα και τόση δύναμη στη γλώσσα, στη γραφή, στο πλάσιμο, το χτίσιμο και την εξέλιξη των χαρακτήρων που σε "χτυπούν" κατάμουτρα και κατάστηθα, δεν σε αφήνουν ήσυχο, σε ακολουθούν κατά πόδας τις ώρες εκτός ανάγνωσης -σε δουλειά και διάφορες πεζές υποχρεώσεις της καθημερινότητας- και περιμένεις πώς και πώς να επιστρέψεις στις σελίδες τους και, διαπιστώνοντας ότι έχουν απομείνει λίγες ακόμα σελίδες για το τέλος, εκεί κλέβεις! Ξαναγυρνάς πίσω, στην αρχή του κεφαλαίου, στην αρχή της ιστορίας και ξαναδιαβάζεις, δήθεν ότι κάτι σου έχει διαφύγει. Και είναι κείμενα που δεν ωραιοποιούν καταστάσεις, δεν χαϊδεύουν αυτιά, δεν έχουν ειδυλλιακό σκηνικό δράσης, δεν έχουν ιστορίες με ευτυχή κατάληξη. Αντιθέτως, έχουν πυκνή πρόζα και μια καρδιά που σφυροκοπά εντός της, παρουσιάζουν μια στρεβλή εικόνα της καθημερινότητας (ακριβώς όσο στρεβλή μπορεί να είναι η καθημερινότητα), με καταστάσεις που έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο, την εξαθλίωσή του, την πτώση του, την εκμηδένισή του, τους αντικατοπτρισμούς του σε πολλαπλούς καθρέφτες και στα πολλαπλά είδωλα του χαμένου εαυτού, στην αναζήτηση φωτός που καταλήγει σε ακινητοποίηση στο σκοτάδι. 
 
Στην παραπάνω κατηγορία ανήκει η παρούσα συλλογή της μιας νουβέλας και των τεσσάρων διηγημάτων του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη με τον τίτλο "Είδωλα" που κυκλοφορεί από τις σχεδόν νεοσύστατες εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία και που οι ιστορίες της αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο λόγω της τεχνικής τους, της άψογης χρήσης της γλώσσας, της σφιχτοδεμένης πλοκής τους, της αρχιτεκτονικής τους, της απόκοσμης ατμόσφαιράς τους και του γεγονότος ότι δεν περισσεύει ούτε μια λέξη, ούτε ένα σημείο στίξης. 
 
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία, έχει ιδρύσει το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch όπου και διδάσκει, είναι γλωσσολόγος με πεδίο του την συγκριτική γλωσσολογία, μελετητής των συσχετισμών μεταξύ ελληνικής και γερμανικής γλώσσας και είναι ο άνθρωπος που υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν οι εκδόσεις Περικείμενο. Και κυρίως και ευτυχώς, είναι συγγραφέας. 
 
Οι δυο πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, "Ξεπλένοντας", 2008, και "Αυπνος", 2011, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα.
 
Με τα "Είδωλα", που κυκλοφόρησαν από το δικό του εκδοτικό σπίτι δημιούργησε μια απαιτητική συλλογή κειμένων με χαρακτήρες της διπλανής διπλοκλειδωμένης πόρτας που πίσω απ' αυτή βυθίζονται σε λάθη / πάθη / πένθη, με σπασμένα κάτοπτρα, σκιές, τόξα και βέλη, οργισμένες εσωτερικές θάλασσες , με αντικατοπτρισμούς σε σεισμικές δονήσεις, με μοναξιά απελπιστική κι αδιέξοδη, με μικρές και μεγάλες επαναστάσεις κόντρα στις συμβάσεις της ζωής και στον ίδιο μας τον εαυτό, με εξυψώσεις και αποκαθηλώσεις και με διάχυτη την ανθρώπινη οδύνη.
 
Οι πέντε ιστορίες, γραμμένες αριστοτεχνικά από τον Κωνσταντίνο Βλαχογιάννη είναι προϊόν μυθοπλασίας και -είτε φέρουν εντός τους φέτες αληθινής ζωής, είτε είναι θραύσματα αφηγήσεων άλλων που δίνουν έμπνευση κι αφορμή για δημιουργία εκλεκτής πεζογραφίας- η γραμμή που τις διαχωρίζει από την πραγματικότητα είναι δυσδιάκριτη. Είναι απόλυτα ρεαλιστικές ενώ την ίδια στιγμή περιέχουν τα στοιχεία του σουρεάλ και της ονειρικής πραγματικότητας. Οι ήρωές τους ζούν σε ένα παράλληλο σύμπαν, γίνονται έρμαια του εαυτού τους, πληγώνουν και πληγώνονται, φτάνουν στα όριά τους και τα ξεπερνούν, πέφτουν σε μια άγρια δίνη παραλογισμού, πενθούν, περνούν στο απέναντι ρεύμα της συνειδητότητάς τους.

Η συλλογή ανοίγει με την εκπληκτική νουβέλα "Το είδωλο" (τίτλος πολλαπλής ανάγνωσης) και παρουσιάζει την ιστορία του Πάρι Παππά, γλωσσολόγου και καθηγητή στη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Πάρις είναι επιτυχημένος, γοητευτικός, χαρισματικός ομιλητής, ένας πνευματικός δανδής με πολλά πρόσωπα: ιδεολόγος και αμοραλιστής, δημιουργικός και (αυτο)καταστροφικός, άνθρωπος των απολαύσεων και όχι της αφοσίωσης, συναισθηματικά ψυχρός και ψυχρά ελκυστικός. Η σύζυγός του, Αρετή, τον έχει εγκαταλείψει όταν υπέπεσε στην αντίληψή της μια ακόμα ατασθαλία του. Μόνος στο σπίτι, ο Πάρις, κάποια στιγμή δέχεται το τηλεφώνημα του δίδυμου αδερφού του, του Παύλου, κληρικού, από την Άνδρο ο οποίος του ζητάει να μεταβεί στο νησί και, λόγω μιας ξαφνικής του ασθένειας, να πάρει για λίγο τη θέση του. Ο Πάρις επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του μετά από πολλά χρόνια. Μπαίνει στο "ρόλο" του Παύλου, μαγεύει και εντυπωσιάζει το εκκλησίασμα και εκεί θα γνωρίσει την Ελένη, μια νεαρή πλούσια χήρα, ευσεβή και προσκολλημένη στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Κι αυτή είναι η αρχή μιας γνωριμίας που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του Πάρι. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια επικίνδυνη σχέση, ένα παιχνίδι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, εκβιασμών και νοσηρού έρωτα κι αυτό που θα απομείνει είναι ένα θρυμματισμένο είδωλο και μια πικρή ευγνωμοσύνη για τη νύχτα που πάντα γεννάει ένα νέο ξημέρωμα.

Ακολουθεί το διήγημα "Ρωγμές". Ο αφηγητής επισκέπτεται μετά από πολλά χρόνια την περιοχή του Ωρωπού. Εκεί, κάποτε, όταν ήταν έφηβος έκανε ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές με τον συνομήλικο φίλο του, Πέτρο, φιλοξενούμενοι στο σπίτι του Αντώνη, θείου του Πέτρου. Ο Αντώνης, τότε, διατηρούσε στον Ωρωπό ένα κατάστημα με καθρέφτες που έφτιαχνε και φιλοτεχνούσε ο ίδιος. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, ο Αντώνης, σχεδόν αμίλητος, χωρίς πυγμή, χωρίς την ικανότητα να σηκώσει ανάστημα στη ζωή, παντρεμένος με την πληθωρική Ουρανία, χωρίς παιδιά, χωρίς φωτεινό μέλλον, παραδομένος στη μοίρα του, διάγει μαζί της ένα βίο με αμέτρητες ρωγμές. Ο έφηβος, τότε, αφηγητής, έγινε μάρτυρας της μοναξιάς και της δυστυχίας του Αντώνη και της απόπειράς του να πάρει -ανεπιτυχώς- τεχνητή αναπνοή από την Ομορφιά του κόσμου. Και σε μια αφήγηση ανολοκλήρωτη, ο αφηγητής βάζει στο "παιχνίδι" τον αναγνώστη και τον καλεί να αντικρίσει δυο εκδοχές: πτώση στο κενό ή θρύψαλα ονείρων, στιγμών, επιθυμιών, αστεριών στο σύμπαν.

Επόμενο διήγημα, το συγκλονιστικό "Ομοιώματα" που η ιστορία του κινείται μεταξύ αλήθειας και φαντασίας, πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, ανάσας και πυρετού. Ο αφηγητής συναντά έναν στενό του φίλο που γνωρίζονται μεταξύ τους από τα παιδικά τους χρόνια, έναν άνθρωπο βαθιά μοναχικό που ζεί μια ζωή άδεια, χωρίς χαρές και απολαύσεις. Ο φίλος τού εξιστορεί τα του πρόσφατου βίου του. Η νέα του δουλειά σε μια βιοτεχνία είναι η αρχή ενός κουβαριού που ξετυλίγεται και αποκαλύπτει την πολύ ιδιαίτερη ιστορία του όπου πρωταγωνιστούν κούκλες βιτρίνας οι οποίες αποκτούν θέση στην μοναχική καθημερινότητά του, του ψιθυρίζουν, του ξυπνούν πόθους, τον καλούν να γίνει σαν αυτές κι όλα μοιάζουν σαν ένας εφιάλτης σε βραδύτητα. Η ονειρικότητα γίνεται μετοδοτικός ιός, γίνεται στρόβιλος ομοιωμάτων, ψιθύρων, σωμάτων, τραγουδιών και "μη πραγματικότητας".

Το διήγημα με τίτλο "Μακριά" αφορά τον απροσδόκητο θάνατο της Ανθής, του πρώτου έρωτα του αφηγητή, και την περιγραφή εικόνων από την κηδεία της. Εικόνες σπαρακτικές -αφού κηδεύεται ένα κορίτσι- με στιγμιότυπα που προκαλούν συγκρατημένα γέλια. Κι ο ουρανός καθρέφτης της θάλασσας και των στιγμών των δυο νέων. Ο αφηγητής κι η Ανθή του, στον υγρό καθρέφτη της μνήμης παρατηρούν τα παραμορφωμένα είδωλά τους, μακριά απ΄ τον κόσμο. 
 
Τελευταίο διήγημα, "Θαμπός καθρέφτης". Η πάλη ενός ανθρώπου με το "θηρίο", η μάχη που χάνεται, ο ένας που φεύγει κι ο άλλος που μένει πίσω. Ο αφηγητής βιώνει την απώλεια και, σε δευτεροπρόσωπη συνταρακτική εξομολογητική αφήγηση, απευθύνεται στο πρόσωπο που χάθηκε και του μιλά για την αντίληψη της παροδικότητας των πραγμάτων, για όλα εκείνα που περνούν και χάνονται χωρίς ίχνη, για τα θολά είδωλα, για την αγάπη που δεν βρήκε τρόπο, δρόμο και χρόνο να εκφραστεί, για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ή ειπώθηκαν μισά, για την αδυναμία θεραπείας και αγκαλιάς πληγών και απογοητεύσεων, για όλα αυτά που μετά το τέλος τους μετατρέπονται σε σκόνη στον άνεμο, σκόνη στις άκρες μιας κορνίζας μνήμης.

Μια ξεχωριστή λογοτεχνική φωνή ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης που αξίζει προσοχής, ακοής και ανάγνωσης, ένας συγγραφέας - μελετητητής της σκοτεινής ανθρώπινης πλευράς. Κι εδώ, στα "Είδωλα", καταφέρνει επάξια να διεισδύσει στα άδυτα της ανθρώπινης αβύσσου και να τα εξερευνήσει, να σταθεροποιήσει τη ματιά του στον ραγισμένο καθρέφτη της ύπαρξης. Συναρπαστικά -σχεδόν κορτασαρικών αποχρώσεων- κείμενα, γήινα, μυσταγωγικά, στα όρια του μεταφυσικού, με μια αίσθηση και ατμόσφαιρα του απρόσμενου, του ανεκδήλωτου, του ανορθόδοξου. Οι ιστορίες στα "Είδωλα" μας μαγεύουν και μας παρασύρουν με τον τρόπο που συμβαίνει στα όνειρα: ένας άλλος κόσμος σχηματίζεται πίσω απ' τα μισόκλειστα βλέφαρα.
 
Το πραγματικό και το εξωπραγματικό συνομιλούν και αλληλοσυνδέονται σε αγκαλιά χωρίς ίχνος αντίφασης.
 
Τα φώτα σβήνουν και μονάχα ένας προβολέας ρίχνει το φώς του σ' ότι απομένει στη σκηνή: ο δεύτερος εαυτός, η κρυμμένη μας όψη, το άλλο μας εγώ - εσύ - αυτός - εμείς -εσείς - αυτοί. 
 
 
Περικείμενο Βιβλία



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Σεβαστή Τρουμπέτα, dromalí

Σεβαστή  Τρουμπέτα, dromalí

 
Η Σεβαστή Τρουμπέτα ζει στο Βερολίνο, είναι κοινωνιολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Hochschule Magdeburg - Stendal με γνωστικό αντικείμενο Παιδική ηλικία και Μετανάστευση. Έχει συγγράψει μονογραφίες, άρθρα και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους για ζητήματα που αφορούν τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη μετανάστευση, την περιθωριοποίηση, τις μειονότητες, τους πρόσφυγες και την βιοπολιτική.

Με το "dromalí" πραγματοποιεί επίσημα το πρώτο της βήμα στο πεδίο της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της ποίησης, ομολογουμένως εντυπωσιακά.

Με την παρούσα ποιητική ανθολογία, οι εκδόσεις "η βαλίτσα" εγκαινιάζουν τη νέα τους σειρά "έργα, πράξεις/ ελληνική ποίηση" που ακολουθεί τις σειρές "ένα προς ένα/δίγλωσση έκδοση" και "απέναντι - ανταμώματα / πολιτικά κείμενα". Στην πρώτη σειρά "ένα προς ένα" με την οποία οι εκδόσεις "η βαλίτσα" μάς συστήθηκαν το 2021, ανήκει η ανολοκλήρωτη νουβέλα / σπάραγμα του Φραντς Κάφκα "O Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης", ενώ στη δεύτερη σειρά τους ενέταξαν το φλεγόμενο κείμενο - ανοιχτή επιστολή της Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ "Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί". Αμφότερα σε μετάφραση και διαφωτιστικό επίμετρο του σημαντικού μας μεταφραστή, συγγραφέα και εκδότη της "βαλίτσας", Αλέξανδρου Κυπριώτη.

Έργα όμορφα φτιαγμένα και πολύ προσεγμένα σε αισθητική και περιεχόμενο. Τρίτο καινούργιο εκδοτικό αποτύπωμα της "βαλίτσας" , το "dromalí" (με εμπνευσμένο σκίτσο εξωφύλλου -όπως και στα δυο προηγούμενα- από τη Μελίνα Γαληνού και σε γλωσσική επιμέλεια της Λένας Κοψαχείλη) κι έτσι γνωρίζουμε την Σεβαστή Τρουμπέτα και τον σαγηνευτικό ποιητικό της λόγο.

Η συλλογή περιλαμβάνει 27 ποιήματα/ποιητικές ιστορίες με κοινό θεματικό άξονα την περιπλάνηση. Άλλωστε, "dromalí" στα ρομανές σημαίνει "η οδοιπόρος".

Οι ποιητικές ιστορίες της Τρουμπέτα είναι γραμμένες κυρίως σε πρώτο και δεύτερο ενικό πρόσωπο χωρίς να απουσιάζουν οι αναφορές σε τρίτο ενικό και πρώτο πληθυντικό, άλλοτε εν είδει εξιστόρησης κι άλλοτε σαν εξομολόγηση, σαν ανάγκη έκφρασης να βγουν στο δρόμο και στην ελευθερία όσα για καιρό ή για χρόνια εξέτιαν ποινή στη φυλακή του νου και της ψυχής και τώρα πια απελευθερώνονται και τρέχουν στους δρόμους, στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων, στα σοκάκια της παιδικής ηλικίας, στα μονοπάτια έξω από σκοτεινές σπηλιές που αποκαλύπτουν αλήθειες σκληρές και επιθυμίες ανομολόγητες.

Τα όνειρα της αφηγήτριας στο "dromalí" γυρεύουν τον τόπο τους, ανοίγουν και κλείνουν ρωγμές και οι αποστάσεις μικραίνουν διαρκώντας σχεδόν μισό αιώνα ζωής. Η Λέσβος γίνεται τόπος αργού θανάτου και αργής γέννησης σωμάτων πλάι σ' ένα τοίχο με ένα ζωγραφισμένο παράθυρο. Ένα ζευγάρι μάτια - κάρβουνα βυθίζονται στα μάτια της αφηγήτριας δείχνοντάς της δρόμο και πόνο, ενοχή κι ευγνωμοσύνη για ένα αστέρι που πέφτει. Στην επόμενη στάση, ένα πρόσωπο μαρτυρά απώλειες και η νυχτερινή περιπλάνηση συνεχίζεται φέγγοντας με τ' άστρα της μοναξιά και διαρκή αναζήτηση , για ν' ακολουθήσει μια άφιξη με σκιά και έρεβος στην ακροβασία μιας αθέλητης αναχώρησης. Κι ένα κορμί σε μικρό διάλειμμα σε αχυρένια αγκαλιά. Η "Τελευταία Πριγκίπισσα της Σύμης", εξόριστη σε μια πατρίδα βάλτο. Το λάγνο κάλεσμα του δρόμου που γεννά νέες αναζητήσεις και χαράζει πορείες με φόντο ακρωτηριασμένες μορφές που χαμογελούν στον ήλιο.

Το είδωλο της πέτρας εξατμίζεται για ν' αποκτήσει μορφή μες στον καθρέφτη. Ο πάτος του κόσμου μοιάζει ουρανός. Οι μοναχικές συναντήσεις, ένα σκίρτημα, μια παγωμένη βροχή που έπνιξε το δικαίωμα της χαράς, μια ερωτική συμφωνία, μια αφύπνιση κι η επιθυμία για φυγή μακριά απ' το πετρωμένο φεγγάρι. Ο θάνατος που διπλασιάζεται, μια θρησκευτική γιορτή με σερπαντίνες εφιάλτες στο Σαντιάγκο. Το δέος μπροστά στη μορφή της αγωνίστριας της επανάστασης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.

Αφαιρετική, βιωματική ποίηση με ρωγμές, μικρούς θεούς, μνήμες - καρφιά, εξορίες και πικρές πατρίδες. Τα ποιήματα στο "dromalí" μετακινούνται, φεύγουν, δεν δίνουν απαντήσεις γιατί κρύβουν χιόνια και παγωνιά στις λέξεις τους, αλλάζουν τόπο, τρέχουν από μνήμη σε μνήμη κι από χρόνο σε χρόνο -ανάποδα, ευθεία, τεθλασμένα-, πέφτουν σε βάλτους και σε τρικυμισμένα νερά, ακροβατούν στην αόρατη κλωστή του φόβου, σώζουν μετανάστες και τους κάνουν ποιήματα αιώνια και εικονοστάσι με καντήλι αναμμένο στη σιωπή τους. Σκιρτούν και ξαγρυπνούν, θυμούνται και θυμίζουν, ερωτεύονται, προσεύχονται, δέχονται τις απανωτές μαχαιριές της μνήμης, έχουν ερωτικό αντικείμενο, έχουν γρατζουνιές και πληγές ανεπούλωτες, διηγούνται και σπάνε τη διήγηση στη μέση να μην νυχτώσει ο κόσμος κι απολησμονηθούν, έχουν νερά δαιμονισμένα κι αγιασμένα και μορφές κουρασμένες που γυρεύουν πατρίδας χάδι κι αποδοχή, έχουν ενσυναίσθηση, στιγμιότυπα ζωής, ζωής παράθυρα, κεραυνούς, βυθούς, πηγαιμούς και γυρισμούς κι οριστικούς οδυνηρούς αποχωρισμούς, μετανάστευσης γιορτή και λυγμό, γη, φόβο, ρίζα φυτεμένη σε ξένο χώμα.

Η ποίηση της Σεβαστής Τρουμπέτα είναι αντισυμβατική. Δεν προσφέρει καταφύγιο αλλά ανοίγει δρόμους για περιπλάνηση στον κόσμο εντός μας κι εκτός μας και μας καλεί να γίνουμε οδοιπόροι στο χρόνο, στο δρόμο, στην καρδιά, στους τόπους που δεν είδαμε, στην "υπαίθρια κλίνη της νύχτας".

Μια νέα ιδιαίτερη ποιητική φωνή, ένα υπέροχο και αξιοπρόσεκτο ποιητικό ντεμπούτο.
 
η βαλίτσα / εκδόσεις