Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο βαρ;

 
Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο βαρ;


"Τσιγάρο βάρ;" είναι ο τίτλος ενός εκ των 48 μικρών ιστοριών που γενναιόδωρα, δεξιοτεχνικά, με τρυφερότητα, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, με γήινα χρώματα και με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου έγραψε και μας χάρισε ο Σπύρος Κιοσσές. "Τσιγάρο βάρ;" και ο τίτλος της παρούσας συλλογής διηγημάτων που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
 
Και μια σύντομη σκέψη, εδώ, στην εισαγωγή, για την ακαταμάχητη γοητεία της μικρής φόρμας και για το γεγονός ότι στη χώρα μας διαθέτουμε εξαίρετους τεχνίτες μικρού μήκους ιστοριών που βγαίνουν νικητές στη μάχη με τις υψηλότατες απαιτήσεις της κατασκευής ευσύνοπτων αλλά περιεκτικών μικρών πεζών.
 
Έτσι λοιπόν, εδώ έχουμε μια συλλογή 48 αδαμάντινων διηγημάτων, σφιχτοδεμένων, ολιγόλογων, καλοδουλεμένων, όπου τίποτα απολύτως δεν περισσεύει. 48 θαυμάσια δείγματα μικρής φόρμας, ιστορίες της μιας ανάσας, μιας ξαφνικής βροχής, μιας αιώνιας μνήμης. 48 μικρά γλυπτά από λέξεις που σχηματίζουν ανθρώπων στιγμές, χαρακιές, φιλοδοξίες, απογοητεύσεις, δρόμους, αγώνες, τσιγάρα, ζωή χολή και ζωή μέλι, νάρκες και ανθούς. Κάποιες από τις ιστορίες, είτε στην αρχική τους μορφή είτε κατόπιν επεξεργασίας, έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά ενώ κάποιες άλλες γράφτηκαν πιο πρόσφατα και, όλες μαζί, μια εκλεκτή σοδειά, συλλέχθηκαν κι έγιναν κορμός, φύλλωμα κι ανάσα σε αυτόν τον καλαίσθητο τόμο.
 
Γεννημένος στη Θράκη, ο Σπύρος Κιοσσές εμφανίστηκε επίσημα στον λογοτεχνικό χάρτη το 2018 με την ποιητική του συλλογή "Το κάτω κάτω της γραφής", από τις εκδόσεις Μελάνι.
 
Απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής στο τμήμα Γλωσσικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα ενώ επιστημονικά, λογοτεχνικά και κριτικά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο.
 
Το 2022, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, κυκλοφόρησε η εξαιρετική νουβέλα του "Τα πρωτοβρόχια", μια μικρή ιστορία ενηλικίωσης ενός αγοριού μέσα από εμπειρίες, γεγονότα, απώλειες, παθογένειες, αποσιωπήσεις, πίκρες και χαρές, ανθρώπινες καταιγίδες, έτσι όπως τα βιώνει ζώντας στην ελληνική ύπαιθρο, σε μια μικρή πόλη της Θράκης.
 
Ο άξιος ποιητής - συγγραφέας - διδάκτωρ Λογοτεχνίας και ερευνητής της δημιουργικής γραφής, Σπύρος Κιοσσές, επιστρέφει με το "Τσιγάρο βάρ;", μια ανθολογία συγκινητικών πεζών, συνδυασμός στοχασμών και ποιητικής πρόζας, με έναν θίασο ανθρώπων που ξεπηδούν από τα κελιά της μνήμης του συγγραφέα, που βγαίνουν από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της ακινησίας, της απόλυτης σιωπής και των αμήχανων ενσταντανέ τους και ζωντανεύουν στο ζεστό χαρτί του Κιοσσέ ο οποίος ταχυδακτυλουργικά παίζει με τους χρόνους και τους ρυθμούς της αφήγησης και κρατάει αναμμένο κερί σε μνήμες και εικόνες.
 
Οι ήρωες των διηγημάτων γίνονται πρωταγωνιστές στο παρόν του αφηγητή - συγγραφέα και οικείοι συνοδοιπόροι του αναγνώστη για όσο κρατάει το ταξίδι, για όσο κρατάει ένα τσιγάρο, σαν αγάπη αιώνια. Έχουν στόμα και λαλιά, καημό, όνειρα, σοφία, εγκαρτέρηση, παραίτηση, σιωπή και φωτιά.
 
Ο παππούς, η γιαγιά, η μαμά, ο μπαμπάς, οι θείοι, οι θείες, οι παλιοί συμμαθητές, οι φίλοι, άνθρωποι της επαρχίας, περιθωριακοί, πλανόδιοι, (οι γυναικείοι χαρακτήρες πρωτοστατούν), άνθρωποι που δεν χώρεσαν ολοκλήροι στα όνειρά τους, ακολούθησαν στωικά το πεπρωμένο τους, ελεύθεροι - φυλακισμένοι στον τόπο τους, στις συνήθειές τους, στους ρόλους τους, έχοντας τόσα να δώσουν -πληγές, χάδια, ουρανό, γη, βλέμμα ξυράφι και βλέμμα μαξιλάρι, παρόν και μέλλον- χωρίς να ξέρουν πώς να τα προσφέρουν, με ποιο χέρι, με ποια σειρά.
 
Ένας μικρός στρατός ανθρώπων σε αυτοαναφορικές ιστορίες που συγκινούν βαθύτατα γιατί έχουν αλήθεια, σεβασμό, κατανόηση, εντιμότητα, ψυχή, γιατί οι ήρωές τους είναι τα πρόσωπα που έγιναν εγώ, εσύ κι εμείς αφού από τα πρόσωπα αυτά κληρονομήσαμε πνοές, γλωσσικά ιδιώματα, αρετές, κουσούρια, αστέρια και σκοτάδια μεγαλώνοντας πλάι τους στο ίδιο σπίτι, στην ίδια γειτονιά, στην ίδια επαρχία της ίδιας χώρας.
 
Ιστορίες της υπαίθρου, τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης, κυρίως, αφήγησης όπου ο Κιοσσές εμβολίζει στιγμιότυπα και μνήμες από τον τόπο του και τους τόπους που γνώρισε στη συνέχεια, από τα διάφορα στάδια της ζωής του, από τα παιδικά, εφηβικά και τα πρώτα του νεανικά χρόνια. Μεταμορφώνεται αλλάζοντας ηλικία, αφηγούμενος τις αναμνήσεις του σε κοινό δρόμο με τις παρουσίες ανθρώπων δικών του, οικείων και ανοίκειων, ίσως και επινοημένων, με τις παρουσίες ερώτων που έσβησαν σαν μικρή φλόγα στον άνεμο, τετράποδων πλασμάτων, φωνών, ψιθύρων, βλεμμάτων, συμβολισμών, ιστοριών αληθινών που είναι οι ιστορίες του καθενός μας, των παππούδων, των γονιών μας, των φίλων μας, των περαστικών απ' τη ζωή μας που πίσω απ' τον καπνό ενός τσιγάρου και μέσα στη σκόνη του χρόνου, η θύμησή τους παραμένει αναλλοίωτη.

Τα 48 κείμενα -μελέτες ακριβείας για τον ανθρώπινο ψυχισμό- που απαρτίζουν το "Τσιγάρο βάρ;" γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους, υπό διαφορετικές συνθήκες και διατηρούν την αυτονομία τους. Ό,τι συμβαίνει, ωστόσο, στα αστραφτερής ομορφιάς και συναισθηματικού βάθους διηγήματα είναι ο μικρός κι ο μεγάλος κόσμος του ίδιου του συγγραφέα: η οικογένεια, ο οικογενειακός κύκλος, οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, οι προσωρινοί κι οι οριστικοί αποχωρισμοί, οι πέτρες στον κόσμο και στον ουρανό, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, πρόσωπα και χέρια με χαρακιές ρυτίδων, οι μορφασμοί, η αρχή και το τέλος. Όλα ιδωμένα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, αργότερα εφήβου, αργότερα νεαρού άνδρα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '70 και '80, φιλτραρισμένα μέσα από τα μάτια του συγγραφέα και της μαγείας της γραφής, του συγγραφικού του εργαστηρίου.
 
Ο Κιοσσές μέσω των αφηγήσεών του ζωντανεύει κεκοιμημένους, σκύβει ευλαβικά ν' ακούσει την πρώτη πνοή τους που αναπτύσσει ταχύτητα και γίνεται λέξη, πρόταση, ικεσία, ευχή, στεναγμός και μονόλογος δευτερολέπτων. Διαβάζει πίσω από τις παύσεις των ηρώων του, πίσω από τα μάτια τους, μελετά το βάρος / βάθος των βλεμμάτων τους, ιχνογραφεί τις ναυαγισμένες ζωές τους, τις Κυριακές και τις μικρές αναστάσεις τους, τον επιτάφιο του συγκρατημένου λόγου τους.
 
Συνδέει το βαθιά ανθρώπινο και το προσωπικό με το συλλογικό, ενώνει την αθωότητα με την ομίχλη της παιδικής ενοχής, συνάπτει ανθρώπους και αντικείμενα, δρόμους και ουρανούς, χειρονομίες, σιωπές, άηχα αναφιλητά, πόθους αδιέξοδους, ρούχα απλωμένα και αστραφτερές μπουγάδες, γράμματα, γιορτές, κύματα και στεριές, αναμνήσεις σε 4 θραύσματα, καπνούς λέξεων, σταυροδρόμια ζωής και θανάτου, παιχνίδια, σημάδια, ιεραρχίες, ελλείψεις, σκόρπια κομμάτια σαν σκόρπιους κόκκους ρυζιού, φευγαλέα περάσματα, τσιγάρα.
 
Κι έτσι γράφονται τέτοιες υποδειγματικές αφηγήσεις: απλά κι ανθρώπινα, με σεβασμό, με ιδρώτα στον κρόταφο, με υγρασία στα βλέφαρα, με χτύπο στην καρδιά, με αλήθεια, με μια αίσθηση σαν "στίχο από τραγούδι του Χατζιδάκι, από αυτά που μες στη θλίψη φυτρώνει μια γλύκα ή μες στη γλύκα θρέφεται μια θλίψη."*
 
Κι έτσι ο Σπύρος Κιοσσές "κέντησε" 48 -ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα- αφηγηματικά έργα τέχνης με καπνό και άρωμα από τριαντάφυλλο, δεντρολίβανο και ζεστό ρυζόγαλο σε φτερούγισμα προς τον ουρανό, τη θάλασσα, το νόημα του κόσμου.

Εκδόσεις Μεταίχμιο
 
* Ιωάννα Καρυστιάνη, από το μυθιστόρημα "Ο άγιος της μοναξιάς", εκδόσεις Καστανιώτη
 

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Νίκος Γαλάνης, Αγαπημένε μου Μιχαήλ

Νίκος Γαλάνης, Αγαπημένε μου Μιχαήλ


Οι εκδόσεις ΕΝάΝΤΙΑ είναι ένα φωτεινό παράδειγμα νεοσύστατου εκδοτικού οίκου που παράγει προσεγμένο έργο, όντας εκτός Αθηνών, έχοντας έδρα τους το Ηράκλειο Κρήτης. Η λειτουργία τους ξεκίνησε δυναμικά το 2022 με το βιβλίο του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι "στα παιδιά", μια συλλογή ποιημάτων και παραμυθιών έτσι όπως την συνέλαβε και την δημιούργησε ο κορυφαίος Ρώσος ποιητής - επαναστάτης, μεταφέροντας στον λόγο του την τρυφερότητα και τη δύναμη της σκέψης του και την εσωτερική του ασίγαστη φλόγα. Η συγκεκριμένη δίγλωσση έκδοση φέρει την μεταφραστική υπογραφή της Κωνσταντίνας Λύγκουρη και του Νίκου Γαλάνη.

Και ο Νίκος Γαλάνης, κάτοικος Ηρακλείου, καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και, κυρίως, δεινός ποιητής και συγγραφέας του μυθιστορήματος "Αγαπημένε μου Μιχαήλ", είναι το πρόσωπο με το οποίο εγκαινιάζεται η πρώτη προσωπική ανάρτηση -για το into my books- για τον μήνα Απρίλιο. Έχοντας στο ενεργητικό του μια συλλογή διηγημάτων και πέντε ποιητικές ανθολογίες -η πιο πρόσφατη, με τίτλο "Τα μυστικά της Βερόνικας", 2023, εκδόσεις Ενάντια- ο δημιουργός ποιητικών ιστοριών εσωτερικής καύσης Νίκος Γαλάνης, περίπου ένα μήνα πριν, σταθερά από τις εκδόσεις Ενάντια, μας χάρισε το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα αξιέπαινο, ευρηματικό, σφιχτοδεμένο, παιγνιώδους διάθεσης λογοτεχνικό έργο. Διαθέτοντας το ταλέντο και την εμπειρία στην λεπτοκεντημένη γραφή της ποίησης, ο Γαλάνης, με ευφάνταστο τρόπο, μαστοριά, έμφαση στη λεπτομέρεια και στο "σκάλισμα" της πλοκής, πραγματοποίησε μια επιτυχή μετάβαση από την ποίηση και την ποιητική πρόζα στον πεζό λόγο και, εδώ , χτίζει ένα στέρεο λογοτεχνικό οικοδόμημα που ισορροπεί μεταξύ φαντασίας -της φαντασίας που δημιουργεί ένα γοητευτικά σατανικό σύμπαν - και πραγματικότητας όπου "χάρτινοι" ήρωες και υπαρκτά πρόσωπα συναντιούνται και πρωταγωνιστούν ως δημιουργοί, θύτες, θύματα, μετέωροι, νικητές και ηττημένοι, αποδέκτες της συλλογικής Ιστορίας.

Πιο συγκεκριμένα, οι "χάρτινοι" ήρωες Κοροβιόφ, ο υπερμεγέθης μαύρος γάτος Μπεγκεμότ, ο μυστηριώδης δαιμόνιος Βολάντ και ο "κόκκινος" Αζαζέλο ξεπηδούν από τις σελίδες του κλασικού αριστουργήματος "Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα" του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και οι δρόμοι τους τούς οδηγούν απέναντι και μπροστά σε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη, στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και στον Γενικό Γραμματέα της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ και συνομιλούν, συνάπτουν συμμαχία ή ανοίγουν οδό έχθρας μαζί τους εν μέσω ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και γεγονότων.

Χωρισμένο σε τρία μέρη, αυτό το γεμάτο ρυθμό, μουσικότητα, σαρκασμό και ένταση μυθιστόρημα είναι ένα κείμενο που ψυχαγωγεί, συγκινεί, ξύνει τραύματα και προσφέρει τροφή για σκέψη, θεώρηση και αναθεώρηση έτσι όπως μόνο η αξιόλογη λογοτεχνία δύναται να κάνει.

Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται μεταξύ Μόσχας, Ουάσιγκτον και Νέας Υόρκης και ξεκινά με μια επιστολή προς τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν, Φλεβάρης του 1956, στο Μεγάλο Παλάτι του Κρεμλίνου, λαμβάνει χώρα το 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, εκεί που ο νέος Γενικός Γραμματέας Νικίτα Χρουστσόφ θα εκφωνήσει τον μνημειώδη λόγο "Περί της προσωπολατρείας και των συνεπειών της", μια ομιλία κόλαφο ενάντια στον Στάλιν και στο καθεστώς του, έναν κομμουνισμό της προσωπολατρείας και των στρατοπέδων. Μια μυστηριώδης συνοδεία πρακτόρων εισβάλλουν στο συνέδριο και, υπογείως, βρίσκουν τρόπο και έδαφος να συνεργαστούν με τη νέα σοβιετική ηγεσία.

Το δεύτερο μέρος μάς γυρίζει πίσω και μας οδηγεί στο Λένινγκραντ, όπου ο ποιητής Βλαντιμίρ λαμβάνει μια επιστολή από τα κεντρικά γραφεία του Κόμματος στη Μόσχα και, από χειρωνάκτης εργάτης του εργοστασίου Λένιν, προάγεται σε διευθυντής. Κι ακόμα πιο πίσω, 1949, μια ομάδα Ελλήνων ανταρτών καταφθάνει στην Τασκένδη και η άφιξή τους συμπίπτει χρονικά με τα τριανταδυάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Κι όλα μοιάζουν γιορτή, νίκη, πληγή ανοιχτή και ξενιτιά.

Ο χρόνος στροβιλίζεται, ο πόλεμος έχει λήξει, οι νεκροί είναι αμέτρητοι, οι λαοί συμφιλιώνονται, μια γιορτή κι ένας κρυφός σπαραγμός κάτω απ' την ανάσα του κόσμου, η ποίηση συμπορεύεται με το καινούργιο παρόν, την αμηχανία, την επιθυμία για διεύρυνση του Κόμματος, ο Ζαχαριάδης επισκέπτεται την Τασκένδη, Σεπτέμβρης του '55. Οι αφηγήσεις εναλλάσσονται. Οι εικόνες τρέχουν σαν κινηματογραφικά πλάνα.

Τρίτο μέρος: Επιστροφή σε Μόσχα και Ουάσιγκτον. Ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ είναι αποφασισμένος να ξεμπερδεύει μια και καλή με τους σοβιετικούς και να εξοντώσει κάθε εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό. Ένας νεαρός λευκός μουσικός που κινεί προκλητικά τη λεκάνη του, θεωρείται επικίνδυνος. Οι μυστικοί πράκτορες διευρύνουν τα δίχτυα τους μέχρι που ένα αντίτυπο της έκθεσης για την προσωπολατρεία πέφτει στα χέρια της CIA. Ο γάτος Μπεγκεμότ ελευθερώνει δύο φυλακισμένους ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Χρουστσόφ ανεβαίνει στο βήμα και διαβάζει την Μυστική Έκθεση προκαλώντας μια αμήχανη σιωπή. Η κεντρική αίθουσα του Μεγάλου Παλατιού γίνεται ένας πελώριος παγωμένος τάφος που σύντομα γίνεται κάμπος χειροκροτημάτων. Κι αργότερα έρχεται ένας βαθύς ύπνος, κι ένα ημερολόγιο για έναν εφιάλτη με τον Άη Γιώργη κι ένα μουστάκι που κυνηγά κι εκτελεί μια κόκκινη καρδιά. Ο Λευκός Οίκος γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Κι ένα κόκκινο βιβλιαράκι ταξιδεύει από χέρι σε χέρι, πετάει κάτω από σύννεφα, χλωμές ηλιαχτίδες κι αστραπές, πετάει μέσα σε μια εποχή ολόκληρη, σε έναν αιώνα που φανερώθηκε πιο νωρίς, πετάει σαν μοναχική νότα που ξέφυγε από το πεντάγραμμο πριν τη συντριβή του.

Ο έρωτας, οι ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη, οι χωρισμοί, τα "γιατί", το άδικο, μια Μαργαρίτα ελεύθερη στους αιθέρες πάνω απ' τις στέγες, βρίσκουν μια θέση μέσα στον μανιασμένο άνεμο των γεγονότων.

Ο Νίκος Γαλάνης έγραψε ένα εμπνευσμένο αξιομνημόνευτο μυθιστόρημα όπου η ποίηση, η Ιστορία, πρόσωπα, σελίδες, γεγονότα, η αλήθεια και η φαντασία, το παράδοξο, αναφορές, ερωτήματα, καυστικό χιούμορ, και ένα ευφυές "παιχνίδι" με τον χρόνο/την Ιστορία/την αφηγηματική δομή διασταυρώνονται και συνδέονται με αριστοτεχνικό τρόπο.

Ένα δυνατό πρώτο πεζογραφικό αποτύπωμα από έναν φλεγόμενο ποιητή, ένα γράμμα - φόρος τιμής - συνομιλία με / στον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, με την κοιμωμένη μανούλα που λέγεται Ιστορία, με το κόκκινο των λέξεων, των αφηγήσεων, της αλλαγής, του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος. 

Εκδόσεις ΕΝάΝΤΙΑ

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Δημήτρης Καταλειφός, Επί κλίνης κρεμάμενος

Δημήτρης Καταλειφός, Επί κλίνης κρεμάμενος

 
[...]
Άλλοτε επιπλέουν οι ζωντανοί,
άλλοτε οι πεθαμένοι.
Έρχονται κατά κύματα.
Το κρεβάτι μια σχεδία
ενόψει τρικυμίας
που επέρχεται.
Αυτός πάντα πνίγεται στο τέλος.

(σελ.15)
 
κλίνη = λυτρωμός και πόνος, καταφύγιο δειλών και θλιμμένων, ψίθυρος και σιωπή και ουρλιαχτό βουβό, σκέπασμα ζεστό με μυρωδιά από παλιό μητρικό χάδι και πλέγμα αγκαθωτό. Φθορά, σταυρός κι ανάσταση. 'Υπνος βαθύς γαλήνιος και μαύρος εφιάλτης. Σχεδία να βρίσκει το σώμα δείγμα στεριάς σε απέραντη ταραγμένη θάλασσα. Μνήμη σε μη γραμμική διαδρομή, πρόσωπα και μυρωδιές, πορεία ανθρώπινη απ' την αρχή ως το τέλος.

κλίνη = το αντικείμενο των ποιημάτων και των ποιητικών ιστοριών του κορυφαίου ηθοποιού, δασκάλου και ποιητή Δημήτρη Καταλειφού που, με αυτή την τρίτη του ανθολογία, επανέρχεται για να μας μοιράσει αντίδωρα του λόγου του και του χαρίσματός του να μας συγκινεί και να μας δείχνει δρόμους, τρόπους, θέσεις, στάσεις, ήθος, πάθος.
 
Ο Καταλειφός ως ποιητής έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την συλλογή "Συμπληγάδες γενεθλίων" το 2020 και  ακολούθησε το "Πίσω από θολά τζάμια" το 2021, αμφότερα από τις εκδόσεις Πατάκη. Από τις ίδιες εκδόσεις, στα μέσα του 2023 -λίγο πριν ο τεράστιος αυτός ηθοποιός συγκλονίσει ως Οιδίποδας στην Επίδαυρο- κυκλοφόρησε το "Επί κλίνης κρεμάμενος" με 56 ποιήματα και ποιητικά πεζά αυτοαναφορικά, ψυχαναλυτικά, καρδιάς υπαινιγμών, εξομολογητικά, εξαιρετικά γραμμένα με κυρίαρχο μοτίβο την κλίνη, το κρεβάτι, που ως αντικείμενο παίρνει διάφορες μορφές στη ζωή από την γέννηση ως τον θάνατο καθώς κυρίαρχες επίσης είναι οι έννοιες του χρόνου, της μνήμης, της φθοράς και ο "μνησίπων πόνος" του Σεφέρη.
 
Και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η εμπλοκή ενός ηθοποιού, σκηνοθέτη και καθηγητή δραματικής τέχνης με την ποιητική έκφραση καθώς, από την εξωστρέφεια του θεάτρου, μεταβαίνει στην εσωστρέφεια του ποιητικού λόγου. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Δημήτρη Καταλειφό, μια εξόχως ποιητική φιγούρα, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη χαμηλών τόνων, έναν άνθρωπο με απύθμενο βάθος σκέψης, με εσωτερική ανησυχία, με διαρκή τάση ενδοσκόπησης, με ένα υγρό φωτεινό ευθύβολο βλέμμα στην κοινωνία, στις αλλαγές της, στις συλλογικές ρωγμές, στο παρελθόν που παραμένει πιστό σκυλί πλάι στα πόδια των ανθρώπων, στην ρηχότητα της εποχής μας, άρα η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα ήταν αναμενόμενη κι επιθυμητή, ήταν μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
 
Ο Καταλειφός, στις ποιητικές του αφηγήσεις, πατάει σταθερά πάνω στις λέξεις όπως ακριβώς πατάει πάνω στο θεατρικό σανίδι -δυνατά και ταπεινά-, μετράει βήματα, παύσεις και εκφράσεις με απόλυτη ακρίβεια και μοιράζεται με τον αναγνώστη την ψυχή του και τον εαυτό του που μετατρέπονται στο καθολικό.
 
Ποιεί ήθος και ποιεί ζωή, μνήμη και την καρδιά του ανθρώπου, ποιεί λόγο συντριπτικά αληθινό για τον ίδιο, για εμένα, για εσένα, για εμάς, για τους κερδισμένους και κυρίως για τους ηττημένους, για τους θλιμμένους που φοράνε τα οχτάωρα προσωπεία τους κι ύστερα περιφέρουν τη μοναξιά τους ως φυλαχτό και κατάρα, ως επιλογή και αποτέλεσμα, για της ζωής τον μάταιο αγώνα να γίνουμε κάποιοι άλλοι, να συνάψουμε συμμαχίες και τελικά να έρθει το νεκρό τέλος.
 
Η πένα του Καταλειφού μοιάζει και είναι τρυφερή, μα στο υπόβαθρο τσακίζει κόκαλα καθώς διυλίζει τον εσωτερικό ατομικό και συλλογικό κόσμο, φωτίζει τα ανέκφραστα συναισθήματα που βρίσκουν σύνταξη και έκφραση στην ποιητική οδό. Ακτινογραφεί εαυτόν και αλλήλους, ζωή που πέρασε, ευκαιρίες που χάθηκαν, χρόνια που μαράθηκαν προτού ανθίσουν, τη νιότη των πόθων σε μάχη με τον αναπόφευκτο μαρασμό του σώματος και των παθών, πρόσωπα που έφυγαν κι έμεινε πίσω η θύμησή τους, μια φωτογραφία τους σε ασημένια κορνίζα, ένα γέλιο στο σκοτάδι, ένας ψίθυρος στη μέρα, γιορτή που έγινε χωρισμός παντοτινός και μόνιμη εξορία.
 
Με καλοακονισμένο, καλοδουλεμένο, οξύ, διαπεραστικό, βαθιά μελαγχολικό, οδυνηρό, σαρκαστικό και αιχμηρό λόγο, ο Καταλειφός έγραψε 56 ποιητικές ιστορίες.
 
Ακουμπώντας στον πυρήνα του, μακριά απ΄την "πολλή συνάφεια του κόσμου", μακριά "απ' τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες", κατοικώντας μες στις μνήμες του, στον βίο του, στο χθες και στο σήμερα, ο ποιητής / αφηγητής, άλλοτε σε πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, ανοίγει ένα παράθυρο στον μικρόκοσμό του -σ' ό,τι ήρθε και χάθηκε, σ΄ ό,τι δεν ήρθε και δεν θα 'ρθει- κι ένα παράθυρο στον μεγάλο κόσμο που προχωρά και αλλάζει μένοντας ίδιος, πουλώντας, ξεπουλώντας, επαναστατώντας, σκοτώνοντας, ελπίζοντας στο τίποτα, παλεύοντας για κάτι.
 
Το υποκείμενο των ιστοριών (ο ίδιος ο ποιητής και κατ' επέκταση εγώ, εσύ κι οι άλλοι) είναι ένας Flâneur, ένας manqué, ένας χαμένος Οδυσσέας της μεγαλούπολης, ένα σώμα και μια ψυχή που κινείται μπρος πίσω στο χρόνο, παρατηρεί, μελαγχολεί, θυμάται, νοσταλγεί, πονά, χαμογελά, κλείνεται, ανοίγεται, περιπλανιέται πλάι σε φαντάσματα και στάχτες, μπαινοβγαίνει στον ποταμό της μνήμης, γίνεται παιδί κι από παιδί έφηβος κι από έφηβος άντρας που αντικρίζει το είδωλό του σε θολό ραγισμένο καθρέφτη, χωρίς να έχει απάντηση, κατεύθυνση, ιδέα. Εισπνέει σκοτάδι, αρπάζει τη νύχτα απ' τα μαλλιά, γεννάει λέξεις κι οι λέξεις αναρριχώνται, ολισθαίνουν, καίγονται και τον καίνε στη φωτιά τους. Κι αν κάτι επιθυμεί -μέσα στη βουή του κόσμου, μέσα στη ρεζερβέ καθημερινότητα  με μιαν αγάπη τριγύρω σαν φλόγα τρεμόσβηστη- είναι να γράφει, "από την έρημο των πραγμάτων στα κοφτερά βράχια της ποίησης", να κρατά στη ζωή τους απόντες, να επουλώνει τις πληγές του, να δίνει στην καρδιά νεό χτύπο, επιλέγοντας ψίθυρο αντί φωνής, σιωπή αντί θορύβου, ενώνοντας θραύσματα κτιρίων, σωμάτων, βλεμμάτων, πνοών, χαδιών που δεν ανταλλάχθηκαν, χειλιών που δεν έσμιξαν, προσδοκιών και πραγμάτωσης, ευτυχίας του σήμερα και ευτυχίας του αύριο, αποδεχόμενος την ανεπάρκεια του χρόνου, τις μεγάλες νίκες και τις μεγαλύτερες ήττες, νικώντας τον τρόμο της νύχτας επί κλίνης κρεμάμενος, καρφώνοντας αναπάντητα ερωτήματα στον τοίχο, γυρνώντας την πλάτη του στους καιρούς, παίζοντας με τον Αόριστο και τον Ενεστώτα, παίζοντας με απολογισμούς και επικλήσεις και "ξεροκόμματα" ζωής που απομένει, ζωγραφίζοντας, δημιουργώντας, εμπνέοντας, αποτίοντας φόρο τιμής στην παιδική ηλικία, στη νιότη, στην ομορφιά της ωριμότητας, στην ύπαρξη, στην επίγνωση, στην ενσυναίσθηση.
 
Ποιητικός καταιγισμός υπαρξιακών νοημάτων και  αναστοχασμών σε μια λυτρωτική ποιητική πρόζα, σε ένα απόσταγμα ζωής, σε ένα κερί αναμμένο στο σκοτάδι στη γη, στο δώμα, στην ψυχή, στην κλίνη των θλιμμένων.
 
 
Εκδόσεις Πατάκη

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Paul Lynch, Το τραγούδι του προφήτη

Paul Lynch, Το τραγούδι του προφήτη

 
Το Κακό, αόρατο, παραμονεύει έξω απ΄την πόρτα σου, παρακολουθεί την φαινομενικά τακτοποιημένη ζωή σου, τα σχέδια σου, τα πηγαινέλα σου, τις επιθυμίες σου, την αμφιθυμία σου, τα γέλια σου και τις μικρές σου ανησυχίες. Κι ένα βράδυ εισβάλλει σαν κόκκος σκόνης, αθόρυβα, ύπουλα, απρόσμενα, στο εσωτερικό του σπιτιού σου, κατακάθεται πάνω στους τοίχους και στα έπιπλα, αναπτύσσεται σαν μύκητας, παντού, στο μυαλό σου, γίνεται φόβος που μετατρέπεται σε Φόβο που ανατρέπει κεκτημένα και δεδομένα και σε παραλύει.

Το Κακό χτυπάει, ένα βροχερό βράδυ, την πόρτα της οικογένειας της Άιλις Στακ και το σκοτάδι του κήπου εγκαθίσταται μόνιμα στο σπίτι της και στη ζωή της.

Η Ιρλανδία του σήμερα ή του κοντινού μέλλοντος (τι σημασία έχει, θα μου πείς, μιας και το μέλλον είναι ήδη εδώ και το βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο) βρίσκεται  στο έλεος μιας δικτατορικής κυβέρνησης. Δυο αξιωματικοί της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας Γκάρντα χτυπούν την πόρτα της Άιλις Στακ αναζητώντας τον σύζυγό της, Λάρι, δάσκαλο και αναπληρωτή γενικό γραμματέα του Σωματείου Διδασκάλων της Ιρλανδίας, ο οποίος -σε μια χώρα που έχει τεθεί σε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και με τη νέα κυβέρνηση να καταργεί λίγο λίγο τις ατομικές ελευθερίες- κατηγορείται ως ταραχοποιός που υποδαυλίζει το μίσος εναντίον του τόπου, εργάζεται υπογείως κόντρα στο "καλό" της πατρίδας και σπέρνει σε συνεργάτες του / συμπολίτες του εξέγερση και διχασμό, και τελικά συλλαμβάνεται για την παράνομη συνδικαλιστική του δράση.

Ο εφιάλτης ξεκινά από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτού του συγκλονιστικού -πολιτικών διαστάσεων- μυθιστορήματος του, για πρώτη φορά μεταφρασμένου στα ελληνικά, Πολ Λιντς, ο οποίος, δικαίως, τιμήθηκε με το Βραβείο Booker 2023.

Από την έναρξη, λοιπόν, της δυνατής και κλειστοφοβικής ιστορίας του που αρπάζει τον αναγνώστη από τον λαιμό και δεν τον αφήνει να ανασάνει, ο Λιντς με τη χρήση του μακροπερίοδου λόγου, την απουσία παραγράφων, με τους διαλόγους να μην είναι με την πρώτη ματιά διακριτοί λόγω της έλλειψης εισαγωγικών και είναι ενσωματωμένοι στην ασφυκτική αφήγηση, με ωμό ρεαλισμό αλλά και αρκετές πινελιές λυρισμού και με μια καθηλωτική, ανελέητα σκληρή κινηματογραφική πρόζα, παρουσιάζει μια χώρα -εν προκειμένω τη χώρα του- υπό τον ζυγό ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Χωρίς σχεδόν καθόλου αχτίδες φωτός, χωρίς η ζυγαριά να γέρνει στο μελό και να εκβιάζει το συναίσθημα, το "Τραγούδι του προφήτη" είναι ένα lamento με heavy metal ηχοχρώματα που προσομοιώνει την πραγματικότητα έτσι όπως την βιώνουν άνθρωποι ανά τον κόσμο, θύματα πολέμων, αναταραχών, διώξεων, βίας, αίματος και θανάτου, είτε στη Συρία, είτε στη Γάζα, είτε στην Ουκρανία, είτε μπροστά μας, δίπλα μας, κι ας παριστάνουμε πως το Κακό και ο Πόνος δεν μας τρομάζουν γιατί δεν θα επιλέξουν ποτέ εμάς.

Ο Πολ Λιντς δημιούργησε ένα πολιτικό μανιφέστο με το ένδυμα της λογοτεχνίας, με τις ρίζες του στην αρχαία τραγωδία και, μέσα από την εφιαλτική ροή των γεγονότων στην αφήγησή του, μας ξεβολεύει από την άνεση του καναπέ μας, μας αρπάζει από τον σβέρκο έτσι όπως μας βρίσκει αποχαυνωμένους μπροστά σε οθόνες, μας οδηγεί στην κόλαση που λαμβάνει χώρα έξω από τα σπίτια μας και που βιαστικά την προσπερνάμε αποστρέφοντας το βλέμμα κουμπώνοντας με τρεμάμενα χέρια το ρούχο των αμυνών μας, δήθεν άνετοι μέσα στους λαβυρίνθους που χτίσαμε (ή μας έχτισαν), φυλακισμένοι στην ψευδαίσθηση και στην απατηλή λάμψη του εγώ μας. Ο Λιντς δεν στέκεται στα πώς και στο γιατί μια φασιστική κυβέρνηση ριζώνει και "ψηλώνει" σε μια δημοκρατική περιοχή της Δύσης. Δεν στέκεται στην πολιτική, στην Ιστορία και στο συλλογικό. Αντίθετα, δίνει έμφαση στο ατομικό, στην μικροϊστορία, στον άνθρωπο, στο ακατανόητο της εποχής που ξεγελά, δηλητηριάζει, παγιδεύει και αφανίζει τον μικρό καθημερινό άνθρωπο και του ραγίζει κάθε σταθερότητα, του ανατρέπει δεδομένα, τον καταβροχθίζει, τον εξορίζει.

Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, Άιλις Στακ, μετά τη σύλληψη και την εξαφάνιση του συζύγου της (ανάμεσα στις εξαφανίσεις εκατοντάδων πολιτών) μένει ολομόναχη με τα τέσσερα παιδιά της (τον μεγαλύτερο, στο τέλος σχεδόν της εφηβείας, Μαρκ, τον προέφηβο Μπέιλι, την μικρότερη Μόλι και τον Μπεν, μωρό) και με τον ηλικιωμένο πατέρα της που μένει σε μια κοντινή πόλη και πάσχει από άνοια. Η Άιλις προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη και να διαχειριστεί την παράλογη καινούργια πραγματικότητα κάνοντας παράλληλα αγώνα για την απελευθέρωση του Λάρι. Συνεχίζει εμμονικά τις καθημερινές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις -δουλειά, φροντίδα σπιτιού ,παιδιών και πατέρα- αντλώντας θραύσματα δύναμης από εικόνες, μνήμες, ήχους, μυρωδιές, όνειρα. Μιλάει στον Λάρι σαν να τον έχει δίπλα της, παλεύει να παραμείνει ακλόνητη στον αέρα του πολέμου, να κρατήσει το σπίτι της όρθιο (έχοντας πλέον το Κακό ως συγκάτοικο), να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη. Σταδιακά, οι εσωτερικές της ισορροπίες ραγίζουν και τρίζουν, ο ψυχικός της κόσμος καταρρέει σε αργή κίνηση κι ο αγώνας για επιβίωση δεν έχει τέλος. Επικρατεί ένα χάος, στους δρόμους στήνονται οδοφράγματα, επιβάλλεται απαγόρευση της κυκλοφορίας, ιδιωτικότητα και ασφάλεια δεν υφίστανται πια. 
 
Ήρθε η αυγή, αλλά όχι η μέρα, η μέρα το 'χει σκάσει, τώρα το βλέπει, τώρα καταλαβαίνει, το φως που νικάει το σκοτάδι είναι ψέμα, αλήθεια είναι μόνο η νύχτα, αυτή παραμένει αληθινή κι ακλόνητη, τώρα καταλαβαίνει ότι μάζεψε τα παιδιά στην αγκαλιά της ξέροντας πως η υπόσχεση της προστασίας ήταν ψεύτικη, αυτό το σπίτι δεν είναι πια καταφύγιο. (σελ. 162)     

Η Άιλις πολεμά -μέσα στο πολεμικό σκηνικό- να κρατήσει τη ζωή της, τη ζωή των παιδιών της, του πατέρα της, ακόμα και του απόντος Λάρι σε μια τάξη. Ο ήχος των σκέψεών της αυξομειώνεται σε ένταση, από ψίθυρος σε ουρλιαχτό. Φυλακίζεται σε ό,τι δεν καταφέρνει να αποφύγει, αγωνίζεται να πάει κόντρα στο ρεύμα αλλά είναι τόση η ορμή του που την παρασύρει. Γλιτώνει τον πνιγμό, ξαναβγαίνει στη στεριά, ξαναστέκεται στα τσακισμένα της πόδια, μια τραγική φιγούρα ανάμεσα σε στάχτες, σκόνη και αίμα που διαρκώς προσπαθεί να ανταποκριθεί στους ρόλους της συζύγου, μάνας και κόρης.

Παρακολουθεί την εξέλιξη της νευρολογικής καταιγίδας και των φαντασμάτων στο μυαλό του πατέρα της, γίνεται μάρτυρας της απότομης ενηλικίωσης των παιδιών της, αμφιταλαντεύεται με την απόφαση να μείνει ή να φύγει από τα πάτρια εδάφη. Έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυτα εκκωφαντική σιωπή και την απώλεια της ταυτότητάς της ως γυναίκα, μάνα και πολίτης.

Κινείται μέσα στον δηλητηριώδη και δηλητηριασμένο κόσμο και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ανεξέλεγκτη βία, τον απόλυτο παραλογισμό, με βέλη, ξίφη, φωτιές και τέρατα, με την κτηνωδία και τον θάνατο. Κινείται και αφουγκράζεται τον ουρανό, τον αέρα, τους ήχους των πυροβολισμών και των εκρήξεων. Παρατηρεί τη ζωή (της) να ξοδεύεται σε έναν τόπο που δεν είναι πλέον τόπος παρά θάνατος και πόνος και καρδιά σε διαρκή κραυγή ταμπούρλων και εγκαταλείπει ό,τι αγάπησε, ό,τι έχασε,  απομακρύνεται από εκείνη την σκοτεινή αίσθηση που εκείνο το βροχερό βράδυ μπήκε στο σπίτι της και την ακολουθούσε κατά πόδας.

Καταρρακωμένη, θα βγει στη θάλασσα που είναι ζωή, που υπόσχεται ζωή. Εκ νέου. Ζωή μισή, ερειπωμένη, απομεινάρι ενός κόσμου που τελείωσε -όπως τραγούδησε το τέλος του ένας προφήτης-  κι αρχής ενός κόσμου που θα γεννηθεί, παραμορφωμένος και πένθιμος, αλλά με την αγάπη αυτός ο κόσμος μπορεί να σωθεί, να ανθίσει, να γίνει μια απέραντη θάλασσα ελπίδας.

Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα για τα σαθρά θεμέλια του κόσμου μας, για το φίδι που τρέφουμε μέσα μας, για την απώλεια βεβαιοτήτων, για τα υπαρξιακά αδιέξοδα των δημοκρατικών κοινωνιών, για τον ολοκληρωτισμό που χτυπάει την πόρτα μας σε "φιλική" επίσκεψη. Ένα εκρηκτικό λογοτεχνικό αποτύπωμα αυτό που αφήνει με το "Τραγούδι του προφήτη" ο Πολ Λιντς που στοιχειώνει και αφυπνίζει, ταρακουνά , που μας βγάζει από το βασίλειο των εαυτών μας για να δούμε κατάματα πλωτά καραβάνια που γυρεύουν μικρής στεριάς αγκαλιά.

Θαυμάσια μετάφραση από τους Άγγελο Αγγελίδη και Μαρία Αγγελίδου και ένα ακόμα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο που βάζει στην φαρέτρα της η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Δαμιανός Αγραβαράς, Πέτα μακριά, Πέπε

Δαμιανός Αγραβαράς, Πέτα μακριά, Πέπε


Ξεκινάς να διαβάζεις την πρώτη σελίδα του πρώτου διηγήματος, σταματάς την ανάγνωση για λίγο, ρίχνεις μια ματιά στο καλαίσθητο εξώφυλλο, στο όνομα του συγγραφέα, έπειτα στο σύντομο βιογραφικό του στο αυτί του βιβλίου και σκέφτεσαι ότι γράφει θαυμάσια όντας τόσο νέος ηλικιακά κι άλλο τόσο νέος στον χώρο της πεζογραφίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση πρωτοεμφανιζόμενου, ο Δαμιανός Αγραβαράς και η πρώτη του συγγραφική κατάθεση εδώ, με την συλλογή διηγημάτων "Πέτα μακριά, Πέπε" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Συρτάρι.

Και δεν πρόκειται για μια ακόμα συλλογή διηγημάτων ανάμεσα σε μια πληθώρα άλλων αλλά για μια συλλογή ιδιαίτερα πρωτότυπη υφολογικά και θεματολογικά, με γραφή ηλεκτρισμένη, στακάτη και έντονη εικονοποιία που αφήνει πολύ δυνατό αποτύπωμα στον αναγνώστη με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της κάθε ιστορίας ξεχωριστά αλλά και του συνόλου τους.

Ο ικανότατος και ταλαντούχος Δαμιανός Αγραβαράς είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου "Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης" του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στο αρχείο της ΕΡΤ και σε πολύ νεαρή ηλικία, το 2016, έλαβε μέρος στο πρώτο εργαστήρι Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος "Μιχάλης Κακογιάννης" ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Στην παρούσα συλλογή δημιούργησε δεκατρία -αξέχαστα- διηγήματα με ήρωες ανθρώπους και πτηνά σε εναλλασσόμενους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Κι αν τα πτηνά δεν είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες / αφηγητές στην κάθε ιστορία, παίζουν κυρίαρχο ή συμβολικό ρόλο στην εξέλιξή της. Κοινός, λοιπόν, θεματικός άξονας που συνδέει τα δεκατρία εκρηκτικά διηγήματα είναι η έννοια και η ύπαρξη ενός πτηνού που μιλάει, εκφράζεται, ασφυκτιεί, λυτρώνει και λυτρώνεται, είναι θύμα, είναι θύτης, παρηγορεί, εκδικείται και δρα λειτουργικά στην πορεία των πρωταγωνιστών.

Οι ήρωες των ιστοριών του Αγραβαρά είναι άνθρωποι στα όριά τους ή που τα έχουν ξεπεράσει, έχουν έρθει αντιμέτωποι με την υπέρβαση, είναι μόνοι και μοναχικοί, παλεύουν με τους δαίμονές τους, με τα χρόνια, με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους, με έναν έρωτα που αιωρείται ανάποδα, με έρωτες μαχαιριές με μέλι στη μνήμη, έχουν ανεκπλήρωτους πόθους, έχουν ελπίδα, βίωσαν την προδοσία, επαναστατούν, ουρλιάζουν άηχα, κλαίνε, γελούν, τραγουδούν. Πλάσματα αγγελικά καμωμένα με ένδυμα δαίμονα, ζούν στη μεγαλούπολη ή σε μια επαρχία, πενθούν, μισούν, επιθυμούν να απαλλαχθούν απ' ότι τους βαραίνει σαν σκουριασμένη ασήκωτη αλυσίδα. Είναι θύματα εαυτού, σκέψεων, υποταγών, επιταγών, προτροπών, εσωτερικών πυρκαγιών.

    Μια ηλικιωμένη γυναίκα παραδίνεται στον θάνατο από τα φονικά τσιμπήματα των πουλερικών που η ίδια συντηρούσε και τώρα γίνεται τροφή στα εκδικητικά τους ράμφη.
    'Ενας μοναχικός ηλικιωμένος άντρας ζεί σε μια παλιά μονοκατοικία -απομεινάρι άλλων καιρών- ανάμεσα σε νεόκτιστες πολυκατοικίες. Παρέα του ένα κοπάδι γάτες κι ο Πέπε, ο παπαγάλος του, που μαζί του τραγουδά καημούς και πάθη. Κι είναι ένα τραγούδισμα, κι είναι μια εικόνα που ενοχλούν τους "νοικοκυραίους" γείτονες, για να ακολουθήσει ένα πέταγμα και μια είσοδος στην πιο μέσα φυλακή.
    Δυο γυναίκες "χτυπούν" τατουάζ η καθεμιά στο μπράτσο της από ένα κολιμπρί για να τα ενώνουν σμίγοντας τα χέρια τους όπως και τη ζωή τους.
    Μια σύζυγος επαναστατεί μετά από ένα ξύπνημα του κορμιού της κι ένα χορευτικό λίκνισμα και πετά σαν χελιδόνι, αψηφώντας διαταγές και προτροπές.
    Δυο lovebirds τραγουδούν ζωή, χωρισμό και θάνατο μέσα σε μια ροζ τηλεφωνική γραμμή.
    Ένας στρουθοκάμηλος δραπετεύει από τη φυλακή του και ανοίγει τα τσακισμένα του φτερά σε ελεύθερη πτήση προς τις ρίζες του.
    Μια κίσσα κλέβει αυτό που ένας ερωτευμένος άντρας πρόοριζε να χαρίσει στο κορίτσι του εν είδει ένωσης και παντοτινής αγάπης.
    Μια γυναίκα, με άδειο κορμί - δοχείο, με τραυματισμένη ψυχή, επιθυμεί να πετάξει παρέα μ' έναν μικρό αετό και η επιθυμία της πραγματοποιείται με πτώση στο κενό.
    Ο χρόνος που δεν κερδίζεται κι ενα μαντήλι με πελαργούς σε ροζ μπλε ουρανό είναι ό,τι έχει απομείνει από μια χαρά μικρής διάρκειας.
    Μια τελευταία Τετάρτη ενός απαγορευμένου έρωτα με φόντο μνήμης τρία φτερά παγονιού.
    Μια διαφορετική επέτειος γάμου δίπλα στη λίμνη: ανάσα, τέλος κι αρχή, μ' έναν ερωδιό να απογειώνεται τρομαγμένος.
    Ένα περιστέρι συνθλίβεται στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο πένθος ενός έρωτα.
    Οχτώ κοράκια ξεφορτώνονται πτώματα θυμάτων του Μαύρου Θανάτου.

Δεκατρία διηγήματα που φλερτάρουν με το γκροτέσκο, με την άλλη πλευρά των πραγμάτων, με την παραβολή, με τη θλίψη που χτίζει απόρθητο φρούριο στην ανθρώπινη ψυχή, με το σκοτάδι και το χλωμό φως έτσι όπως τραμπαλίζονται στη διάρκεια των βίων μας, με πουλιά που έχουν ανθρώπινη λαλιά και σκοτεινά ένστικτα, που παρακολουθούν και βιώνουν χωρισμούς και γκρεμούς στο βαθύ κόκκινο και στο μαύρο της επανάστασης, σε πρωτοπρόσωπες, δευτεροπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις κινηματογραφικής ροής και αισθητικής.

Ο Αγραβαράς, με μαεστρία, νεύρο και πυρετό, φιλοτέχνησε δεκατρία έργα τέχνης - στιγμιότυπα βίων σε κομβικό σημείο. Βίων οικείων, διπλανών, σχεδόν εαυτών, κουκκίδες σε τεράστιο χάρτη τραυμάτων. Χωρίς επιτήδευση, με χρήση σκληρών ρεαλιστικών εικόνων και περιγραφών, με καλοζυγισμένη και καθαρή έκφραση, ο νεαρός συγγραφέας άνοιξε τα φτερά του με αυτό το πρωτόλειο εξαιρετικό έργο του -ένα κόκκινο ρόδι σπασμένο εντέχνως σε δεκατρία κομμάτια- και "κέντησε" ιστορίες που παίζουν με το φως, τη σκοτεινιά, την πραγματικότητα πίσω από μισόκλειστα βλέφαρα και την αλληγορία. 

Τα διηγήματα του Αγραβαρά αποκαλύπτουν την πάλη με το παράλογο και τα προσωπικά σκοτεινά αδιέξοδα, τους καθημερινούς αγώνες για ύπαρξη, οξυγόνο κι ελευθερία, τα πετάγματα που δεν μας επιτρέπονται αλλά επιθυμούμε διακαώς μακριά από καταιγίδες και σύννεφα - τέρατα.

Μια αξιέπαινη συλλογή διηγημάτων, μια αξιοπρόσεκτη πρώτη εμφάνιση στην πεζογραφία, ο Δαμιανός Αγραβαράς που θα μας απασχολήσει μελλοντικά.
 
 
Εκδόσεις  Συρτάρι

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Αργύρης Δούρβας, νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά

 
Αργύρης Δούρβας, νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά

Ο Αργύρης Δούρβας είναι δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διατηρεί το εξαίρετο ιστολόγιο poetry-or-not / Ποίηση αλλιώς, όπου παρουσιάζει, αναλύει, περιγράφει και "κριτικάρει" αισθαντικά και εμπεριστατωμένα, με διαύγεια, ευαισθησία, γνώση και ενσυναίσθηση ποιητικά έργα νέων και παλιότερων -δοκιμασμένων- ποιητικών φωνών, εξερευνώντας με το βαθύ, ευθύβολο βλέμμα του όσα κρύβονται πίσω και κάτω από λέξεις, σημεία στίξης και παύσεις.
 
Η παρούσα συλλογή -ουσιαστικά δύο συλλογές σε ένα σώμα, σε έναν τόμο- είναι το πρώτο επίσημο δείγμα προσωπικής γραφής του Αργύρη Δούρβα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη - με το ωραιότατο εξώφυλλο του έργου της Ράνιας Εμμανουηλίδου "horse rider"-,  αποτελείται από δύο ενότητες: το "νεκροταφείο ζώων" (2018) και το "'άλλα ερωτικά" (2020) και αποδεικνύει ότι αν και είναι το πρώτο βήμα ενός πρωτοεμφανιζόμενου -εκδοτικά- ποιητή / ακτινογράφου στιγμών και συναισθημάτων, αφήνει ένα δυνατό χνάρι στον εγχώριο εκδοτικό μας χάρτη. Ο Δούρβας δεν είναι ένας ακόμα ποιητής ανάμεσα σε τόσους άλλους, είναι ένας εμβριθής παρατηρητής ζώντων και τεθνεώντων πλασμάτων (τετράποδων, ερπετών, πτηνών, αμφίβιων, θηρίων), ανθρώπων, εαυτού και πολλαπλών εαυτών, αισθήσεων, χρόνου και αντικειμένων εσωτερικών και εξωτερικών. Με την πένα του αλιεύει λέξεις, συναισθήματα και μνήμες απ΄ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τα τραβά στη στεριά, τους φυσά πνοή και τους δίνει υπόσταση και αιωνιότητα. Τα μεταποιεί, τα μεταμορφώνει, τα τοποθετεί με προσοχή το ένα πλάι στο άλλο, τα ζυγίζει, τα απαλλάσει από φόβο, τα ε-ξημερώνει και σκαρώνει υποδειγματικές ποιητικές ιστορίες.
 
Στην πρώτη ενότητα, "νεκροταφείο ζώων", το ποιητικό υποκείμενο παραδίδει το σώμα του στον αναγνώστη, του βάζει νυστέρι στο χέρι και τον προτρέπει  να κάνει άνοιγμα και διερεύνηση σε όσα θάφτηκαν μέσα του. Εδώ, μέσα στο σώμα, η θέα δύο πουλιών που χωρίστηκαν στο πρώτο φώς της άνοιξης, μια δράκαινα συγκάτοικος, ένας ψεύτης βάτραχος με ένα δαχτυλίδι στα εντόσθιά του. Πλάσματα που δραπέτευσαν από τα παραμύθια τους, κήποι και όνειρα και ήχοι από ρέκβιεμ.
 
Ο ποιητής / αφηγητής ψαρεύει κούφιες χαρές και ένα αστέρι με δόλωμα ένα πορτατίφ, ανάβει τα καντήλια του ουρανού να φέγγουν στα μνήματα του κήπου του, γίνεται μάρτυρας αυτοχειρίας ενός κυνηγού, σκοτώνει τη νυχτερινή μοναξιά του με τη συντροφιά μιας ντροπαλής κατσαρίδας, σκηνοθετεί θανάτους και με το αίμα τους γράφει ποιήματα. Κάνει αναφορά στην επανάσταση και στην πληρωμή της, στην υποταγή μπροστά στην ανάγκη, στην ισότητα δυνατών και αδυνάμων κάτω απ΄το χώμα, στην πίστη του ανθρώπου στη φυλακή του, στο σώμα κάτω από τη γη βορά παλαιών θυμάτων, στον δαίμονα που καταβροχθίζει όσα αποτυπώθηκαν σε μια σελίδα. Μεταμορφώνεται και εκσφενδονίζει στίχους δηλητήριο κατευθείαν στην καρδιά, οικειοποιείται το υλικό των παραμυθιών κάνοντας ήρωες τα ζωά, δίνοντάς τους ανθρώπινα στοιχεία και χαρακτηριστικά, τα κάνει θύτες και θύματα, εραστές και ερωμένες, στίχους στη λάσπη, τους πλέκει μικρά εγκώμια, τους τελεί επιμνημόσυνες δεήσεις.
 
Σκοτώνει ό,τι αγαπά και το επαναφέρει στη ζωή  μέσω του ποιητικού λόγου. Μετατρέπεται σε λύκο που σκοτώνει παραμύθια, φοβίες, ραγισμένες εικόνες.
 
Στη δεύτερη ενότητα, "άλλα ερωτικά", ο Δούρβας καταθέτει 37 στιγμιότυπα ποιητικής πρόζας, με χαμηλό φωτισμό, οι ψίθυροι γίνονται ουρλιαχτά και τ' αγγίγματα σουγιαδιές. Εδώ, κυρίαρχος τόπος είναι ένα μαύρο πυκνό δάσος κι απο 'κεί ξεκινά η περιπλάνηση της επιστροφής σε παλιό, οικείο τόπο.
 
Από το δάσος της πολυκατοικίας του αφηγητή, στην έρημο που πάντα έρημος ήταν / είναι / θα 'ναι, στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού ενός ερωτικού αντικειμένου. Κι ο έρωτας όπως αρχίζει κι όπως καταλήγει: το ραντεβού, η γνωριμία, η εξέλιξη, τα σώματα που αγκαλιάζονται και κολυμπούν στα υγρά τους, ο χωρισμός και τα δάκρυα που προκαλούν τον κατακλυσμό του Νώε. Οι παγίδες που στήνει ο εαυτός στον εαυτό του, η μοναξιά σαν άδειο νησί χειμώνα άγριο καιρό, το σκοτάδι τ' αξημέρωτο, τα σκίτσα ενός σπιτιού μιας ζωής άλλης, τα άγρια ανθρώπινα ένστικτα, η ανάγκη για έρωτα, ο έρωτας για την εξουσία, η απόδραση από την αγάπη μαζί με τον δεσμοφύλακα.
 
Στα "ερωτικά", το κορμί ντύνεται πεύκο μ' ένα αηδόνι στα κλαδιά του, το κορμί σπαρταρά από πόθο, ερωτικούς σπασμούς, κραδασμούς, λυγμούς, χωρισμούς, πειρασμούς, τρυπανισμούς.
 
Οι ήχοι των λέξεων ερωτοτροπούν με το νόημά τους, το ασυνείδητο καθρεφτίζεται στο συνειδητό, η στιγμή γίνεται αιωνιότητα και μετράει το κενό της, ο άνθρωπος διαρρηγνύει εαυτόν και αλλήλους καθώς απελευθερώνει τις σαρκοβόρες αλήθειες και φαντασιώσεις του.
 
Ο αφηγητής σκάβει τη θάλασσα με υπομονή και επιμονή να διαβάσει το σώμα και τις διαθέσεις της. Είναι ο ίδιος κι είναι ένας άλλος και στήνει ένα παιχνίδι για την καύλα και το φονικό της ερωτικής πράξης, με ανθρώπους πέτρες που, μετά τον έρωτα, γίνονται πέτρες ξανά, σωματίδια σκοτεινής ύλης.
 
Ένα περιστατικό ασθενείας, του δόκτορος Φρόιντ: οι λύκοι κατασπαράζουν έναν άνθρωπο στο φαλλικό του στάδιο.
 
Κι ο έρωτας εις σάρκα μία με τον θάνατο για την ανάσταση και τον επόμενο θάνατό του.
 
Μινιμαλισμός, ρεαλισμός, συμβολισμοί, αλληγορίες, γρίφοι και αινίγματα, γλώσσα συγκινητικά τρυφερή μα και σκληρή σαν θάνατος, λογοπαίγνια, σαρκασμός, ειρωνία και άκρατος ερωτισμός είναι τα βασικά στοιχεία της έξοχης, πολυεπίπεδης, πεζόμορφης ποίησης του Αργύρη Δούρβα που εντός της θαυμαστής οικονομίας  και της επικίνδυνης θερμοκρασιακής της κλίμακας εκφράζει και υπαινίσσεται την ερημιά του ενός και του καθενός, τ' ανθρώπινα ψυχιατρικά σύνδρομα, τον τερατόμορφο άνθρωπο που διψά για σάρκα και γεύεται αχόρταγα τους χυμούς της. Εκφράζει άλλα τόσα για ανθρωπόμορφα ζώα που ταπεινώνουν και ταπεινώνονται, σκοτώνουν και σκοτώνονται, θαμμένα ζωντανά στη μνήμη και στις αιχμηρές στροφές των λέξεων,  εκφράζει τους ανθρώπους που σπάνε τα δεσμά τους και τρέχουν ελεύθεροι στους δρόμους σέρνοντας πάντα αλυσίδες και συνουσιάζονται, πολλαπλασιάζονται, μένουν μόνοι, ολομόναχοι, σαν δέντρα για ξερίζωμα κι εκείνους που μένουν υποταγμένοι πίσω από κάγκελα, δανεικές ταυτότητες και μάσκες.
 
Με τη χρήση της εικονοποιίας, της προσωποποίησης, με αναφορές σε τοπία, πράξεις, αντικείμενα, κραυγές, με το στοιχείο της επανάληψης μοτίβων και με έντονο το στοιχείο της σωματικότητας, (τα σώματα, μόνα ή μαζί, γυρεύουν μια αγκαλιά, ενώνονται, εκτονώνονται και φορούν στη συνέχεια την πέτρινη στολή τους) ο Αργύρης Δούρβας έπλασε ένα λογοτεχνικό - ποιητικό σύμπαν πρόκληση/πρόσκληση  σε παιχνίδι με πιόνια  το πραγματικό, το εξωπραγματικό, το ονειρικό, το οικείο και το ανοίκειο, όπου ο αναγνώστης καλείται  να συμμετάσχει ερχόμενος σε αναμέτρηση με τον εαυτό του, με τις έκδηλες και λανθάνουσες πράξεις / σκέψεις του.
 
Ο τόμος "νεκροταφείο ζώων / άλλα ερωτικά" διαθέτει ποίηση - ασπίδα στις σφαίρες της πεζότητας, είναι ακριβή ποίηση πεζόμορφη με ζάχαρη και δηλητήριο, ένταση, λαγνεία, βάθος, επιδραστικότητητα. Είναι ποίηση που ξεβολεύει γιατί αναμοχλεύει συναισθήματα - πτώματα, γιατί στο σκοτάδι της κάτω από ένα σκιώδες φεγγαρόφως αστράφτουν στιγμιαία οι αλυσίδες της ζωής μας, των όσων δεν αποτινάξαμε και φιλοξενούμε κρυφά / παράνομα ξεχασμένα και θαμμένα στον μέσα μας κήπο, αστράφτει θαμπά εκείνο το μακρινό μας προσωπικό και συλλογικό αστέρι που κουβαλάμε εντός μας: ένοχοι, ερωτευμένοι, ολομόναχοι, ύποπτοι, καχύποπτοι, ηττημένοι, πλανημένοι.
 
78 πεζοποιητικά "γλυπτά": στο "νεκροταφείο ζώων" / "άλλα ερωτικά", του Αργύρη Δούρβα. Και οι λέξεις παίζουν φανερό κρυφτό με τις πληγές και τους ίσκιους της μνήμης.
 
 
Εκδόσεις Νεφέλη

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Λέτα Σεμαντένι, Ταμανγκούρ

Λέτα Σεμαντένι, Ταμανγκούρ
...τη στιγμή που ένας κυνηγός γίνεται δεκτός στο Ταμανγκούρ, χάνει αυτόματα είκοσι ένα γραμμάρια σωματικού βάρους, καθώς η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα προκειμένου να επιστρέψει εκεί όπου κατοικούσε προηγουμένως. (σελ. 10)
 
Ταμανγκούρ είναι ο Παράδεισος των κυνηγών.

Ταμανγκούρ είναι ο τόπος που οι παλιές ψυχές συναντούν τις νέες. Είναι ο τόπος - ουρανός και τόπος διαμονής εκείνων που έφυγαν από τον τόπο - γη.

Ταμανγκούρ είναι η καινούργια πατρίδα του παππού στα σύννεφα και είναι πολλές φορές που η γιαγιά και το παιδί υψώνουν το βλέμμα προς τις αέρινες κλωστές που αιωρούνται στο περίγραμμα των βαμβακένιων σχημάτων.

Ταμανγκούρ είναι ο τίτλος αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος της πρωτοεμφανιζόμενης στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο, Λέτα Σεμαντένι, την οποία μας συστήνουν (και πολύ καλώς έπραξαν) οι εκδόσεις Loggia στην Πράσινη σειρά τους.

 
Πρώτο μυθιστόρημα της Σεμαντένι, το "Ταμανγκούρ", έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και το 2016 απέσπασε το Ελβετικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Η Λέτα Σεμαντένι γράφει ποίηση στα γερμανικά και στα ραιτορομανικά και, πολύ πρόσφατα, τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας 2023 από την Ελβετική Συνομοσπονδία για το σύνολο του έργου της. Και είναι ιδιαίτερη η χαρά που μια τέτοια ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή μπορούμε να την απολαύσουμε "ακούγοντάς" την και διαβάζοντάς την στη γλώσσα μας. Μια φωνή εξόχως ποιητική που διαχέεται και ψιθυρίζει στις σελίδες του σαγηνευτικού "Ταμανγκούρ". Ο τόπος και ο χρόνος εδώ δεν έχουν σημασία.

Σημασία έχουν η ονειρική ατμόσφαιρα και η ελκυστική αφήγηση, το ύφος, η δομή και η πλοκή, που δεν είναι η συνηθισμένες δομή και πλοκή ενός ακόμα πεζογραφικού έργου.

Τα μικρά κεφάλαια με τις αριθμημένες "μινιατούρες" στο "Ταμανγκούρ" αρχικά γράφτηκαν ως πεζοποιήματα που τελικά, κατόπιν εκδοτικής πρότασης, ενώθηκαν το ένα με το άλλο και το αποτέλεσμα είναι θαυμάσιο και πρωτότυπο.

Εδώ λοιπόν δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ανατροπών, παθών και έντασης αλλά με ένα "αθόρυβο" μυθιστόρημα ιδεών, καρδιάς και μνήμης. Πρωταγωνιστούν η καθημερινότητα σε ένα ελβετικό χωριό ανάμεσα στα βουνά, τα απλά πράγματα, ένα γεύμα, ένα όνειρο, μια λέξη και μια σκέψη που στην αφήγηση της Σεμαντένι αποκτούν άλλο νόημα, άλλη διάσταση και αξία. Κι εκεί, δίπλα στα απλά και στα καθημερινά, πρωταγωνιστούν η γιαγιά και το παιδί (ένα κορίτσι) χωρίς ονόματα, χωρίς ηλικία, που ζουν μαζί -μαζί τους και ο σκύλος Τσαν- και χτίζουν ένα κάστρο αγάπης και τρυφερότητας η μια για την άλλη χωρίς να λείπει ο αέρας των εντάσεων που ενίοτε κάνει τα μικρά παράθυρά του να τρίζουν.

Η γιαγιά μιλάει πολύ συχνά για τον δειλό παππού που έφυγε για το Ταμανγκούρ, αγαπά να διαβάζει βιβλία και να βλέπει αστυνομικές ταινίες, μαγειρεύει, φροντίζει και συνετίζει μονίμως το παιδί, μιλάει στο παιδί για το χωριό που κατοικούν, για τη ζωή και τους ανθρώπους, στρώνει το τραπέζι με τη ματιά της στραμμένη στην πάντα άδεια καρέκλα. Έχει μια απάντηση έτοιμη για όλα, διαθέτοντας μια φιλοσοφική ματιά στα πράγματα.

Η γιαγιά είναι ένας άγγελος που εκπληρώνει επιθυμίες κι άλλοτε είναι σκοτεινή σαν πυκνό δάσος με άγρια πυκνά φυλλώματα.

Ο παππούς, αν και απών, είναι διαρκώς παρών μέσω αφηγήσεων και αναμνήσεων. Καθημερινά εκεί, με ήλιο, με βροχή, με χιόνι, στη μικρή αυλή, στην καρέκλα του, στο βαθούλωμα του κρεβατιού, την ώρα που τραγουδούν τα πουλιά, την ώρα που τα όνειρα καλπάζουν, την ώρα που οι ψίθυροι γίνονται δάκρυα στεγνά και ικεσίες φυλακισμένες στα χείλη.

Το παιδί κάποτε ζούσε με τη μαμά και τον μπαμπά και τον μικρό του αδερφό. Τώρα ζεί με τη γιαγιά και ξέρει να διαβάζει τις σιωπές και τους συλλογισμούς της. Κι είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Το παιδί θυμάται και ονειρεύεται ένα ποτάμι βαθύ, ένα σώμα πέστροφας κι ένα σώμα στο νερό.

Η καθημερινότητα γιαγιάς και παιδιού έχει ερωτήσεις και απαντήσεις -κοφτές, ολοκληρωμένες, επινοημένες, φιλοσοφημένες-, αναμνήσεις, όνειρα, ανέκφραστους φόβους, παύσεις και επιθυμίες. Οι δυο τους βιώνουν την απώλεια με διαφορετικό τρόπο που άλλοτε εκφράζεται κι άλλοτε αποσιωπείται. Με κοινό και διαφορετικό βλέμμα ερευνούν τις θέσεις του ήλιου, τις αλλαγές των εποχών, τον ερχομό της νύχτας, τον θόρυβο των ονείρων, τα ουρλιαχτά του φεγγαριού, τις απουσίες, τη μοναξιά, τις μνήμες, το φως και τις σκιές των αντικειμένων, τα μηνύματα που κρύβονται σε μια λευκή σελίδα, τα ταξίδια του νου, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τα δέντρα, το παγκάκι των ψεμάτων, τις φωτογραφίες, την κραυγή των άστρων, τον κόσμο όπως ψηλώνει στο φως της μέρας κι όπως μικραίνει τυλιγμένος στον μαύρο χιτώνα της νύχτας. Ερευνούν το εσωτερικό και εξωτερικό τους περιβάλλον, την αγάπη που δίνει φτερά στην καρδιά, το μίσος που έχει θερμοκρασία φωτιάς, τη λαχτάρα που βγάζει νύχια και γδέρνει, την ευτυχία που έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία και διαρκεί στιγμές, λεπτά, δευτερόλεπτα.

Κοντά στη γιαγιά και στο παιδί, συμπρωταγωνιστές είναι η Έλζα, μια εκκεντρική γυναικεία φιγούρα που φλυαρεί, φιλοσοφεί, μετακινείται από την ενήλικη ζωή της πίσω στην παιδική της ηλικία, ταξιδεύει στον χρόνο και στις σκέψεις. Πλάι στην Έλζα, ο αγαπημένος της Έλβις που μοιάζει και τραγουδάει σαν τον αληθινό Έλβις. Η μοδίστρα της περιοχής που κλέβει αναμνήσεις και ζωές και τα κάνει δικά της. Η δασκάλα του πιάνου, η Λουτσία, ο καπνοδοχοκαθαριστής, ο Καζιμίρ - φίλος του παππού. Ένας μικρός θίασος ανθρώπων μιας μικρής κοινωνίας με παράξενη συμπεριφορά επειδή κι ο βίος τους είναι παράξενος.

Η φαντασία και η πραγματικότητα σε απόλυτη ισορροπία σε μια υπέροχη, απόκοσμη, αριστοτεχνική πρόζα με εφευρετική αφήγηση, αλληγορίες και μεταφορές.

Η απώλεια στο "Ταμανγκούρ" δεν είναι το κυρίαρχο θέμα, υπάρχει όμως έντονα στο φόντο και προκαλεί μια γλυκιά θλίψη και μια βαθιά συγκίνηση. Ό,τι συνέβη πριν, περιγράφεται με τόνο συγκρατημένο, απλά, ποιητικά, χωρίς τη χρήση τεχνητών δραματικών εξάρσεων αλλά αληθινά κι ονειρικά μαζί, όπως τα φέρνει στη μνήμη του ένα / το παιδί που έχει συγκρατήσει εικόνες και ήχους που του προκαλούν αμηχανία, εσωστρέφεια και φέρνουν ένα σμήνος από γκρίζα σύννεφα και μια υγρασία στην ψυχή του. Κυρίαρχο θέμα είναι η ζωή που συνεχίζεται. Με τις ομορφιές της, το μέλι και το μαχαίρι της, τις θάλασσες και τα βουνά της, το ζεστό ψωμί της, το εδώ και το εκεί της, το πάντα και το ποτέ της, την αγάπη που χαμογελάει πίσω από νοτισμένο νυχτερινό τζάμι, την αυθάδεια των ονείρων της.

Σπάνιας ομορφιάς και αισθητικής ευαισθησίας μυθιστόρημα, μια ποιητική γιορτή σε πεζό λόγο, λεπτομερώς κεντημένο και έξοχα μεταφρασμένο στα ελληνικά -λέξη τη λέξη, σιωπή τη σιωπή- από τον Τέο Βότσο.
 
 
Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Ελευθερία Παπουτσάκη, Αόριστος

Ιστορίες και στιγμιότυπα απ' την ανάποδη

Ελευθερία Παπουτσάκη, Αόριστος


Ασκούν μια τρομερή έλξη οι ιστορίες ψυοχθεραπείας φιλτραρισμένες και λογοτεχνικά μεταφερμένες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα βιβλία του Irvin Yalom (εκδόσεις Άγρα) όπου ο θεραπευτής Yalom μετατρέπει την κλινική του εμπειρία, τις σκέψεις του, τα εργαλεία του, την ψυχανάλυση και τις τεχνικές της, τους αναλυόμενους και τις εμμονές τους σε υψηλή πρόζα υβριδικής μορφής. "Ο δήμιος του έρωτα", για παράδειγμα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κοινού, διαβάστηκε και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Είναι τα βιβλία του Jorge Bucay (εκδόσεις opera) όπου και εκεί, ο ψυχοθεραπευτής καταθέτει στιγμές, σκέψεις και προβληματισμούς, φέρνει στο φως -με εξαιρετικά φωτεινό τρόπο- ιστορίες και περιστατικά των αναλυόμενων. Από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του "Να σου πω μια ιστορία" το 2011, όλα τα έργα του Bucay που ακολούθησαν πουλάνε συνεχώς, διαβάζονται, "διδάσκουν" και "διδάσκονται" σε αναγνωστικές παρέες και ψυχές ανήσυχες. Άλλο ένα παράδειγμα είναι η περίπτωση του νευρολόγου Oliver Sacks που με τα βιβλία του "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο" ή το "Ενας ανθρωπολόγος στον Άρη"(εκδόσεις Άγρα), συνδυάζοντας τη νευροψυχολογία και το  λογοτεχνικό, διεισδυτικό του ύφος με το χιούμορ και την "ιατρική" λογοτεχνία, έκανε πιο προσιτή στο ευρύ κοινό την επιστήμη της νευρολογίας.

Οι παραπάνω περιπτώσεις επιτυχημένων εμπορικά βιβλίων δηλώνουν τη δίψα των αναγνωστών που, χωρίς απαραίτητα να είναι ειδήμονες ή να ασκούν το λειτούργημα του ψυχαναλυτή / ψυχολόγου, γυρεύουν απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που ταλανίζουν την ύπαρξη, επιθυμούν να ανακαλύψουν τις σκοτεινές περιπλανήσεις της ανθρώπινης φύσης, τα στοιχεία μιας μεταβαλλόμενης συμπεριφοράς και τα ανοιχτά τραύματα που σέρνονται (για χρόνια, για μια ζωή) μέσα σε κλειδωμένες καρδιές, σε σχέσεις, σε γάμους, σε βίους και καταλήγουν να αιωρούνται σε χείλος γκρεμού.
 
Τα άλυτά μας ζητούν ταύτιση, γλυκαίνουν όταν συναντούν κοινά άλυτα σε ιστορίες και εξομολογήσεις άλλων που χτυπούν μια πόρτα και ζητούν βοήθεια κι εμείς τους κρυφοκοιτάζουμε, τους κρυφακούμε  και τους θαυμάζουμε για το θάρρος τους μέσα από τα ασφυκτικά / φοβικά / ταξικά μας κελιά. Γινόμαστε μάρτυρες των δραμάτων τους, των σταδιακών μεταμορφώσεών τους σε πλάσματα που επανακτούν τον χαμένο έλεγχο, των σιωπών, των ξεσπασμάτων τους, των ναυαγισμένων τους ερώτων, ονείρων, πόθων, συναισθημάτων, του σαπισμένου παρελθόντος τους που χρήζει κατάρρευσης και ανοικοδόμησης σε φρέσκο παρόν για ένα σταθερό μέλλον.
 
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να γινόμαστε μάρτυρες ομολογιών και αναλύσεων ψυχών ταλαιπωρημένων / διαταραγμένων, όχι από οίκτο αλλά από τρυφερότητα κι από ανάγκη να συγκρίνουμε τα όσα καταφέραμε ή δεν καταφέραμε ,δεν τολμήσαμε, χάσαμε, κηδέψαμε, πενθήσαμε, μνημονεύουμε και κουβαλάμε σαν φθαρμένο φυλαχτό στη δική μας καλοντυμένη - διαταραγμένη ψυχή.
 
Κι αν στα βιβλία που αναφέρθηκαν μερικές παραγράφους παραπάνω η αφήγηση πραγματοποιείται από την πλευρά του θεραπευτή, εδώ, σε αυτόν  τον μικρό τόμο υπό τον τίτλο "Αόριστος" και τον υπότιτλο "Ιστορίες και στιγμιότυπα απ΄την ανάποδη" που έγραψε η Ελευθερία Παπουτσάκη και κυκλοφορεί στη σειρά  λ  των εκδόσεων Νήσος,πρωταγωνιστές και αφηγητές των ιστοριών είναι οι θεραπευόμενοι ενώ οι θεραπευτές -ο καθένας τους ακολουθεί τη δική του σχολή- κρατούν τον δεύτερο ρόλο.
 
Δώδεκα αληθινές, άμεσες, καλογραμμένες ιστορίες ψυχοθεραπείας, όπου πρωταγωνιστούν άντρες και γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και εμπειριών -εμπειριών που μεταφέρονται ρεαλιστικά και άρτια δομημένες σε πρώτο πρόσωπο από την συγγραφέα, η οποία αποτυπώνει θαυμάσια όλη τη γκάμα των συναισθημάτων των ηρώων της και πλάθει / καταγράφει τις βιωματικές τους ιστορίες με χιούμορ, συγκινησιακή φόρτιση, πόνο και ειλικρίνεια και μοναξιά (γιατί στην ασθένεια της ψυχής δεν υπάρχει το "μαζί", υπάρχει το κενό, η απόγνωση και η άβυσσος του ενός) και τους δίνει δύναμη και "ύψος".
 
Η Παπουτσάκη στρέφει τον φακό της κατάματα στο ανθρώπινο αδιέξοδο, στους μέσα δρόμους, στα μέσα πυκνά νυχτερινά δάση, στις μέσα σκοτεινές θάλασσες, στις μέσα αχανείς λεωφόρους της οδύνης.
 
Οι ήρωες των διηγημάτων στον "Αόριστο" αισθάνονται μια συστολή απέναντι στον θεραπευτή τους, άλλοι δεν τον εμπιστεύονται καν, άλλοι του ανοίγονται αμέσως και βλέπουν τη ζωή τους από την αρχή, το πώς διαμορφώθηκε, πώς έγινε κομμάτια σε ψυχολογική πρόσκρουση με πληγές χρόνιες και ζητούν ένα χέρι να τους κρατήσει στη ζωή, να τους κολλήσει τα σκόρπια κομμάτια, να τους ωθήσει σε ελευθερίας πέταγμα μακριά από σύννεφα - πένθη και καταιγίδες - φόνισσες.
 
Οι ήρωες του Αορίστου αγαπούν τους θεραπευτές τους, τους παρατηρούν στις παραμικρές κινήσεις τους: στην πύρινη ή στην παγωμένη ματιά τους, στη στάση του σώματός τους, στην εμφάνισή τους, τους βρίσκουν ψεγάδια, τους ανοίγουν την ψυχή τους και τους τραβούν μαζί τους σε βαθιά νερά.
 
Με χρονικό περιορισμό. Επί πληρωμή.
 
Κι απ΄το βυθό ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια λυτρωμένοι ή πανικόβλητοι. Με αφορμή την διαδικασία της ψυχανάλυσης, πυροδοτούνται στους αφηγητές / θεραπευόμενους ερωτήματα και συναισθήματα πρωτόγνωρα κι ανείπωτα. Οι δαίμονες βγαίνουν απ΄τα σώματα, στέκονται αμήχανοι κάπου απέναντι, γίνεται η διάγνωση, ακολουθεί η σύσταση αγωγής, ανοίγουν δρόμοι δύσβατοι, με εμπόδια, σε λαβύρινθο με το φως της μέρας να αχνοφέγγει κάπου μακριά, σε μια άκρη του.
 
Η Ελευθερία Παπουτσάκη μάς παίρνει μαζί της σε ένα επίπονο και λυτρωτικό ψυχοθεραπευτικό ταξίδι με μνήμες, άηχες προσευχές και κατάρες, απώλειες, αποκαλύψεις, δάκρυα, ελπίδα και στάχτες εικόνων. Όλα ξεκινούν μ' έναν Αόριστο και καταλήγουν σ' έναν Αόριστο β' αυλαίας που πέφτει και ζωής που συνεχίζεται. Και ενδιάμεσα, ένα οδυνηρό Οχτώ, ένα ζευγάρι Άσπρες κάλτσες με κρυμμένα "ξυράφια", ένας πίνακας και οι συμβολισμοί του, ένα τρανζίστορ, εμβόλιμοι στίχοι, περιορισμοί, θησαυροί στιγμών,ένα τραπεζάκι στο χώρο ψυχοθεραπείας που πάνω του δεσπόζουν Χαρτομάντιλα και καραμέλες - χάδι και παρηγοριά.
 
Πρώτο επίσημο βήμα της Ελευθερίας Παπουτσάκη στα ελληνικά γράμματα. Είχε προηγηθεί η ενεργή συμμετοχή της σε συλλογική δουλειά μαθητών της, ούσα καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση, όπου ανέλαβε την ανθολόγηση και την επιμέλεια ποιημάτων των παιδιών σε ένα τόμο με τίτλο "Τα χαϊκού της Γκράβας", εκδόσεις Book Lab, 2022.
 
Η συγγραφέας, μετά από συνομιλίες με φίλους και γνωστούς, έγινε εκείνοι και μπήκε στη θέση τους αλλά βούτηξε και στον δικό της εαυτό καθώς τρείς από τις δώδεκα ιστορίες έχουν ως ηρωίδα την ίδια. Και κάπως έτσι γεννήθηκαν τα ψυχοθεραπευτικά διηγήματα στον "Αόριστο". Με τους χαρακτήρες σε διάφανες, αληθινές και σκληρές εξομολογήσεις, να αναμετριούνται με πληγές που αιμορραγούν για χρόνια και ζητούν αγκαλιά και κατανόηση, θεραπείας φιλί, επιδέσμου χάδι και με ερωτήματα όπως τί τους ενώνει και τί τους χωρίζει απ΄τον κόσμο που αγαπούν να μισούν, να λαχταρούν και να τρέμουν.
 
 
Εκδόσεις  νήσος

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Φώτης Δούσος, Τέλεση

Φώτης  Δούσος, Τέλεση

"....Το θέατρο στον απόλυτο βαθμό είναι έκσταση, μια κατάσταση όπου χάνει κανείς τον εαυτό του, φεύγει από τη συνειδητότητα, ενώνεται με τους άλλους, καταργεί τα όρια και, σίγουρα, παύει να σκέφτεται..."  (σελ. 222)

Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο (η μαγεία του, οι αγωνίες, οι δυσκολίες, το παρασκήνιο,οι παθογένειες, οι εμμονές και οι ρωγμές του) είναι το πεδίο δράσης στην "Τέλεση", το δεύτερο μυθιστόρημα που έγραψε ο Φώτης Δούσος και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις νήσος. Ο Φώτης Δούσος έγινε ευρύτερα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό το 2021 με το πρώτο του μυθιστόρημα αστυνομικής πλοκής "Η λίστα του Λοπορέλο" (εκδόσεις Νεφέλη) που συνδύαζε τη νουάρ ατμόσφαιρα με τη σάτιρα και το καυστικό χιούμορ με φόντο το εγχώριο εκδοτικό σύστημα.

Πολυσχιδής προσωπικότητα, πολυτάλαντος, ένα πνεύμα ανήσυχο ο -γεννημένος στις Σέρρες και μόνιμος κάτοικος Κρήτης- Δούσος, εκτός από δεινός πεζογράφος, γράφει παιδικά βιβλία και θέατρο, είναι μουσικός -ένα από τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος "Δάρνακες"-, έχει ιδρύσει με συνεργάτες του τη θεατρική ομάδα Hippo, έχει σπουδάσει θεατρολογία στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ, είναι υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με αντικείμενο την ανάπτυξη πλοκής στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Με την θεατρική του ομάδα Hippo πραγματοποίησε σεμινάρια σωματικού θεάτρου και παραγωγής προφορικού και γραπτού λόγου σε Ελλάδα και εξωτερικό. Οπότε, είναι πολυταξιδεμένος, συλλέκτης εμπειριών, εικόνων και ερεθισμάτων που με ευφυή τρόπο μεταφέρει και στα γραπτά του.

Η "Τέλεση" ανήκει στα μυθιστορήματα εκείνα που ξεκινώντας τα σε αρπάζουν από το λαιμό από την πρώτη τους κιόλας αράδα.

Η γραφή είναι νευρώδης, καλοδομημένη, καλοδουλεμένη. Η ατμόσφαιρα σαγηνευτική και υποβλητική. Είναι ένα λογοτεεχνικό κείμενο κινηματογραφικής ροής και αισθητικής και το θέμα του έρχεται να αναδείξει όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν (ολοφάνερα πλέον, τα τελευταία χρόνια) πίσω από τη λάμψη και τους προβολείς της θεατρικής σκηνής, πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Σε πρώτη ανάγνωση, έχουμε να κάνουμε με ένα απόλυτα ρεαλιστικό, πολυεπίπεδο, καλοκουρδισμένο υπαρξιακό μυθιστόρημα με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ γύρω από την προετοιμασία μιας φιλόδοξης θεατρικής παραγωγής.

Πρωταγωνιστής στην "Τέλεση" είναι ο Άρης Τόσκας, ένας νεαρός ηθοποιός, ένας άνθρωπος συνεσταλμένος με έλλειψη αυτοπεποίθησης, που αποφασίζει να λάβει μέρος σε μια ακρόαση στο θέατρο "Κεντρικόν" για την επερχόμενη παράσταση του σαιξπηρικού Οθέλλου. Ο Άρης προέρχεται από αγροτική οικογένεια της επαρχίας, μεγαλωμένος από τον αυταρχικό πατέρα του ο οποίος αρνείται να αποδεχτεί την επιθυμία του γιού του να ασχοληθεί με την υποκριτική.  Ακόμα και μετά από ένα ατύχημα με αλυσοπρίονο που του αφήνει μια μόνιμη ουλή στο πρόσωπο κι ένα μόνιμο σύμπλεγμα κατωτερότητας για την εμφάνισή του, ο Άρης είναι αποφασισμένος να κυνηγήσει το όνειρό του. Ερχεται στην Αθήνα και σπουδάζει. Και φτάνει στην πόρτα του "Κεντρικόν". Περνάει από την πρώτη οντισιόν στη δεύτερη κι έπειτα στην επόμενη τελική φάση. Γίνονται οι πρώτες γνωριμίες, οι πρόβες σιγά σιγά ξεκινούν. Ο Άρης έρχεται αντιμέτωπος με σκληρές καταστάσεις, με κακοποιητικές και τοξικές συμπεριφορές, με τη διπροσωπία μεταξύ των μελών της θεατρικής ομάδας, με την αλλοπρόσαλη συμπεριφορά του σκηνοθέτη Μαλτέζου και των συνεργατών του, της σκηνογράφου Μάγιας και της βοηθού της, Βίλης. (Η Μάγια είναι ένα πρόσωπο με καταλυτική παρουσία στη δράση του μυθιστορήματος).

Καταφθάνουν τα αντικείμενα και τα ρούχα της παράστασης. Και μια ολοπρόσωπη θεατρική μάσκα, που αρχικά ενθουσιάζει τα μέλη του θιάσου και στη συνέχεια προκαλεί ανησυχία και φέρνει τριγμούς. Η μάσκα δίνεται στον Άρη ο οποίος επιλέγεται να παίξει τον ρόλο του Ιάγου φορώντας την. Ο νεαρός ηθοποιός προσπαθεί να "συμφιλιωθεί" με τη μάσκα, να την "δαμάσει", τη φοράει στις πρόβες και του προκαλεί δυσκολίες στην άρθρωση του λόγου, στις κινήσεις και στην ψυχολογία του καθώς η μάσκα επιδρά με ένα μυστηριώδη τρόπο όχι μόνο στο κεφάλι του αλλά στο σώμα και στην ψυχή του.

Τα πράγματα ζορίζουν όλο και περισσότερο καθώς περνά ο καιρός και οι απαιτήσεις του σκηνοθέτη αυξάνονται. Οι πρόβες πάνε από το κακό στο χειρότερο, η ατμόσφαιρα μεταξύ ηθοποιών είναι όλο και πιο τεταμένη. Ο Άρης, φορώντας τη μάσκα, μπερδεύει τα λόγια του, βαδίζει στα τυφλά, βιώνει έναν εσωτερικό πόλεμο, αναμετριέται με τον εαυτό του, με τον ρόλο του, με τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, με την ίδια τη μάσκα που μοιάζει να τον απομυζά, με τη φιλοδοξία του να πετύχει. Κι αυτή η φιλοδοξία θα τον κάνει να υπερβεί εαυτόν και να θυσιαστεί.

Μη θέλοντας να διαψεύσει τον Μαλτέζο που τον επέλεξε ανάμεσα σε τόσους ηθοποιούς και του έδωσε ένα τέτοιο σπουδαίο ρόλο και όντας ανίσχυρος μπροστά στην παράξενη δύναμη της μάσκας, ο Άρης παίρνει τη μάσκα στο σπίτι του, τη φοράει για ώρες για να τη συνηθίσει, της αφιερώνεται, την κάνει κομμάτι της καθημερινότητάς του, συνομιλεί σιωπηλά μαζί της. Σε μια στιγμή απόγνωσης και παραλογισμού, την κολλάει πάνω στο κεφάλι του και στο πρόσωπό του χρησιμοποιώντας ισχυρές κόλλες.

Άρης και μάσκα γίνονται ένα.

Η μάσκα του Ιάγου γίνεται ο Άρης και ο Άρης γίνεται η μάσκα του, ο ρόλος του. Η μάσκα γίνεται για τον Άρη σύντροφος, εχθρός, ίλιγγος, προστασία, δεύτερος εαυτός, δεύτερη καρδιά, οξυγόνο και θηλιά του. Ο Άρης, που έχει πλέον καλυμμένα το πρόσωπό του και την παλιά ουλή του, σβήνει την προσωπικότητά του και μετατρέπεται σε ρόλο, σε αρχέτυπο, σε σύμβολο. Εκπέμπει δύναμη κι ερωτισμό, γοητεύει και γοητεύεται, ανακτά τη χαμένη του αυτοπεποίθηση, στους ώμους του φυτρώνουν προσωρινά φτερά που λιώνουν στο φως των προβολέων και το πέταγμα φέρνει ξανά την πτώση. 

Αλλά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι αυτό που θα ακολουθήσει, μονάχα ένας δαιμόνιος συγγραφέας σαν τον Φώτη Δούσο θα μπορούσε να σκαρώσει.

Σε δεύτερη ανάγνωση, η "Τέλεση", είναι ένα αλληγορικό μυθιστόρημα και η πρωταγωνίστρια - μάσκα συμβολίζει την ανάγκη μας για χρήση καθημερινής μάσκας - αμφίεσης προκειμένου να αποκρύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο, την πραγματική μας ταυτότητα, από τα αδιάκριτα μάτια των άλλων αλλά και τα οικεία δικά μας. Είναι μια αλληγορία για τις "παραστάσεις" που δίνουμε συνεχώς στη διάρκεια της ζωής μας για να καλύψουμε τραύματα, πληγές, φόβους, αδυναμίες, ουλές και για τους ρόλους που ντυνόμαστε και τελικά -ύπουλα και αθόρυβα- μας τρώνε από μέσα προς τα έξω τα σωθικά, την ψυχή και το σώμα, μας ελέγχουν τη σκέψη, μας οδηγούν στο άλμα προς το παράλογο.

Ο Φώτης Δούσος, σε αυτό το δεύτερο λογοτεχνικό του έργο, αποδεικνύει περίτρανα το πόσο εξαιρετικός συγγραφέας είναι, την ικανότητά του να δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες από σάρκα και οστά και να σκιαγραφεί επιτυχημένα την ψυχοσύνθεση των ηθοποιών που καλούνται να ξεπεράσουν όρια και εαυτούς, να παλέψουν με εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες μέχρι να γίνουν οι ρόλοι τους.

Ένα άρτιο μυθιστόρημα, η "Τέλεση", που διαβάζεται απνευστί και, μετά το πέρας της ανάγνωσης, αφήνει πίσω του τροφή για σκέψη και μια μόνιμη "ουλή" στην αναγνωστική καρδιά.
 
 
Εκδόσεις νήσος

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Άκης Παπαντώνης, H τελευταία αρκούδα του δάσους

Άκης Παπαντώνης,  H τελευταία αρκούδα του δάσους
Ο Άκης Παπαντώνης εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία για πρώτη φορά το 2007 συμμετέχοντας με ένα διήγημά του στον συλλογικό τόμο "Είμαστε όλοι μετανάστες" των εκδόσεων Πατάκη, για να αποκαλύψει έπειτα, εκτενώς,περίτρανα  και ταπεινά τη συγγραφική του δεινότητα στο πρώτο του προσωπικό έργο, το 2014, στην αριστοτεχνική του νουβέλα "Καρυότυπος" (εκδόσεις Κίχλη). Μια νουβέλα φιλοσοφικών αποχρώσεων, άψογα δουλεμένη και ζυγισμένη, με ζηλευτή οικονομία λόγου η οποία εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό, χάρισε στον ταλαντούχο συγγραφέα το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού "Ο Αναγνώστης" και του άνοιξε δρόμο για να κάνει τα επόμενα βήματά του. Και τα πραγματοποίησε.΄
 
Το 2019 επανήλθε με το σπονδυλωτό μυθιστόρημα "Ρηχό νερό, σκιές" (εκδόσεις Κίχλη). Ακολούθησε το 2021 η εξαιρετική πεζοποιητική συλλογή - συλλογική αυτοβιογραφία ημερολογιακών καταγραφών "Bildungsroman" ενώ στο ενδιάμεσο και παράλληλα, ο καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Göttingen και συγγραφέας ακριβείας, Άκης Παπαντώνης, απέδειξε ότι διέθετε ένα μεταφραστικό άσο κρυμμένο στο μανίκι, μεταφράζοντας Raymond Carver στη δίγλωση ποιητική συλλογή "Εκεί που είχαν ζήσει" (εκδόσεις Κίχλη) και δυο μυθιστορήματα του Miroslav Penkov , "Ανατολικά της δύσης" (2016) και "Το βουνό των πελαργών" (2018), αμφότερα από τις εκδόσεις Αντίποδες.
 
Ομολογουμένως, ανυπομονούσαμε για το επόμενο προσωπικό,  λογοτεχνικό  "θαύμα" του Παπαντώνη το οποίο και συνέβη πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβρη, σταθερά από τις εκδόσεις Κίχλη, με την καινούργια παρούσα νουβέλα που συγκινεί βαθιά αναδεύοντας συναισθήματα και μνήμες. Και εδώ, ο Παπαντώνης, με λιτά και έξοχα εκφραστικά μέσα, με την τεχνική της αφαίρεσης, με υπαινιγμούς και παύσεις, καταγράφει μια ενηλικίωση σε ασπρόμαυρο φόντο, με την οικογένεια στο επίκεντρο, με απουσίες που πονάνε και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και την πορεία των κεντρικών ηρώων. Πιάνει επακριβώς τον σφυγμό της συλλογικής πραγματικότητας της τελευταίας τεσσαρακονταετίας εκφράζοντας έτσι μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που έζησαν και μεγάλωσαν από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ως τα πρώτα χρόνια του 2000.
 
Μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Βοσνίας, από τα σχολικά χρόνια  του '80 και την ανέμελη εκείνη περίοδο ως τον εμφύλιο της Βοσνίας τη δεκαετία του '90 -όπου έλαβε χώρα ο σφαγιασμός των Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα με τη συμμετοχή Ελλήνων, όπως αποδείχθηκε αργότερα- και την Αθήνα των αρχών του 2000.
 
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, Θοδωρής, μάρτυρας και παρατηρητής γεγονότων, εξιστορεί σιωπές, μεταμορφώσεις, ρωγμές, αναπάντητα ερωτήματα, ανοιχτές πληγές, ψιθύρους, σκοτάδια και αινίγματα και μέσω αυτών ψηλαφεί το οικογενειακό του τραύμα.  Η αφήγηση του Θοδωρή ξεκινάει το 1995 όταν είναι πρωτοετής φοιτητής στο Χημικό του Α.Π.Θ. Στην αφήγηση θα ενταχθεί ο μεγαλύτερος αδερφός του Νίκος / Νικηφόρος, η μητέρα τους, ο παππούς τους και ο απών πατέρας τους και όλα εκείνα που δεν λέγονται και αχνοφαίνονται καθώς αιωρούνται ανάμεσα στις πηχτές σιωπές.
 
Η οικογένεια κουβαλάει το τραύμα της απουσίας του πατέρα και το επόμενο τραύμα: του γιού και αδερφού Νίκου που μεταμορφώνεται σε εθνικόφρονα Νικηφόρο, εντάσσεται στον Λαϊκό Σύνδεσμο και με τα υπόλοιπα μέλη της Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς παίρνουν μέρος στον πόλεμο στη Βοσνία, τάσσονται στο πλευρό των Σέρβων και πολεμούν τους εχθρούς της Ορθοδοξίας και της Μεγάλης Ελλάδας, πολεμούν υπέρ της Ευρώπης της Λευκής Φυλής.
 
Κάθε σύντομο κεφάλαιο της νουβέλας ξεκινά με αποσπάσματα μαρτυριών ανθρώπων που είδαν με τα μάτια τους την γενοκτονία και βίωσαν τη φρίκη του πολέμου και αποτελούν επεξεργασμένη μορφή υλικού από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αποτελούν όμως και τις στάσεις / ραψωδίες στο δρόμο και στον βίο των πρωταγωνιστών, από το Προοίμιο, στο Α ως το Ω και την τελική Ταφή.
 
Επιστολές, γεύσεις και αρώματα των εποχών, κρυμμένα αντικείμενα, ελάχιστα λόγια, πλήθος συλλογισμών, γεγονότα (ο σεισμός του '99, οι σχολικές καταλήψεις του '90, η πτώση του Τείχους πιο πριν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004), ενδιάμεσες στάσεις με πλάγιες εξομολογήσεις, ποιήματα, ημερολόγια, μνήμες, πάθη ανομολόγητα, τραύματα το ένα μέσα στο άλλο, μετακινήσεις, σκιές, τσιγάρα, θαμπός ουρανός, κλειδωμένες καρδιές, φθαρμένα βλέμματα, ο χρόνος που μετακινείται διαρκώς μπρος πίσω.
 
Ο Θοδωρής, από τη Θεσσαλονίκη, παίρνει μεταγραφή για συνέχεια σπουδών στην Αθήνα, πάντα στη σκιά του αδερφού του, δίπλα στην κουρασμένη σκοτεινή φιγούρα της μητέρας του και καταμετρά, "φωτογραφίζει", μάχεται όσα μένουν κρυφά για να μην ταράξουν τα ήδη ταραγμένα νερά.  Σε μια μη γραμμική -υποδειγματική- εξιστόρηση των γεγονότων, τα δυο αδέρφια μεγαλώνουν στην Αθήνα του '80 με μια μητέρα ψυχολογικό ράκος κι ένα πατέρα που έφυγε χωρίς γυρισμό για τη Γερμανία.
 
Τη θέση του πατέρα παίρνει ο Νίκος, σε ένα θολωμένο ρόλο: έφηβος σε πρόωρη ενηλικίωση και πατέρας / αδερφός, προστάτης μιας οικογένειας χαμένης στους σκιώδεις λαβυρίνθους μεταξύ ψεμάτων και αλήθειας. Ζούν με την απουσία κάνοντας σκέψεις για το κενό ενδιάμεσα και δεν κάνουν  ερωτήσεις γιατί οι απαντήσεις δεν έχουν φωνή.
 
Μεγαλώνοντας, ο Νίκος τραβαέι τον δικό του δρόμο. Βρίσκει πίστη και θέση στον αγώνα υπέρ του έθνους, στην άσκηση βίας και στον ρατσισμό απέναντι σε οτιδήποτε "ξένο". Ο Θοδωρής εικάζει, φαντάζεται, γλείφει τις πληγές που μόνιμα στάζουν, ακολουθώντας αμήχανα τη ζωή που προχωράει όπως προχωράνε οι τσακισμένες ζωές. Οι δυο τους συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη την περίοδο σπουδών του Θοδωρή. Ο Νίκος επιστρέφοντας από το κολαστήριο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μένει λίγες μέρες στον μικρό του αδερφό. Χωρίς να ανταλλάσουν πολλές κουβέντες παρά μονάχα φευγαλέες, ενίοτε τρυφερές, άδειες ματιές. Η μορφή του μεγάλου προσφέρει ασφάλεια στον μικρότερο.
 
....Οι παράξενοι ήχοι που ακούμε αργά τη νύχτα είναι η τελευταία αρκούδα του δάσους που σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι και βολεύεται κόντρα στο παντζούρι. Λες και φυλάει σκοπιά.
 
Ο Νίκος φυλάει σκοπιά για τον Θοδωρή. Ο Νίκος είναι η αρκούδα  που απομακρύνει το Κακό και καλύπτει τις τρύπες στην ψυχή με φρέσκα ιαματικά φύλλα του δάσους. Ο Νίκος είναι ο μεγάλος αδερφός. Είναι ο "ευαίσθητος ληστής" που πολεμάει τους κακούς μ' ένα σπαθί στο χέρι. Για μια ιδέα ηρωική, φεύγει, χάνεται, επιστρέφει, ξαναφεύγει, γίνεται απών, κυνηγημένος απ' τον εαυτό του, το κενό του, απ΄ αυτό που φοβόταν να γίνει.
 
Πορτρέτα σκοτεινά -ακίνητα, αμίλητα, αγέλαστα- σε κόσμο παράλογο, με ίχνος από χρωματιστό μελάνι να ξεγλιστρά, να κυλά στον καμβά και να φωτίζει αμυδρά σκόρπιες στιγμές.
 
Μια συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης με το βλέμμα στραμμένο σε κοινωνικοπολιτικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, στους γκρεμούς και στις χειμωνιάτικες θάλασσες της οικογένειας  -η συνθήκη της οικογένειας είναι θέμα με το οποίο καταπιάνεται στα έργα του ο Παπαντώνης, και πώς αλλιώς άλλωστε, αφού είναι θέμα πολύπλευρο και ανεξάντλητο- στη στοργή και στις θανάσιμες σφαίρες των οικογενειακών δεσμών, στην ηχώ ενός πολέμου που ακόμα αντηχεί, στο ατομικό και στο συλλογικό που συνυφαίνονται.
 
Μια αριστουργηματική νουβέλα πικρός ύμνος στην αδερφική αγάπη, στον κόσμο του ενός που είναι οι χειμώνες του άλλου.
 
Εκδόσεις Κίχλη