Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Άκης Παπαντώνης, H τελευταία αρκούδα του δάσους

Άκης Παπαντώνης,  H τελευταία αρκούδα του δάσους
Ο Άκης Παπαντώνης εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία για πρώτη φορά το 2007 συμμετέχοντας με ένα διήγημά του στον συλλογικό τόμο "Είμαστε όλοι μετανάστες" των εκδόσεων Πατάκη, για να αποκαλύψει έπειτα, εκτενώς,περίτρανα  και ταπεινά τη συγγραφική του δεινότητα στο πρώτο του προσωπικό έργο, το 2014, στην αριστοτεχνική του νουβέλα "Καρυότυπος" (εκδόσεις Κίχλη). Μια νουβέλα φιλοσοφικών αποχρώσεων, άψογα δουλεμένη και ζυγισμένη, με ζηλευτή οικονομία λόγου η οποία εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό, χάρισε στον ταλαντούχο συγγραφέα το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού "Ο Αναγνώστης" και του άνοιξε δρόμο για να κάνει τα επόμενα βήματά του. Και τα πραγματοποίησε.΄
 
Το 2019 επανήλθε με το σπονδυλωτό μυθιστόρημα "Ρηχό νερό, σκιές" (εκδόσεις Κίχλη). Ακολούθησε το 2021 η εξαιρετική πεζοποιητική συλλογή - συλλογική αυτοβιογραφία ημερολογιακών καταγραφών "Bildungsroman" ενώ στο ενδιάμεσο και παράλληλα, ο καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Göttingen και συγγραφέας ακριβείας, Άκης Παπαντώνης, απέδειξε ότι διέθετε ένα μεταφραστικό άσο κρυμμένο στο μανίκι, μεταφράζοντας Raymond Carver στη δίγλωση ποιητική συλλογή "Εκεί που είχαν ζήσει" (εκδόσεις Κίχλη) και δυο μυθιστορήματα του Miroslav Penkov , "Ανατολικά της δύσης" (2016) και "Το βουνό των πελαργών" (2018), αμφότερα από τις εκδόσεις Αντίποδες.
 
Ομολογουμένως, ανυπομονούσαμε για το επόμενο προσωπικό,  λογοτεχνικό  "θαύμα" του Παπαντώνη το οποίο και συνέβη πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβρη, σταθερά από τις εκδόσεις Κίχλη, με την καινούργια παρούσα νουβέλα που συγκινεί βαθιά αναδεύοντας συναισθήματα και μνήμες. Και εδώ, ο Παπαντώνης, με λιτά και έξοχα εκφραστικά μέσα, με την τεχνική της αφαίρεσης, με υπαινιγμούς και παύσεις, καταγράφει μια ενηλικίωση σε ασπρόμαυρο φόντο, με την οικογένεια στο επίκεντρο, με απουσίες που πονάνε και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και την πορεία των κεντρικών ηρώων. Πιάνει επακριβώς τον σφυγμό της συλλογικής πραγματικότητας της τελευταίας τεσσαρακονταετίας εκφράζοντας έτσι μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που έζησαν και μεγάλωσαν από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ως τα πρώτα χρόνια του 2000.
 
Μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Βοσνίας, από τα σχολικά χρόνια  του '80 και την ανέμελη εκείνη περίοδο ως τον εμφύλιο της Βοσνίας τη δεκαετία του '90 -όπου έλαβε χώρα ο σφαγιασμός των Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα με τη συμμετοχή Ελλήνων, όπως αποδείχθηκε αργότερα- και την Αθήνα των αρχών του 2000.
 
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, Θοδωρής, μάρτυρας και παρατηρητής γεγονότων, εξιστορεί σιωπές, μεταμορφώσεις, ρωγμές, αναπάντητα ερωτήματα, ανοιχτές πληγές, ψιθύρους, σκοτάδια και αινίγματα και μέσω αυτών ψηλαφεί το οικογενειακό του τραύμα.  Η αφήγηση του Θοδωρή ξεκινάει το 1995 όταν είναι πρωτοετής φοιτητής στο Χημικό του Α.Π.Θ. Στην αφήγηση θα ενταχθεί ο μεγαλύτερος αδερφός του Νίκος / Νικηφόρος, η μητέρα τους, ο παππούς τους και ο απών πατέρας τους και όλα εκείνα που δεν λέγονται και αχνοφαίνονται καθώς αιωρούνται ανάμεσα στις πηχτές σιωπές.
 
Η οικογένεια κουβαλάει το τραύμα της απουσίας του πατέρα και το επόμενο τραύμα: του γιού και αδερφού Νίκου που μεταμορφώνεται σε εθνικόφρονα Νικηφόρο, εντάσσεται στον Λαϊκό Σύνδεσμο και με τα υπόλοιπα μέλη της Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς παίρνουν μέρος στον πόλεμο στη Βοσνία, τάσσονται στο πλευρό των Σέρβων και πολεμούν τους εχθρούς της Ορθοδοξίας και της Μεγάλης Ελλάδας, πολεμούν υπέρ της Ευρώπης της Λευκής Φυλής.
 
Κάθε σύντομο κεφάλαιο της νουβέλας ξεκινά με αποσπάσματα μαρτυριών ανθρώπων που είδαν με τα μάτια τους την γενοκτονία και βίωσαν τη φρίκη του πολέμου και αποτελούν επεξεργασμένη μορφή υλικού από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αποτελούν όμως και τις στάσεις / ραψωδίες στο δρόμο και στον βίο των πρωταγωνιστών, από το Προοίμιο, στο Α ως το Ω και την τελική Ταφή.
 
Επιστολές, γεύσεις και αρώματα των εποχών, κρυμμένα αντικείμενα, ελάχιστα λόγια, πλήθος συλλογισμών, γεγονότα (ο σεισμός του '99, οι σχολικές καταλήψεις του '90, η πτώση του Τείχους πιο πριν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004), ενδιάμεσες στάσεις με πλάγιες εξομολογήσεις, ποιήματα, ημερολόγια, μνήμες, πάθη ανομολόγητα, τραύματα το ένα μέσα στο άλλο, μετακινήσεις, σκιές, τσιγάρα, θαμπός ουρανός, κλειδωμένες καρδιές, φθαρμένα βλέμματα, ο χρόνος που μετακινείται διαρκώς μπρος πίσω.
 
Ο Θοδωρής, από τη Θεσσαλονίκη, παίρνει μεταγραφή για συνέχεια σπουδών στην Αθήνα, πάντα στη σκιά του αδερφού του, δίπλα στην κουρασμένη σκοτεινή φιγούρα της μητέρας του και καταμετρά, "φωτογραφίζει", μάχεται όσα μένουν κρυφά για να μην ταράξουν τα ήδη ταραγμένα νερά.  Σε μια μη γραμμική -υποδειγματική- εξιστόρηση των γεγονότων, τα δυο αδέρφια μεγαλώνουν στην Αθήνα του '80 με μια μητέρα ψυχολογικό ράκος κι ένα πατέρα που έφυγε χωρίς γυρισμό για τη Γερμανία.
 
Τη θέση του πατέρα παίρνει ο Νίκος, σε ένα θολωμένο ρόλο: έφηβος σε πρόωρη ενηλικίωση και πατέρας / αδερφός, προστάτης μιας οικογένειας χαμένης στους σκιώδεις λαβυρίνθους μεταξύ ψεμάτων και αλήθειας. Ζούν με την απουσία κάνοντας σκέψεις για το κενό ενδιάμεσα και δεν κάνουν  ερωτήσεις γιατί οι απαντήσεις δεν έχουν φωνή.
 
Μεγαλώνοντας, ο Νίκος τραβαέι τον δικό του δρόμο. Βρίσκει πίστη και θέση στον αγώνα υπέρ του έθνους, στην άσκηση βίας και στον ρατσισμό απέναντι σε οτιδήποτε "ξένο". Ο Θοδωρής εικάζει, φαντάζεται, γλείφει τις πληγές που μόνιμα στάζουν, ακολουθώντας αμήχανα τη ζωή που προχωράει όπως προχωράνε οι τσακισμένες ζωές. Οι δυο τους συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη την περίοδο σπουδών του Θοδωρή. Ο Νίκος επιστρέφοντας από το κολαστήριο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μένει λίγες μέρες στον μικρό του αδερφό. Χωρίς να ανταλλάσουν πολλές κουβέντες παρά μονάχα φευγαλέες, ενίοτε τρυφερές, άδειες ματιές. Η μορφή του μεγάλου προσφέρει ασφάλεια στον μικρότερο.
 
....Οι παράξενοι ήχοι που ακούμε αργά τη νύχτα είναι η τελευταία αρκούδα του δάσους που σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι και βολεύεται κόντρα στο παντζούρι. Λες και φυλάει σκοπιά.
 
Ο Νίκος φυλάει σκοπιά για τον Θοδωρή. Ο Νίκος είναι η αρκούδα  που απομακρύνει το Κακό και καλύπτει τις τρύπες στην ψυχή με φρέσκα ιαματικά φύλλα του δάσους. Ο Νίκος είναι ο μεγάλος αδερφός. Είναι ο "ευαίσθητος ληστής" που πολεμάει τους κακούς μ' ένα σπαθί στο χέρι. Για μια ιδέα ηρωική, φεύγει, χάνεται, επιστρέφει, ξαναφεύγει, γίνεται απών, κυνηγημένος απ' τον εαυτό του, το κενό του, απ΄ αυτό που φοβόταν να γίνει.
 
Πορτρέτα σκοτεινά -ακίνητα, αμίλητα, αγέλαστα- σε κόσμο παράλογο, με ίχνος από χρωματιστό μελάνι να ξεγλιστρά, να κυλά στον καμβά και να φωτίζει αμυδρά σκόρπιες στιγμές.
 
Μια συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης με το βλέμμα στραμμένο σε κοινωνικοπολιτικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, στους γκρεμούς και στις χειμωνιάτικες θάλασσες της οικογένειας  -η συνθήκη της οικογένειας είναι θέμα με το οποίο καταπιάνεται στα έργα του ο Παπαντώνης, και πώς αλλιώς άλλωστε, αφού είναι θέμα πολύπλευρο και ανεξάντλητο- στη στοργή και στις θανάσιμες σφαίρες των οικογενειακών δεσμών, στην ηχώ ενός πολέμου που ακόμα αντηχεί, στο ατομικό και στο συλλογικό που συνυφαίνονται.
 
Μια αριστουργηματική νουβέλα πικρός ύμνος στην αδερφική αγάπη, στον κόσμο του ενός που είναι οι χειμώνες του άλλου.
 
Εκδόσεις Κίχλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου