Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

A. S. Byatt, Εμμονή

 
A. S. Byatt, Εμμονή

"...υπάρχουν αναγνώσεις που κάνουν το χνούδι στον αυχένα μας, το ανύπαρκτο τρίχωμά μας, να σηκώνεται και να τρέμει, όταν κάθε λέξη καίει και αστράφτει σκληρή και διάφανη και αιώνια και ακριβής, σαν τα πετράδια της φωτιάς, σαν τις κουκίδες των άστρων στο σκοτάδι - αναγνώσεις που η γνώση ότι θα γνωρίσουμε το κείμενο διαφορετικά, καλύτερα ή πιο ικανοποιητικά προηγείται κάθε ικανότητας να πούμε τι γνωρίζουμε και πώς."  (σελ. 581)

Μια τέτοια ανάγνωση είναι το εμβληματικό μυθιστόρημα της Antonia Susan Byatt, μιας σπουδαίας συγγραφέως που είχαμε την ευλογία να ξανασυναντήσουμε και να αισθανθούμε απόλυτα μαγεμένοι από το ύφος της, την χρήση τόσο διαφορετικών τεχνικών ταυτόχρονα και την ικανότητά της να δημιουργήσει με τα εργαλεία και τις κλωστές της γραφής της την "Εμμονή", αυτό το αριστουργηματικό τεράστιο λογοτεχνικό υφαντό το οποίο από τις αρχές του φετινού καλοκαιριού κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, τις προσωπικές μας προθήκες και κυρίως την ψυχή μας. Διαβάστηκε, διαβάζεται και θα διαβάζεται διαθέτοντας τη δύναμη και το ύψος των μεγάλων κλασικών κειμένων.

Η "Εμμονή" περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν ένα λογοτεχνικό έργο να αποκτά παντοτινή αξία και, ήδη, είναι μια υφολογική μελέτη (έχουν γραφτεί και διατριβές για τους δυο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος) λόγω του πλήθους διαφορετικών στυλ γραφής και της εφαρμογής μεταμοντέρνων θεωριών μέσα στην αφήγηση. Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της βρετανικής πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το 1990 για να αποσπάσει κατόπιν το βραβείο Booker, το Irish Times International Fiction Prize και το Commonwealth Writer's Prize.

Το 2007 γνώρισε την πρώτη του μετάφραση στην ελληνική γλώσσα με τον τίτλο "Αιχμάλωτα πάθη", κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη χωρίς να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία. Και τώρα, σε μια υψηλής αισθητικής επανέκδοση, από τις εκδόσεις Πόλις, με μια υποδειγματική εμπνευσμένη μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά, ο λογοτεχνικός άθλος της Byatt αναγνωρίζεται πλήρως, στέφεται από δάφνες θετικών σχολίων και παίρνει τη θέση που του αναλογεί ανάμεσα στα κορυφαία μυθιστορήματα των τελευταίων 100 χρόνων.

Η λογοτεχνία της Byatt κάνει μια βαθιά υπόκλιση στην ίδια τη λογοτεχνία αφού αποτελεί θέμα και αντικείμενό της και αποτίνει φόρο τιμής στην ποίηση και στους ποιητές. Στην "Εμμονή" ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών ειδών συναντιούνται και πορεύονται επιτυχημένα μαζί από την αρχή ως το τέλος: ρομάντζο, ποίηση, αστυνομικόμυθιστόρημα και ψυχολογικό θρίλερ, επιστολική  πεζογραφία, δοκίμιο, βιογραφία, παρωδία, δράμα εποχής και παραμύθι στέκονται πλάι σε αποσπάσματα σημειώσεων, στοχασμών και ημερολογίων. Όλα συμπορεύονται, συγχωνεύονται και συνθέτουν ένα μοναδικό και αλησμόνητο λογοτεχνικό, γλωσσικό και υφολογικό επίτευγμα.

Πολυσέλιδο, πολυεπίπεδο, δαιδαλώδες, αψεγάδιαστο, ολόλαμπρο, ευφυές, στοχαστικό κείμενο που κινείται σε διαφορετικούς χρόνους και χώρους, σε διαφορετικές γεωγραφίες, συνθήκες και δράσεις με δυο διαφορετικούς έρωτες, με ειδυλλιακά τοπία να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, με την έντονη αίσθηση της μυρωδιάς της θάλασσας, της αγγλικής υπαίθρου, των λουλουδιών, του νυχτερινού αέρα που σπέρνει λέξεις, ποιήματα και εγγραφές της μνήμης υπό τον ήχο ενός στεφανιού που σπάει κι ενός μηνύματος που δεν παραδόθηκε ποτέ.

Δυο εποχές, δυο έρωτες, δυο ζευγάρια πρωταγωνιστών σκορπισμένοι σε κομμάτια ενός πολυσύνθετου παζλ επιστολών, μυστικών και συναισθημάτων. 
 
1986, Λονδίνο. Ο Ρόλαντ Μίτσελ, ερευνητής λογοτεχνίας, σε μια επίσκεψή του στη βιβλιοθήκη, ανακαλύπτει τυχαία μέσα σε ένα βιβλίο φιλοσοφίας δυο επιστολές του βικτοριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας, ο οποίος τυχαίνει να αποτελεί και αντικείμενο μελέτης του νεαρού ερευνητή. Οι επιστολές έχουν κάτι κρυπτικό, μυστηριώδες, πνευματώδες, ερωτικό και ερωτεύσιμο και ο Ρόλαντ μαγνητίζεται. Τις βάζει στην τσέπη του και νιώθει ότι ένας άλλος καινούργιος δρόμος ανοίγεται μπροστά του. Κάνοντας μια πρώτη έρευνα, βρίσκει ότι παραλήπτρια των επιστολών ήταν η Κρίσταμπελ Λαμότ, φεμινίστρια, βικτοριανή εύθραυστη ποιήτρια αμφιλεγόμενης σεξουαλικής ταυτότητας. Στη συνέχεια ο Ρόλαντ έρχεται σε επαφή με την Μωντ Μπέιλι, διευθύντρια ενός Ερευνητικού Κέντρου Γυναικείων Σπουδών. Ξεκινούν από κοινού μια νεα εκτεταμένη έρευνα που φανερώνει, κομμάτι κομμάτι, τη σχέση των δυο βικτοριανών ποιητών. Αναζητούν χειρόγραφα και ντοκουμέντα, συναντούν εμπόδια, κληρονόμους, "τέρατα", ανταγωνιστές του ακαδημαϊκού χώρου, σκοντάφτουν και πέφτουν σε λάκκους με φωτιές, απειλές και εκβιασμούς. Σηκώνονται ξανά και τρέχουν σε μια ξέφρενη ασθματική πορεία από τη Βρετανία ως τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της αποκάλυψης της ερωτικής σχέσης του Ας και της Λαμότ, ο Ρόλαντ και η Μωντ βιώνουν τη γέννηση και την εξέλιξη της δικής τους σχέσης.

Στην κύρια αφήγηση μπαίνουν τακτικά εμβόλιμη αριστουργηματική βικτοριανή ποίηση - με επικό ύφος - του Ας και - με λυρικό ευαίσθητο ύφος - της Λαμότ, γραμμένη θαυμάσια δια χειρός της Byatt καθώς και εμβόλιμα μέρη ημερολογίων και επιστολών των βασικών χαρακτήρων και κριτικών κειμένων των ηρώων - μελετητών οι οποίοι, εμμονικά, ξεχύνονται στην κούρσα ταχύτητας προκειμένου να βρούν στοιχεία που θα φέρουν τη λύση του μυστηρίου, την ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας και την εξασφάλιση θέσης στην ακαδημαϊκή εξουσία.

Εμμονή και από πλευράς του Ρόλαντ και της Μωντ για την πρόσβαση σε ολόκληρη την ιστορία του Ας και της Λαμότ και την υπαινικτική εμμονή τους για ποίηση, έρωτα και ελευθερία έκφρασης.

Τα πάντα στην "Εμμονή" δένουν αριστοτεχνικά μεταξύ τους, η πιο μικρή εικόνα είναι αυτή που αποτελεί το θεμέλιο για την μεγάλη, την τελική.

Οι τέσσερις πρωταγωνιστές των δυο εποχών καταλαμβάνονται από δαιμόνια και νεράιδες, υπερβαίνουν τα όριά τους και τους εαυτούς τους σε μια διαδρομή μέσα στο χρόνο σε αυτό το εξαίρετο μυθιστόρημα ιδεών, ψυχογράφησης ανθρώπων, καταβύθισης σε νερά που αστράφτουν από την επιθυμία των ψυχών και των σωμάτων, σε νερά ταραγμένης θάλασσας από μαλλιά - χρυσοκλωστές, σε πέπλα που παιχνιδίζουν, σε ορατές αλήθειες και χρυσά μήλα, στον τόπο που Είναι και δεν είναι, σε λέξεις, υποσημειώσεις, συνδέσμους, ρήματα, σε λέξεις που υποτάσσονται και αντιστέκονται, στη λευκή ψυχρότητα που αποκτά χρώμα και νίκη, σε ολοκληρωτική εμμονή νύχτα μέρα, στα ποιήματα απ΄το παρελθόν που θα γεννήσουν τα ποιήματα στο μέλλον.

"Φτάσαμε στο μη περαιτέρω του Φάουστ. Λέμε κάθε στιγμή "Verweile doch, you bist so schön," και αν δεν πέσει αμέσως επί της κεφαλής μας η κατάρα, τ' αστέρια θα συνεχίσουν να κινούνται, ο χρόνος να τρέχει, το ρολόι να μετράει τα λεπτά. Έχουμε όμως το ελεύθερο να μετανιώνουμε για κάθε λεπτό που περνάει".  (σελ. 362 - 363)
 
 
 
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πόλις

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Χούλιο Κορτάσαρ, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα

Χούλιο  Κορτάσαρ, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα


Προτελευταία συλλογή διαμαντιών - διηγημάτων του κορυφαίου μοντερνιστή του 20ου αιώνα, κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις opera, αλλά όπως πάντα συμβαίνει με τα έργα του Χούλιο Κορτάσαρ ποτέ δεν μπαίνουν σε ακινησία στο ράφι ανάμεσα σε άλλα σημαντικά βιβλία παρά κατέχουν μια μόνιμη θέση δίπλα μας, στο κομοδίνο ή στη στοίβα με τα "προς ανάγνωση",  γιατί οι λογαριασμοί με τα κείμενά του παραμένουν ανοιχτοί, γιατί είναι άσβεστη η επιθυμία επανάληψης εκείνης της μαγικής βουτιάς στον κορτασαρικό βυθό που, κάθε μα κάθε φορά, αναδεικνύει οπτικές και σύμβολα που οπωσδήποτε μας είχαν ξεφύγει στην προηγούμενη κατάδυση.

Μείζων Αργεντινός συγγραφέας, ένας από τους πιο σημαντικούς ανανεωτές της νοτιοαμερικανικής πεζογραφίας, μαθητής του Μπόρχες, ο Κορτάσαρ έγραψε μυθιστορήματα -το "Κουτσό" θεωρείται και είναι ένα από τα πιο εμβληματικά και πιο πρωτοποριακά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας-, διηγήματα, θέατρο, ποίηση και δοκίμια. Η μυθοπλασία του κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ του φανταστικού και του απόλυτα ρεαλιστικού στοιχείου, είναι ένα παιχνίδι, ένας γρίφος που ζητά λύση. Κι εκεί που ο αναγνώστης θεωρεί ότι έχει τη λύση στο τσεπάκι, ο ευφυής συγγραφέας με μια ανεπαίσθητη τροποποίηση των σημείων στίξης, των ήχων, των λέξεων και των εννοιών, ταρακουνά το νήμα της αφήγησης κι όλα ανατρέπονται.

Αινιγματικός, πολυσχιδής, ανατρεπτικός, τεχνίτης και κατασκευαστής ατμόσφαιρας, μάγος της γραφής με κρυμμένους άσσους στο μανίκι, με παιγνιώδη διάθεση, με τη χρήση συμβολισμών και ποιητικότητας, ανατέμνει την ανθρώπινη συνθήκη και παραδίδει ιστορίες διαρκούς αναζήτησης στον λαβύρινθο του μικρού και του μεγάλου κόσμου.

Στην παρούσα συλλογή, τα έντεκα διηγήματα -υποδειγματικά και άψογα ενορχηστρωμένα- διαπνέονται από μια αίσθηση θεατρικότητας. Ο Κορτάσαρ τα συνέλαβε, τα έγραψε, τα σκηνοθέτησε ουσιαστικά, ρίχνοντας επίμονες ενδελεχείς ματιές στη ζωή μέσα από καλειδοσκόπιο. Οι πρωταγωνιστές του -καλλιτέχνες, συγγραφείς, απλοί άνθρωποι- μπαινοβγαίνουν από τη μια ιστορία στην άλλη, αλληλοκατοπτρίζονται σε ένα καθρέφτη που αντικατοπτρίζει τον ίδιο τον δημιουργό τους.

Χωρισμένα σε τρεις ενότητες, τα έντεκα διηγήματα έχουν πλήθος αναφορών στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, είναι γεμάτα φιλοσοφικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, οι ιστορίες τους κάποια στιγμή φαινομενικά τελειώνουν όμως το τέλος τους απαιτεί μια νέα ζωή. Ο Χούλιο Κορτάσαρ εισχωρεί σε ατομικά και συλλογικά ζητήματα, ρίχνει το φως του προβολέα σε θέματα όπως η ελευθερία, η παραποίηση και η σταύρωση της τέχνης ή στον τρόπο που επινοούνται και γράφονται οι ιστορίες. Αφουγκράζεται τους σφυγμούς των ηρώων του, διαβάζει και μοιράζεται τις πιο μύχιες σκέψεις τους, διακρίνει τον πρώτο σχηματισμό των κραδασμών τους, γίνεται μάρτυρας και συμπρωταγωνιστής των ερώτων τους, των  χωρισμών τους, των  αμήχανων παύσεών τους, μουσικών, αποσπασμάτων καθημερινότητας, φτερών που σπάνε και ξαναφυτρώνουν στις πλάτες τους. Ψυχογραφεί τους ήρωές του, τα πάθη τους, το κενό τους και τις αλήθειες τους,  τους ακολουθεί και αντικρίζει τον υπόγειο βίο τους, τις αλλαγές τους εν μέσω κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, ανάμεσα σε cafe, εστιατόρια, θέατρα, μικρά διαμερίσματα και συνοικίες στο πολύβουο Παρίσι, όπου το ορθολογικό και το παράλογο και ο εαυτός με τον διπλό εαυτό πορεύονται χέρι χέρι.

Οι ιστορίες της συλλογής άλλοτε σαν θεατρικά μονόπρακτα και άλλοτε σαν ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους με μια άχνα από Γκοντάρ, έχουν μοιραίες γυναίκες που αγαπούν και περιφρονούν, έχουν θύτες και θύματα, έχουν σχέσεις που χτίζονται και γκρεμίζονται εν ριπή οφθαλμού, αφορούν την αιώνια πάλη του ορειβάτη με την κορυφή ενός βουνού, εκτοξεύουν σφαίρες ερώτων, διαφορών, αποχαιρετισμών, υποσχέσεων, κοντινών και πανοραμικών πλάνων σε μια εποχή που όλα μοιάζουν αβέβαια και αισθησιακά, στην πόλη του φωτός, με φόντο τον χάρτη της Αργεντινής, πρώτης και αγαπημένης πατρίδας.

Τα σημαντικά συναντούν τ' ασήμαντα, οι ιστορίες και οι διάλογοι λαμβάνουν χώρα σε φανερά και κρυμμένα πεδία, τα ερωτήματα συχνά παραμένουν αναπάντητα, οι επιθυμίες γίνονται ενοχές / εμμονές, οι σκέψεις καταγράφονται σε "Κείμενο σ' ένα μπλοκάκι" και στροβιλίζονται σε ένα "Τάνγκο της επιστροφής".

Στον συγκεκριμένο τόμο, ο Κορτάσαρ αφήνει κατά μέρους τα τερτίπια και τα πειράματα με τον λόγο, η γραφή του είναι πιο σκοτεινή, πιο πολιτική, διαθέτει μια πιο αινιγματική αύρα. Πλέκει ψιλοβελονιά "Ιστορίες με αράχνες" ψιθυρίζοντας, μεταφυσικός και παράλληλα γήινος, δείχνοντας δρόμους που οδηγούν σε πολύπλοκα μονοπάτια, μετατρέπει τους ήρωές του σε νότες και μουσικά όργανα. (Η μουσική υπήρξε η δεύτερη "ερωμένη" του Κορτάσαρ μετά τη γραφή.)

Η προσωπική ζωή, οι μυστικές συμφωνίες, οι απογοητεύσεις, η μοναξιά, οι αναζητήσεις, οι κανόνες του παιχνιδιού και των συμπεριφορών παίρνουν τη μορφή ενός μουσικού θέματος με πρόκληση / πρόσκληση ακουστικής, οπτικής και συναισθηματικής αποκρυπτογράφησης.

Και εδώ, όπως και σε άλλα έργα αυτού του μεγάλου συγγραφέα, ο Αχιλλέας Κυριακίδης παραδίδει σεμινάριο πλήρους αφοσίωσης, παντοτινής μελέτης και αριστοτεχνικής μετάφρασης.
 
 
Εκδόσεις  opera

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Νίκος Κουρμουλής, άπνοια

Νίκος  Κουρμουλής,  άπνοια

 
Γνωρίζαμε τον Νίκο Κουρμουλή ως εξαιρετικό πολιτιστικό συντάκτη και έγκριτο κριτικό βιβλίου στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ".
 
Αυτό που δεν γνωρίζαμε ήταν το πόσο καλός πεζογράφος είναι, κάτι που πολύ πρόσφατα απέδειξε με την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με αυτή την πρώτη του συλλογή εκρηκτικών διηγημάτων / ψυχογραφημάτων.
 
Εκδοτική έκπληξη, η "άπνοια" αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από το ιδιαίτερο εξώφυλλο - εικαστική δημιουργία του Yves Klein -, τον τίτλο και την πρώτη κιόλας αράδα του πρώτου διηγήματος.
 
Με χρήση άρτιας καλοδουλεμένης γλώσσας - γλώσσας σαν σφυροκόπημα -, αξιοζήλευτων εκφραστικών μέσων, ευφυούς σύλληψης χαρακτήρων και των ιστοριών τους, ο Κουρμουλής με την πρώτη του πεζογραφική απόπειρα, ανοίγει ένα προσωπικό δρόμο στο σύγχρονο ελληνικό διήγημα.
 
Η δυστοπία συναντά τον ρεαλισμό, ο ρεαλισμός τον υπερρεαλισμό, η λογική το παράλογο και το απόλυτο εσωτερικό σκοτάδι του κόσμου, την καταστροφή του περιβάλλοντος και των ανθρώπινων σχέσεων.
 
Οι ήρωες των ιστοριών σέρνουν στα πόδια τους - αόρατες για τους άλλους, ορατές για τους ίδιους - βαριές αλυσίδες των παιδικών τους χρόνων, κληρονομιά στην ενήλικη ζωή τους και δηλητήριο που κυλάει αργά, μόνιμα στις φλέβες. Ζουν αργοπεθαίνοντας, χάνοντας την ψυχή τους μέσα σε μια μόνο στιγμή, βλέπουν όνειρα σκούρων αποχρώσεων, πίνουν αλκοόλ, καταναλώνουν ηρεμιστικά και υπνωτικά, φυλακίζονται στο πιο απόμερο κελί της ύπαρξής τους με δικαίωμα σπάνιων προαυλισμών και επισκεπτηρίων. Κάτοικοι στη μεγαλούπολη της Κλεψύδρας (ουσιαστικά η Αθήνα του σήμερα και του αύριο), βαδίζουν και κυκλοφορούν σε μικρές και κεντρικές οδούς χωρίς όνομα, ξένοι, εξόριστοι, ολομόναχοι, ελεύθεροι φυλακισμένοι, γυρεύοντας μια αλήθεια που θα τους απελευθερώσει για να ξαναγεννηθούν.
 
Οκτώ "αυτοφλεγόμενα" διηγήματα, οκτώ χαρακτήρες σαν ανθρώπινοι χάρτες με αχαρτογράφητα νερά, στίγματα, ρήγματα, τσακίσματα, χαράδρες, ανοιχτές πληγές και σκέψεις / θύμησες - φόνισσες. Ο τίτλος της κάθε ιστορίας αποτελεί ένα δίπτυχο της επαγγελματικής ιδιότητας των προσώπων και του βασικού θέματος του διηγήματος ή την κατάσταση την οποία βιώνει ο κάθε ένας.
 
Στο πρώτο διήγημα πρωταγωνιστεί η Ταμίας Δάφνη. Ένας δυνατός σεισμός, την ώρα της βάρδιάς της, την ταρακουνά με τα ρίχτερ της μνήμης της παιδικής της ηλικίας. Μετά το σεισμό, τριγυρνά από περιοχή σε περιοχή προς αναζήτηση του πατέρα της και, εν μέσω πανικού και ονειροβασίας, βρίσκει ένα δρόμο που ρίχνει αχτίδες στο σκοτάδι της Καταγωγής της.
Στο δεύτερο διήγημα, η Σολίστ Ιωάννα, πρώτο βιολί στην Ορχήστρα του Ήλιου, μονομαχεί με τη Μνήμη της ζωής της και των κατεδαφίσεών της. Η ευτυχία των άλλων σημαίνει κόκκινο συναγερμό για εκείνη.
 
Στο τρίτο διήγημα, ο Σεκιουριτάς Σταύρος κάνει προσπάθεια να ενώσει τα κομμάτια του αποσυνδεδεμένου εαυτού του. Στην αγκαλιά των Σεκονάλ, μισός ζωή μισός ψευδαίσθηση, βρίσκει λιμάνι στην εταιρεία στην οποία εργάζεται. Όταν γίνεται μάρτυρας ενός "ατυχήματος", όλοι οι δρόμοι τον οδηγούν στην Εξορία, στη γη των απανθρακωμένων ψυχών.
 
Τέταρτο διήγημα, με ήρωα τον σαραντάχρονο Πολιτευτή Μιχάλη. Σε μια διαδρομή του προς τη Βουλή, μαύρες οχιές ρίχνουν δηλητήριο και σκιά στη μνήμη του. Γίνεται ένας άλλος, προσκρούει στα βράχια της Αμνησίας, ανεβαίνει μια φιδογυριστή σκάλα στη μέση ενός έρημου τοπίου.
 
Πέμπτο διήγημα: ο Ρακοσυλλέκτης Θεόδωρος Απογυμνώνεται απ΄ τον εαυτό του και τον βίο του. Η ζωή του συντρίμμι και ο γάμος του μια ζαριά ανάποδη. Και ο ίδιος, κορμί - ψυχή σε προσφορά.
 
Στην έκτη ιστορία, η χάκερ Νέλλη κινείται μεταξύ οφειλών και υπνωτικών χαπιών, πραγματικού και ψηφιακού κόσμου. Μπαίνει σε πεδίο μάχης με το ετερώνυμό της, το Άβαταρ που δημιούργησε και στροβιλίζεται μαζί του σε Κάθοδο μέσα σε βροχή στάχτης.
 
Έβδομη ιστορία και πρωταγωνιστής ο Ζήσιμος, Διαχειριστής μιας παλιάς άδειας πολυκατοικίας - ξέφτι παρελθόντος ανάμεσα στα οικήματα του μέλλοντος. Ένα από το διαμέρισματά του ενοικιάζεται και εκεί ο Ζήσιμος συναντά μια Ωραία Κοιμωμένη την οποία φροντίζει και ερωτεύεται, σε ένα πέρασμα προς την Αθανασία, για ό,τι τον περιέχει.
 
Όγδοο διήγημα με την Μάνατζερ Κλάρα σε ένα τοπίο ακραίων καιρικών φαινομένων, μόνη με τον κόσμο απέναντι, να τριγυρίζει στις πλημμυρισμένες οδικές αρτηρίες με κατεύθυνση τη δουλειά της. Ενώ γύρω όλα διαλύονται και χάνονται, εκείνη κλείνεται στο ήσυχο γραφείο της και βουλιάζει κάτω απ΄ την Πλημμύρα του παροδικού.
 
Σε συνθήκες άπνοιας, οι οκτώ ήρωες ασθμαίνουν, χάνουν τις αναφορές τους, ταλαντεύονται στην άκρη του γκρεμού, πέφτουν στο κενό. Οι χάρτες τους αλλάζουν σχήμα, πνίγονται σε τόνους στάχτης, σκόνης, αίματος, άρρωστης μνήμης. Οι φιλοδοξίες τους γίνονται γεύμα στη χοάνη της μεγαλούπολης και του επιμελώς κρυμμένου άλλου εαυτού πίσω από τον εαυτό - βιτρίνα. Κοινός ιμάντας που τους ενώνει είναι το παρελθόν τους που τους ακολουθεί σαν δολοφονική σκιά, η οικογένεια και το τέρας που θεριεύει με τα μητρικά και πατρικά φιλιά - δαγκωματιές, τις νουθεσίες, τις σιωπές, τα παγωμένα βλέμματα, τις επιθυμίες - θηλιές αιώνιες.
 
Δυστοπία, αλληγορία, συμβολισμός και ωμός ρεαλισμός συνυπάρχουν και πορεύονται στην καυτή άσφαλτο μιας στακάτης γραφής σαν ξέφρενος χτύπος καρδιάς σε άπνοια.
 
 
Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Δημήτρης Αγγελής, Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου

 
Δημήτρης Αγγελής, Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου

"....Ακόμα κι αν έρθεις τώρα κάτω απ' τον ίσκιο του φάρου και μου πείς όχι ξανά, ακόμα και τότε εγώ, ως το τέλος του κόσμου για σένα
θα καίγομαι."
 
Ήχος βροχής, ήχος λυγμού ενός σκύλου που εκλιπαρεί για ένα χάδι, ήχος βρύσης που στάζει αργά κι η ηχώ του τρομάζει  το απέραντα άδειο σπίτι, ήχος δακρύων που σχηματίζουν θάλασσα και στεναγμού που σχηματίζει στην άχνα του το περίγραμμα του έρημου κόσμου μετά τον χωρισμό, την εγκατάλειψη εντός της απουσίας. Είναι ο ήχος της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Αγγελή, ποιητή πολυβραβευμένου, διδάκτορος Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντή του περιοδικού "Φρέαρ" ο οποίος επέστρεψε με το νέο καρπό της ποιητικής του σοδειάς: ένα θαυμαστό δείγμα νεοελληνικής πηγαίας, μεστής ποίησης που ισορροπεί επιτυχώς μεταξύ ρεαλισμού, υπερρεαλισμού και συμβολισμού. Και εδώ, όπως και σε προηγούμενη ποιητική του δουλειά - "Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου", 2015, εκδόσεις Πόλις - κοινός παρονομαστής είναι το υγρό στοιχείο - δάκρυα, στην παλιότερη συλλογή και βροχή, στην τωρινή - και η παρουσία ζώων στον τίτλο αλλά και στην πορεία της αφήγησης. Ο σκύλος του Αγγελή γίνεται μάρτυρας, παρατηρητής και καθρέφτης της φωνής και της ψυχής του αφηγητή / ποιητή. (Τα ζώα, έτσι κι αλλιώς, στη ζωή και στη λογοτεχνία αντικατοπτρίζουν στοιχεία του ανθρώπινου ψυχισμού).
 
Ο Αγγελής, με καλοδουλεμένα εκφραστικά μέσα, υφαίνει ένα γοητευτικό θλιμμένο βροχερό τοπίο όπου το ποιητικό εγώ μετακινείται μέσα στην εξέλιξη των ποιημάτων αλλάζοντας πρόσωπο και ηλικία. Μπαινοβγαίνει στο χρόνο και στις μνήμες άλλοτε ως παιδί κι άλλοτε ως άντρας ώριμος, βαθιά ερωτευμένος που βιώνει την εγκατάλειψη, ικετεύει - με λυπημένα μάτια σκύλου - τον έρωτα να επιστρέψει καθώς ο πόνος είναι αβάσταχτος, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την απόρριψη, την ήττα, τη μοναξιά των πραγμάτων και των αντικειμένων γύρω του και την προσωπική του αιματηρή μοναξιά. Γυαλίζει το παράσημο της μεγάλης αγάπης που έμεινε σαν ανάμνηση ζωντανή μέσα του, κάνει είσοδο σε πίνακες, σε φωτογραφίες, σε κήπους, σε παραλίες. Πενθεί μόνος έξω απ΄ την κλειστή πύλη του παραδείσου, σαν σκύλος πιστός ατάιστος που περιμένει ένα άνοιγμα της πόρτας, να δει την αγαπημένη φιγούρα να επιστρέφει να του δώσει ξανά νόημα. Σκύλος κάτω απ΄ τη βροχή που ατενίζει το ηλιόλουστο τοπίο του φωτός και του έρωτα σε ορίζοντα χιλιάδες άστρα μακριά.
 
Ο ουρανός βαρύς, η βροχή που πέφτει πληγώνει τον ποιητή που είναι σαν "υπέρλαμπρο ναυάγιο στην ομίχλη", που  κινείται αδέξια στην εξορία σαν "μετανάστης που ξεβράστηκε σε άγνωστη χώρα", χάνοντας την αίσθηση του χρόνου.
 
Τις νύχτες ονειρεύεται όνειρα που ακυρώνονται το ξημέρωμα, το τετελεσμένο απαιτεί παραδοχή - ποιος συμφιλιώνεται με το τέλος; - , τα κοινά παλιά μονοπάτια δεν έχουν - δεν χρειάζονται - πια φως και ο ποιητής / αφηγητής επιστρέφει στην ασφάλεια της παιδικής του ηλικίας, στις μυρωδιές, στην αφή, στα μυστικά και στις πληγές. Γίνεται ο Καρυωτάκης στα Κιούρκα, ανάμεσα σε μηλιές και πικρολέμονα, πριν το θάνατο. Γίνεται τίγρη  στη ρίζα μιας φοινικιάς και από ' κει μεταφέρεται στη Χώρα του Ποτέ να ονειρεύεται τους άλιωτους πάγους της Ανταρκτικής, τα δέντρα πριν γίνουν στάχτη και τη μνήμη πριν γίνει ληγμένο όνομα ουσιαστικό. Απαριθμεί τις δώδεκα πληγές του στη Λιουμπλιάνα με χιόνι και χωρίς χιόνι. Κι ύστερα ταξιδεύει με τ' άλογα του Ταρκόφσκι προς την αθωότητα. Μπαίνει σε ταινίες: Ρουμπλιώφ - Σολάρις - Στάλκερ, σε ένα υπόλοιπο νύχτας που το τηλέφωνο εξακολουθεί να παραμένει βουβό. Και μετατρέπεται ολόκληρος σε μια Θυσία, σε ένα παρανάλωμα μετά από μια ακόμα άρνηση.
 
Έργο τέχνης το "Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου", διάχυτο βιώματος και επινόησης, συνειρμών, στοχασμών, διακειμενικών αναφορών, ρυθμού, καρδιάς, μοναξιάς, προσευχών, ρηγμάτων, κλυδωνισμών, αιτίων του κάθε αναπόφευκτου πόνου και χωρισμού, της θανάσιμης ατομικής και συλλογικής ερημιάς.
 
Ποίηση εξομολογητική, υπαρξιακή, γεμάτη συναίσθημα που ανθίζει και ευωδιάζει σε ένα κόσμο χωρίς συναίσθημα παραδομένο στις οθόνες και στους έρωτες δευτερολέπτων. Ποίηση αληθινή, η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή, συνομιλεί με το γνήσιο του έρωτα που δεν νοθεύεται, την οδύνη του χωρισμού / αποχωρισμού, με τις τέχνες (κινηματογράφο, μουσική, ζωγραφική), με την ομορφιά των τοπιών, της βροχής, των πληγών, με τα λάθη / πάθη τ' ανθρώπινα τα προσωπικά τα καθολικά.
 
Είκοσι εννέα ποιήματα χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες γεμάτες λέξεις, θάλασσες, υποσχέσεις, νύχτες, παράθυρα κλειστά και αναμονή φωτός, καλοσύνης, αγάπης.
 
Δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά στο εμπνευσμένο έργο του εξωφύλλου δια χειρός του Κώστα Σιαφάκα, για τις δυο πλευρές της ζωής και των συναισθημάτων.
 
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ