Γνωρίζαμε τον Νίκο Κουρμουλή ως εξαιρετικό πολιτιστικό συντάκτη και έγκριτο κριτικό βιβλίου στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ".
Αυτό που δεν γνωρίζαμε ήταν το πόσο καλός πεζογράφος είναι, κάτι που πολύ πρόσφατα απέδειξε με την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με αυτή την πρώτη του συλλογή εκρηκτικών διηγημάτων / ψυχογραφημάτων.
Εκδοτική έκπληξη, η "άπνοια" αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από το ιδιαίτερο εξώφυλλο - εικαστική δημιουργία του Yves Klein -, τον τίτλο και την πρώτη κιόλας αράδα του πρώτου διηγήματος.
Με χρήση άρτιας καλοδουλεμένης γλώσσας - γλώσσας σαν σφυροκόπημα -, αξιοζήλευτων εκφραστικών μέσων, ευφυούς σύλληψης χαρακτήρων και των ιστοριών τους, ο Κουρμουλής με την πρώτη του πεζογραφική απόπειρα, ανοίγει ένα προσωπικό δρόμο στο σύγχρονο ελληνικό διήγημα.
Η δυστοπία συναντά τον ρεαλισμό, ο ρεαλισμός τον υπερρεαλισμό, η λογική το παράλογο και το απόλυτο εσωτερικό σκοτάδι του κόσμου, την καταστροφή του περιβάλλοντος και των ανθρώπινων σχέσεων.
Οι ήρωες των ιστοριών σέρνουν στα πόδια τους - αόρατες για τους άλλους, ορατές για τους ίδιους - βαριές αλυσίδες των παιδικών τους χρόνων, κληρονομιά στην ενήλικη ζωή τους και δηλητήριο που κυλάει αργά, μόνιμα στις φλέβες. Ζουν αργοπεθαίνοντας, χάνοντας την ψυχή τους μέσα σε μια μόνο στιγμή, βλέπουν όνειρα σκούρων αποχρώσεων, πίνουν αλκοόλ, καταναλώνουν ηρεμιστικά και υπνωτικά, φυλακίζονται στο πιο απόμερο κελί της ύπαρξής τους με δικαίωμα σπάνιων προαυλισμών και επισκεπτηρίων. Κάτοικοι στη μεγαλούπολη της Κλεψύδρας (ουσιαστικά η Αθήνα του σήμερα και του αύριο), βαδίζουν και κυκλοφορούν σε μικρές και κεντρικές οδούς χωρίς όνομα, ξένοι, εξόριστοι, ολομόναχοι, ελεύθεροι φυλακισμένοι, γυρεύοντας μια αλήθεια που θα τους απελευθερώσει για να ξαναγεννηθούν.
Οκτώ "αυτοφλεγόμενα" διηγήματα, οκτώ χαρακτήρες σαν ανθρώπινοι χάρτες με αχαρτογράφητα νερά, στίγματα, ρήγματα, τσακίσματα, χαράδρες, ανοιχτές πληγές και σκέψεις / θύμησες - φόνισσες. Ο τίτλος της κάθε ιστορίας αποτελεί ένα δίπτυχο της επαγγελματικής ιδιότητας των προσώπων και του βασικού θέματος του διηγήματος ή την κατάσταση την οποία βιώνει ο κάθε ένας.
Στο πρώτο διήγημα πρωταγωνιστεί η Ταμίας Δάφνη. Ένας δυνατός σεισμός, την ώρα της βάρδιάς της, την ταρακουνά με τα ρίχτερ της μνήμης της παιδικής της ηλικίας. Μετά το σεισμό, τριγυρνά από περιοχή σε περιοχή προς αναζήτηση του πατέρα της και, εν μέσω πανικού και ονειροβασίας, βρίσκει ένα δρόμο που ρίχνει αχτίδες στο σκοτάδι της Καταγωγής της.
Στο δεύτερο διήγημα, η Σολίστ Ιωάννα, πρώτο βιολί στην Ορχήστρα του Ήλιου, μονομαχεί με τη Μνήμη της ζωής της και των κατεδαφίσεών της. Η ευτυχία των άλλων σημαίνει κόκκινο συναγερμό για εκείνη.
Στο δεύτερο διήγημα, η Σολίστ Ιωάννα, πρώτο βιολί στην Ορχήστρα του Ήλιου, μονομαχεί με τη Μνήμη της ζωής της και των κατεδαφίσεών της. Η ευτυχία των άλλων σημαίνει κόκκινο συναγερμό για εκείνη.
Στο τρίτο διήγημα, ο Σεκιουριτάς Σταύρος κάνει προσπάθεια να ενώσει τα κομμάτια του αποσυνδεδεμένου εαυτού του. Στην αγκαλιά των Σεκονάλ, μισός ζωή μισός ψευδαίσθηση, βρίσκει λιμάνι στην εταιρεία στην οποία εργάζεται. Όταν γίνεται μάρτυρας ενός "ατυχήματος", όλοι οι δρόμοι τον οδηγούν στην Εξορία, στη γη των απανθρακωμένων ψυχών.
Τέταρτο διήγημα, με ήρωα τον σαραντάχρονο Πολιτευτή Μιχάλη. Σε μια διαδρομή του προς τη Βουλή, μαύρες οχιές ρίχνουν δηλητήριο και σκιά στη μνήμη του. Γίνεται ένας άλλος, προσκρούει στα βράχια της Αμνησίας, ανεβαίνει μια φιδογυριστή σκάλα στη μέση ενός έρημου τοπίου.
Πέμπτο διήγημα: ο Ρακοσυλλέκτης Θεόδωρος Απογυμνώνεται απ΄ τον εαυτό του και τον βίο του. Η ζωή του συντρίμμι και ο γάμος του μια ζαριά ανάποδη. Και ο ίδιος, κορμί - ψυχή σε προσφορά.
Στην έκτη ιστορία, η χάκερ Νέλλη κινείται μεταξύ οφειλών και υπνωτικών χαπιών, πραγματικού και ψηφιακού κόσμου. Μπαίνει σε πεδίο μάχης με το ετερώνυμό της, το Άβαταρ που δημιούργησε και στροβιλίζεται μαζί του σε Κάθοδο μέσα σε βροχή στάχτης.
Έβδομη ιστορία και πρωταγωνιστής ο Ζήσιμος, Διαχειριστής μιας παλιάς άδειας πολυκατοικίας - ξέφτι παρελθόντος ανάμεσα στα οικήματα του μέλλοντος. Ένα από το διαμέρισματά του ενοικιάζεται και εκεί ο Ζήσιμος συναντά μια Ωραία Κοιμωμένη την οποία φροντίζει και ερωτεύεται, σε ένα πέρασμα προς την Αθανασία, για ό,τι τον περιέχει.
Όγδοο διήγημα με την Μάνατζερ Κλάρα σε ένα τοπίο ακραίων καιρικών φαινομένων, μόνη με τον κόσμο απέναντι, να τριγυρίζει στις πλημμυρισμένες οδικές αρτηρίες με κατεύθυνση τη δουλειά της. Ενώ γύρω όλα διαλύονται και χάνονται, εκείνη κλείνεται στο ήσυχο γραφείο της και βουλιάζει κάτω απ΄ την Πλημμύρα του παροδικού.
Σε συνθήκες άπνοιας, οι οκτώ ήρωες ασθμαίνουν, χάνουν τις αναφορές τους, ταλαντεύονται στην άκρη του γκρεμού, πέφτουν στο κενό. Οι χάρτες τους αλλάζουν σχήμα, πνίγονται σε τόνους στάχτης, σκόνης, αίματος, άρρωστης μνήμης. Οι φιλοδοξίες τους γίνονται γεύμα στη χοάνη της μεγαλούπολης και του επιμελώς κρυμμένου άλλου εαυτού πίσω από τον εαυτό - βιτρίνα. Κοινός ιμάντας που τους ενώνει είναι το παρελθόν τους που τους ακολουθεί σαν δολοφονική σκιά, η οικογένεια και το τέρας που θεριεύει με τα μητρικά και πατρικά φιλιά - δαγκωματιές, τις νουθεσίες, τις σιωπές, τα παγωμένα βλέμματα, τις επιθυμίες - θηλιές αιώνιες.
Δυστοπία, αλληγορία, συμβολισμός και ωμός ρεαλισμός συνυπάρχουν και πορεύονται στην καυτή άσφαλτο μιας στακάτης γραφής σαν ξέφρενος χτύπος καρδιάς σε άπνοια.
Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου