Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Γιάννης Νικολούδης, Άδειος τόπος

Γιάννης Νικολούδης,  Άδειος τόπος


Αν δεν ήταν συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι ένας νέος σπουδαίος κινηματογραφιστής του οποίου οι ταινίες και τα πλάνα σε τοπία και πρόσωπα θα έμεναν ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή. Έτσι όμως θα στερούμασταν μια ιδιαίτερη πένα με έντονο αποτύπωμα και έντονο προσωπικό στίγμα. Ο λόγος για τον Γιάννη Νικολούδη, τον εξαιρετικό Κρητικό τεχνίτη του πεζογραφικού λόγου, που πρόσφατα επέστρεψε στα λογοτεχνικά πράγματα με το νέο του μυθιστόρημα " Άδειος τόπος", από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ο Γιάννης Νικολούδης πρωτοσυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με το πρωτόλειο έργο του, "Άμοιρο παιδί", το 2016, από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες. Το 2021, από τις εκδόσεις Σκαρίφημα, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του "Από χώμα και κόκαλα", ένα συγκλονιστικό πολυφωνικό μυθιστόρημα με ιδιαίτερη μορφή όπου η μυθοπλασία συνδυάζεται με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, το αστυνομικό σασπένς και αποσπάσματα ημερολογίου, με μαρτυρίες και αφηγήσεις για ένα έγκλημα που διατηρούν την απαραίτητη προφορικότητα, με κάθε μαρτυρία χτισμένη σε διαφορετικό ύφος. Αλησμόνητο μυθιστόρημα με αριστοτεχνική, καλοδουλεμένη  γραφή που προμήνυε ότι ο Νικολούδης είναι ένας ικανότατος αφηγητής εκρηκτικών ιστοριών που πέρα από την λογοτεχνική τους αξία λειτουργούν σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο κυρίως,

Εντός του καλοκαιριού που διανύουμε, πριν λίγες εβδομάδες, ο Γιάννης Νικολούδης, μια λογοτεχνική φωνή που ανυπομονούσαμε να ακούσουμε ξανά τον ήχο της, επέστρεψε με το παρόν τρίτο του έργο, τον "Άδειο τόπο", όπου κι εδώ ο ρυθμός της αφήγησης είναι καταιγιστικός και η ίδια η αφήγηση υποδειγματική. Πολυφωνικό μυθιστόρημα, με πυκνό μακροπερίοδο λόγο, πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση, με διαφορετικές φωνές να ξετυλίγουν το κουβάρι των γεγονότων και να φέρνουν με τις μαρτυρίες τους στοιχεία και λεπτομέρειες για αυτό που έχει συμβεί, πριν συμβεί κι αφότου συνέβη.

Οι φωνές και οι καιρικές συνθήκες εναλλάσσονται σε ένα τόπο που δρα καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα - αφηγητή και των υπολοίπων ηρώων - μαρτύρων - αφηγητών.

Η ιστορία ξεκινά με σκηνικό την κεντρική πύλη των φυλακών Νέας Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο. Ο ανώνυμος άντρας, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, αποφυλακίζεται μετά από δυο χρόνια, στέκεται για λίγο αβέβαιος έξω από το κτίριο των φυλακών, σαλτάρει σε ένα λεωφορείο και μετά σε ένα άλλο με προορισμό ένα τόπο απ' όπου είχε περάσει κάποτε παλιά. Βρίσκει καταφύγιο σε ένα εγκαταλειμμένο σχολείο για να περάσει το βράδυ του και το επόμενο πρωί βγαίνει ως το καφενείο να βρεί έναν άνθρωπο, να ζητήσει δουλειά. Και απο εκεί, φεύγει προς τα πεδινά σε συνέχεια αναζήτησης εργασίας και κατάστασης που να θυμίζει κάτι από ζωή.

Βαρύς, θλιμμένος, με θρυμματισμένο τον εσωτερικό του κόσμο, πότε ολιγόλογος και πότε αμίλητος, απομονωμένος, εσωστρεφής, αγριωπός, ο "αλλόκοτος", ο "ξένος", ο "σαλεμένος" στα μάτια των άλλων, μετράει δρόμους, βουνά, ερημιές, θεριά και χρόνια σέρνοντας στα πόδια και στην ψυχή του βαρίδια των παιδικών του χρόνων και την ανοιχτή πληγή μιας αξεπέραστης εγκατάλειψης. Διασταυρώνεται με ανθρώπους και τέρατα που περιστρέφονται γύρω από τον ίσκιο του και από τη δική τους τοξική φωτιά, με την καρδιά τους καζάνι σε διαρκή βρασμό, με ματωμένα μάτια, κενοί συναισθημάτων. Μαύροι άγγελοι και δαίμονες που ρουφούν καυτό αίμα και σκοτώνουν εν ψυχρώ.

Η διαδρομή στον άδειο τόπο συνεχίζεται βήμα βήμα πλάι σε λιμνάζοντα όνειρα έτοιμα να ανατιναχθούν από το σώμα της γής, πάνω στο χώμα που καταβροχθίζει αχόρταγα το φως. Η γη εδώ, στον άδειο τόπο, εισπνέει και εκπνέει ρυθμικά με ένα συνεχόμενο τριγμό στο στήθος. Το νερό της βροχής τής προκαλεί ανατριχίλα κάνοντας το χώμα θεριό που τρώει ντουβάρια, ερείπια, κόκαλα, στάχτες, μέρες και νύχτες του πριν και του τώρα.

Κι ένας σεισμός γεγονότων μαζί με την ένταση των φυσικών φαινομένων γκρεμίζουν ό,τι  ξεκινά να χτίζει ο ανώνυμος ήρωας.

Ντόπιοι και αλλοδαποί, αφεντικά και εργάτες, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, δέντρα στοιχειωμένα, άδεια σπίτια, άδειες ψυχές, χωματόδρομοι και άγονα τοπία βρυχώνται και η τρέλα αναβοσβήνει τα φώτα της σαν μακρινός τρελαμένος φάρος σε πυκνή ομίχλη σε μαύρη ανταριασμένη θάλασσα. Και κάπου στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα, ασπρόμαυρα κοφτά εναλλασσόμενα πλάνα: μια γυναίκα με μια βαλίτσα, πλάτη στο υποκειμενικό - ένας άντρας κι ένα μικρό παιδί σε ένα αυτοκίνητο, στο δρόμο, στη βροχή, στη νύχτα και στη σιγή.

Στον Άδειο τόπο, "η γη δεν έχει όνειρα να ανακαλέσει και κλείνεται στον εαυτό της, γιατί, αν έχει κάτι να θυμηθεί, δεν είναι τα όνειρα, είναι οι ιστορίες της πέτρας,στιβάδες από ιστορίες βυθισμένες στην αναλγησία του βράχου".   Στον Άδειο τόπο, ο πρωταγωνιστής γυρεύει μια κορφή να αναρριχηθεί να ατενίσει απο εκεί τον κόσμο και το φως, ώσπου κατρακυλά στον πάτο σε πτώση που τον τσακίζει. Αγγίζει την πέτρα κι εκείνη του μιλά, βλέπει τη γη να συστρέφεται και να βαριανασαίνει, βλέπει αυτό που βλέπει και δεν έπρεπε να δεί. Και οι μαρτυρίες των άλλων τον σκιαγραφούν, τον ξημερώνουν και τον νυχτώνουν. 

Κι ένα κορίτσι με χαρταετό περιμένει, προτού η κόκκινη άμμος ξεκινήσει το παρανοϊκό της στροβίλισμα κι όλα γίνουν κόκκινα πριν το πρώτο χιόνι, σαν η γη κοιμηθεί στο λευκό άδειασμά της.

Ωμός ρεαλισμός, συνύπαρξη του Κακού, της βαναυσότητας, της καχυποψίας και θαμπάδας αθωότητας, ωμή καταγραφή της πραγματικότητας, των νοοτροπιών και των παθογενειών της ελληνικής επαρχίας -εδώ συγκεκριμένα, της κρητικής υπαίθρου- εικονοπλαστική αφήγηση κινηματογραφικών όρων, επιτυχής συνδυασμός λογοτεχνικών ειδών, έντονο σασπένς, χρήση της τεχνικής του flashback μέσω των μαρτυριών - ανώνυμος ο πρωταγωνιστής όπως ανώνυμοι και οι μάρτυρες που εξομολογούνται ο καθένας από τη δική του οπτική-, όλα αναπόσπαστα κομμάτια στην εξέλιξη της ιστορίας και βασικά  στοιχεία ενός απίστευτα καλογραμμένου, στέρεα δομημένου, σπουδαίου υπαρξιακού μυθιστορήματος -φωκνερικών διαστάσεων-  υψηλών θερμοκρασιών με χώμα, νερό, αίμα, σπινθήρες και εκρήξεις και με δαιμονισμένα αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική και χρήση της γλώσσας.

Ο "Άδειος τόπος" δεν είναι ένα μυθιστόρημα απ΄αυτά που θα συναντήσουμε στις λίστες των ευπώλητων -αν και θα το δικαιούταν και θα το άξιζε με το παραπάνω και είναι στο χέρι μας να το αναδείξουμε ως ένα από τα πιο σημαντικά της φετινής εκδοτικής χρονιάς εως τώρα- αλλά σίγουρα είναι ένα βιβλίο που θα διαβαστεί, θα συγκλονίσει με τις τεχνικές του, την θεματολογία του και και την αφηγηματική του δύναμη και θα διαδοθεί από στόμα σε στόμα, έτσι όπως διαδίδονται τα σπουδαία μυθιστορήματα. 

Ο "Αδειος τόπος" του Γιάννη Νικολούδη δεν ανήκει στην κατηγορία των λογοτεχνικών έργων που διαβάζουμε απλώς για να πούμε ότι το διαβάσαμε και να περάσουμε με ευκολία στο επόμενο. Γιατί είναι ένα μυθιστόρημα που σε στοιχειώνει, σε ξεβολεύει, σε εξοργίζει, σε ταρακουνά συθέμελα όπως μονάχα οι δυνατές αναγνωστικές εμπειρίες στοιχειώνουν, ξεβολεύουν, ταρακουνούν, πληγώνουν και λυτρώνουν.
 
 
Εκδόσεις  Πατάκη

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Νίκος Φρατζέτης, Ένα ταγκό στο Σαντιάγο

Νίκος Φρατζέτης, Ένα ταγκό στο Σαντιάγο


Ο Νίκος Φρατζέτης των βιβλίων, των εικόνων, των στιγμών, της τέχνης της ποίησης και του πεζοποιητικού λόγου, των συναισθημάτων, της ευγένειας και του ήθους, της σκέψης, της ενδοσκόπησης και της εξονυχιστικής παρατήρησης ρωγμών και γκρεμών, της θάλασσας, της πόλης, του κέντρου, των προαστίων, των μεγάλων δρόμων και των μικρών συνοικιών, των ρετιρέ και των υπογείων, των ανθρώπων δίπλα, απέναντι, μακριά και κοντά μας, του φίλου και του συντρόφου στη μοναξιά, στη χαρμολύπη και στον αγώνα.
 
Ο Νίκος Φρατζέτης, μετά τις ποιητικές συλλογές "Υπακοή", (εκδόσεις Άπαρσις, 2012) "Το τρένο και ο Φώκνερ" και "Η χαρτοπετσέτα", (αμφότερα από τις εκδόσεις Κίχλη, 2018 και 2020 αντίστοιχα) επιστρέφει με την τέταρτη πεζοποιητική του συλλογή "Ένα ταγκό στο Σαντιάγο", ξανά, από τις πάντα εξαιρετικές εκδόσεις Κίχλη, στη σειρά της ελληνικής ποίησης. Είκοσι τρία πεζοποιήματα - σπαρακτικά ανθρώπινα στιγμιότυπα ζωής ιδιωτικής, καθημερινής και -είτε επινοημένα, είτε αληθινά- εκφράζουν ανθρώπινους πολύπτυχους βυθούς και αποδεικνύουν το ταλέντο, την ευαισθησία και τις τεντωμένες κεραίες του Φρατζέτη που πιάνουν στον αέρα τον φόβο, την αγωνία και τα βαθύτερα ανθρώπινα αδιέξοδα σήμερα.

Ο Φρατζέτης, μια από τις πιο διακριτές ποιητικές φωνές της εποχής μας, πιάνει τον αθέατο σφυγμό εκείνων που αγωνιούν και θλίβονται, που ζουν όπως ζουν ενώ ονειρεύονται να ζήσουν κάπως αλλιώς, που βρίσκονται στα όριά τους ή τα ξεπερνούν, που εν μέσω βαριάς συννεφιάς διακρίνουν μια αχτίδα αττικού φωτός να τους χαμογελά δειλά, εκείνων που χορεύουν στη μέση του δρόμου, που βλέπουν λίγο ουρανό από το προσωπικό τους υπόγειο, που μετατρέπουν τη λύπη τους σε τραγούδι, που περιστρέφουν ένα σουγιά ώσπου να πάρουν μια απόφαση, εκείνων που το ζην τους είναι ένεση ευθανασίας πίσω από σφραγισμένο τζάμι.

Τέταρτη λοιπόν -σαφώς ωριμότερη- συλλογή αφηγηματικής ποίησης του Νίκου Φρατζέτη σε παρόμοια ατμόσφαιρα και παρόμοιο ρυθμό με τις τρεις προηγούμενες, στο γνώριμο εκρηκτικά ήσυχο ύφος του, με συγκινησιακή φόρτιση, κομμάτι καθρέφτη της σκληρής πραγματικότητας με τα ναυάγια και τις ήττες να πρωταγωνιστούν, με την ελπίδα να κρύβεται τρομαγμένη πίσω από τον ίσκιο της απελπισίας, με τη ζωή να είναι όπως τη ζούμε μισώντας και αγαπώντας την, με ανθρώπινες ιστορίες, με αλληγορίες απολογισμών βίου ραγισμένου και όλα αυτά, έτσι όπως περιέχονται στη συλλογή "Ενα ταγκό στο Σαντιάγο", φανερώνουν το ασύλληπτο βάθος της δημιουργικής σκέψης του ποιητή αλλά και την εξαίρετη καλοδουλεμένη τέχνη της έκφρασής του, την ικανότητα σύλληψης της προσωπικής και συλλογικής αλήθειας καθώς και την ικανότητα αναμέτρησής του με τ' ανθρώπινα.

Εδώ συνυπάρχουν το ημίφως που παίρνει φως από το στιγμιαίο ξέσπασμα μιας λευκής αστραπής, το σκοτάδι, το γαλάζιο τ' ουρανού και το χρώμα που αποκτά η βροχή ανάλογα το τοπίο, τα πένθιμα και τα μικρά γιορτινά, η λύπη, η απόγνωση, η ανακούφιση, οι καθημερινές τραγωδίες, τ' αστέρια και τα σύννεφα.
 
Η ευθύβολη ποίηση του Φρατζέτη κάνει αναφορά στη ζωή και στην κίνηση κάτω απ' τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, στη διαρκή προσπάθεια του φίλου να αντλήσει κουράγιο απ΄ το οτιδήποτε -για τους άλλους- αλλόκοτο και ιδιαίτερο, στο αντικείμενα που, με ευλάβεια, φυλάμε και αγγίζουμε μέσα στα σπίτια μας γιατί υπήρξαν μάρτυρες κλαυθών και γέλιων, αγκαλιασμάτων και αποχωρισμών μας. Εδώ υπάρχει ο κυνηγημένος που κρατάει σφιχτά στα χέρια του μια μπάλα ενώ στο μυαλό του οι αναμνήσεις τρέχουν σε κούρσα ταχύτητας. Υπάρχουν εκείνη και εκείνος και το νερό της βροχής στην κενή χωριστή ζωή τους. Κι εκείνο το συνταρακτικό Τσίμπημα που άλλοτε χάιδευε την καρδιά κι ύστερα χάθηκε αφήνοντας πίσω του οδύνη, πορεία προς την τρέλα, προσμονή κι ένα ξένο τσίμπημα. Και η νύχτα που άλλαξαν όλα, η επιστροφή κι η άμεση αναχώρηση χωρίς συμμάχους.
 
Μια προσευχή - θρήνος και κληρονομιά που φέρνει ουράνια δάκρυα και λύτρωση. Εκείνος που ακροβατεί σε μια σκαλωσιά και βρίσκει τον εαυτό του αιωρούμενος πάνω απ΄τη γη.
 
Μια γνωριμία με μεσολαβητή τον Μπέκετ και μια φράση σε ηχώ και επανάληψη. Ο άντρας που, εν πλήρει συνειδήσει, πέφτει στις γραμμές του τρένου. Η δύση του ήλιου και η σημασία της ανατολής, με δάχτυλα σφιχτά μπλεγμένα σε κοινό βίο. Το άρωμα κι η ανάμνηση του πρώτου καλοκαιριού. Οι άνθρωποι κι οι ιστορίες τους που κρύβουν τραύματα, βαρίδια και άηχες εκρήξεις πίσω από χαμόγελα και ανοιχτές αγκαλιές.
 
Ένα ταγκό στη μέση του δρόμου - τρόμου ανάμεσα σε δακρυγόνα, κι όλα θα γίνουν ταξίδι βημάτων σε ένα ταγκό κόντρα στο κακό και την τυραννία. Η γέννα μιας γάτας που αλλάζει την καθημερινότητα και η μπαλκονόπορτα αποκτά ανεμπόδιστη θέα. Μια αγωνιώδης προσμονή στην αποβάθρα για εκείνο που δεν ήρθε παρά έφερε άρνηση μέσω οθόνης κι ένα δάκρυ σταγόνα στον άνεμο. Ένας απρόσμενος εχθρός ανταριάζει τη θάλασσα που καταπίνει όνειρα, ελπίδες και προσευχές.
 
Μια καρτ ποστάλ ενός παλιού μαγέρικου λίγο πριν την καταιγίδα. Το παιχνίδι της μνήμης για μια μέρα γιορτής. Ο άνθρωπος που σημείωνε μανιωδώς αριθμούς κι η έκλαμψη της ευτυχίας μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο. Τα ουράνια σώματα έχασαν την ικανότητα να μιλούν γιατί ένα μικρό αστέρι ήρθε κι έχτισε σπίτι στο κέντρο μιας καρδιάς. Ο Βαν Γκογκ στριφογυρίζει τον σουγιά του εν είδει στοιχήματος με ψέματα και αλήθειες

Στιγμιότυπα ανθρώπων ηττημένων που συγκινούν, ανεβάζουν ένα κόμπο στο λαιμό,που προκαλούν θαυμασμό για τα λιτά, απέριττα και ουσιαστικά εκφραστικά μέσα του Φρατζέτη, ο οποίος, χωρίς στολίδια και καλολογικά στοιχεία, χωρίς μοντάζ και επεξεργασίες προς δημιουργία εύκολου εντυπωσιασμού, άμεσα και καθαρά, καταγράφει στιγμές αναζήτησης λύσεων, ερώτων και αστεριών, στιγμές όπου οι μνήμες, οι μυρωδιές, οι θάλασσες και οι σταυροί κυλούν σαν νερό ανάμεσα σε δάχτυλα μαζί με γη κι ουρανό, στιγμές που τα δυνατά βήματα ενός ταγκό γίνονται μέδουσες στο κακό που μας στοιχειώνει.

Η ζωή μας ένα ταγκό, ένα αστέρι, ένας απρόσμενος εχθρός, ένας ήλιος πίσω από μαύρα σύννεφα, ένας σουγιάς, μια καρτ ποστάλ, μια προσευχή, τα σπίτια και τα αντικείμενά μας /τους, μια αιώνια αναμονή σε μια αποβάθρα.
 
Η ζωή μας έτσι όπως μαγικά και ρεαλιστικά προσλαμβάνεται και αποτυπώνεται μέσω της ψυχής, της ευαισθησίας και της σπάνιας εκφραστικής / κινηματογραφικής / ποιητικής ματιάς του Νίκου Φρατζέτη. 
 
 
Εκδόσεις Κίχλη

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Jhumpa Lahiri, Στις δικές μου διαδρομές

 
Jhumpa Lahiri, Στις δικές μου διαδρομές

Ινδοαμερικανικής καταγωγής, γεννημένη στο Λονδίνο και μεγαλωμένη στις ΗΠΑ, η πολυβραβευμένη συγγραφέας Τζούμπα Λαχίρι είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων  "Διερμηνέας ασθενειών", (κυκλοφόρησε το 2001 από τα Ελληνικά Γράμματα) για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Pulitzer καθώς και με τα Βραβεία Pen / Hemingway και The New Yorker Debut of the Year 2000. Επόμενο βήμα της, το μυθιστόρημα "Η συνωνυμία" (Ελληνικά Γράμματα, 2004) και το 2014, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησε το περίφημο μυθιστόρημά της "Εκεί που ανθίζουν οι υάκινθοι", υποψήφιο για το Man Booker 2013.

Έργα που απέσπασαν -εκτός πολλών σημαντικών βραβείων- επαινετικές κριτικές, με κυρίαρχα θέματα την αναζήτηση ταυτότητας, την μετανάστευση, την εξορία που βιώνεται εντός της ίδιας της πατρίδας, την ανίχνευση ρίζας και πρόσφορου στέρεου εδάφους για το χτίσιμο μέλλοντος και δημιουργίας μιας θέσης στον κόσμο. Γραμμένα από την ιδιαίτερη πένα της Λαχίρι με χιούμορ και σπαραγμό.

Διαμένοντας στη Ρώμη περίπου την τελευταία δεκαετία, η Τζούμπα Λαχίρι έκανε μια μικρή στροφή στη συγγραφική της πορεία, γράφοντας κατευθείαν στα ιταλικά.

Έτσι, το "Στις δικές μου διαδρομές" είναι το πρώτο της πεζογραφικό έργο γραμμένο στην ιταλική γλώσσα, (προηγείται μια συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων με τίτλο "In altre parole") εξαιρετικά μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Άννα Παπασταύρου και πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά λογοτεχνικών διαμαντιών Aldina.

Είναι ένα ιδιότυπο και πρωτοποριακό μορφολογικά μυθιστόρημα καθώς ξεφυλλίζοντάς το, η πρώτη εντύπωση του αναγνώστη είναι ότι πρόκειται για ανθολογία διηγημάτων. Είναι όμως ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από 46 κεφάλαια καθένα εκ των οποίων φέρει διαφορετικό τίτλο και σημείο δράσης, και θυμίζουν διηγήματα ημερολογιακής γραφής που το ένα δίνει συνέχεια στο επόμενο και, οργανικά δεμένα, δημιουργούν την περιπλάνηση της κεντρικής ηρωίδας, εντός της και εκτός της.

Κάθε κεφάλαιο και μια διαδρομή, ένα διαφορετικό σκηνικό: Στο γραφείο - Στο δρόμο - Στην πλατεία - Στο μουσείο - Στην ψυχαναλύτρια - Στον ήλιο - Στο ταμείο - Στη θάλασσα - Στο μπαρ Στην εξοχή.

Κάθε κεφάλαιο και μια αναμόχλευση της μνήμης, μια συγκρατημένη επαφή με ανθρώπους, μια βουβή μεταξύ τους συνομιλία.  Οι πληγές του κόσμου πρόχειρα δεμένες με γάζα σε ελπίδα και προσμονή επούλωσής τους. Τυχαίες συναντήσεις. Το παρελθόν που διαρκώς εμβολίζεται στην καρδιά του παρόντος. Η παραδοχή της μοναξιάς. Το σκοτάδι που γεννά φόβο και θλίψη αλλά και το φως των μικρών απρόσμενων θαυμάτων της καθημερινότητας. Όλα εδώ συνυπάρχουν και συμπορεύονται αρμονικά και ήσυχα σε αυτό το γλυκόπικρο έργο της Λαχίρι.

Η αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι ανώνυμη όπως ανώνυμη είναι και η ευρωπαϊκή πόλη στην οποία διαμένει, όπως ανώνυμοι επίσης είναι και οι λιγοστοί φίλοι της. Περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης, δεμένη και αποξενωμένη με / από κάθε γωνιά της, κάθε στενό της, κάθε μυρωδιά της. Μια μοναχική γυναίκα γύρω στα 40, καθηγήτρια λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο, διάγει βίο συμβατικό και σχεδόν αδιάφορο. Από το σπίτι στη δουλειά, πίσω ξανά στο σπίτι και από εκεί, γίνεται μια flâneuse της πόλης και του εαυτού της που παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα γύρω της, καταγράφει με το βλέμμα της πρόσωπα, χαρακτηριστικά, ματιές, κινήσεις, φωνές και σιωπές και συχνά τα παραλληλίζει με τα δικά της βιώματα.

Βαδίζει και παρατηρεί, βαδίζει και συνομιλεί με τον εαυτό της, βαδίζει εξορισμένη από την απουσία αληθινής αγάπης, ανεμελιάς και ευεργετικής σκιάς ενός ανθρώπου πλάι της. Βαδίζει σέρνοντας στους αστραγάλους της βαριές αλυσίδες καταδίκης των παιδικών της χρόνων. Η μοναξιά της, την βασανίζει και την παρηγορεί ταυτόχρονα, την λυγίζει και  την γεμίζει δύναμη. Η σχέση της με την πόλη έχει ήλιο και βροχή, σκιά και φως, κίνηση και ακινησία, χαρά και δυσαρέσκεια, οικειότητα και αποξένωση.

Η πρωταγωνίστρια της Λαχίρι βγαίνει συχνά για περπάτημα και κολύμπι, επισκέπτεται από καθήκον την ηλικιωμένη μητέρα της, ψωνίζει συγκρατημένα, πηγαίνει στο μουσείο ή σε θεατρικές παραστάσεις. Παρίσταται σε γάμους, βαπτίσεις και τραπέζια φίλων όμως πάντα νιώθει έξω απ' τα νερά της. Προτιμά να είναι μόνη όσο κι αν αυτή η κατάσταση της προκαλεί αμηχανία και κάτι σαν φόβο. Τρομάζει τρώγοντας έξω, μόνη, ανάμεσα και δίπλα σε άλλους που τρώνε επίσης μόνοι όσο την τρομάζει το να έχει παρέα. Προσπαθεί να βρεί μια θέση σε ένα κόσμο βαθιά μοναχικό, βουβά θυμωμένο, θλιμμένο, σαστισμένο κι αλλόκοτο και, παράλληλα, προσπαθεί να βρεί τρόπο να επουλώσει τα παιδικά της τραύματα και να συμφιλιωθεί με την αντιφατική "αρχιτεκτονική" του εαυτού της και της πόλης.

Τα καθημερινά γίνονται σημαντικά: μια βόλτα στον ήλιο, μια επίσκεψη στην αισθητικό, στο βιβλιοπωλείο, ένα γεύμα στην ταβέρνα, τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, η νύχτα, οι νύχτες, το ξημέρωμα, το τηλεφώνημα ενός παλιού εραστή, ένας καφές στο μπαρ, η συνεδρία με την ψυχαναλύτρια, ο καθρέφτης, ο μέσα εαυτός, ο έξω εαυτός, μια βόλτα στο χαρτοπωλείο όπου η ηρωίδα αγοράζει σημειωματάρια για να οργανώσει τις σκέψεις της χτίζοντας απ' την αρχή γκρεμισμένες γέφυρες και οδούς.

Στις διαδρομές της δεν υπάρχουν σασπένς, ανατροπές και καθηλωτική μυθιστορηματική πλοκή παρά καταγραφές συλλογισμών, συναντήσεων, συναισθημάτων, αιχμηρών, επίπονων και τρυφερών αναμνήσεων, θανάτου στιγμών και πραγμάτων. Εδώ, σε αυτό το εξαιρετικό λογοτεχνικό χρονολόγιο τοπίων, σκέψεων, γεγονότων, αισθήσεων, μνήμης και διαλογισμού, υπάρχει η αναζήτηση ταυτότητας και ισορροπίας της ίδιας της πρωταγωνίστριας και των ανθρώπινων σκιών που την περιβάλλουν στο επίκεντρο της ζωής της.

Η Τζούμπα Λαχίρι γράφει με οξεία διεισδυτικότητα για τη μοναξιά, το λύγισμα και την ανύψωση και εξερευνά ενδελεχώς την ανέκφραστη ανθρώπινη απόγνωση, διαθέτοντας μια εκτυφλωτική, τολμηρή, ντελικάτη, λεπτομερή, "ύπουλη" και πυκνή πρόζα.

Υπάρχει τόπος όπου δεν είμαστε περαστικοί; Αποπροσανατολισμένη, χαμένη, σαστισμένη, απορρυθμισμένη, εκτοπισμένη, διωγμένη, εξορισμένη, ξεριζωμένη, αποξενωμένη: ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μέσα σ'αυτή  την οικογένεια όρων. Αυτός είναι ο τόπος, οι λέξεις που με βάζουν στον κόσμο. (σελ. 147)
 
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Αλέξανδρος Κάσσης, . (Τελεία)

Αλέξανδρος Κάσσης, . (Τελεία)

 
Από τις πιο ξεχωριστές νέες φωνές της σύγχρονης εγχώριας πεζογραφίας, ο Αλέξανδρος Κάσσης πρωτοσυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό το 2015 με την εκπληκτική νουβέλα του "Φύγαμε!", από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Έξι χρόνια μετά, το 2021, επανήλθε με το αισθαντικό "Οσα απέμειναν από τους εραστές", από τις εκδόσεις Πνοή. Ιούνιος του 2023 και ο Κάσσης επιστρέφει στα λογοτεχνικά πράγματα με το τρίτο του έργο με τον πρωτότυπο τίτλο "." (Τελεία) και εντυπωσιάζει πριν καν την έναρξη της ανάγνωσης.

Τι είναι η ζωή μας μπροστά στην εικόνα που θέλησε κανείς για εμάς; Χρόνια με ταλαιπωρεί αυτή η σκέψη. Δικαιούμαι, σε μια μόνο ψυχή, σ' ένα σώμα, να είμαι κάτοχος της αλήθειας. Να μάθω όλα αυτά που δεν τολμά κανείς να πει. Έχουμε ζήσει μόνο όσα θυμόμαστε αλλά είμαστε μόνο όσα θέλουμε να θυμόμαστε.

Αυτές είναι οι πρώτες γραμμές από την "Τελεία" και, ομολογουμένως, αιχμαλωτίζουν, δημιουργούν ένα ποταμό σκέψεων για τη ζωή μας που είναι αυτή που είναι, όπως είναι ή όπως φαίνεται να είναι.

Διαφορετικό υφολογικά και θεματολογικά σε σχέση με τα δυο προηγούμενα βιβλία του αλλά με την ίδια τόλμη, αλήθεια, αισθαντικότητα και την ίδια καλοδουλεμένη αφήγηση -σαφώς ωριμότερη εδώ- ο Κάσσης με την "Τελεία" του έρχεται να αφήσει έντονο αποτύπωμα στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα, με μια ηλεκτρισμένη ιστορία και έναν αλησμόνητο ήρωα που θυμίζει ένα φίλο, διπλανό μας ή τον κρυμμένο εαυτό μας και αποτελεί μικρό ή μεγάλο κομμάτι του καθενός μας γιατί ονειρεύεται, ελπίζει, απελπίζεται, διεκδικεί, θυμάται, πονάει όπως ονειρευόμαστε, ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, διεκδικούμε, θυμόμαστε και πονάμε. Γιατί πάσχει από χαρμολύπη εκρηκτικής ζωής και δίψα για ελευθερία, ανθρωπιά, ειλικρινές συναίσθημα, δικαιοσύνη. Είναι επιρρεπής στα λάθη του και μπορεί να τα αγαπάει. Ομολογεί και πράττει όσα αποφεύγουμε να ομολογήσουμε και να πράξουμε κι εκεί ίσως είναι η μόνη διαφορά μας.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση με ήρωα - αφηγητή έναν ανώνυμο άντρα ο οποίος ένα πρωί ξυπνά και κάνει την ανατροπή: αποφασίζει να παραμείνει στο σπίτι μην ακολουθώντας τις καθημερινές, επαναλαμβανόμενες, ασφυκτικές επιταγές. Και απο εκεί ξεκινά ο εμπρηστικός μονόλογός του με ένα φρενήρη ρυθμό συλλογισμών για ζητήματα που τον βασανίζουν. Αυτό που, αριστοτεχνικά, καταφέρνει ο Κάσσης είναι να μιλήσει δια στόματος του ρομαντικού, αντισυμβατικού και αντικομφορμιστή ήρωά του για όλα εκείνα που με / σε / μας βασανίζουν, μας κρατούν σε ομηρεία, όλα όσα αποφεύγουμε να ζυγίσουμε, να δούμε κατάματα, να επιλύσουμε, να σπάσουμε τα δεσμά τους: σχέσεις, καριέρα, εργασία, καταναλωτισμός, απληστία, σύστημα. ήττες, απάτες, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις, ματαιώσεις, χρόνος που περνά και χάνεται, εσωτερικά πένθη και την ολόπικρη αλήθεια που μας τρέφει με δηλητήριο.

Ο αφηγητής βρίσκεται στην κόψη. Μόνος στο σπίτι, μόνος με τον χαμένο εαυτό του ξεκινάει μαζί του ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες με διάθεση να ανακαλύψουν και να αποκαλυφθούν ο ένας στον άλλο.  Οι πρώτες σταγόνες σκέψεων, οι πρώτοι ήχοι, το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, ο πρώτος καφές της ημέρας, το ψιλόβροχο και η καταρρακτώδης βροχή ζητημάτων: ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, η μοναξιά, ο φόβος της ήττας, η απουσία ανεμελιάς, το φαινομενικά "πολύ" που ουσιαστικά είναι "τίποτα", η ιερότητα της φιλίας, η αξία των αποχωρισμών και της σιωπής, το παρασκήνιο στην εργασία και στον εκδοτικό χώρο, ο εσωτερικός αποπροσανατολισμός, ο βυθός της υποτέλειας, η μάχη ανάμεσα σε εξουσιαστή και εξουσιαζόμενο, ο ρατσισμός, η ανθρώπινη αδηφαγία, η μεγαλοπρέπεια των ονείρων. Και τα ταξίδια, τα καλύτερα ταξίδια που "γίνονται από το παράθυρο του δωματίου μας".

Ο ήρωας του Κάσση πίνει καφέ, πίνει ουίσκι, καπνίζει, νοσταλγεί, αναλύει, σκαλίζει, βάζει μουσικές, χορεύει ξέφρενα, γιορτάζει την ερημιά της ελευθερίας του και μιας αρχής που θα φέρει ένα τέλος. Γιορτάζει την άβυσσο των σκέψεών του, της μνήμης και της ελπίδας που αχνοφέγγει μετά τον σπαραγμό. Κλείνει τα μάτια, θυμάται, αντικρίζει τη μοναξιά να του χαμογελά με νόημα. Συνομιλεί με τραγούδια που επιλέγει από την δισκοθήκη του, με τους στίχους, τις μελωδίες, τις ερμηνείες. Χάνεται και επιστρέφει, πετάει και πατάει επί γης, γεννιέται και πεθαίνει, χορεύει και καταγγέλει, βιώνει ένα συναισθηματικό ολοκαύτωμα. Ταλαντεύεται στην άκρη του γκρεμού, κλυδωνίζεται, ισορροπεί, παρεκκλίνει, ομολογεί, τολμά, αποκαλύπτεται, επαναπροσδιορίζεται, βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Τραγουδά για 'κείνους που δεν έχουν ελπίδα, για 'κείνους που λερώνουν την αλήθεια. Γυρεύει τη θέα μιας απέραντης θάλασσας σε έναν ατέλειωτο δρόμο με κλειστές επικίνδυνες στροφές. ΄Ωσπου ένα μικρό φως φάρου περιστρέφεται γύρω και μέσα στα ανταριασμένα νερά της ύπαρξής του, σαν μια "αρχή που πάντα θα οδηγεί σε ένα τέλος κι ένα τέλος που πάντα θα οδηγεί σε μια αρχή, μέχρι το τέλος". Κι ένα αιώνιο, προσωπικό και οικουμενικό ερώτημα. Κι ένα υστερόγραφο.

Μυθιστόρημα πολλαπλών αναγνώσεων και αμέτρητων αρετών, με εναλλαγές φωτός και σκοταδιού, με μουσικές, κινηματογραφικές και διακειμενικές αναφορές, οργιαστικά επίκαιρο -ο Κάσσης πιάνει επακριβώς τον ταραγμένο σφυγμό της εποχής μας- και καθησυχαστικά, γλυκόπικρα οικείο. Μυσταγωγικό και φιλοσοφικό, σκληρά - τρυφερά - οδυνηρά ρεαλιστικό, βαθιά πολιτικό και καταγγελτικό.

Κείμενο με αμείωτη ένταση, ρυθμό και μουσικότητα σαν τα τραγούδια που μπαίνουν εμβόλιμα στην αφήγηση και η δύναμή τους δίνει αρχή και τέλος σε κάθε παύση, ανάσα, κραυγή.

Εραστής των μουσικών, του κινηματογράφου και της ανάγνωσης και άξιος συγγραφέας, ο Αλέξανδρος Κάσσης καταθέτει το πιο ώριμο εως τώρα έργο του και μας εμπνέει, μας ανοίγει δρόμους, μας ταρακουνά, μας ταξιδεύει σε τρικυμισμένη θάλασσα, μας δίνει τη ζωή μας στα χέρια μας να τη φτιάξουμε. Απ' την αρχή!
 
Εκδόσεις  Ενύπνιο