Αν δεν ήταν συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι ένας νέος σπουδαίος κινηματογραφιστής του οποίου οι ταινίες και τα πλάνα σε τοπία και πρόσωπα θα έμεναν ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή. Έτσι όμως θα στερούμασταν μια ιδιαίτερη πένα με έντονο αποτύπωμα και έντονο προσωπικό στίγμα. Ο λόγος για τον Γιάννη Νικολούδη, τον εξαιρετικό Κρητικό τεχνίτη του πεζογραφικού λόγου, που πρόσφατα επέστρεψε στα λογοτεχνικά πράγματα με το νέο του μυθιστόρημα " Άδειος τόπος", από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Γιάννης Νικολούδης πρωτοσυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με το πρωτόλειο έργο του, "Άμοιρο παιδί", το 2016, από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες. Το 2021, από τις εκδόσεις Σκαρίφημα, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του "Από χώμα και κόκαλα", ένα συγκλονιστικό πολυφωνικό μυθιστόρημα με ιδιαίτερη μορφή όπου η μυθοπλασία συνδυάζεται με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, το αστυνομικό σασπένς και αποσπάσματα ημερολογίου, με μαρτυρίες και αφηγήσεις για ένα έγκλημα που διατηρούν την απαραίτητη προφορικότητα, με κάθε μαρτυρία χτισμένη σε διαφορετικό ύφος. Αλησμόνητο μυθιστόρημα με αριστοτεχνική, καλοδουλεμένη γραφή που προμήνυε ότι ο Νικολούδης είναι ένας ικανότατος αφηγητής εκρηκτικών ιστοριών που πέρα από την λογοτεχνική τους αξία λειτουργούν σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο κυρίως,
Εντός του καλοκαιριού που διανύουμε, πριν λίγες εβδομάδες, ο Γιάννης Νικολούδης, μια λογοτεχνική φωνή που ανυπομονούσαμε να ακούσουμε ξανά τον ήχο της, επέστρεψε με το παρόν τρίτο του έργο, τον "Άδειο τόπο", όπου κι εδώ ο ρυθμός της αφήγησης είναι καταιγιστικός και η ίδια η αφήγηση υποδειγματική. Πολυφωνικό μυθιστόρημα, με πυκνό μακροπερίοδο λόγο, πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση, με διαφορετικές φωνές να ξετυλίγουν το κουβάρι των γεγονότων και να φέρνουν με τις μαρτυρίες τους στοιχεία και λεπτομέρειες για αυτό που έχει συμβεί, πριν συμβεί κι αφότου συνέβη.
Οι φωνές και οι καιρικές συνθήκες εναλλάσσονται σε ένα τόπο που δρα καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα - αφηγητή και των υπολοίπων ηρώων - μαρτύρων - αφηγητών.
Η ιστορία ξεκινά με σκηνικό την κεντρική πύλη των φυλακών Νέας Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο. Ο ανώνυμος άντρας, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, αποφυλακίζεται μετά από δυο χρόνια, στέκεται για λίγο αβέβαιος έξω από το κτίριο των φυλακών, σαλτάρει σε ένα λεωφορείο και μετά σε ένα άλλο με προορισμό ένα τόπο απ' όπου είχε περάσει κάποτε παλιά. Βρίσκει καταφύγιο σε ένα εγκαταλειμμένο σχολείο για να περάσει το βράδυ του και το επόμενο πρωί βγαίνει ως το καφενείο να βρεί έναν άνθρωπο, να ζητήσει δουλειά. Και απο εκεί, φεύγει προς τα πεδινά σε συνέχεια αναζήτησης εργασίας και κατάστασης που να θυμίζει κάτι από ζωή.
Βαρύς, θλιμμένος, με θρυμματισμένο τον εσωτερικό του κόσμο, πότε ολιγόλογος και πότε αμίλητος, απομονωμένος, εσωστρεφής, αγριωπός, ο "αλλόκοτος", ο "ξένος", ο "σαλεμένος" στα μάτια των άλλων, μετράει δρόμους, βουνά, ερημιές, θεριά και χρόνια σέρνοντας στα πόδια και στην ψυχή του βαρίδια των παιδικών του χρόνων και την ανοιχτή πληγή μιας αξεπέραστης εγκατάλειψης. Διασταυρώνεται με ανθρώπους και τέρατα που περιστρέφονται γύρω από τον ίσκιο του και από τη δική τους τοξική φωτιά, με την καρδιά τους καζάνι σε διαρκή βρασμό, με ματωμένα μάτια, κενοί συναισθημάτων. Μαύροι άγγελοι και δαίμονες που ρουφούν καυτό αίμα και σκοτώνουν εν ψυχρώ.
Η διαδρομή στον άδειο τόπο συνεχίζεται βήμα βήμα πλάι σε λιμνάζοντα όνειρα έτοιμα να ανατιναχθούν από το σώμα της γής, πάνω στο χώμα που καταβροχθίζει αχόρταγα το φως. Η γη εδώ, στον άδειο τόπο, εισπνέει και εκπνέει ρυθμικά με ένα συνεχόμενο τριγμό στο στήθος. Το νερό της βροχής τής προκαλεί ανατριχίλα κάνοντας το χώμα θεριό που τρώει ντουβάρια, ερείπια, κόκαλα, στάχτες, μέρες και νύχτες του πριν και του τώρα.
Κι ένας σεισμός γεγονότων μαζί με την ένταση των φυσικών φαινομένων γκρεμίζουν ό,τι ξεκινά να χτίζει ο ανώνυμος ήρωας.
Ντόπιοι και αλλοδαποί, αφεντικά και εργάτες, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, δέντρα στοιχειωμένα, άδεια σπίτια, άδειες ψυχές, χωματόδρομοι και άγονα τοπία βρυχώνται και η τρέλα αναβοσβήνει τα φώτα της σαν μακρινός τρελαμένος φάρος σε πυκνή ομίχλη σε μαύρη ανταριασμένη θάλασσα. Και κάπου στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα, ασπρόμαυρα κοφτά εναλλασσόμενα πλάνα: μια γυναίκα με μια βαλίτσα, πλάτη στο υποκειμενικό - ένας άντρας κι ένα μικρό παιδί σε ένα αυτοκίνητο, στο δρόμο, στη βροχή, στη νύχτα και στη σιγή.
Στον Άδειο τόπο, "η γη δεν έχει όνειρα να ανακαλέσει και κλείνεται στον εαυτό της, γιατί, αν έχει κάτι να θυμηθεί, δεν είναι τα όνειρα, είναι οι ιστορίες της πέτρας,στιβάδες από ιστορίες βυθισμένες στην αναλγησία του βράχου". Στον Άδειο τόπο, ο πρωταγωνιστής γυρεύει μια κορφή να αναρριχηθεί να ατενίσει απο εκεί τον κόσμο και το φως, ώσπου κατρακυλά στον πάτο σε πτώση που τον τσακίζει. Αγγίζει την πέτρα κι εκείνη του μιλά, βλέπει τη γη να συστρέφεται και να βαριανασαίνει, βλέπει αυτό που βλέπει και δεν έπρεπε να δεί. Και οι μαρτυρίες των άλλων τον σκιαγραφούν, τον ξημερώνουν και τον νυχτώνουν.
Κι ένα κορίτσι με χαρταετό περιμένει, προτού η κόκκινη άμμος ξεκινήσει το παρανοϊκό της στροβίλισμα κι όλα γίνουν κόκκινα πριν το πρώτο χιόνι, σαν η γη κοιμηθεί στο λευκό άδειασμά της.
Ωμός ρεαλισμός, συνύπαρξη του Κακού, της βαναυσότητας, της καχυποψίας και θαμπάδας αθωότητας, ωμή καταγραφή της πραγματικότητας, των νοοτροπιών και των παθογενειών της ελληνικής επαρχίας -εδώ συγκεκριμένα, της κρητικής υπαίθρου- εικονοπλαστική αφήγηση κινηματογραφικών όρων, επιτυχής συνδυασμός λογοτεχνικών ειδών, έντονο σασπένς, χρήση της τεχνικής του flashback μέσω των μαρτυριών - ανώνυμος ο πρωταγωνιστής όπως ανώνυμοι και οι μάρτυρες που εξομολογούνται ο καθένας από τη δική του οπτική-, όλα αναπόσπαστα κομμάτια στην εξέλιξη της ιστορίας και βασικά στοιχεία ενός απίστευτα καλογραμμένου, στέρεα δομημένου, σπουδαίου υπαρξιακού μυθιστορήματος -φωκνερικών διαστάσεων- υψηλών θερμοκρασιών με χώμα, νερό, αίμα, σπινθήρες και εκρήξεις και με δαιμονισμένα αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική και χρήση της γλώσσας.
Ο "Άδειος τόπος" δεν είναι ένα μυθιστόρημα απ΄αυτά που θα συναντήσουμε στις λίστες των ευπώλητων -αν και θα το δικαιούταν και θα το άξιζε με το παραπάνω και είναι στο χέρι μας να το αναδείξουμε ως ένα από τα πιο σημαντικά της φετινής εκδοτικής χρονιάς εως τώρα- αλλά σίγουρα είναι ένα βιβλίο που θα διαβαστεί, θα συγκλονίσει με τις τεχνικές του, την θεματολογία του και και την αφηγηματική του δύναμη και θα διαδοθεί από στόμα σε στόμα, έτσι όπως διαδίδονται τα σπουδαία μυθιστορήματα.
Ο "Αδειος τόπος" του Γιάννη Νικολούδη δεν ανήκει στην κατηγορία των λογοτεχνικών έργων που διαβάζουμε απλώς για να πούμε ότι το διαβάσαμε και να περάσουμε με ευκολία στο επόμενο. Γιατί είναι ένα μυθιστόρημα που σε στοιχειώνει, σε ξεβολεύει, σε εξοργίζει, σε ταρακουνά συθέμελα όπως μονάχα οι δυνατές αναγνωστικές εμπειρίες στοιχειώνουν, ξεβολεύουν, ταρακουνούν, πληγώνουν και λυτρώνουν.
Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου