Με αυτό τον ευφάνταστο τίτλο, "Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας", και 18 διηγήματα - ηφαίστεια εν ώρα έκρηξης, κάνει -θεαματικά- την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα ο Φώτης Μανίκας που μας συστήνουν οι εκδόσεις Loggia μέσω της κίτρινης σειράς τους (διήγημα - νουβέλα). Ο Φώτης Μανίκας γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου ζεί και εργάζεται, σπουδάζοντας Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και ήταν πριν μερικά χρόνια όταν προκάλεσε αίσθηση με τα "φλεγόμενα" ποιήματά του στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Και εκεί, στον ποιητικό του λόγο, όπως και στον πεζό, είναι εμφανείς η "ανησυχία", η φωτιά, και η αιχμή στην έκφραση και στο ύφος του, στοιχεία ευδιάκριτα και στο παρόν πρωτόλειο έργο του με τις 18 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις να δημιουργούν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων που εναλλάσσονται και αναπτύσσονται με ταχύτητες εναέριου τρένου σε λούνα παρκ. Οργή, οίκτος, συμπάθεια, αντιπάθεια, απέχθεια, συγκίνηση και σφίξιμο στο στομάχι είναι τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που θα βιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας / μελετώντας τις ιστορίες που υποδειγματικά έγραψε ο Μανίκας, κρατώντας μολύβι στο ένα χέρι και στο άλλο χέρι ένα κομμάτι καθρέφτη στραμμένο στην καθημερινότητα και στον παραλογισμό ανθρώπων της διπλανής πόρτας, κυρίως στην Αθήνα του σήμερα.
Ο συγγραφέας, με χειμαρρώδη, νευρώδη και ασθματικό λόγο, απεικονίζει απολύτως πιστά τα έγχρωμα και τα ασπρόμαυρα πλάνα της ζωής μας και τον βίο / παραίσθηση - ιδρώτα - τρόμο - υπαρξιακή αγωνία - κενότητα - είσοδο στο παράλογο των ηρώων του. Δημιουργεί ιστορίες ωμές, σκληρές κι ευαίσθητες όπου ο "βρώμικος" ρεαλισμός συνδέεται με τον μαγικό ρεαλισμό και τις πινελιές λυρισμού αποτυπώνοντας στο χαρτί χαρακτήρες, εικόνες, καταστάσεις, διαλόγους και γεγονότα που "ενοχλούν" είτε γιατί μας είναι εξαιρετικά οικεία επειδή τα βιώνουμε οι ίδιοι ή τα βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα δίπλα μας και τους γυρίζουμε την πλάτη με αποστροφή, λόγω ευθιξίας, βουτηγμένοι στην κενοδοξία μας, φυλακισμένοι σε τοξικά / ταξικά κελιά.
Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες των διηγημάτων του Μανίκα δεν μασάνε τα λόγια τους, τα λένε όπως ακριβώς βγαίνουν σαν ορμητικά νερά απ' τα χείλη τους. Ζούν και κινούνται σε υψηλές θερμοκρασίες, σε υψηλά επίπεδα νευρωτισμού, κυνηγημένοι από παλιούς και νέους επιπρόσθετους φόβους - φόρους βαριάς αλυσίδας που τους τραβάει με μανία σε πάτο πηγαδιού. Ακολουθούν ανορθόδοξα τα αρρωστημένα τους ένστικτα, επηρεάζονται τόσο από την ζοφερή πραγματικότητα που συχνά την συγχέουν με την φαντασία. Είναι δέσμιοι του παρελθόντος τους, βαθιά πληγωμένοι, περιθωριακοί ή "βολεμένοι" σε γάμους και σχέσεις - δίχτυα. Είναι ενήλικες που δεν κατάφεραν να ενηλικιωθούν, είναι macho άντρες και αδύναμες γυναίκες, και το αντίθετο. Πέφτουν από τα σύννεφα, πέφτουν στα ίδια τους τα μάτια και στα μάτια των άλλων, πέφτουν σε γκρεμούς αναζητώντας όσα τους προκάλεσαν την πτώση. Μπαίνουν σε γαλήνη. Μπαίνουν σε ξένα όνειρα. Με κουτσουρεμένα αισθήματα ζούν ζωές δανεικές. 'Εχουν εμμονή με το παρελθόν, κυνηγούν χίμαιρες, κυνηγούν ξημερώματα, έχουν φαντασιώσεις με το "ξένο" και "τ' αδοκίμαστο, το απ΄ αλλού φερμένο", νομίζουν ότι διατηρούν τον έλεγχο των καταστάσεων αλλά ουσιαστικά ο έλεγχος είναι χαμένος. Ζούν και πορεύονται με φαντάσματα του χρόνου, με αποτυπώματα από καύτρες στις παλάμες, με ιστορίες για δολοφονημένα σκυλιά και ανθρώπους που χάθηκαν σε ένα λαγκάδι.
Δεν θυμούνται να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά τους που να οδηγεί στην ελπίδα, στο φώς. Βρίσκονται πότε άστρα, πότε υπόνομο. Παρακολουθούν μια ομάδα ανθρώπων που χορεύουν ξέφρενα στο κέντρο μιας πλατείας. Κάνουν χρήση ουσιών υπό τον ήχο ενός κομπρεσέρ ανάμεσα σε ερείπια και σκουπίδια. Περιμένουν κάτι που δεν συνέβη ακόμα κι ούτε ποτέ θα συμβεί.
Είναι παιδιά που σηκώνουν ανάστημα στην πατριαρχία και σκάβουν μια τρύπα για να την θάψουν. Είναι άνθρωποι με ουρά όταν κρύβονται στις πέτρες της αβύσσου τους. Οργανώνουν με την παραμικρή λεπτομέρεια μια μελλοντική δολοφονία. Είναι εκτός εαυτού γιατί ο εαυτός τους - κι οκόσμος - δεν τους χωράει πια. Τα όνειρά τους είναι αερόστατα σε καθοδική πορεία. Πίνουν στην υγειά της μοναξιάς τους. Αφηγούνται από τα υπόγειά τους, από τα μπαλκόνια τους, μέσα από σκοτεινά μπαρ, από το κέντρο της πόλης, από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, πάνω από φαράγγια, από τους δρόμους, με το φεγγάρι να φωτίζει αμυδρά τα σκουριασμένα ασήμια τους - κάτοπτρο σε σπαρακτική ομοιότητα της ζωής τους.
Από τη βεράντα τους κατασκοπεύουν, με ένα κυάλι, τις ζωές των απέναντι. Φωνάζουν στο κενό. Το παρελθόν βγαίνει σε κομμάτια απ' το στόμα τους, απ΄τις φλέβες τους. Έχουν αυτοκτονικές τάσεις, είναι θύτες και θύματα βίας και καταστροφικών δεσμών έρωτα και αίματος. Γλείφουν τις πληγές που τους ξύνει το φως, χάνουν την πορεία τους - για αλλού ξεκινούν κι αλλού καταλήγουν. Το κρύο τούς διαπερνά ως το μεδούλι. Εγκαινιάζουν μια νέα ζωή στην οποία οι υπάρξεις τους τραγουδούν σε λάθος τόνο με ορχήστρα γονεϊκών βλεμμάτων, επικρίσεων, ψιθύρων και λυγμών.
Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις -υπαινικτικές, ελλειπτικές, επαυξημένες- συνομιλούν με το παράδοξο και το αληθινό κι είναι τόση η δύναμή τους που μοιάζουν σαν πυροβολισμοί σε ευπρόσδεκτη επίθεση, κι οι σφαίρες τους βρίσκουν στόχο σε κάθε ευαίσθητη αναγνωστική χορδή. Όσο κι αν ο αναγνώστης αντιπαθήσει τους ήρωες του Μανίκα, άλλο τόσο του συμπονά, τους κατανοεί και ταυτίζεται μαζί τους. Κι ο δημιουργός των ιστοριών τους, χωρίς να παραχαράζει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα, υποσκάπτει την σκληρή της αλήθεια και κεντά περίτεχνα το λοξό, ρεαλιστικό της σύμπαν.
Ο Φώτης Μανίκας, χρησιμοποιώντας παιγνιώδεις τίτλους στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, με οικονομία λόγου, χιούμορ, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, διεισδυτικότητα, σαρκασμό και τρυφερότητα, πλέκει στον λογοτεχνικό του καμβά το σύγχρονο αστικό τοπίο και την σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά τόσο κυνικά και τόσο ποιητικά ταυτόχρονα και μας χαρίζει ένα θαυμάσιο πρώτο δείγμα της πεζογραφίας του με διηγήματα ανεξίτηλων εικόνων, αποχρώσεων και χαρακτήρων.
Εκδόσεις Loggia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου