Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Φάνης Παπαγεωργίου, Με λάθος σκιά



Τα μάτια μας
ακολουθούσαν τα φώτα
δεν ξεχώριζαν συμπαγείς μάζες
όπως η εκμετάλλευση
ή το δάσος
έτσι προστατευόμασταν
από ιδέες, θεωρίες
και εχθρούς

(σελ. 31 - απόσπασμα "Ασκήσεις οπτικής")

Η ποίηση του Φάνη Παπαγεωργίου, "Με λάθος σκιά", έχει νύχτες, ουράνια σώματα, φυσικά φαινόμενα - ήπια και ακραία -, παραβιασμένες λέξεις, υπαινιγμούς, γκρεμούς και παράλληλες τροχιές, κύματα που σωπαίνουν, παράθυρα που θροΐζουν, ανάπηρα σύννεφα, φωτοσκιάσεις, λήψεις, ασκήσεις οπτικής και ασκήσεις αφαίρεσης, ριζώματα και ριζικά, θάλασσες, γη και δρόμους που οδηγούν σε λεωφόρους και πορείες και βραχυκυκλωμένες μέρες, υπερ - προσδιορισμούς και υπερ - αγάπες, άρνηση και επανάσταση, αχτίδες ελπίδες και ματαίωση, θαύματα και μια ροή υδάτων σε σχήμα ανθρώπινης καρδιάς.

Ο Φάνης Παπαγεωργίου ανήκει στη νέα γενιά ποιητών που έχουν πολλά και ουσιαστικά να πούν και να προσφέρουν στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων, γράφοντας και υπάρχοντας.

Με σπουδές στα Οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, κάνοντας διδακτορικό Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σήμερα είναι ερευνητής και επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κυρίως όμως, είναι ένας σπουδαίος τεχνίτης του ποιητικού λόγου. Με την πρώτη του ποιητική συλλογή "Πλυντήριο ονείρων" (2013, εκδόσεις Λογότεχνον) κατατάχθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο "Γιάννης Βαρβέρης". Επόμενο βήμα του, το 2016, με το "Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα", εκδόσεις Κουκούτσι και στη συνέχεια, το 2018, από τις εκδόσεις Θράκα, εκδόθηκε η τρίτη του ανθολογία με τίτλο "Διώρυγα μεταξύ νεφών". Και εδώ, από τις εκδόσεις Κουκκίδα, ο Παπαγεωργίου επέστρεψε με την τέταρτη ποιητική του δουλειά το 2021, με μια "Λάθος σκιά" που μαγνητίζει και μόνο από τον ιδιαίτερο τίτλο της για να ακολουθήσει κατόπιν η ανάγνωση του πρώτου ποιήματος και να γίνουν αντιληπτά τα γλωσσικά χαρίσματα του Παπαγεωργίου, η συνοχή, ο διασκελισμός, η ακρίβεια και η διαύγεια των λέξεών του, η εκπληκτική εικονοποιία, τα στοιχεία υπερρεαλισμού, η ωριμότητα έκφρασης του ενός που κουβαλάει στην καρδιά και στα χείλη την ανείπωτη έκφραση των πολλών, και μια ποίηση χτισμένη σε ακλόνητα φιλοσοφικά θεμέλια.

Γιορτή και ήττα, φως και σκοτάδι, ύπαρξη και ανυπαρξία, ελπίδα και ματαίωση, άνοδος και πτώση, όνειρα και εφιάλτες συνυπάρχουν, κοντράρονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Οι στίχοι είναι απαλλαγμένοι ρίμας, κτίσματα μιας αξιοζήλευτης γεωμετρίας. Οι έννοιες και οι ιδέες συνδέουν τη μια ποιητική ιστορία με την επόμενη, σκιτσάρουν έναν κόσμο - τον κόσμο μας - που αιωρείται μεταξύ ομορφιάς και σαθρότητας, σε φωτεινές μέρες που ήρθαν, πέρασαν, ίσως ξανάρθουν κι αν δεν ξανάρθουν, τουλάχιστον άφησαν πίσω τους κάτι θραύσματα από αναμνήσεις και εικόνες, τις εικόνες που φωτογραφίζει ο Παπαγεωργίου στα 37 έξοχα - κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού - ποιήματά του, τα οποία συγκινούν βαθιά, μας αποκαλύπτουν πράγματα που δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, εκθέτουν συλλογισμούς, υποθέσεις, εμπειρίες, επιθυμίες, κύματα και επιβάτες που επινοούν ιστορίες και παράλληλες ευθείες που δεν τέμνονται.

Όλα τα στοιχεία της φύσης είναι παρόντα στη "Λάθος σκιά": νερό - φωτιά - γη - αέρας. Εδώ, ο καιρός ζητά συγγνώμες γιατί η θάλασσα φανερώνει μονάχα τις σκιές της κρύβοντας τα εσώψυχά της. Τα καντήλια στο δρόμο καθρεφτίζουν τις ανεπάρκειές μας. Μια καρδιά γίνεται η Παμβώτιδα που τραγουδά μύθους και παραδόσεις. Τα δάχτυλα των ανθρώπων μετράνε τη φρικτή πορεία ως το 10 σε γραμμές που ενώνονται με τ' άπειρα σημεία. Ένα πρόσωπο σπάει σε εκατομμύρια κλάσματα άπωσης ή έλξης προς τον ήλιο. Μυρμήγκια σε πλήρη στοίχιση γιορτάζουν τη χαρά της κλοπής. Οι μέρες κρύβονται στον ήχο των σελίδων των ημερολογίων και κρατούν παντοτινά στη μνήμη τους τη σιγουριά της Ιστορίας, υπό σπαρακτική βροχή. Μια καρτ ποστάλ βρίσκεται σε αποστολή προς το Σύμπαν. Μια άγκυρα ναυαγεί στο βυθό μαζί με τ' άστρα. Μια μάχη του λόγου με τον λόγο. Οι ελεύθεροι αναβάτες οικειοποιούνται θέσεις, ιδανικά και αγαθά αναστατώνοντας τους ελεύθερους-φυλακισμένους τακτοποιημένους της ζήσης. Ένας άνθρωπος της γενιάς του ντρέπεται πια να είναι το σημείο που μαζεύει σκόνη στην εσοχή του σπιτιού του. Ζητήματα πολιτικής οικονομίας και κατακλυσμός θετικών μηνυμάτων εγγυώνται ευ ζην. Ένα δέντρο γίνεται κούτσουρο και τα ξύλινα χέρια του αγκαλιάζουν τον χειμώνα.

Περίτεχνα, φανερά κι αφανέρωτα, συμβολικά, αφαιρετικά, ρεαλιστικά, αντιφατικά, σαρκαστικά, δραματικά και υπαινικτικά, όλα τα παραπάνω χωράνε στις κινήσεις της Σκιάς του Παπαγεργίου. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί α' πληθυντικό πρόσωπο εκπροσωπώντας τις φωνές των συνοδοιπόρων του στο δρόμο και στον αγώνα για ενότητα, υπεράσπιση δικαιωμάτων, επίτευξη ονείρων. Με το συναίσθημα απευθύνεται σε β' ενικό πρόσωπο ενώ αφηγείται ιστορίες καθημερινής ήττας και επανάστασης σε γ' ενικό. Τα μηνύματα λαμβάνονται και διαβάζονται ξανά και ξανά, κάθε φορά από άλλη οπτική και διαφορετικό σχήμα και δίνουν αφορμή για τη γλυκόπικρη αποδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας με όλους τους κραδασμούς, την περιπέτεια και την πρόκληση ανεπανόρθωτων ατομικών και συλλογικών βλαβών.

Τα ποιήματα του Φάνη Παπαγεωργίου, σ΄αυτό εδώ το πρόσφατο έργο του, έχουν δυναμική και δύναμη να είναι, να γίνουν και να υπάρχουν ως κιβωτός των παραληπτών τους που θα τους ταξιδεύει σε ειρηνική πορεία με ποιητικά αιτήματα για ζωή, για φως, για αλλαγή, για αξιοπρέπεια, για
δώδεκα εκατομμύρια έναν Χριστούς
σαν εκείνους στους οποίους
αποτεινόμαστε όταν πονάμε
ανεξαρτήτως χρωμάτων και αποχρώσεων.

"Με λάθος σκιά" και 37 υποδειγματικά ποιήματα, ο ξεχωριστός Φάνης Παπαγεωργίου στέκεται απέναντι στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το αμφισβητεί και το κριτικάρει, φυσώντας καταπάνω του το ζεστό, ανθρώπινο χνότο της ποίησής του.
 
 
Εκδόσεις Κουκίδα

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Αλέξανδρος Διαμαντής, Ας φύγουμε λοιπόν

Αλέξανδρος Διαμαντής, Ας  φύγουμε λοιπόν


Πρωτοεμφανιζόμενος στην ελληνική πεζογραφία ο Αλέξανδρος Διαμαντής, αλλά ήδη γνωστός και επιτυχημένος - παρά το νεαρό της ηλικίας του - στους θεατρικούς κύκλους ως ένας από τους πιο εμπνευσμένους και ταλαντούχους σκηνοθέτες της νέας γενιάς. Έχοντας καταπιαστεί με μεγάλες θεατρικές προκλήσεις και με απαιτητικά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας, διασκεύασε και σκηνοθέτησε επάξια  - χωρίς μοντερνισμούς και ανατροπές - έργα όπως "Θαυμαστός καινούργιος κόσμος" του Ά. Χάξλεϋ, "Κοριολανός" του Σαίξπηρ, "Βέρθερος" του Γκαίτε και "Δον Ζουάν" του Μολιέρου, στο Θέατρο Σημείο ενώ στον ίδιο χώρο έχει επιμεληθεί εικαστικές εκθέσεις. Με σπουδές στη θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και μεταπτυχιακό στις Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Διαμαντής έκανε την πρώτη του συγγραφική απόπειρα με την παρούσα νουβέλα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Με μια φρέσκια, νευρώδη γλώσσα, ο Αλέξανδρος Διαμαντής τοποθετεί την ιστορία του σε μια μέρα και μια νύχτα του Σεπτέμβρη του 2012, χρονικό διάστημα μικρό αλλά επαρκές για το απότομο συναπάντημα των πρωταγωνιστών του με την ενηλικίωση. Ο Νίκος και ο Θεοδόσης είναι δυο νεαροί στο τέλος της εφηβείας τους, φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια, συμφοιτητές πλέον και συγκάτοικοι σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Η ζωή τους είναι ένα παιχνίδι έτσι όπως οι ίδιοι το εφηύραν για τους εαυτούς τους, με δικούς τους νόμους και κανόνες. Ξοδεύουν το χρόνο τους αλόγιστα, πίνουν, κάνουν χρήση ναρκωτικών, ζούν για τη νύχτα γιατί η αδιαφορία  της μέρας τους τρομάζει, διάγουν άγριο βίο ρουφώντας κάθε σταγόνα πραγματικότητας και φαντασίας, κάνουν σχεδιαγράμματα ονείρων με σύντομη ημερομηνία λήξης γιατί αμέσως περνάνε στα επόμενα, σχεδόν διαρκώς υπό την επήρεια μέθης και ουσιών νιώθουν πολύ μικροί σε έναν πολύ μεγάλο κόσμο και αδιαφορούν για τη συλλογική ζωή και μοίρα. Καίνε τα λεπτά, τις στιγμές, τις ώρες, το παρελθόν και το παρόν τους γυρεύοντας ένα μέλλον μέσα στη θολούρα ενός τρελού κόσμου και μιας δυσάρεστης καθημερινότητας. Μαζί με τα πρόσωπα που τους περιβάλλουν, στέκονται αμήχανοι μπροστά στην αμήχανη πραγματικότητα και η νύχτα είναι γι' αυτούς ένας ανεμοστρόβιλος αισθήσεων και σχεδίων. Είναι και οι δυο ερωτευμένοι με τη Δέσποινα, ένα κορίτσι στην ηλικία τους που ανταποκρίνεται στα αισθήματα και των δυο συντηρώντας μια κατάσταση αλληλεξάρτησης, ένα τρίγωνο σε σχήμα ερήμου.

Η μέρα του Σεπτέμβρη είναι ολόκληρη μια διαδικασία προετοιμασίας για ένα νυχτερινό πάρτι σε φιλικό τους σπίτι που ουσιαστικά θα κρίνει το ζήτημα σχέσης Νίκου, Θεοδόση και Δέσποινας.

Κι έρχεται η νύχτα. Το πάρτι στο απομονωμένο σπίτι έχει ξεκινήσει. Ο Θεοδόσης συναντά τη Λήδα, ο Νίκος γνωρίζει την Κιάρα, μέσα σε εκκωφαντικές μουσικές και με το αλκοόλ να ρέει άφθονο. Η Δέσποινα τριγυρίζει, παρατηρεί, χάνεται, επανεμφανίζεται. Μιλάει στον Θεοδόση για το Νησί της με φωνή πότε σαν γαλάζιος ουρανός και πότε σαν καταιγίδα. Σκαρώνει το παιχνίδι της και μοιάζει να το απολαμβάνει, κορίτσι στα 18 και ταυτόχρονα femme fatale, στη διάρκεια μιας νύχτας από εκείνες τις νύχτες που όλα μπορούν να συμβούν, που όλα τινάζονται στον αέρα και ξαναρχίζουν απ' την αρχή, σε νέα βάση. Ο Θεοδόσης στην ίδια νύχτα, εξόριστος πρίγκιπας, με βλέμμα στραμμένο προς το μεθυσμένο και μεθυστικό φως, προς τα μάτια - λίμνες του Νίκου και τα μάτια - γκρεμούς της Δέσποινας.

Ο Νίκος αποφεύγει την Κιάρα γιατί αναζητά τη Δέσποινα και η Δέσποινα αποφεύγει τον Νίκο ώσπου τελικά τον συναντά κάτω από ένα φεγγάρι - ηφαίστειο, για μια τελευταία φορά. Οι τρείς τους, αθώοι που βαφτίζονται ελεύθεροι ένοχοι.

Λίγο πριν το ξημέρωμα, οι δυο νεαροί φεύγουν με το αυτοκίνητο με κατεύθυνση το Σούνιο μεταξύ παγερών παύσεων, συλλογισμών, εκκρεμοτήτων και ερωτημάτων, ώσπου φτάνουν στον Ναό του Ποσειδώνα με τη θάλασσα να τους προκαλεί κάτω από το γκρεμό. Μια βουτιά στα κρύα νερά και η μέρα ξυπνά και τους τραγουδά λύσεις και λόγια για τη ζωή, την αρχή και το τέλος, για φόβους και ξημέρωμα ελπίδας για τη θάλασσα που ταξιδεύει και τους ταξιδεύει.

Ο Αλέξανδρος Διαμαντής έγραψε μια εξαιρετική νουβέλα με κινηματογραφικά στοιχεία και έντονες εικόνες και, ως σκηνοθέτης, επέλεξε τα κατάλληλα πλάνα για να αποτυπώσει την παραμικρή ρωγμή στις κινήσεις και στα πρόσωπα των ηρώων του. Κυρίως όμως, δημιούργησε μια νουβέλα υπαινικτική, με δεύτερα στρώματα ανάγνωσης, για τη γενιά των δεκαοχτάρηδων που τερμάτισαν την εφηβεία τους στη διάρκεια της κρίσης και είδαν τα πρώτα τους όνειρα να θρυμματίζονται και στη συνέχεια, πανικόβλητοι, βρέθηκαν να χτίζουν ό,τι γκρεμίστηκε και να γκρεμίζουν ό,τι χτίστηκε. Και, πυρετικά και με πάθος, έψαχναν μιαν άκρη να φτιάξουν καινούργια όνειρα, να φύγουν από μισοερειπωμένους δρόμους προς αναζήτηση μιας φωτεινής οδού.

Ήδη με επιτυχία στον χώρο του θεάτρου, ο Αλέξανδρος Διαμαντής με το "Ας φύγουμε λοιπόν" - τίτλος που προέρχεται από στίχους του T. S. Eliot - αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη παρουσία στο χώρο της ελληνικής πεζογραφίας.
 
 
Εκδόσεις Καστανιώτη

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Μιχάλης Κλεάνθης, Να δω τι βλέπεις

Μιχάλης Κλεάνθης,  Να δω τι βλέπεις

Ένα είναι
Εμείς το σπάμε σε κομμάτια
για να το χωρέσουμε
                              (σελ. 25)
Ο Μιχάλης Κλεάνθης είναι ένας εξαιρετικός μουσικοσυνθέτης, ερμηνευτής και καθηγητής φωνητικής, με τρία προσωπικά άλμπουμ στο ενεργητικό του, με συμμετοχές σε σημαντικές δισκογραφικές δουλειές και με ζωντανές εμφανίσεις από εκείνες που δεν ξεχνιούνται καθώς το ήθος και η ευγένειά του σε συνδυασμό με τις υπέροχες ερμηνείες του, "ζωγραφίζουν" μια δεύτερη καρδιά πλάι στην καρδιά των μουσικόφιλων και ακροατών που τον ακολουθούν. Ενώ ασχολείται με την ποίηση εδώ και αρκετά χρόνια, - κι αυτό αποδεικνύεται στη στιχουργική του - ήταν το 2020 που γνωρίσαμε επίσημα την ποιητική του ιδιότητα, όταν από τις εκδόσεις Δρόμων εκδόθηκε η πρώτη ποιητική του συλλογή υπό τον τίτλο "Χείλη στο μέτωπο" που μας συγκίνησε με την τρυφερότητα και την εντιμότητά της. Εκεί, όλη η μουσικότητα και το βίωμα του τραγουδοποιού και ανθρώπου έδωσαν τη θέση τους σε υποδειγματική ποίηση που συγχωνεύει εντός της τον πεζό λόγο. Πυρετικά πεζοποιήματα για τη ζωή και τον θάνατο, για τη "νύχτα" της ψυχής και της ανθρώπινης περιπέτειας.

Στην εκπνοή του 2022, ο Μιχάλης Κλεάνθης επέστρεψε με τη νέα του, δεύτερη, ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου. Τίτλος της, "Να δω τι βλέπεις" και περιλαμβάνει 33 ποιήματα / πεζοποιήματα μικρής, πολύ μικρής έκτασης - κάποια, μορφολογικά θυμίζουν χαϊκού - της μιας ανάσας , άρα με πυκνότητα και οικονομία λόγου και νοήματος που σε δεύτερη ανάγνωση, το υπόστρωμά τους μετακινείται και φανερώνει ολοκληρωμένες ιστορίες με παλμό και με τεράστια εικονοπλαστική και συναισθηματική δύναμη.  Εδώ, η ελπίδα περιμένει στην άκρη μιας άδειας πλατείας. Το παρελθόν κρατά τρυφερά απ' το χέρι το παρόν και πορεύεται μαζί του προς την αποδοχή και τη συμφιλίωση γιατί παρόν χωρίς παρελθόν δεν έχει νόημα, δεν έχει σχήμα, είναι ένα σώμα χωρίς καρδιά και μνήμη. Και αυτή η μνήμη είναι που κάνει τα μικρά πεζοποιήματα του Κλεάνθη να λάμπουν σαν βροχή αστεριών στην ανομβρία των καιρών μας.

Τα ποιήματα της συλλογής - μικρά θαύματα, σαν άνθη πάνω στην πέτρα - διαβάζονται ως μια ιστορία ενηλικίωσης του ποιητή / αφηγητή / υποκειμένου αλλά και του καθενός μας. Εδώ η λύπη δεν ξεχνά κανέναν. Γοητευτική μες στη σκοτεινιά της, έρχεται και προσπερνά αφήνοντας πίσω της σημάδι και δείχνει μονοπάτι προς μια γέφυρα κι ένα μαχαίρι. Κι εκείνο το χρυσόψαρο είναι η πρώτη ένδειξη και ο πρώτος μονόλογος για τ' αναπόφευκτο που γίνεται δάσος με πεύκα στις σελίδες παιδικών αναγνωσμάτων. Κι εκείνη η αυλή, που πάνω της χτίστηκαν όνειρα γύρω από απλωμένα σεντόνια και γλάστρες με γεράνι και βασιλικό, μετατρέπει το σύμπαν σε ναυάγιο στον βυθό της αντιπαροχής. Η μνήμη δεν είναι αρκετή στον καινούργιο κόσμο: όλα θυμίζουν κάτι από τις ρίζες του χθες αλλά δεν έχουν φωνή, δεν έχουν ήχο και μυρωδιά κι όλα φωλιάζουν παγωμένα στο πατρικό στήθος να βρούν παρηγοριά κι απάγκιο. Ένα ακόμα γράμμα, ανάμεσα σε τόσα άλλα, προς μια φίλη μήπως και βρεί η καρδιά γαλήνη μέσα απ' τη γραφή, μήπως μικρύνουν οι αποστάσεις κι εξαγνιστεί ο φόβος.

Τα όνειρα δεν έχουν όνομα. Στα όνειρά του, ο ποιητής είναι ένας άλλος, ένας ξένος, ανάμεσα σε πρόσωπα που τον αγάπησαν. Κι ο χρόνος περιμένει να τον ταξιδέψει σε μια μεγάλη βόλτα.

Παρόντες συνομιλητές / εξομολογητές του, ο Μιχάλης Κατσαρός κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

Η είσοδος στην πύλη της ενηλικίωσης: το ένα που σπάμε σε κομμάτια, το επίσημο δείπνο, το τελευταίο σπίρτο, οι ανέκφραστες λέξεις που φοβούνται να πάρουν σχήμα, τα ποιήματα που δεν χρειάζονται φως για να διαβαστούν παρά μονάχα ημίφως. Η επιστροφή λίγο πριν το τέλος του κόσμου. Η ανάγκη να βγούν στον ήλιο όσα έμειναν κρυμμένα. Η μνήμη - φωτιά πίσω απ' τα βλέφαρα. Το λάμδα, η παραδοχή, η υπόσχεση, η προδοσία ενός τρέμουλου, η παρουσία πλάι στον ύπνο, η βόλτα στο φως της μέρας και στη ζωή που είναι εδώ όπως είναι κερνώντας αποδοχή στα όσα έφερε και όσα πήρε πίσω, στη γλύκα και στην πίκρα της.

Αισθαντική ποίηση σαν αισθαντική μελωδία με πρόσωπα και εικόνες που χάνονται και επιστρέφουν μέσω της οδού της μνήμης, για να μιλήσουν, να γίνουν τραγούδι - γιατρικό για πληγές, ενοχές, απώλειες, συντροφιά στην αντοχή, στην απαντοχή, στα όνειρα που δεν παλιώνουν, στην επιθυμία που πατάει γερά σε επόμενο σκαλοπάτι και ανεβαίνει πιο ψηλά απ' τη ζωή να δει τι βλέπουμε.

Με εκλεπτυσμένη γλωσσική χάρη, με θαυμαστό λάξευμα του λόγου, με συνέπεια και ευλάβεια στην ποιητική του τέχνη, ο Μιχάλης Κλεάνθης με την δεύτερη ποιητική του συλλογή κάνει ένα επόμενο σταθερό και ηχηρά γοητευτικό βήμα στα εκδοτικά ποιητικά μας πράγματα και μας προσφέρει τα αντίδωρα του κόσμου του, όπου νότες, στίχοι, παρελθόν, παρόν και ποίηση συνυφαίνονται και μας τραγουδούν για τις ζωές μας, τις νίκες μας, τις ήττες μας, για την καρδιά μας.
 
                               
Εκδόσεις  Εντευκτηρίου

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Christophe Boltanski, Στα ίχνη της

Christophe  Boltanski, Στα ίχνη της

Στα ίχνη μιας μητέρας σχεδόν άγνωστης, με σκέψεις και πράξεις ανομολόγητες, με μια ζωή κρυμμένη σε πηγάδι απύθμενο.

Στα ίχνη μιας χώρας που, όταν στρέφεται προς το παρελθόν της, εφαρμόζει τον κανόνα της συσκότισης.

Ένα κράμα χρονικού, μυθοπλασίας τεκμηρίωσης, ψυχογραφήματος, βιογραφίας, νουάρ, πολιτικού κειμένου και - σε σημεία - δοκιμίου δημιουργικής γραφής, όλα εξαιρετικά δομημένα και καλοζυγισμένα σ' αυτό το έξοχο μυθιστόρημα του Christophe Boltanski που κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο, από τις εκδόσεις Πόλις.

Βραβευμένος ως πολεμικός ανταποκριτής και ως συγγραφέας, (Βραβείο Femina, 2015, για το μυθιστόρημά του "Η Κρυψώνα", κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Utopia), χαρισματικός τεχνίτης της αφήγησης και δημοσιογράφος, γιος του φημισμένου  κοινωνιολόγου Luc Boltanski, και με το παρόν μυθιστόρημά του υποψήφιο για το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Le Monde, ο Christophe Boltanski έχτισε εδώ, με στέρεα ακριβά υλικά, ένα σαγηνευτικό έργο αντικατοπτρισμών και γρίφων με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του.

Η μητέρα έχει πεθάνει και τα δυο παιδιά της - ο αφηγητής και η αδελφή του, Αριάν - αδειάζουν το διαμέρισμά της το οποίο σύντομα θα πουληθεί και πρέπει να παραδοθεί στους νέους ιδιοκτήτες ως μια καινούργια λευκή σελίδα. Ρούχα, προσωπικά αντικείμενα, επιστολές και σημειωματάρια της νεκρής μπαίνουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε σακούλες σκουπιδιών. Τα βιβλία της θα πουληθούν σε παλαιοβιβλιοπωλείο, τα έπιπλά της σε παλιατζίδικο. Ο αφηγητής κρατά μερικά τετράδιά της και ένα μπλε ντοσιέ με προσωπικές της σημειώσεις, αποκόμματα εφημερίδων και κείμενα που μοιάζουν με εισαγωγές και ενάρξεις διαφορετικών μυθιστορημάτων. Για τον αφηγητή / γιο, η μητέρα του παραμένει μια φιγούρα αινιγματική, σχεδόν ξένη. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων, εκείνη ήταν απόμακρη,μυστηριώδης, καταθλιπτική, βυθισμένη σε άγνωστες σκέψεις, χαμένη σε ένα δικό της κόσμο. Μεγαλώνοντας εκείνος, οι σχέσεις μητέρας και γιου είναι από τυπικές εως ανύπαρκτες. Αποφεύγει να την συναντήσει όσο αυτή είναι ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της και στο - γεμάτο βιβλία - διαμέρισμά της, παρέα με ένα σκύλο, μοναχική, ολομόναχη και παραιτημένη, αντικρίζοντας τον έξω κόσμο μισοκρυμμένη πίσω απ΄το παράθυρο, μια μορφή κουρασμένη και τυλιγμένη στους καπνούς των Gouloise που κάπνιζε εμμονικά, που κινείται αργά και αδέξια ανάμεσα σε σωρούς σκουπιδιών και περιττωμάτων. Ο γιος είναι παρών στις ιατρικές της εξετάσεις και στη νοσηλεία της αλλά απών από την κηδεία της, καθώς θα βρίσκεται μακριά, σε δημοσιογραφική αποστολή,

Όταν το μπλε ντοσιέ ανοίγει, ο αφηγητής αρχίζει την προσπάθεια σύνθεσης των κομματιών ενός δυσεπίλυτου παζλ, με μόνο σίγουρο στοιχείο ότι η μητέρα του έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα. Από το μηδέν και λίγο λίγο, το παρελθόν κινείται και έρχεται προς το φώς: Η μητέρα, φοιτήτρια στο Ινστιτούτο πολιτικών σπουδών στο Παρίσι, οι γονείς της με τις υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες τους, μια ερωτική απογοήτευση θα την κάνει να εγκαταλείψει τις σπουδές της, να βρεί παρηγοριά στο σύμπαν της λογοτεχνίας. Θα ακολουθήσει η σφοδρή σύγκρουσή της με τη χειριστική μητέρα της, η φυγή της από το πατρικό σπίτι με προορισμό τη Σορβόννη, έναν τόπο που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της, στις επιλογές της και στην μετέπειτα πορεία της. Εκεί θα έρθει σε επαφή με ακροαριστερές οργανώσεις για να μπεί στη συνέχεια στην παρανομία, βοηθώντας Αλγερινούς επαναστάτες κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου και φιλοξενώντας στο νέο της σπίτι έναν Αλγερινό καταζητούμενο.

Ο αφηγητής ξεκινά μια σειρά συναντήσεων με παλιούς συντρόφους, γνώριμους και γείτονες της μητέρας του. Κάποιοι δίνουν μερικά στοιχεία για τη ζωή της εκλιπούσας. Οι δε παλιοί σύντροφοι αρνούνται να μιλήσουν σαν να μην έζησαν όσα έζησαν, σαν ένας αλλόκοτος φόβος να έγινε φράγμα στο νου και στα χείλη τους, σαν να έπεσαν θύματα μιας συλλογικής αμνησίας. Ο αφηγητής / γιος μετακινείται μπρος πίσω στο χρόνο, από τις αρχές της δεκαετίας του '60, στον Μάη του '68, στο μετά, στο σήμερα, μέσω των στοιχείων που συλλέγει, μέσω των παιδικών του αναμνήσεων , των ψιθύρων, των βλεμμάτων, των σημειώσεων και των σπαραγμάτων και αναπλάθει μια ολόκληρη εποχή και, κυρίως, την αντιφατική εικόνα της μητέρας του. Μιας γυναίκας σιωπηλής, διακριτικής, απόμακρης, θλιμμένης που έκρυβε εντός της γενναιότητα, όραμα, όνειρα, φλόγα, πάθος. Μιας γυναίκας που αγωνίστηκε για το δίκαιο του κόσμου - του κόσμου με τις πάντα ανοιχτές υποθέσεις του - και παρέμεινε ακτιβίστρια , ως την ημέρα που ξαφνικά αποφάσισε να οχυρωθεί στο μικρό της διαμέρισμα υψώνοντας προστατευτικά τείχη και στήνοντας ενέδρα σε έναν αόρατο εχθρό, ζώντας τη ζωή της μέσα από τις "ζωές των άλλων", ουσιαστικά των χαρακτήρων που έπλαθε στα μισοτελειωμένα της μυθιστορήματα.

Ο γιος γίνεται σκιά της μητέρας του, μετά θάνατον. Την παρακολουθεί στενά, σε μια προσπάθεια να την προσεγγίσει και να την γνωρίσει, καταργώντας τον χρόνο που κυλάει και φέρνει φθορά. Επιχειρεί να μαζέψει τα σκόρπια κομμάτια της και να τα ενώσει σε μια παντοτινή, ημιφωτισμένη αυτοπροσωπογραφία κάνοντάς την αθάνατη, υποσυνείδητα ζητώντας λύτρωση από τις ενοχές του, ανάσα στο πένθος του, αποδοχή και κατανόηση του παρελθόντος.

Η ιστορία της μητέρας από τα εφηβικά της χρόνια ως τα γηρατειά της, από τη νεανική της ορμή ως την απόλυτη παραίτηση, με το ασθενικό της σώμα σχεδόν κατάκοιτο, γειρτό από το βάρος της σιωπής, των ματαιώσεων και της μοναχικότητας, εναλλάσσεται με την πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ιστορία της Γαλλίας την περίοδο του πολέμου με την Αλγερία. Χωρίς τάση μελοδραματισμού και συναισθηματικών εξάρσεων, παρά με μια τρυφερή μελαγχολία να διαχέεται αρμονικά από την αρχή ως το τέλος, ο Boltanski έγραψε ένα συγκλονιστικό υπαρξιακό μυθιστόρημα - με αριστοτεχνική δομή μιας μη γραμμικής αφήγησης - για την προσωπική και συλλογική ιστορία της μητέρας του και της πατρίδας του, αμφότερες οικείες και ανοίκειες ταυτόχρονα,  για το πόσο ξένοι αποδεικνύονται οι πιο δικοί μας, για όσα κρύβονται κάτω και πίσω από την επιφάνεια, για ήττες - φαντάσματα, για τη μοναξιά του καθενός και των πάντων, για την απαρηγόρητη παρηγοριά των πραγμάτων.

Ο εκλεκτός δημοσιογράφος, Μιχάλης Μητσός, μετέφρασε θαυμάσια τον ανυπέρβλητο λόγο του δημοσιογράφου Boltanski ενώ πολύ κατατοπιστικές είναι οι σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου.
 
 
Εκδόσεις  ΠΟΛΙΣ

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Βασίλης Τσιμπούκης, Συγκάτοικος

Βασίλης Τσιμπούκης, Συγκάτοικος


Μια ακόμα από τις εκδοτικές εκπλήξεις που μας περίμεναν προς το τέλος της προηγούμενης χρονιάς είναι η παρούσα νουβέλα, με το εξαιρετικά ιδιαίτερο - νοσταλγικό, κλειστοφοβικό, εξομολογητικό, παραληρηματικό - ύφος της και την άλλο τόσο ιδιαίτερη θεματολογία της, που εντάχθηκε και κυκλοφόρησε στην περίφημη "κίτρινη σειρά" (νουβέλες / διηγήματα) των εκδόσεων Loggia. Ο συγγραφέας, Βασίλης Τσιμπούκης, αν και θεωρείται πρωτοεμφανιζόμενος με την έννοια ότι αυτή είναι η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην ελληνική πεζογραφία με ένα ολοκληρωμένο δικό το έργο, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από μεταφράσεις και επιμέλειες σημαντικών αγγλόφωνων μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν στο παρελθόν από τις εκδόσεις Οδυσσέας. Ποιητής επίσης, με μια ξεχωριστή του ποιητική συλλογή να έχει εκδοθεί περίπου στα μέσα της δεκαετίας του '80. Άρα, έχουμε να κάνουμε με έναν εργάτη των γραμμάτων ο οποίος, εδώ και αρκετά χρόνια, οργώνει, σκαλίζει και καλλιεργεί τον λόγο. Κι αυτό είναι φανερό, εδώ στον "Συγκάτοικο", όπου ο Βασίλης Τσιμπούκης στήνει μια εμπνευσμένη, θαυμάσια καλοδομημένη ιστορία, κάνει χρήση αριστοτεχνικής, ποιητικής, κοφτής και ασθμαίνουσας γλώσσας και δημιουργεί έναν βαθιά μελετημένο χάρτινο ήρωα που είναι ο ίδιος μαζί με έναν άλλον εαυτό που μαζί του συγκατοικεί, συνομιλεί νυχθημερόν, τον ακολουθεί εμμονικά μέσα στην πυκνή ομίχλη του χρόνου από την Ελλάδα στην Ευρώπη και πάλι πίσω, εις σάρκα μία, εις βήμα ένα, σε ανάσες και βιώματα που συγχωνεύονται και μοιάζουν κοινά.

Ο ήρωας του Τσιμπούκη είναι ένας άνδρας μοναχικός, απομονωμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, εμμονικός με το έργο και τη ζωή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης του αρχείου του και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο ανώνυμος ενοικιαστής του διαμερίσματος μετατρέπει τη μακρινή φιγούρα του Σκαλκώτα σε κοντινή, τον φέρνει στην Αθήνα του 2019, βυθίζεται στα αποσπάσματα του βίου του και τον κάνει συγκάτοικό του. Ο αφηγητής γίνεται ανάσα και σκιά του μουσουργού ακολουθώντας τον από τα πρώτα του μουσικά βήματα σε χρόνους και σε γεγονότα που υφίστανται και ,ταυτόχρονα, καταργούνται. Τρέχει μαζί του στους δρόμους και στα βαριετέ του Βερολίνου, στέκεται πλάι του αμήχανος και τρομαγμένος μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Κι έπειτα, πίσω στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα ανάμεσα σε πρόσωπα που ψιθυρίζουν, μιλούν, ξυπνούν από τον αιώνιο ύπνο τους προτού παραδοθούν ξανά παντοτινά σ' αυτόν, αποτυπώνουν την εποχή τους, τους ήχους, την προσμονή και τη ματαίωση, καθρεφτίζουν με το βλέμμα τους τις καταστάσεις και καθρεφτίζονται μπροστά στο φάσμα του αφηγητή ο οποίος ανασαίνει, διεκδικεί και μπαίνει στις ιστορίες τους με τους προσωπικούς του καθρέφτες να αντικατοπτρίζουν ονειροπολήσεις, φανταστικές σπουδές, παραλλαγές,ιντερμέντζα, ραγισμένα ενθύμια φωτογραφιών, άρθρα εφημερίδων και μουσικές διαδρομές που εναλλάσσονται σε alto και sotto tempo.

Αφηγητής και συνθέτης, στο ίδιο διαμέρισμα: ο πρώτος, ένας ευτυχής απεγνωσμένος μονήρης του παρόντος σε γλωσσικό και ψυχολογικό παραλήρημα και ο δεύτερος, νεκρός εδώ και 70 χρόνια, παρών, ολοζώντανος μέσα στον πυρετό των σιωπών του. Οι δυο τους με τα κοινά τους φαντάσματα πιασμένα από το χέρι, με τους γονείς τους να ξεπηδάνε από ασπρόμαυρα ενσταντανέ και να πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους, με γεγονότα που γκρεμίζουν και χτίζουν τον κόσμο απ' την αρχή, με στιγμιότυπα από τις συναυλίες του Σκαλκώτα, την επιστροφή του στην Αθήνα μην αντέχοντας το ναζιστικό καθεστώς στο Βερολίνο,το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του και των συνθέσεών του, τον φθόνο του μουσικού κυκλώματος, με τα εμπόδια και τις κλειστές πόρτες, τον πυρετό της δημιουργίας, την απομόνωσή του.

Ο αφηγητής, με βήματα προς την αντίπερα όχθη του καθενός,  ενώνει τις ρίζες των χρόνων, ενώνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων και τα σμιλεύει ώσπου να γίνουν ένα πρόσωπο, μια ψυχή. Η ζωή του γίνεται η ζωή του συνθέτη, ονειρεύεται και μεταπλάθει το παρελθόν παρακολουθώντας τα σημεία ενός  χάρτη. Ο ένας εκφράζεται με τη σιωπή, ένα αερικό που έρχεται και φεύγει. Ο άλλος, ένας κλεπταποδόχος, σε μια περιοδεία στο σκοτάδι, στο αίμα της μουσικής, στο πριν, στο ποτέ, στο πάντα, από το πικρό μακρινό παρελθόν στο ολόπικρο μοναχικό παρόν. Το ξέφρενο παραλήρημά του κάνει στιγμιαίες στάσεις στην πραγματικότητα κι ύστερα ξανά μια ακυβέρνητη ταχεία που τρέχει ορμητικά πάνω σε μπερδεμένες μη γραμμικές ράγες μέχρι τον τερματικό σταθμό της αλήθειας, της συνειδητοποίησης, της εσωτερικής θερμοκρασίας που έβαλε φωτιά σε ό,τι πολύ αγαπήθηκε, στην αυλαία.

Ενδιάμεσα στα κομμάτια της κύριας αφήγησης παρεμβάλλονται ως ιντερμέδια αποσπάσματα επιστολών του Σκαλκώτα προς τη φίλη του, Νέλλη Ασκητοπούλου, από τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο, όπου της εκμυστηρεύεται τις απόψεις του περί μουσικής, φυλακής και ελευθερίας της ζωής (του), των αγωνιών του και των μικρών καθημερινών του αγώνων, έτη 1925 - 1928. Υπάρχουν επίσης επιστολές προς φιλικά του πρόσωπα στο εξωτερικό όταν εκείνος πλέον βρισκόταν στην Ελλάδα, έτος 1935, καθώς και περικοπές άρθρων εφημερίδας, έτος 1949.

Μια διαδρομή από το σκοτάδι του παρελθόντος, βήμα βήμα, προς το φώς του αττικού ουρανού σήμερα. Μια αφήγηση σαν ορμητικό ποτάμι που σπάει τα φράγματα του χρόνου μέχρι που κυλάει στην αγκαλιά της θάλασσας και αποκοιμιέται στην αλήθεια της. Μια μουσική συμφωνία που από allegro molto vivace, γλυκά και κουρασμένα γίνεται sotto voce για να ολοκληρωθεί ως ένα λαμπρό εμβατήριο.

Ένα συγκλονιστικό κείμενο σπασμένο σε 32 κομμάτια με την έντονη, κοφτερή και τόσο τρυφερή γραφή του Βασίλη Τσιμπούκη, που χαιρόμαστε που συναντήσαμε , χρόνια μετά, πλέον υπό την στέγη των εκδόσεων Loggia. Των εκδόσεων που τα "φωτάκια¨τους (μωβ, πράσινα, κίτρινα, κόκκινα) αστράφτουν όλο και περισσότερο στον εγχώριο εκδοτικό χάρτη.
 
Εκδόσεις  Loggia

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Χούλιο Κορτάσαρ, Ζωολόγιο

Χούλιο Κορτάσαρ, Ζωολόγιο

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, τίποτα δεν είναι δεδομένο στο κορτασαρικό σύμπαν. Μια φαινομενικά απλή καθημερινή ιστορία με πρωταγωνιστές ανθρώπους οικείους που μας μοιάζουν καταλήγει σε άλυτο γρίφο, σε εφιάλτη, - με αίσθημα εφίδρωσης και έναρξης έντονου χτύπου των παλμών - σε βήματα προς την αβεβαιότητα προς το κατώφλι μιας παράξενης, απόκοσμης αποκάλυψης.

Κάθε κυκλοφορία ή επανακυκλοφορία έργου του κορυφαίου Αργεντίνου συγγραφέα στη γλώσσα μας είναι εκδοτικό γεγονός. Η παρούσα συλλογή οχτώ μαγικών διηγημάτων - που αποτελεί και την πρώτη επίσημη εμφάνιση του Κορτάσαρ στην κεντρική σκηνή της νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας - πρωτοεκδόθηκε το 1951, χρονιά όταν ο νεαρός τότε παιδαγωγός και συγγραφέας εναντιώθηκε στο καθεστώς του Περόν, εγκατέλειψε το Μπουένος Άιρες και αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι ενώ ήδη το πρώτο διήγημα της συλλογής, "Casa Tomada" / "Κατειλημμένο σπίτι", είχε δημοσιευτεί το 1946 στο περιοδικό "Τα Χρονικά του Μπουένος Άιρες" τραβώντας την προσοχή και προκαλώντας τον θαυμασμό του διευθυντή του περιοδικού και "ηγέτη" του boom της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας, Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Κι αυτό ήταν η αρχή μιας μεγάλης συγγραφικής πορείας με πλήθος διηγημάτων, με θεατρικά έργα, ποίηση και μυθιστορήματα και με το απαράμιλλο ύφος του Κορτάσαρ να συμβάλλει καθοριστικά στην ανανέωση των αφηγηματικών τεχνικών και να δίνει μια νεα, πρωτοποριακή πνοή στην πεζογραφία της Λατινικής Αμερικής του 20ου αιώνα, κάτι που φυσικά είχε ήδη ξεκινήσει και με το έργο του Μπόρχες.

Τα οχτώ διηγήματα της συλλογής "Bestiario"/ "Ζωολόγιο", αν και πρωτόλεια, είναι υποδειγματικά, άρτια τεχνικά, αποκαλύπτουν την ευφυΐα και το μεγαλείο της ριζοσπαστικής γραφής του Κορτάσαρ καθώς και το ανυπόταχτο ύφος του απέναντι σε λογοτεχνικά πρότυπα και στεγανά. Οι ιστορίες του, είτε λαμβάνουν χώρα σε κλειστούς χώρους, σε ένα σπίτι, σε ένα δωμάτιο, στους δρόμους, σε ένα λεωφορείο, σε έναν κήπο είτε στις πιο απόμακρες γωνιές του εγκεφάλου των ηρώων, περιλαμβάνουν διαδρομές σε ένα παράταιρο κόσμο, αντιθέσεις που ως δια μαγείας δεν αντιφάσκουν, πειραματισμούς στην αφήγηση και στη γραφή, λογοπαίγνια, κατάργηση της συμβατικής γλώσσας και της ορθολογικής σκέψης και την τάση του συγγραφέα να "παίζει" με το μυαλό του αναγνώστη και να τον κάνει συμπαίκτη, συνένοχο / συμμέτοχο και συμπρωταγωνιστή σε μια σειρά φιλοσοφικών ερωτημάτων που θεμελιώνουν την εξέλιξη ιστοριών όπου το φαινομενικά συνηθισμένο ντύνεται απρόσμενα το ρούχο ενός ανεξήγητου, ανέκφραστου φόβου και του εξωπραγματικού. Οι σκοτεινές εσοχές των σκέψεων και των πράξεων των κεντρικών χαρακτήρων αιχμαλωτίζονται στα κομμάτια αλήθειας και φαντασίας ενός μπερδεμένου παζλ, που ενώ δείχνουν ότι δεν ταιριάζουν μεταξύ τους γιατί αποτελούν δυο διαφορετικές όψεις, τελικά ενώνονται και συγχωνεύονται.

Στο σύμπαν του Χούλιο Κορτάσαρ, οι νόμοι της λογικής γλιστράνε στην άλλη πλευρά των πραγμάτων. Όπως και τα μετέπειτα διηγήματα της ωριμότερης περιόδου του, έτσι ακριβώς και αυτά της πρώτης του συλλογής προκαλούν δέος, έκπληξη, αμηχανία, μια αίσθηση ασφυξίας, την αίσθηση ότι το τέλος της κάθε ιστορίας είναι η αρχή της, την άλλη αίσθηση ότι μετά το πέρας της ανάγνωσης των ιστοριών τίποτα δεν θα είναι ακριβώς ίδιο στον τρόπο σκέψης και διαχείρισης καταστάσεων. Πρωταγωνιστούν η αβεβαιότητα, τα αινίγματα, τα βλέμματα προς την ανάστροφη όψη της πραγματικότητας, οι υπαινιγμοί, το πικρό χιούμορ, οι αιχμές για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής σε Αργεντινή και Παρίσι ενώ μια απειλή είναι αόρατη αλλά πάντα μα πάντα υπαρκτή.

Στο πρώτο αριστουργηματικό διήγημα, "Κατειλημμένο σπίτι", δυο αδέρφια μέσης ηλικίας ζούν μια ζωή ήσυχη, σχεδόν αδιάφορη, μέσα στο ευρύχωρο οικογενειακό τους σπίτι. Η μονοτονία τους ραγίζει από την ύπαρξη μιας ξαφνικής απειλής, ενός αόρατου εισβολέα που καταλαμβάνει - δωμάτιο το δωμάτιο - την οικία τους. Ο αδερφός - αφηγητής και η αδερφή του κλειδώνουν μια μια τις πόρτες προκειμένου να αποφύγουν την μυστηριώδη μορφή που κινείται και αναπνέει πίσω απ' τους τοίχους και που τους εκτοπίζει από την ασφάλεια της καθημερινότητάς τους.

Στο "Γράμμα σε μια δεσποινίδα στο Παρίσι", ο αφηγητής έχει ανταλλάξει σπίτια με την Αντρέ, την παραλήπτρια του γράμματος - εκείνη μένει στο διαμέρισμά του στο Παρίσι κι εκείνος στο δικό της στο Μπουένος Άιρες - και, γράφοντας, της εκμυστηρεύεται ότι ξερνάει ζωντανά όμορφα κουνελάκια τα οποία φροντίζει, ταΐζει και κοιμίζει μέσα στη ντουλάπα της. Κάποια στιγμή, ο έλεγχος χάνεται και τα κουνέλια ξεχύνονται στο διαμέρισμα ροκανίζοντας τα έπιπλα και προκαλώντας ζημιές και μια απόφαση.

Στο εκτυφλωτικό διήγημα ημερολογιακής γραφής, "Μακρινή", η ηρωίδα Αλίνα Ρέγιες βιώνει έναν εσωτερικό ψυχολογικό αιματηρό πόλεμο, διχασμένη ανάμεσα σε δυο ζωές, με την πιο κρυφή να είναι η φανερή της. Λογοπαίγνια, αναγράμματα, γρίφοι και παλίνδρομα παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ροή της αφήγησης.

Στο αλληγορικό "Λεωφορείο", η νεαρή Κλάρα και ο άγνωστος συνεπιβάτης της στο λεωφορείο 168 ανταλλάσουν βλέμματα και λόγια, μόνοι, παρείσακτοι, με χέρια αδειανά, ανάμεσα σε επικριτικούς - μέσα στη σιωπή τους - επιβάτες που κρατάνε λουλούδια στα χέρια.

Στο ποιητικού ύφους, γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, διήγημα "Κεφαλαλγία", ένα άγνωστο είδος ζώων, οι μανσκούπιες, (προϊόν σύλληψης και γλωσσικό εύρημα του Κορτάσαρ) μεταδίδουν στους αφηγητές / φροντιστές τους μια ασθένεια που τους προκαλεί έντονη κεφαλαλγία με κάτι ζωντανό να κάνει κύκλους ουρλιάζοντας στο παράθυρο, στα αυτιά, μέσα στο κεφάλι.

Στην "Κίρκη", η πρωταγωνίστρια Ντέλια, με τον εύθραυστο, διαταραγμένο και επικίνδυνο ψυχικό της κόσμο, υποτάσσει τα ζώα και τους μνηστήρες της και τα / τους βλέπει να πεθαίνουν αιφνίδια. Καταρρακωμένη, βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά του Μάριο. Ώσπου έρχονται οι πρώτες φήμες, νυχτώνει, βγαίνει το αδύναμο φεγγάρι και θεριεύει η απόπειρα σιωπής.

Στο "Οι πύλες του ουρανού", ο Μάουρο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον θάνατο της αγαπημένης του Σεσίλια. Ο αφηγητής - φίλος του, Μαρσέλο, του συμπαραστέκεται. Σε μια κοινή βραδινή τους έξοδο σε "χορευτάδικο", ανάμεσα στους καπνούς των τσιγάρων και υπό τους ήχους μιας milonga, τα βλέμματα των δυο αντρών συγκλίνουν σε μια γνώριμη γυναικεία φιγούρα που κατεβαίνει από τις πύλες του ουρανού στη γη, για ένα ακόμα tango.

Στο τελευταίο συγκλονιστικό διήγημα, "Ζωολόγιο", με το νοσταλγικό στοιχείο να συμπορεύεται με το απρόβλεπτο και το νοσηρό, η μικρή Ισαβέλ προσκαλείται από την οικογένεια Φούνες να περάσει το καλοκαίρι μαζί τους και με τον μικρό γιο τους Νίνο, στο εξοχικό τους. Πίσω από την αριστοκρατική λάμψη του σπιτιού κρύβονται μυστικά, αθώες και ένοχες σιωπές, ψίθυροι, πνιχτές κραυγές και κλάματα πίσω από κλειστές πόρτες, μια τίγρη κυκλοφορεί ως κατοικίδιο κι ένα ολόκληρο ζωικό βασίλειο μυρμηγκιών, εντόμων και σαλιγκαριών κινούνται στο ασφυκτικό περιβάλλον του κήπου. Το βίωμα γίνεται αλληγορία. Η δυσλειτουργική οικογένεια Φούνες παραπέμπει σε μια δυσλειτουργική χώρα / κοινωνία.

Το ζωικό στοιχείο είναι εμφανές στα περισσότερα εκ των διηγημάτων. Ζώα και άνθρωποι συνυπάρχουν. Ζώα κρύβονται, εμφανίζονται, κρατάνε άμυνα ή επιτίθενται. Και είναι η φαντασία, οι αρρωστημένες σκέψεις, ένας αόρατος - αόριστος φόβος, τα καθεστώτα, οι ίδιοι οι άνθρωποι που εξοντώνουν μια ζωή - τη δική τους ή / και των άλλων - ήδη στα όρια της συντριβής.

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, όπως και σε προηγούμενα έργα του Χούλιο Κορτάσαρ, είναι υπεύθυνος για το μέγα θαύμα της μετάφρασης σε αυτά τα οχτώ αριστουργήματα που απαρτίζουν τη συλλογή "Ζωολόγιο", που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις o p e r a.
 
 
Εκδόσεις  o p e r a

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Nicola Lecca, Το κρυστάλλινο τρένο

Nicola  Lecca, Το κρυστάλλινο τρένο

Πρώτη φορά μεταφρασμένος στα ελληνικά ο πολυβραβευμένος Ιταλός συγγραφέας Nicola Lecca, με έργα του να έχουν εκδοθεί σε 16 ευρωπαϊκές χώρες και στη Βραζιλία και με άρθρα του να εμφανίζονται συχνά σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά της Ιταλίας. Ο Lecca πραγματικά κερδίζει τις καλύτερες των εντυπώσεων με το παρόν μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέλευθος.

Φτιαγμένο με εξαιρετικά υλικά, με σφιχτοδεμένη πλοκή και καλοχτισμένη δομή, κινηματογραφική αφήγηση, ανατροπές, καλά μελετημένους και δυνατούς χαρακτήρες, το "Κρυστάλλινο τρένο" είναι ένα σκληρό παραμύθι, μια προσεγμένη και ενδελεχής διαδρομή στα πιο βαθιά σημεία των συναισθημάτων, είναι - κυριολεκτικά - ένα μεγάλο ταξίδι που καλύπτει χιλιόμετρα από την Αγγλία ως την Κροατία και περιλαμβάνει ακριβείς περιγραφές των τόπων, της αρχιτεκτονικής τους, των αρωμάτων τους και των καιρικών συνθηκών, ώστε ο αναγνώστης νιώθει ότι βυθίζεται στις σελίδες, ταξιδεύει και περιπλανιέται κάτω απ΄τον ήλιο, μέσα στο κρύο, πάνω στο χιόνι. Μυθιστόρημα δρόμου, βιωμάτων, ενδιάμεσων στάσεων, γεύσεων κινδύνου / αδημονίας / πίκρας / γλύκας, ανθρώπινων ιστοριών που συνυφαίνονται με μεταξωτές κλωστές και ενώνουν μοίρες, αποφάσεις, βήματα, λάθη, μυστικά, φόβους, προσωπικές μοναξιές, τσακίσματα, σύντομα συναισθήματα ψυχικής ανάτασης, σκοτάδια που αγκαλιάζουν ίχνη αχτίδων και σκοτάδια πιο φρικτά απ' αυτά που είναι ορατά.

Η ιστορία ξεκινά το 1993 στο Ζάγκρεμπ. Ο δεκαοχτάχρονος Μπόρνα Μπάρτσιτς είναι το μοναχοπαίδι δυο εργατών σε εργοστάσιο κύβων ζωμού, δυο γονιών με μορφή κυκλώπων με ένα μόνο μάτι: επικριτικό και ανικανοποίητο. Χωρίς το άλλο μάτι: το τρυφερό, το στοργικό, το γεμάτο κατανόηση και ενσυναίσθηση. Ο νεαρός Μπόρνα είναι ασφυκτικά μεγαλωμένος στην εργατική τους κατοικία, στερημένος συναισθημάτων και κοινωνικών συναναστροφών, μοναχικός, αδέξιος, "θύμα" μιας ζωής υπαγορευμένης γιατί - σύμφωνα με τους δικούς του - ο έξω κόσμος είναι επικίνδυνος για την κρυστάλλινη προσωπικότητά του. Προκειμένου να κερδίσει λίγα ψίχουλα αγάπης, πραγματοποιεί αυτό που οι γονείς του - αφού δεν το κατάφεραν οι ίδιοι κάποτε - απαίτησαν από τον γιο τους να κάνει: να γίνει ένας φημισμένος πιανίστας, κάτι που θα δώσει κύρος στην οικογένεια και θα εκπληρώσει την κοινωνική τους ρεβάνς. Ο Μπόρνα δίνει το πρώτο του ρεσιτάλ πιάνου με μεγάλη επιτυχία και με ανείπωτη πικρία. Λίγο αργότερα, και οι δυο γονείς του πεθαίνουν από το βακτήριο της αλλαντίασης κι εκείνος μένει ξαφνικά μόνος με μια αμήχανη ελευθερία, εν μέσω πολέμου και χρεών. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τα δαιμόνια της διαπαιδαγώγησής του συνεχίζουν το έργο τους από τάφου και σημαδεύουν την εξέλιξή του. Ένα ταξίδι με τρένο από την Ουγγαρία -όπου ο Μπόρνα δίνει μια ακόμα συναυλία του - προς το Ζάγκρεμπ θα προκαλέσει μια ανυπολόγιστη ανατροπή.

13 Ιανουαρίου του 2014, στο Μπρόντστερς της ανατολικής ακτής της Αγγλίας, ο Άαρον Άρτσιτς γιορτάζει τα δέκατα όγδοα γενέθλιά του με τη μητέρα του, Άνια. Πρόσφυγες από την Κροατία, ήρθαν στην Αγγλία οι δυο τους όταν ο Άαρον ήταν μωρό, σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Η Άνια είναι ταμίας σε σούπερ μάρκετ, με διαγνωσμένη ψυχική διαταραχή, μανιοκαταθλιπτική, με ψυχή διπλοκλειδωμένη και συναισθήματα που αιωρούνται ανάμεσα στο σκοτάδι και στο ημίφως. Επιβλητική ως παρουσία, νοσηρά προστατευτική απέναντι στον μοναχογιό της, κάνει τα σχέδιά της σχέδιά του, χρησιμοποιεί τις κρίσεις της ως τέχνασμα για να του τραβάει την προσοχή και να γίνεται αυτό που εκείνη θέλει.Το παρελθόν τους και οι λόγοι φυγής τους από την πατρίδα τους είναι απαγορευμένη ζώνη.    Ο Άαρον εργάζεται ως μαθητευόμενος σε παγωτατζίδικο, έχει ελάχιστους φίλους ενώ συνομιλεί διαδικτυακά με την Κρίσταλ, ένα κορίτσι από την Ουαλία. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια τρυφερή σχέση κι ένας δυνατός έρωτας από την πλευρά του Άαρον. Εκείνη αρνείται να φανερώσει το πρόσωπό της στις βιντεοκλήσεις, εκείνος επιμένει να συντηθούν. Κι έπειτα, ξαφνική σιωπή. Η Κρίσταλ εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Κι έπειτα, ένα έγγραφο φτάνει στα χέρια του Άαρον που φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή του και γίνεται η αφορμή ενός συγκλονιστικού ταξιδιού του αγοριού από την Αγγλία προς το Ζάγκρεμπ. Οι πόλεις που συναντά και στις οποίες διαμένει για λίγο, τον μαγεύουν: Αμβούργο, Πράγα, Μπρατισλάβα, Λιουμπλιάνα, Ζάγκρεμπ.

Ο Άαρον μακριά από τα μητρικά δεσμά, ελέυθερος, έρχεται σε επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους και χαρακτήρες, μπαίνει σε περιπέτειες, ταλαντεύεται μεταξύ στερεάς γης και χείλους του γκρεμού, συνεχίζει πάντα να σκέφτεται την Κρίσταλ και να επικοινωνεί μαζί της χωρίς αποτέλεσμα. Κάνει βήματα σταθερά και ασταθή προς την απότομη ενηλικίωση, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον εσωτερικό του κόσμο, με μυστικά που του φανερώνονται, με τη ζωή που αλλάζει, αποκαλύπτει και ξαφνιάζει, με τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες που παραμονεύουν πίσω από μικρές και μεγάλες ανομολόγητες αλήθειες, με τον αέρα της αυτογνωσίας να φυσά παγωμένος και να επικαλείται το όνομα της συγχώρεσης και με την έντασή του να σπάει τις αλυσίδες των ασφυκτικών οικογενειακών δεσμών.

Δυο κρυστάλλινοι ήρωες - ο Μπόρνα, πριν και ο Άαρον, μετά - ταξιδιώτες σε κοινό κρυστάλλινο τρένο με προορισμό έναν κοινό κρυστάλλινο τόπο που οι αποκαλύψεις του κόβουν σαν γυαλί.

Μυθιστόρημα - ψυχογράφημα - εναλλακτικό παραμύθι βαθιά συγκινητικό, με την διεισδυτική γραφή του Nicola Lecca που σχεδιάζει πάνω στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη, ένα ταξίδι με κρυστάλλινο τρένο στα τρίσβαθα του μυαλού, της καρδιάς, των σκέψεων, των πράξεων και των τραυμάτων του καθενός μας.

Θαυμάσια η μετάφραση από την Γιώτα Καλογεροπούλου.
 
Εκδόσεις  Κέλευθος