Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Cormac McCarthy, Stella Maris

Cormac  McCarthy, Stella Maris




"Νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε.
 Το ξέρω. Κράτα μου το χέρι.
 Να σου κρατήσω το χέρι;
 Ναι. Το θέλω.
 Εντάξει. Γιατί;
 Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει."

Και έτσι ακριβώς τελειώνει αυτό που αρχίζει με την ιστορία της Αλίσια, της αδερφής του Μπόμπι Γουέστερν, πρωταγωνιστή του αριστουργηματικού μυθιστορήματος "Ο Επιβάτης" που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβρη ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο έναν καθόλου ξεχασμένο Μύθο της αμερικανικής πεζογραφίας αλλά με μια δεκαεξαετή απουσία από τα εκδοτικά πράγματα. Το "Stella Maris" έρχεται λίγο αργότερα ως συνέχεια / αρχή / τέλος του "Επιβάτη" για να τον συμπληρώσει, να φωτίσει τα σκοτεινά του σημεία, να λύσει σκόρπια αινίγματα.

Μικρότερης έκτασης έργο, με μια σπάνια - για τα λογοτεχνικά δεδομένα - μορφή με σχεδόν μηδαμινή εξωτερική δράση, με διαλόγους χωρίς σημεία στίξης και παύλες πριν τις ατάκες των δυο πρωταγωνιστών. Και σπάνιας - για τα δεδομένα του Μακάρθι - χρήσης πρωταγωνιστικής γυναικείας φιγούρας.

Η Αλίσια Γουέστερν, (με το επώνυμό της - όπως και του Μπόμπι - να αποτελεί αλληγορία του μεγάλου ονείρου της αμερικανικής δύσης που αργοσβήνει και γίνεται θραύσμα μνήμης για τις επόμενες γενιές) μην έχοντας πού να πάει, προσέρχεται οικειοθελώς στην ψυχιατρική κλινική του Ουισκόνσιν "Stella Maris". Μια ανθρώπινη σκιά που ακόμα ακτινοβολεί ομορφιά, με μοναδική της αποσκευή μια πλαστική σακούλα με πάνω από 40.000 δολάρια (αιχμηρό πολιτικό σχόλιο του συγγραφέα για το χρήμα και τη μηδενική του αξία που ναι μεν εκπληρώνει στόχους αλλά από ανθρώπινης πλευράς είναι ένα άχρηστο υλικό του καπιταλισμού, πλαστικό αντικείμενο μιας χρήσης) και τα κεφάλαια αυτού του πρωτοποριακού μυθιστορήματος αποτελούν τις συνεδρίες της Αλίσια με τον ψυχοθεραπευτή της.

Οκτώβρης του 1972, η εικοσάχρονη Αλίσια,  Εβραϊκής / Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, μαθηματική ιδιοφυΐα, υποψήφια διδάκτωρ μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η μοναδική γυναίκα μέλος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Επιστημονικών Μελετών, έχοντας διαγνωστεί με παρανοϊκή σχιζοφρένεια με ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων, περνάει την πύλη της κλινικής όπου και είχε φιλοξενηθεί ακόμα δυο φορές στο παρελθόν. Και ακολουθούν οι επτά συνεδρίες της με τον ψυχίατρο Κόεν.

Αλίσια και Δρ. Κόεν, ο ένας απέναντι από τον άλλο, σε ερωτήσεις που ακολουθούνται από σαφείς και ασαφείς απαντήσεις και σε ερωτήσεις που απαντώνται με ερωτήσεις, γρίφους, αοριστίες και υπαινιγμούς. Η Αλίσια αρνείται αρχικά να απαντήσει σε οτιδήποτε αφορά τον αδερφό της Μπόμπι. Οι συζητήσεις της ασθενούς και του ψυχιάτρου είναι μαχητικές, εγκεφαλικές, ρεαλιστικές, σκληρές και παραβολικές και περιλαμβάνουν φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, το Θεό, την αλήθεια, το ασυνείδητο. Περιλαμβάνουν τα παιδικά χρόνια της Αλίσια, τα επαναλαμβανόμενα όνειρα και τους εφιάλτες της, τους γονείς της που εργάστηκαν για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας και για το τραγικό τους τέλος, μόνοι και χωριστά, για τη γιαγιά της -την οποία ο Μπόμπι και η Αλίσια αγάπησαν πολύ - που έβλεπε, διέκρινε και ήξερε αλλά δεν είχε τη δύναμη και τον τρόπο να δαμάσει το  Κακό που σχηματιζόταν στον ορίζοντα και μπροστά στα μάτια της. Οι συζητήσεις χτίζονται και με την βαρύτητα των αναφορών στους Γκέντελ, Βίτγκενσταϊν, Μπέρκλεϋ, Καντ, Φάινμαν, Πλάτωνα, Καρλ Γιούνγκ, με την ανάλυση των μαθηματικών αντικειμένων και τη δική τους φιλοσοφία, με αναφορές σε σπουδαία μαθηματικά μυαλά, στη μουσική, σε πολιτικά και βιοηθικά ζητήματα και στην μαθηματική ευφυΐα της ίδιας της Αλίσια. Οι ατάκες της είναι εύστοχες, εφευρετικές, παράλογα λογικές και λογικά παράλογες, σαρκαστικές, συχνά φαρμακερές και άλλο τόσο συχνά φέρνουν σε σχετική αμηχανία τον Δρα Κόεν. Ο αφηγηματικός ειρμός της Αλίσια είναι σαν όχημα σε ξέφρενη πορεία με σπασμένα φρένα που τρέχει ιλιγγιωδώς στα πιο σκοτεινά κι επικίνδυνα εδάφη της γνώσης και της παράνοιας ενώ η ίδια είναι ένας γόρδιος δεσμός καταστάσεων και παθολογιών: ευφυής, σχιζοφρενής, πανέμορφη, μηδενίστρια, ανορεξική, αυτιστική, συναισθητική, αυτοκτονική, (η περιγραφή της φανταστικής σκηνής του πνιγμού - αλληγορική βουτιά στον βυθό της αμερικανικής δύσης - κυριολεκτικά κόβει την ανάσα και προκαλεί ασφυξία) και παράλογα / βαθιά / παντοτινά / εμμονικά ερωτευμένη με τον αδερφό της Μπόμπι.

Θρηνεί για εκείνον γιατί νομίζει ότι είναι νεκρός ενώ στην πραγματικότητα ο Μπόμπι βρίσκεται σε κώμα, μετά από ατύχημα που είχε ως οδηγός αγώνων ταχύτητας. (Η ιστορία του Μπόμπι στον "Επιβάτη" εκτυλίσσεται αρχές της δεκαετίας του '80 όταν πια εκείνος έχει συνέλθει από το κώμα ενώ η Αλίσια έχει φύγει από τη ζωή.)

Σταδιακά, η Αλίσια αρχίζει να λύνεται και να μιλάει για τον αδερφό της και για τον έρωτά τους κόντρα στους ουράνιους νόμους, τον έρωτά της για τον Μπόμπι που έφυγε μακριά για να γλιτώσει από τους δαίμονες και την πυρκαγιά που μαινόταν ανεξέλεγκτη εντός του και αυτοεξορίστηκε κουβαλώντας μαζί του πάθος /πόθο όμοια της απελπισίας και της ψυχικής εξαθλίωσης και οργή άσβεστη για έναν έρωτα απαγορευμένο, καταδικασμένο, ανεκπλήρωτο σε συνδυασμό με την τρέλα της χώρας του, της οικογένειάς του, της Αλίσια, του ίδιου που όλο και κέρδιζε έδαφος κάτω απ' τα πόδια του. Η Αλίσια έμεινε πίσω να βιώνει τον έρωτά της μέσα σε όνειρα και φαντασιώσεις. Οι δυο τους, σαν καταραμένοι ήρωες αρχαίας τραγωδίας, αδέρφια μιας καταραμένης οικογένειας που - με έναν δεσμό άρρηκτο και βαθύ - χωρίζουν και εξορίζονται κατατρεγμένοι από τις Ερινύες. Σαν μορφές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, των διδύμων Καύνου και Βυβλίδος και της τραγικής τους ερωτικής ιστορίας.

Και όλα μα όλα, ο έρωτας, ο αδελφικός σαρωτικός πόθος, τα γεγονότα, οι σπουδές, οι μαθηματικές και επιστημονικές θεωρίες και πρακτικές, ο κόσμος όπως είναι, έγινε, ήταν, θα είναι και θα μοιάζει, οι ιδέες οι περιστρεφόμενες μέσα σε ένα απέραντο κενό περισυλλεγμένες μέσα από τη ζοφερή θάλασσα του ανυπολόγιστου, το Παιδί με τα πτερύγια αντί χεριών και τα άλλα φανταστικά πλάσματα, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, τα βήματα στα βραχώδη κοφτερά σύνορα της μαθηματικής σκέψης, το μηδέν, το αιώνιο, το άπειρο, το μαζί, το ποτέ μαζί, η κατάρα της ευφυΐας, η εργασία των γονιών, η ιδέα της δικαιοσύνης και η ιδέα της ανθρώπινης ψυχής δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, όλα γίνονται ένας ανεμοστρόβιλος στις καθοδικές και πιο απόμακρες σπείρες του ήδη θολωμένου μυαλού της Αλίσια.

Γκρεμισμένες ψυχές πάνω σε συντρίμμια ονείρων σε αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα που διαβάζεται παράλληλα ως κυνικό σχόλιο για τον κόσμο μας σήμερα, ως μια φιλοσοφική εξερεύνηση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, των μαθηματικών, της λογικής και του παραλόγου, της εξέλιξης και των θεωριών της επιστήμης. Απόσταγμα μελέτης τα παραπάνω θέματα με τα οποία ο Μακάρθι καταπιάστηκε τα τελευταία χρόνια και ιδού το αποτέλεσμα: μαζί με τον "Επιβάτη", το "Stella Maris" αποδεικνύει την κοφτερή σκέψη και την απαράμιλλη αφηγηματική - υπέροχα δαιμονισμένη και αθόρυβα εκρηκτική - δεινότητα του σπουδαιότερου εν ζωή Αμερικανού συγγραφέα του οποίου το αποτύπωμα στην μεταπολεμική αμερικανική πεζογραφία είναι αξεπέραστο.

Η ανάγνωση του κάθε κεφαλαίου / της κάθε συνεδρίας, όπως και η συνολική ανάγνωση, δημιουργεί δέος κι εκείνο το παράξενο συναίσθημα της διαλογιστικής μοναξιάς που δεν συμβαίνει συχνά. Κι εκείνη την τάση για ενδοσκόπηση για όσα χάθηκαν, όσα ήρθαν, όσα πέρασαν, όσα έμειναν.

Το θαύμα της μετάφρασης - όπως και στον "Επιβάτη" - ανήκει στον σπουδαίο μας Γιώργο Κυριαζή.
 
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου