Πριν καν κυκλοφορήσει - όταν πριν λίγο καιρό οι εκδόσεις Gutenberg ανακοίνωσαν στο εκδοτικό τους πρόγραμμα, για το δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς, την μεγάλη επιστροφή του Cormac McCarthy, 16 σχεδόν χρόνια μετά το τελευταίο του έργο - είχε ήδη δημιουργηθεί ο θόρυβος εκείνος και η αναταραχή εκείνη της αναμονής, όταν ξέρουμε ότι αυτό που αναμένουμε πρόκειται να ξεπεράσει τις προσδοκίες μας. Πόσο μάλιστα όταν είχαμε να περιμένουμε ένα νέο μυθιστόρημα ενός εκ των σπουδαιότερων εν ζωή Αμερικανών αρχιτεκτόνων της γραφής.
Ο πολυβραβευμένος Μακάρθι, συγκλόνισε και συγκλονίζει σε κάθε ανάγνωση των προηγούμενων έργων του: "Τριλογία των συνόρων", "Ματωμένος μεσημβρινός", "Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους" και "Ο δρόμος", (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη) και επιστρέφει με τον "Επιβάτη", αυτό το αριστούργημα των σύγχρονων αμερικανικών γραμμάτων, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα και στη χώρα μας σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ. Ολόκληρο το έργο είναι μια κατάδυση στα έγκατα του κόσμου, μια ευθεία ματιά στο σκοτεινό τοπίο της σύγχρονης Αμερικής και ο Μακάρθι, με ανεξάντλητη μαεστρία και κινήσεις χειρουργικής ακριβείας στην πένα του, παρατηρεί και καταγράφει και εν συνεχεία υπογράφει ένα μυθιστόρημα υψηλότατης ποιότητας και έντασης, σπάνιας ωριμότητας, ποιητικής και δωρικής γραφής δημιουργώντας έναν λογοτεχνικό θρίαμβο και έναν αξέχαστο ήρωα / αντιήρωα σαν μια συνέχεια των ηρώων των μεγάλων κλασικών έργων της παγκόσμιας πεζογραφίας.
Ο ήρωας του Μακάρθι είναι ένας Ιππότης δίχως την πανοπλία του, είναι μια αντρική φιγούρα που ξεπήδησε από τις σελίδες του Faulkner, ένας ήρωας αρχαίας τραγωδίας, ένας Επιβάτης στο τραίνο της ζωής του το οποίο κινείται σε σπασμένες ράγες, εκτροχιάζεται και δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του. Είναι ένας συλλέκτης της θλίψης, ένας Οδυσσέας που έχασε για πάντα το δρόμο προς την Ιθάκη του, ένας μειλίχιος Δον Κιχώτης με ακλόνητες πεποιθήσεις, περιφερόμενος ανάμεσα σε ανθρώπινα ερείπια, αδικίες και μνήμες. Ένας Άμλετ της σιωπής στοιχειωμένος από φαντάσματα. Πλάι του, απούσα - παρούσα, η Οφηλία του με το νεκρικό της νυφικό και τη θεσπέσια ομορφιά της "διασχίζοντας μια πέτρινη σκηνή μέσα στο φως και στον καπνό των αυτοσχέδιων φώτων". Εκείνος κι Εκείνη, ενωμένοι με μια κραταιά ως θάνατο - και μετά θάνατο - αγάπη γύρω από ένα κόσμο που καταρρέει και τα ηθικά του όρια είναι πλέον σκόρπια κομμάτια ναυαγίου σε μαύρο βυθό. "Ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει, φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες".
Με γραφή σαν τρεμόσβηστο κερί που ακόμα φωτίζει ό,τι απόμεινε απ' τον κόσμο, με αριστοτεχνικό ζύγισμα κοφτών διαλόγων, συνταρακτικών μονολόγων, υποδειγματικής πρόζας και χρήσης ολοζώντανων περιγραφών τοπίων, προσώπων, αντικειμένων και μύχιων συναισθημάτων, ο Μακάρθι κέντησε κυριολεκτικά ένα μεγαλειώδες και στιβαρό δίπτυχο έργο - μαζί με το "Stella Maris" που συμπληρώνει τον "Επιβάτη" και αποτελεί συνέχειά του και που μόλις κυκλοφόρησε - , ίσως το πιο κορυφαίο της μέχρι τώρα συγγραφικής του πορείας στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία noir, πολιτικού - ψυχολογικού θρίλερ, υπαρξιακού δράματος και μιας δυνατής ιστορίας ενός καταδικασμένου έρωτα. Οικογενειακή σάγκα με αναφορές σε ατομικά και συλλογικά πάθη, στο Βιετνάμ, στη δολοφονία του Κένεντι, στην ατομική βόμβα, στις αρχές και στις θεωρίες της επιστήμης της κβαντικής φυσικής.
Πρωταγωνιστής είναι ο Ρόμπερτ / Μπόμπι Γουέστερν (καθόλου τυχαίο το επώνυμο Γουέστερν, αναφορά στον δυτικό κόσμο και στο σταδιακό γκρέμισμά του), ο οποίος έχοντας εγκαταλείψει την πολλά υποσχόμενη καριέρα του ως φυσικός, για λίγο ασχολήθηκε ως οδηγός σε αγώνες ταχύτητας στην Ευρώπη και τώρα είναι δύτης διάσωσης. Βουτώντας στον Κόλπο του Μεξικού μαζί με τον φίλο του Όιλερ για να εντοπίσουν ένα αεροσκάφος που βυθίστηκε στη θάλασσα, ο Μπόμπι ανακαλύπτει ότι από το αεροσκάφος λείπει το μαύρο κουτί και ότι από τους δέκα νεκρούς επιβάτες βρίσκει τους εννιά. Από 'κει ξεκινά η εξέλιξη ενός θρίλερ. Ο Γουέστερν έρχεται αντιμέτωπος με άγνωστους άντρες που εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά του και τον παρακολουθούν στενά. Οι φίλοι του εξαφανίζονται ή πεθαίνουν μυστηριωδώς. Ο τραπεζικός του λογαριασμός μπλοκάρεται και το πατρικό του παραβιάζεται ενώ την ίδια στιγμή ο Μπόμπι κουβαλάει ένα βαρύ ψυχικό φορτίο και ενοχές σαν ασταμάτητες εσωτερικές σουγιαδιές. Ο πατέρας του ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας και μέλος της ομάδας του Προγράμματος Μανχάταν που εφηύραν την ατομική βόμβα και που οδήγησε στην καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Η μικρότερη αδερφή του, Αλίσια, ήταν ένα κορίτσι εκτυφλωτικής ομορφιάς, μαθηματική διάνοια και σχιζοφρενής που αυτοκτόνησε πριν ενηλικιωθεί.
Οι δυο τους, Μπόμπι και Αλίσια, ήταν ενωμένοι με τον ισχυρό αδελφικό δεσμό αίματος αλλά και με τον δεσμό ενός παράφορου έρωτα. Ο Μακάρθι ακτινογραφεί τους δυο πρωταγωνιστές του μέσα από την ιστορία πίσω από την τραγική ιστορία της βαριάς κληρονομιάς τους και της ψυχολογικής τους συντριβής.
Σαν ζωντανός νεκρός, κουβαλώντας μαζί του τους νεκρούς του, έχοντας χάσει τα πάντα, ο Μπόμπι, με το βάρος της προσωπικής του ενοχής που δεν κατάφερε να σώσει την αδερφή του και με το βάρος της συλλογικής ενοχής ως γιος ενός πατέρα-δολοφόνου, περιφέρεται από λεωφόρο σε λεωφόρο και από πολιτεία σε πολιτεία, ανάμεσα σε παλιούς γνώριμους, παρίες, ναυαγούς της ζωής, περνάει από βουνά, ποτάμια, ερημικές παραλίες και βρώμικα σκοτεινά δωμάτια και, βήμα βήμα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο χάνεται στα βάθη της Αμερικής πολύ μακριά από κάθε ίνα του σύγχρονου πολιτισμού, με συντροφιά του ενοχές, σιωπή, παραίτηση και σκόρπιες αναμνήσεις. Ένας στοιχειωμένος πλάνης που κυνηγά το προσωπικό του αμερικανικό όνειρο: την ελευθερία.
Η Αλίσια, πανταχού παρούσα σε όλη την πορεία του Μπόμπι αν και τα δυο αδέρφια δεν συναντιούνται πουθενά κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, - η ιστορία του Μπόμπι ξεκινά αρκετά μετά την αυτοκτονία της Αλίσια - παρά συναντιούνται μέσα από τα γράμματα που της γράφει εκείνος και ποτέ δεν ολοκληρώνει και στις αναμνήσεις του ενός για τον άλλον: για τον Μπόμπι, η Αλίσια είναι μια διαρκής ανάμνηση από την αρχή ως το τέλος της εξιστόρησης. Για την Αλίσια, ο Μπόμπι ήταν / είναι μια διαρκής ανάμνηση στο πριν, όσο εκείνη νοσηλευόταν στο ψυχιατρικό ίδρυμα Stella Maris, με τον εσωτερικό της κόσμο σε πλήρη αποσύνθεση και με παρέα της τα φανταστικά πλάσματα των παραληρημάτων της. ( Τα κεφάλαια του νεαρού κοριτσιού παρατίθενται με πλάγια γραφή και μπαίνουν συχνά εμβόλιμα στα κεφάλαια της κύριας αφήγησης για τον Μπόμπι)
Χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς νόημα, κουρασμένος, αδύναμος, σε ψυχολογική και συναισθηματική πτώση, χωρίς την Αλίσια και το ασθενικό της φως, ο Μπόμπι, πολύ μακριά πια, κατοικεί σε έναν ανεμόμυλο. Μόνος, ολομόναχος στο σύμπαν, ένας τσακισμένος ήρωας μιας χαμένης αρχαίας τραγωδίας, νύχτα κάτω από τα αστέρια που θρηνούν τους χαμένους αγώνες χαμένων ζωών, εκείνος παλεύει να μην αφήσει να ξεθωριάσει απ΄ τη μνήμη του η μορφή της αγαπημένης του Αλίσια, γνωρίζοντας ότι τα μάτια της, τα χείλη της, τα μαλλιά της και τα χέρια της είναι "ένας αρχαίος κόσμος που δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά".
Μια ελεγεία για την άβυσσο του παρελθόντος που καταπίνει ανθρώπους και ψυχές. Μια μελαγχολική δοξαστική μπαλάντα που συγκινεί βαθιά με την αλήθεια της. Μια διαδρομή σε ολισθηρό οδόστρωμα χωρίς προστατευτικά κιγκλιδώματα, με γκρεμούς και κλειστές στροφές. Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα από την πρώτη του ως την τελευταία του αράδα.
Ένα τέτοιο αριστουργηματικό κείμενο ευτύχησε μεταφραστικά να πέσει στα χέρια του εμπειρότατου Γιώργου Κυριαζή που από χρόνια έχει αποδείξει την ικανότητά του να "δαμάζει" τον πύρινο λόγο των τεράστιων "τεράτων" της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Και εδώ λοιπόν ο Κυριαζής με μια μετάφραση που λάμπει, αφουγκράστηκε κάθε πνοή, κάθε ρωγμή, κάθε κεραυνό, κάθε βουή, κάθε θρήνο στον συγκλονιστικό λόγο του Κόρμακ Μακάρθι.
Ένα ακόμα σπουδαίο πεζογραφικό δείγμα - το υπ' αριθμόν 59 - της εξαιρετικής σειράς Aldina των εκδόσεων Gutenberg.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου