Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα
 
 
Ο Αντώνης Τσόκος είναι μια από τις σεμνότερες και, ταυτόχρονα, από τις πιο δυναμικές παρουσίες στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αθόρυβα και ακούραστα δημιουργικός μέσα στις εκρηκτικές ποιητικές του πρόζες -και εκτός αυτών-, γνώστης του ποιητικού μέτρου και ρυθμού, ένας εικονοπλάστης τοπίων, σωμάτων, συναισθημάτων, κινήσεων, φύσης, πόλης, ησυχίας, ανησυχίας, νύχτας κι αστεριών. Ποιητική φωνή αισθαντική που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες αξιόλογες της γενιάς του, ένας ιστοριών, βλεμμάτων και επιθυμιών συλλέκτης που μετουσιώνει την ύπαρξή τους σε υψηλή ποιητική έκφραση.

Η ποιητική συλλογή "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" πρωτοκυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη -πρόκειται για την τέταρτη συλλογή του Τσόκου μετά τα "Σουίνγκ με τ' άστρα" (2013), "Ένα ποτήρι ακόμα, Τσαρλς" (2015), και "Ώρες πληθυντικής αϋπνίας" (2017), όλες οι ανθολογίες από τον αείμνηστο Γαβριηλίδη- και επανεκδόθηκε πριν λίγο καιρό από τις νεοσύστατες εκδόσεις Μονόκλ που ιδρύθηκαν από τον Αντώνη Τσόκο την άνοιξη του 2023.  Μονόκλ και το όνομα του καλαίσθητου βιβλιοπωλείου (πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλιοφιλικό στέκι που δημιούργησε ο ίδιος ο ποιητής και που αξίζει κανείς να επισκεφθεί για πολλούς λόγους) στην οδό Φειδίου 11 στο κέντρο της Αθήνας ενώ Μονόκλ επίσης είναι και η ονομασία του εξαιρετικού ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού που διαχειρίζεται με μεράκι και αγάπη ο Τσόκος.

Το "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα", ξανά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, κυρίως, ξανά και εκ νέου στα χέρια μας, με νέο εξώφυλλο και επιμέλεια της Λένας Καλλέργη και με τα 52 -χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες- ποιήματα / πεζοποιήματα απαστράπτουσας γλώσσας, υποδειγματικού ύφους, θαυμαστής οικονομίας λόγου, αμεσότητας, υπαινιγμών και λεπτομέρειας,να ζουν μια δεύτερη ζωή και να δρέπουν καρπούς στην ψυχή των αναγνωστών.

Τα ποιήματα στην "Εμμανουήλ Μπενάκη" έχουν ένα άρωμα γλυκόπικρης ματαίωσης και παλιών καλοκαιρινών μεσημεριών, δειλινών και νυχτών. Και είναι ολοζώντανα, θαρρείς και θα ξεπηδήσουν από τις σελίδες και θα σε πάρουν απ' το χέρι, για να σε πάνε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, να σου δείξουν νόμους, δανεικά φιλιά, ανθρώπους κοινής ησυχίας, αγάλματα, περαστικούς, πεφταστέρια, ρίζες, πάθη, βροχές, σταματημένα ρολόγια, στιγμές που πάγωσαν στο χρόνο, πνιγμούς και τριαντάφυλλα που γεννιούνται κι ανθίζουν σαν κραυγές.  Ποιήματα και πεζοποιήματα ανθρωποκεντρικά: έχουν αίμα που κυλά, οξυγόνο, πνοή, φλέβα μεθυσμένη που χορεύει αδέξια, μεταβαλλόμενα συναισθήματα. Ο φόβος κι η αποθυμιά γίνονται θάρρος κι ομολογία κι η πνοή γίνεται θάνατος. Κι έχουν ζωή μισή / τεχνητή / δανεική, ζωή έξω απ' το οικείο σώμα, έρωτα φορεμένο ανάποδα, ψιθύρους κι ουρλιαχτά, γέφυρες και γκρεμούς, βήματα και πτώσεις, άστρα και βυθούς, όνειρα, αδυναμίες, μάτια , όραση, καρδιά.

"Από την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" συντελείται ένα ταξίδι από τον ρεαλισμό στον υπερρεαλισμό, με στάσεις στις οδούς της βιωματικής έκφρασης, της τρυφερότητας, της ειρωνείας, της υπομονευτικής σάτιρας, και της εξομολόγησης φόβων ορατών και αοράτων, πόθων κρυφών και στεναγμών άηχων, και στην αφετηρία λαμβάνουν χώρα η ανατροπή και η έκρηξη.

Η αρχή γίνεται με ένα πεζοποίημα με πρωταγωνιστή τον Σαλβαδόρ Νταλί, για να ακολουθήσει μια επιστολή του ποιητικού υποκειμένου προς τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες για σκαθάρια Δον Κιχώτες που κυνηγούν ανεμόμυλους.
 
Κι έπειτα ένας πνιγμός σε μια προσπάθεια πνιγμού. Και μια προσευχή σε προστακτική:   
 
[...]
Όταν μεθώ ξεχνώ την ύπαρξή σου.

Αν ξαγρυπνάς
προσμένοντας δική μου προσευχή
οπλίσου με ελπίδα και υπομονή.
Μην παρεκκλίνεις απ' την πίστη σου
σ' εμένα.
                                        (σελ. 14)

Κι η ευλογία του καλοκαιριού σε μια παρτίδα που κυλά στο δέρμα. Κι ένας ποιητικός θάνατος από έμφραγμα, γιατί μονάχα έτσι πεθαίνουν οι ποιητές. Μια εταιρεία που προσλαμβάνει νεαρούς άνδρες για να παριστάνουν τα αγάλματα. Στο Μεξικό ένας ηλικιωμένος ανταλλάσσει ρόλο και ζωή με έναν θανατοποινίτη. Ένας συνωστισμός στον μέσα εαυτό κι ένας τυφλός ήλιος που θα πιστέψει ότι μετοίκησε ο ουρανός του.

Ο θάνατος χάνει την ισχύ του μπροστά στην αδυναμία των θυμάτων του που περιμένουν το καλοκαίρι.

Το ποιητικό υποκείμενο συγκατοικεί σε ένα σπίτι με ένα τυφλό παράθυρο που κοιτά τον ουρανό μα δεν τον βλέπει και το ποίημα χτίζεται μ' ένα αλφάβητο νεκρών. Κι ύστερα ένας χάρτινος ήρωας χωράει σε μια χειραποσκευή, ζωντανός σε πείραμα θανάτου σε ταξίδι αταξίδευτο.
 
Ο τόνος της φωνής υψώνεται και διεκδικεί απάντηση στο πού φυλάσσονται οι φωνές των κεκοιμημένων.
 
Μια γυναίκα πυροβολεί τον χρόνο. Κι αργότερα έρχονται οι "Καθαρές δουλειές" -με δηκτικότητα και ειρωνική διάθεση- για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία για ένα έγκλημα με τάξη.
 
Ο θάνατος επιβατών σε αεροσκάφος αναψυχής είναι ένα ασήμαντο γεγονός που θα ξεχαστεί και δένει αρμονικά στα καθ' ημάς με μια ασήμαντη βλάβη της ΕΥΔΑΠ κι έτσι η ζωή συνεχίζεται όπως κι ο θάνατος συνεχίζεται να συνηθίζεται.   Ερωτική μεστότητα και μέθη και το πάθος είναι ένα τέλος που δεν έρχεται από μόνο του.
 
Ένα συντριβάνι από ουρλιαχτά και μια υπόσχεση σε μια πόλη -σε κάθε πόλη- που ερημώνει μεσημέρι, ενώ η Μέριλιν και η λαγνεία της σαν χαστούκι απανωτό παντού και πάντα. Κι ο θάνατος διαρκώς παρών, παραμονεύει, λυγίζει και θεριεύει.
 
Ένα τελευταίο φιλί απογειώνεται απ' τη γη στον ουρανό, ένα "μετά" σαν ερώτημα μετέωρο μετά από καταιγίδα αγάπης, μια βροχή μέθης, όλα τριγύρω άστρα κι η νύχτα του κόσμου απ' το τόσο φως θα χάσει το νόημά της. Ένα δέντρο σε άτακτη φυγή. Το πάθος κι η συνήθεια. Οι νυχτερινοί δρόμοι της Αθήνας που είναι διαθέσιμοι στους επαναστάτες, οι οποίοι διεκδικούν ψωμί και τριαντάφυλλα. Ένα παγκάκι σιωπηλός μάρτυρας πένθους και πάθους.  Δέντρα που σμίγουν οι ρίζες τους κι οι κορμοί τους. Ένα ράφι με "σ' αγαπώ", το πλάσιμο μιας νέας πανσελήνου, οι περαστικοί μέσα από το στοχαστικό θλιμμένο βλέμμα του Φιντέλ.

Αυτοαναφορικά αρκετά εκ των ποιημάτων της ανθολογίας και όλα τους μεστά, φορτισμένα, κυνικά, μελαγχολικά, ευθύβολα, με απαράμιλλη τεχνική. Ο εαυτός, ο άνθρωπος, οι άνθρωποι, η πόλη, το παρελθόν, τα πρώτα σκιρτήματα, ο έρωτας, τα μετέπειτα γδαρσίματα, τα "μαζί" και τα "όχι μαζί", οι όρκοι, ένα παγωτό ξυλάκι, σύμφωνα και φωνήεντα και αριθμοί, τα έρημα ζεστά μεσημέρια, η σάρκα ενός γευστικού ροδάκινου, η ζωή και ο θάνατος. Όλα βρίσκουν μια θέση στο εκφραστικά ώριμο και υπέροχα συγκινητικό σύμπαν του Αντώνη Τσόκου, ο οποίος παρατηρεί προσεκτικά την καθημερινότητα, τα αντικείμενα, την κίνηση και την ακινησία τους, τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φθορά της, τον χρόνο και τελικά και τον ίδιο του τον εαυτό και τα μετατρέπει σε αντίδωρο προς τους αναγνώστες, σε μοίρασμα, ομορφιά και καταφύγιο. Και κατασκευάζει με απλά υλικά, με χώμα και νερό και ποιητική ανάσα, τις στιγμές μας σε 52 άρτιες αλληγορικές ποιητικές αφηγήσεις που φλερτάρουν με το παράδοξο του έρωτα, της απουσίας, της έλξης μας προς το ανοίκειο, των γκρεμών μας, της διάθλασης των φωτισμένων σκοταδιών μας, των χαμένων μας νοημάτων, των άστρων που καταπίνουμε για να ντυθούμε το φως τους, της ήττας μας, της συντριβής μας, των μικρών και μεγάλων μας ηχηρών και άηχων επαναστάσεων.

Με τ' αστέρια που έχω μέσα μου
μπορώ να φτιάξω τον δικό μου ουρανό
                                            (σελ. 51)

Κι κάπως έτσι ο Αντώνης Τσόκος έφτιαξε έναν ουρανό, για να βρίσκουν καταφύγιο εκείνοι που δεν τους χωρά η γη.
 
 
Εκδόσεις μΟνόκλ

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος

Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος

Στην είδηση της επανέκδοσής του, δικαίως, ξέσπασε μια σειρά θετικών αντιδράσεων που πήρε τη μορφή φρενίτιδας, καθώς "Η γραμμή του ορίζοντος" επανακυκλοφόρησε στις αρχές του φετινού καλοκαιριού και εξαντλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
 
Από τη μια έπαιξε ρόλο το γεγονός πως αυτό το εμβληματικό έργο-κύκνειο άσμα του Χρήστου Βακαλόπουλου δραματοποιήθηκε και ανέβηκε σε θεατρική μορφή για λίγες παραστάσεις τον περασμένο Μάιο από την Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου και ξαναέφερε στο προσκήνιο ένα σημαντικό κείμενο που ήδη χαρακτηρίζεται σύγχρονο κλασικό. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που διαβάστηκε πολύ την εποχή που κυκλοφόρησε (1991), διαβαζόταν και είχε διαρκή ζήτηση και στη συνέχεια σε κάθε ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, διαδόθηκε από γενιά σε γενιά, διαβάζεται και θα διαβάζεται, συναρπάζει και θα συναρπάζει, ξυπνά μνήμες στους μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες, ενώ δίνει την ευκαιρία στο νεότερο αναγνωστικό κοινό να ανακαλύψει έναν σπουδαίο συγγραφέα και διανοητή με μοναδικό, προσωπικό ύφος και με αφοπλιστική γραφή, που δυστυχώς έφυγε απ' τη ζωή πολύ νωρίς.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε ένα πρόσωπο που ενέπνεε τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν. Κυψελιώτης, πνεύμα σπινθηροβόλο, γενναιόδωρος, πολυτάλαντος, ερωτεύσιμος, ένας αλιευτής ομορφιάς από τα σκουπίδια, ζούσε τη ζωή του ανάμεσα σε αναγνώσεις, μουσικές, κινηματογράφο και ανθρώπους, παρατηρώντας την καθημερινότητα και τις μικρές και μεγάλες ατομικές και συλλογικές αλλαγές κάθε είδους που συνέβαιναν και θα συνέβαιναν και στην πορεία. Με σπουδές οικονομικών στην ΑΣΟΕΕ και σπουδές  κινηματογράφου στο Παρίσι,  ήταν ένας χαρισματικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, κριτικός, δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, που έφυγε νωρίς και νεότατος μόλις στα 37 του, στα τέλη Γενάρη του 1993.

Κι αν ο θάνατος ήρθε νωρίς, το πνεύμα του Βακαλόπουλου παραμένει ζωντανό μέσα από το έργο και τα έργα του, παραμένει ένας φάρος που ρίχνει δεσμίδες φωτός στην άγριους και σκοτεινούς εγχώριους ωκεανούς μας. Ζωντανή και η επιρροή που άσκησε, ασκεί και θα ασκεί μέσω της γραφής του.
 
Και είναι ευτυχές το γεγονός ότι οι εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, μετά την πολύ πρόσφατη ανατύπωση της "Γραμμής του ορίζοντος", θα επανατυπώσουν και τα υπόλοιπα βιβλία του Βακαλόπουλου κι έτσι θα είναι εδώ, μακριά από τη θάλασσα της λήθης, όπως όλα τα μεγάλα πνεύματα που πέρασαν από τον ελλαδικό και παγκόσμιο χώρο των γραμμάτων και πάντα θα διαβάζονται, θα γίνονται αντικείμενο συζήτησης σε παρέες, θα συγκινούν, θα είναι καταφύγιο στις δυσκολίες μας, υπόστεγο, προστασία και αγκαλιά σε κάθε ξαφνική επικίνδυνη καταιγίδα.

"Η γραμμή του ορίζοντος" πρωτοεκδόθηκε το 1991 και αποτελεί μια εμβληματική μυθιστορηματική ακτινογραφία της εποχής εκείνης, των αλλαγών και των παγίδων της. Με μια κυκλική, μη γραμμική, αφήγηση, με τη χρήση της επανάληψης, με ποιητική - φορτισμένη - χειμαρρώδη - σαρκαστική - δωρική - διαπεραστική - συγκινητικά τρυφερή πρόζα, ο Βακαλόπουλος, μέσω της κεντρικής του ηρωίδας, κάνει μια ανασκόπηση των δεκαετιών του '60, του '70 και του '80, φωτογραφίζει τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μετά, τα ανέμελα χρόνια επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, την καταναλωτική ευδαιμονία, την τάση της κοινωνίας προς τον κομφορμισμό και τον νεοπλουτισμό, καταγράφει με εμβρίθεια και σαρκασμό τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και, με υπονομευτικό χιούμορ και με ακρίβεια, αποδίδει τι θα επακολουθούσε, πού και πώς θα κατέληγαν όλα και πού θα καταλήγαμε όσον αφορά τις ατομικές και συλλογικές μας "ασθένειες", τις διαψεύσεις μας και την πτώση μας σε βαθύ γκρεμό.
 
Άρα, πρόκειται για ένα λογοτεχνικό πολυεπίπεδο κείμενο βαθιά πολιτικό και επίκαιρο. Για την ακρίβεια, πολύ πιο επίκαιρο απ' ό,τι την εποχή στην οποία γράφτηκε και κυκλοφόρησε. Κι ας θεωρήθηκε από αρκετούς ότι είναι ένα κείμενο που βρίθει κλισέ και συντηρητικών απόψεων. Τα σπουδαία κείμενα, στο ταξίδι τους στον χρόνο, ξεπερνούν ενστάσεις, αντιδράσεις, αρνητικές κριτικές φωνές κι έτσι λάμπουν, παραμένουν αγαπημένα και κλασικά, δεν έχουν ανάγκη τίποτα και κανέναν, δεν τους χαρίζονται.

Πρωταγωνίστρια στη "Γραμμή του ορίζοντος" είναι η Ρέα Φραντζή. Μελαχρινή, τριανταδυάχρονη, με σπουδές πολιτικών επιστημών, πρόσφατα χωρισμένη, φοβάται λίγο το σωστό, είναι αντιμέτωπη με το αμήχανο παρόν και βρίσκεται στην Πάτμο. Καλοκαίρι των αρχών της δεκαετίας του '90, η Ρέα είναι στο νησί της Αποκάλυψης, έξω από τη θάλασσα με το βλέμμα στη θάλασσα, κι όλα τριγύρω της μοιάζουν με διαφημιστικό, ενώ εκείνη είναι εγκλωβισμένη στους υπαρξιακούς της λαβύρινθους, ανάμεσα στον ξανθό κόσμο και σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, που πηγαινοέρχονται στο νικηφόρο παρόν.
 
Η Ρέα αποδομεί πράξεις και σκέψεις της, ξεγυμνώνεται συναισθηματικά, κάνει απολογισμό ζωής, επανεφευρίσκει εαυτόν, εννοεί, υπονοεί, θυμάται, καταργεί, αμφισβητεί. Άναρχα. Σκληρά. Μελαγχολικά. Τρυφερά. Ενώ ο άγνωστος κόσμος έχει χωρίσει απ' τον γνωστό κόσμο. Οι αναμνήσεις χτυπούν σαν κύματα το μυαλό της. Τα παιδικά της χρόνια στην Κυψέλη, οι σπουδές της στη Γενεύη. Η γνωριμία με τον άντρα της, Γιάννη, στη Βενετία. Η αδιέξοδη σχέση τους.
 
Και εμβόλιμα πλάνα: η τηλεόραση που έφτασε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του 1968 στο σπίτι της Ρέας, ο κινηματογράφος Κυψελάκι, που δεν υπάρχει πια και στη θέση του χτίστηκε ένα μεγάλο κατάστημα που θα έκανε τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη και καλύτερη, η ελληνική σημαία που λικνίζεται στο χορό του ανέμου, τα πάρτι του Σαββάτου, οι εφημερίδες που τσιμπολογούν κομμάτια ανθρώπινων πτωμάτων, η σιωπή της θάλασσας, τα απογεύματα που θυμίζουν πολύ εκείνους που λείπουν, οι φιλίες που μεταλλάσσονται, οι έρωτες που ναυαγούν, η υποψία που το βάζει στα πόδια, οι χειρονομίες ταμπού, τα πρώτα σκιρτήματα, τα πρώτα τσιγάρα,  το 1965, το ραδιόφωνο, το Βυζάντιο, τα "αν" και τα "μήπως", η ισότητα των δύο φύλων, οι διαδηλώσεις, η ιστορία σε στροβιλισμό, ένα νησί που υπάρχει για τον καθένα, η ζωή σαν τηλεοπτικό σποτ, οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν πρωταγωνιστές σε τηλεοπτικό σποτ: δεν ντρέπονται, χαμογελούν, ταξιδεύουν, έχουν αστραφτερά δόντια και αστραφτερά ρούχα, ερωτεύονται, μαυρίζουν κάτω απ' τον καλοκαιρινό ήλιο, διασκεδάζουν, είναι απελευθερωμένοι.
 
"Όσο υπάρχεις θα υπάρχω" κι η ανακάλυψη της μουσικής που κόβει την καρδιά στα δύο κόντρα στο αέρινο "ξύπνα αγάπη μου" του ραδιοφώνου, οι μουσικοί και η μουσική των πανηγυριών τόσο αλλιώς και τόσο ωραία.
 
Τα εμβόλιμα πλάνα δένουν με γκρο πλαν σε μια εικόνα με θάλασσα, ουρανό και μια γραμμή.
 
Η Ρέα όχι έξω απ' τη θάλασσα να τακτοποιεί λογαριασμούς ανοιχτούς.
Η Ρέα πια μέσα στη θάλασσα ελεύθερη και λυτρωμένη.
 
Η Ρέα, ανάμεσα στον μελαγχολικό ύπνο της Ανατολής και την αϋπνία της Δύσης, είναι η γενιά της, οι προσωπικές αναζητήσεις της και τα αδιέξοδά της.
 
Η Ρέα είναι η Ελλάδα, κι είναι κι ο κόσμος που αλλάζει χωρίς να ξέρει γιατί, όπως αλλάζει και ο δικός της εσωτερικός κόσμος -και κατ' επέκταση ο κόσμος του ίδιου του συγγραφέα- σε μια ζωή ρευστή χωρίς παρελθόν, σε ένα παρόν που δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μέλλον. Η Ρέα μεταβαίνει από τον κόσμο, τον υπαρκτό και τον ανύπαρκτο, τα πάθη και τη φθορά και το ψεύδος, μέσα στο νερό να κολυμπά προς τη γραμμή του ορίζοντος μακριά απ' τη δικτατορία των δεσμών, των χωρισμών, των πειρασμών και της φυλακής της φαντασίας και τη μελαγχολία των κυριακάτικων απογευμάτων.

Με εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου, και διορθώσεις του Γιώργου Κοροπούλη, "Η γραμμή του ορίζοντος" του Χρήστου Βακαλόπουλου είναι ξανά εδώ, ένα μη δομημένο, ιλιγγιώδες, ποιητικό,  εμβληματικό έργο φυγής, σιωπής, γλυκόπικρης νοσταλγίας και υψηλής διορατικότητας. Ένα κειμήλιο για την ελληνική μας πεζογραφία.΄
 
 
Εκδόσεις Εστία


Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Mario Benedetti, Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία


 
Αναμφίβολα πρόκειται για μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις της τρέχουσας χρονιάς, αφού μετά από αρκετά χρόνια έχουμε επίσημα μεταφρασμένο στη γλώσσα μας ένα πεζογραφικό έργο του μέγα Ουρουγουανού ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Mario Benedetti, που αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες και πιο αντιπροσωπευτικές μορφές των λατινοαμερικανικών γραμμάτων του  20ου αιώνα.

Τρομερά δημοφιλής στη χώρα του και στον ισπανόφωνο κόσμο γενικότερα, όχι ιδιαίτερα και ευρύτερα γνωστός -αδίκως και δυστυχώς- στη χώρα μας. Ένα θεατρικό του έργο, "Ο Πέδρο και λοχαγός" κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Red 'n' noir πριν περίπου μια πενταετία. Ένα μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη τη δεκαετία του '90, ένα άλλο από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1982, όλα όμως δεν είχαν την προσοχή και την τύχη που τους άξιζε, ξεχάστηκαν και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου.  Κάποια μικροδιηγήματα και κάποια ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε έγκριτα ηλεκτρονικά περιοδικά και βιβλιοφιλικούς ιστότοπους, σε προσεγμένες μεταφράσεις.

Ώσπου ήρθε η "Άνοιξη" εντός του φετινού καλοκαιριού και με το φως και τη "σπασμένη της γωνία" ξαναφέρνει στο προσκήνιο έναν κορυφαίο αφηγητή και δεινό ποιητή, αφού ακόμα και ο πεζός του λόγος διαπνέεται από μοναδική ποιητικότητα.
 
Ο Benedetti έχει γράψει συνολικά πάνω από 80 έργα που περιλαμβάνουν πεζά, θεατρικά, δοκίμια και απαράμιλλα ποιητικά έργα. (Στις δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων του, λέγεται, δεν έπεφτε καρφίτσα, ενώ αρκετά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και τραγουδιούνται και συγκινούν).

Θεωρήθηκε και θεωρείται ως χρονογράφος της μεσαίας τάξης της Ουρουγουάης της εποχής του. Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων, μαχόμενος δημοσιογράφος και μέγιστος δημιουργός, με μια γραφή ενδοσκοπική και ψυχαναλυτική που αντικατοπτρίζει την πολιτική συνειδητοποίηση του ίδιου και των χαρακτήρων του αλλά και τη μεταφυσική τους αγωνία.

Για πρώτη φορά το παρόν μυθιστόρημα, "Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία", μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina και, έστω και αργά, το αναγνωστικό κοινό θα έχει την τύχη και την ευκαιρία να ανακαλύψει, να ξαναθυμηθεί και να μαγευτεί από την απλή, ανεπιτήδευτη και τόσο βαθιά ποιητική γλώσσα αυτού του σημαντικότατου συγγραφέα και διανοητή.  Η "Άνοιξη" πρωτοκυκλοφόρησε το 1982 και γράφτηκε την περίοδο της δικτατορίας στην Ουρουγουάη, όσο ο Benedetti ήταν πολιτικός εξόριστος στο Περού και στην Αργεντινή. (Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως ο στρατός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Ουρουγουάης, ακολούθησε το πραξικόπημα του 1973, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία στρατιωτικής δικτατορίας: μιας "δωδεκαετούς νύχτας" του λαού της Ουρουγουάης, νύχτας που ξημέρωσε με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1985).

Ο Benedetti κατασκεύασε με μαεστρία, με απόλυτη ενσυναίσθηση και γενναιοδωρία πνεύματος ένα ευσύνοπτο λογοτεχνικό έπος στο οποίο ερευνά την οδύνη του "χωριστά", τη μείξη ελπίδας-απελπισίας- μοναξιάς και την προσμονή για επιστροφή στον τόπο και στους ανθρώπους της καρδιάς.

Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Σαντιάγο που βρίσκεται στις φυλακές Libertad (Ελευθερία) ως πολιτικός κρατούμενος. Δεν γνωρίζει πότε θα αφεθεί ελεύθερος και, εκεί στο κελί του, παλεύει με την εξουσία της μνήμης. Καθοδηγεί τις αναμνήσεις του, νοσταλγεί την κοινή του ζωή με την αγαπημένη του σύζυγο Γρασιέλα, την μικρή τους κόρη Μπεατρίς, τον πατέρα του δον Ραφαέλ και τον στενό του φίλο Ρονάλδο. Μοιράζεται ανάμεσα σε δύο όχθες, κινείται σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταβαλλόμενων συναισθημάτων, νιώθει παγιδευμένος σε μια ζωή ακίνητη, προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος και λογικός μέσα στον παραλογισμό των καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός φυλακής. Για να αντέξει, γράφει γράμματα στην Γρασιέλα στα οποία αποτυπώνει τις σκέψεις του, την πίστη του, τις ανησυχίες, την ελπίδα του, τη λαχτάρα να βγει ξανά στον κόσμο και κυρίως εκφράζει τον άσβεστο έρωτά του προς εκείνη.
 
Την ίδια στιγμή που ο Σαντιάγο είναι φυλακισμένος, οι δικοί του άνθρωποι βρίσκονται εξόριστοι στο Μπουένος Άιρες.
 
Όσο περνά ο καιρός -και είναι πολύς- η Γρασιέλα νιώθει να αποκόβεται συναισθηματικά και ερωτικά από τον σύζυγό της καθώς αρχίζει να αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη για τον Ρονάλδο. Η διαρκής φυσική του παρουσία στην καθημερινότητά της είναι για εκείνη ένας δυνατός μαγνήτης, ένα ζεστό βλέμμα, ένα χέρι στο χέρι της, ένα σώμα πλάι στο δικό της, μια ζωή ραγισμένη που συνεχίζεται και χρήζει αναπνοής.
 
Ο Ρονάλδο, μέσω της δικής του οπτικής, δίνει μια εικόνα για το τι οδήγησε στη σύλληψη του Σαντιάγο. Πιο αποστασιοποιημένος σε σχέση με τους υπόλοιπους, μπορεί και διακρίνει τη θετική πλευρά της εξορίας.
 
Ο δον Ραφαέλ νιώθει πικραμένος ως εξόριστος λόγω των πολιτικών ιδεολογιών και πράξεων του γιου του, πικραμένος ως ηλικιωμένος που έφυγε από την πατρίδα του και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
 
Η εννιάχρονη κόρη του Σαντιάγο και της Γρασιέλα, Μπεατρίς, -της οποίας οι αφηγήσεις δίνουν μια πιο φωτεινή και ανάλαφρη νότα μέσα στο γενικό μελαγχολικό πλαίσιο- προσπαθεί να καταλάβει τους λόγους που ο μπαμπάς της είναι στη φυλακή και, ταυτόχρονα, είναι γοητευμένη από τις ομορφιές του Μπουένος Άιρες. Μαθαίνει νέες λέξεις, βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία προσαρμογής σε μια νέα χώρα, σε ένα νέο σπίτι, σε ένα καινούργιο σχολείο. Και περιμένει την αμνηστία για να τελειώσει η αμνησία κι όλα να γίνουν ένα θλιβερό χαρούμενο τάνγκο.

Κάθε κεφάλαιο και μια διαφορετική αφήγηση, μια διαφορετική φωνή, μια διαφορετική τεχνική εξιστόρησης σε τόνο, ύφος, ατμόσφαιρα.
 
Οι χαρακτήρες εναλλάσσονται όπως και οι οπτικές τους, και όλο αυτό -δια χειρός και πνεύματος του Benedetti- παρέχει μια σπαρακτική εικόνα για τον αντίκτυπο μιας/κάθε πολιτικής αναταραχής, των δικτατορικών καθεστώτων, της ατομικής και συλλογικής εξορίας και της μοναξιάς στην ψυχή και στον βίο των ανθρώπων.

Η "Άνοιξη" αποτελείται από μονολόγους και αποτελείται και από εμβόλιμα ιντερλούδια στα οποία εμφανίζεται και πρωταγωνιστεί ένας εξόριστος δημοσιογράφος (εν προκειμένω ο ίδιος ο Benedetti) που περιγράφει τις δικές του εμπειρίες στην εξορία -θολώνοντας τις γραμμές των οριζόντων μεταξύ μυθοπλασίας και απομνημονευμάτων- και τις ιστορίες άλλων εξόριστων που κατάφεραν λίγο, ελάχιστα ή καθόλου να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή μακριά από τη χώρα τους και πεθαίνουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- από νοσταλγία και μοναξιά.

Η ζωή του Σαντιάγο διαλύεται κομμάτι κομμάτι εν αγνοία του. Πέντε χρόνια, δύο μήνες και τέσσερις ημέρες υπάρχει και ελπίζει για την ελευθερία του, για την επανένταξή του στον κόσμο, για την επιστροφή στην οικογένειά του, για την ανοιχτή αγκαλιά της Γρασιέλα.
 
Κανείς δεν μπορεί να του κλέψει την άνοιξη που μοιάζει με έναν καθαρό καθρέφτη και που μοιάζει και με τη χώρα του, που και οι τρεις έχουν μια σπασμένη γωνία. Κι όμως, αυτή η άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, με το σχήμα μιας ραγισμένης αγάπης, είναι βέβαιος ότι τον περιμένει μακριά από την άβυσσο του φόβου, μακριά από το ψιχάλισμα και τις καταρρακτώδεις βροχές των δακρύων της συλλογικής θλίψης, μακριά από τις κοινές επαναλαμβανόμενες λύπες.

Ένα πολυφωνικό, πολυεπίπεδο, βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημα με επιστολές, με ισοπεδωτικές χωριστές εξορίες, με καρδιές που αλλάζουν θέσεις, με εξομολογήσεις, μυστικά και ψιθύρους μέσα από τους τοίχους, έξω από τους τοίχους.
 
Η μετάφραση-κέντημα σε αυτό το αριστούργημα της ισπανόφωνης πεζογραφίας φέρει την υπογραφή του Κώστα Αθανασίου.
 
Εκδόσεις Gutenberg / Aldina