Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Cara Hoffman, Οι κράχτες

 Cara Hoffman, Οι κράχτες
 
Η Cara Hoffman είναι αναμφισβήτητα μία από τις πιο δυνατές φωνές της νέας φουρνιάς συγγραφέων της Αμερικής. Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε μια δασώδη κωμόπολη στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Πνεύμα ανήσυχο, από παιδί αγαπούσε το διάβασμα αλλά όχι το σχολείο, όχι τους κανονισμούς του και τον συντηρητισμό που επέβαλλε. Στην εφηβεία της παράτησε το λύκειο, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα και αργότερα, έχοντας μαζέψει μερικά χρήματα, έφυγε από την πατρίδα της για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Στα 19 της, τέλη της δεκαετίας του '80, βρέθηκε στην Αθήνα, απένταρη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, στον σταθμό Λαρίσης, στην οδό Δεληγιάννη και στο ξενοδοχείο Olympos βρήκε δουλειά ως "κράχτης" για να εξασφαλίσει έτσι το ελάχιστο προς το ζην και μια υποτυπώδη στέγη.

Η ομορφιά και η ασχήμια της Αθήνας, οι έντονες αντιθέσεις της την γοήτευσαν. Ζώντας σε ένα άθλιο δωμάτιο στον τελευταίο όροφο του παλιού ξενοδοχείου στο Μεταξουργείο, μαζί με άλλους "κράχτες", η Hoffman κρατούσε σημειώσεις για όσα βίωνε και παρατηρούσε και οι σημειώσεις εκείνες έγιναν το προσχέδιο αυτού του τρομερού μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina -ένα ακόμα λογοτεχνικό διαμάντι που έχει ενταχθεί στη συγκεκριμένη εμβληματική σειρά των εκδόσεων Gutenberg.

"Οι Κράχτες" είναι ένα από τα μυθιστορήματα που -παρά τη μη γραμμική τους αφήγηση- διαβάζονται με αμείωτο ενδιαφέρον και αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας πρόταση. Εδώ όλα ξεκινούν με ένα θάνατο στην πολύ αρχή αλλά η Hoffman είναι μια τόσο δεινή αφηγήτρια και συγγραφέας που έχει πολλούς άσους στο μανίκι για το παρακάτω της ιστορίας (το παρελθόν, το παρόν, τα μελλοντικά υπονοούμενα).

Σαφώς πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικών στοιχείων  μυθοπλαστικό έργο βασισμένο στην εποχή που η Hoffman πρωτοήρθε στην Αθήνα και περιλαμβάνει τις εμπειρίες της ως δεκαεννιάχρονου κοριτσιού που τα έβγαλε πέρα ζώντας σε μια επικίνδυνη περιοχή του αθηναϊκού κέντρου, ζώντας στα άκρα, μαζί με / ανάμεσα σε σχεδόν συνομηλίκους της - λαθρεπιβάτες της γης και του κόσμου.

Αθήνα, 1988. Ένα ζευγάρι νεαρών Άγγλων, ο μαύρος μποξέρ και ποιητής Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερ δουλεύουν ως κράχτες για το ξενοδοχείο Olympos, κοντά στον σταθμό Λαρίσης, με αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους δωρεάν διαμονή και ελάχιστο οικονομικό κέρδος. "Τσιμπάνε" ανυποψίαστους τουρίστες από τον σταθμό των τραίνων και τους φέρνουν ως πελάτες στο παρακμιακό ξενοδοχείο. Θα συναντήσουν την - νεόφερτη στην Αθήνα- Αμερικανίδα Μπράιντι (alter ego της Cara Hoffman) και θα την βάλουν στην "ομάδα" τους για να δουλέψει μαζί τους.  Η αγάπη τους για την αντισυμβατική ζωή και τη λογοτεχνία θα τους ενώσει.  Ο Μάιλο, ο Τζάσπερ και η Μπράιντι θα σχηματίσουν στον τρεμάμενο προσωπικό τους χάρτη μια έρημο σε τριγωνικό σχήμα, θα γίνουν ένα τρίγωνο που θα αποβεί καθοριστικό και μοιραίο για τις ζωές τους.

Οι Κράχτες: μαύρα πουλιά σε σύρματα σκουριασμένα με το προνόμιο της πνευματικής ελευθερίας στα φτερά τους. Ελεύθεροι και κυνηγημένοι, "τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό, ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό παράξενα παιδεύει το μυαλό τους".*
 
Πίνουν, μεθούν, λειτουργούν εν θερμώ, θυμούνται, λησμονούν, διψούν για το φως του κόσμου που ακόμα δεν τους (ε)ξημέρωσε, κάνουν σχέδια τα οποία βουλιάζουν σαν παιδικά χάρτινα καραβάκια μέσα σε ωκεανούς αλκοόλ.

Είναι νέοι, αμφισβητίες, μποέμ, ονειροπόλοι, πεζοί και ποιητικοί, τρυφεροί και βίαιοι, περιμένουν να συμβεί κάτι, κάτι ν' ανθίσει μέσα απ' τις στάχτες κι απ' τα σκουπίδια.

Αρνούνται θεσμούς και κοινωνικές συμβάσεις. Είναι σημαδεμένοι από τη μέσα τους φθορά, απ' του κόσμου τη φθορά, των επαναστάσεων το αίμα τ' άδικο., από το "εδώ" και το "πουθενά". Είναι αντιρρησίες, λογικοί και παράλογοι, παράτολμοι, μοναχικοί, γήινοι και τόσο απόκοσμοι, συμμετέχουν σε παράνομες δραστηριότητες και σε μια τρομοκρατική επίθεση.

Η ιστορία ξεκινά από το παρόν (κοντινό, μακρινό, τι σημασία έχει;) και από τον θάνατο του Τζάσπερ μια εβδομάδα πριν η Μπράιντι επιστρέψει στην Αθήνα, (προφανώς οι κρίκοι της αλυσίδας που συνέδεαν τους Κράχτες, κάποια στιγμή έσπασαν και οι δρόμοι τους πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις) κι από εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας που κινείται μπρος αλλά και πίσω. Η εξιστόρηση δεν είναι ευθύγραμμη, μετακινείται στο χρόνο, σε τρεις διαφορετικές αφηγηματικές οδούς και σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία.
 
Το ένα κομμάτι της αφήγησης (σε πρώτο πρόσωπο) αφορά στιγμές από τα παιδικά χρόνια της Μπράιντι στην Αμερική και στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και το οποίο διαμόρφωσε ως ένα βαθμό την προσωπικότητά της.
 
Το δεύτερο κομμάτι (επίσης σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενικού και πληθυντικού αριθμού) σχετίζεται με το διάστημα που η Μπράιντι ήταν στην Αθήνα μέλος της ομάδας των κραχτών.

Το τρίτο μέρος, με αφήγηση που μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη, λαμβάνει χώρα χρόνια αργότερα και ακολουθεί την πορεία του Μάιλο που έχει φύγει από την Αθήνα και από το παρελθόν του ως κράχτης κι έχει βρει καταφύγιο σε ένα μικρό ελληνικό νησί, σε ένα δανεικό σπίτι, με τα βιβλία του, με θέα το γαλάζιο, το γκρίζο και το διάφανο κενό της θάλασσας, υπό τον ήχο των κυμάτων.

Η Hoffman, με απόλυτη ισορροπία και δεξιοτεχνικές κινήσεις, με ζωντάνια και ακρίβεια, δημιουργεί μια σφιχτοδεμένη, καλοζυγισμένη πλοκή σε τρεις αφηγηματικούς δρόμους, ιχνηλατεί με απίστευτη ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, ζωντανεύει μια όχι πολύ μακρινή εποχή ,τόσο αθώα αλλά και σκληρή ταυτόχρονα, και παραδίδει ένα σημαντικό σύγχρονο μυθιστόρημα κινηματογραφικής αισθητικής και τεράστιας αφηγηματικής δομής και δύναμης.

Το πρωτότυπο εδώ, στους "Κράχτες", είναι ότι έχουμε μεν ένα λογοτεχνικό έργο -γραμμένο από ξένο συγγραφέα-που η δράση του εκτυλίσσεται στην Ελλάδα αλλά δεν είναι ένα μυθιστόρημα - ύμνος στην ελληνική ομορφιά, στα ειδυλλιακά τοπία, στους καλοκαιρινούς έρωτες με φόντο αιγαιοπελαγίτικα ηλιοβασιλέματα με τουρίστες ξέγνοιαστους που ερωτεύονται και τραγουδούν ύμνους για την αγάπη κάτω από το φως του φεγγαριού.

Εδώ οι έρωτες είναι καταδικασμένοι, εδώ υπάρχουν σκιές, εδώ υπάρχει ζωή στο περιθώριο, εδώ οι ήρωες ζουν εν μέσω καύσωνα, παρανομίας, παρακμής, διαρκών μετακινήσεων, φόβου, απόγνωσης που καταβροχθίζει την παραμικρή υποψία ελπίδας. Οι ήρωες τρέχουν ("Running", είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο), έρχονται, φεύγουν (με δυσκολίες επικοινωνίας, τα κινητά και το διαδίκτυο δεν υπήρχαν ακόμα) γυρεύοντας κάτι απ' τον χαμένο εαυτό τους, διψασμένοι γι' αυτό που ακόμα δεν είδαν και δεν άγγιξαν.

Από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της τρέχουσας χρονιάς. Αισθαντικό, δυνατό, γλυκόπικρο κείμενο γραμμένο τεχνηέντως από την Cara Hoffman -η οποία μοιράζει τον χρόνο και τη ζωή της μεταξύ Νέας Υόρκης και Εξαρχείων- , που είχε την τύχη να πέσει στα επιδέξια μεταφραστικά χέρια του Παναγιώτη Κεχαγιά.
 
Ένα μυθιστόρημα - ύμνος στην ελευθερία άνευ όρων, στη νιότη και στο τραγούδι της μέσα στο πέρασμα του χρόνου, στα ναυαγισμένα όνειρα, με ένα αφηγηματικό σύμπαν σαν καταραμένη και καταπραϋντική μεταμεσονύχτια προσευχή. 
 
 
Εκδόσεις  Gutenberg / σειρά  Aldina

 
* (στίχοι του Νίκου Γκάτσου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου