Σημειώσεις πρόχειρες, βιαστικές, φαινομενικά ασήμαντες και ασύνδετες μεταξύ τους που αποτυπώνουν σκόρπιες σκέψεις, θραύσματα μνήμης και χιονονιφάδες στιγμών και γεγονότων, αρωμάτων, ήχων, -άθροισμα πενήντα ετών ζωής από την εφηβεία, την ενηλικίωση και την ωριμότητα- καταγράφονται στις λευκές σελίδες ενός μπλε τετραδίου. Οι σελίδες είναι ο λαβύρινθος και τα γραφόμενα είναι ο μίτος που συνδέει ταχύτατα εναλλασσόμενες θολές εικόνες που κινούνται η μία μέσα στην άλλη, η μία πίσω από την άλλη προς την έξοδο, την αλήθεια και το φως προτού χαθούν οριστικά στη λήθη.
Και μια λέξη που ηχεί κι ανθίζει στο χάος του νού: Σεβρέζ. Ένα πριγκιπάτο, μια δασική περιοχή με λίμνες και πάρκα νοτιοδυτικά του Παρισιού. Κι ένα τραγούδι απ' τα παλιά που οι στίχοι του υψώνονται ξαφνικά σαν κύματα από τη ναρκωμένη θάλασσα της μνήμης. Και ο ήρωας του παρόντος μυθιστορήματος, Ζαν Μποσμάν, που ένα απόγευμα καλοκαιριού βρίσκεται τυχαία στην κοιλάδα της Σεβρέζ και έχει την αίσθηση ότι θυμάται δρόμους, χωριά, κτίρια, μυρωδιές, τοπία κι ένα σπίτι στην οδό Ντοκτέρ - Κυρζέν στο οποίο έζησε όταν ήταν παιδί.
Και ο εξέχων, πολυβραβευμένος Γάλλος στυλίστας Πατρίκ Μοντιανό που επιστρέφει στην εγχώρια αγορά μέσω των εκδόσεων Πόλις που τα τελευταία χρόνια εκδίδουν συστηματικά, με φροντίδα και συνέπεια τα έργα του και που με το "Chevreuse" σηματοδοτούν την έναρξη της νέας τους φθινοπωρινής εκδοτικής παραγωγής στην πεζογραφία με τον καλύτερο τρόπο.
Τιμημένος από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2014, ο Πατρίκ Μοντιανό επανέρχεται με το "Chevreuse" ξανά -τόσο εκρηκτικά κι αθόρυβα μαζί, τόσο αριστοτεχνικά, σιγανά και μελαγχολικά- στο ζήτημα της μνήμης και του χρόνου που φεύγει και δημιουργεί με την πένα του φαντάσματα και άλυτους γρίφους από το παρελθόν που έρχονται και επανέρχονται απρόσμενα σαν στρόβιλοι ανέμου και ταράζουν τα λιμνάζοντα ύδατα του παρόντος. Ο Μοντιανό έγραψε και γράφει μικρά κομψά αριστουργήματα με αυτοβιογραφικά στοιχεία και καταφέρνει επάξια να μεταμορφώνει την ταυτότητα, τη μνήμη και τη νοσταλγία σε υψηλή λογοτεχνία με ύφος λιτό και προσεγμένο, αποστασιοποιημένο και ουσιαστικό, αποφεύγοντας κλισέ και μελοδραματισμούς, πάντοτε όμως με μια θλίψη διάχυτη που αναμειγνύεται με τη γλύκα της ζωής. Σε όλα του τα ολιγοσέλιδα και μεγάλης σπουδαιότητας έργα του αναζητά ταυτότητες, πρόσωπα και μνήμες. Γράφει για τις οδυνηρές επιστροφές και ανασκαφές στην περίοδο της παιδικής ηλικίας, αναμοχλεύει την ατομική και συλλογική μνήμη και, άφοβα, κάνει κατάδυση στα σκοτεινά νερά του χρόνου.
Δικαίως χαρακτηρίστηκε από κριτικούς ως ο Μαρσέλ Προύστ των καιρών μας και αυτός ο χαρακτηρισμός τον ακολουθεί έντονα και στο "Chevreuse".
'Οπως και στον Προύστ, η μνήμη βγαίνει από τη λήθη της με αφορμή μια ασήμαντη λεπτομέρεια ή μια σειρά τυχαίων γεγονότων, έτσι και εδώ, ένας ήχος, μια καγκελόπορτα, ένα ρολόι χειρός του αμερικανικού στρατού, μια λέξη, μια φράση, οι στίχοι ενός παλιού τραγουδιού, μια φωνή, ένας ψίθυρος, η φλόγα ενός αναπτήρα, ένα πρόσωπο που φέρνει στο νού ένα άλλο πρόσωπο, ένα όνομα που θυμίζει ένα άλλο όνομα, ένα ξενοδοχείο, μια οδός, ένα κλεμμένο ημερολόγιο, μια διαδρομή με το αυτοκίνητο προς την κοιλάδα της Σεβρέζ. Όλα απροσδιόριστα χρονικά, όλα μοιάζουν με ασήμαντες λεπτομέρειες που "παρέμεναν σε χειμερία νάρκη στη νύχτα των καιρών".
Η Καμίλ και η Μαρτίν είναι δυο γυναικείες φιγούρες που συνοδεύουν τον Μποσμάν -alter ego του Μοντιανό- σ΄ αυτή την περιήγηση στα περίχωρα της Σεβρέζ και στο παλιό σπίτι που ο ίδιος είναι βέβαιος ότι πέρασε εκεί ένα μέρος των παιδικών του χρόνων. Κι αυτή είναι η αρχή μιας αναζήτησης για το τί περίεργο και οδυνηρό συνέβη τότε, όταν ήταν παιδί. σ' εκείνο το σπίτι.
Τέσσερις ανδρικές φιγούρες -ο Μισέλ Ντε Γκαμά, ο Ρενέ - Μαρκό Εριφόρ, ο Φιλίπ Χέιγουορντ και ο Γκι Βενσάν- μυστηριώδεις, "επικίνδυνοι και ηλίθιοι", που κάποτε γνωρίστηκαν στις φυλακές του Πουασί, συμβάλλουν στην ένταση του μυστηρίου καθώς οι φωνές τους και οι μορφές τους αναδύονται και εμφανίζονται στην πραγματικότητα (ή στη φαντασία) του Μποσμάν, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν ή να αποκρύψουν τί ήταν αυτό που είδε ο μικρός Μποσμάν με τα ίδια του τα παιδικά μάτια.
Ο Μποσμάν αντιλαμβάνεται πως τα γεγονότα, οι τοποθεσίες και οι χρονολογίες δεν συναρμολογούνται μεταξύ τους και απέχουν από τις αναμνήσεις του και τα πρόσωπα που συναντά έχουν ντυθεί τη σιωπή και την ομίχλη.
Περιφέρεται σαν υπνοβάτης, κάτω απ΄τη βροχή, μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, με βήματα άλλοτε σταθερά κι άλλοτε ασταθή σε δρόμους ανοιχτούς που καταλήγουν σε αδιέξοδο. Νιώθει ότι γύρω του υφαίνεται ένας πυκνός ιστός αράχνης. Κι ένα παλιό μυστικό ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, τυλίγεται και ξετυλίγεται στην μαύρη αγκαλιά της μνήμης.
Ο χρόνος είναι ρευστός. Το παρελθόν δεν γυρίζει πίσω και ο Μποσμάν αδυνατεί να μεταφερθεί σε αυτό προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα και να βιώσει ή να αλλάξει τα γεγονότα. Κι έτσι το παρελθόν γίνεται καρδιά που χτυπά σε λευκό χαρτί και γίνεται μυθιστόρημα και ο Μποσμάν αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, σε μια σπειροειδή αφήγηση, και κατ΄ αυτό τον τρόπο ανοίγει μια πόρτα προς το εργαστήριο του συγγραφέα για όσα τον ώθησαν να γράψει και για τις σιωπές που αποκτούν σχήμα λέξεων και μπαίνουν σε παράταξη και φτιάχνουν μια ιστορία και μια ζωή απ' την αρχή.
Λέξη τη λέξη, οι απωθημένες αναμνήσεις αρχίζουν να αναδεύονται. Ο Μποσμάν φεύγει από το Παρίσι με προορισμό το Σεν Ραφαέλ για να ξεφύγει από τις τρομακτικές σκιές που τον καταδιώκουν κι από μια μόνιμη αίσθηση απειλής, να βάλει σε τάξη τα σκόρπια κομμάτια σκέψεων και αναμνήσεων. Στο Σεν Ραφαέλ, κάτω από τον λαμπερό ήλιο, καταγράφει όσα είδε, μάντεψε ή φαντάστηκε και ό,τι θεωρούσε επικίνδυνο το μετατρέπει σε μυθιστορηματικό ήρωα και σκηνικό. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, τίποτα πια δεν είναι ίδιο. Όλα είναι μετέωρα στην αιώρα του χρόνου μεταξύ ονείρου, παραίσθησης και πραγματικότητας και τα πρόσωπα που συνάντησε ίσως τελικά να αποτελούν πλάσματα της συγγραφικής του φαντασίας.
Το "Chevreuse" είναι μια νουάρ αποχρώσεων μυθιστορηματική μελέτη για την αναζήτηση του χαμένου χρόνου.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, αυτός ο σπουδαίος μας μεταφραστής, απέδωσε στην ελληνική γλώσσα θαυμάσια, ήσυχα, ευλαβικά, με σεβασμό και προσήλωση την μελαγχολική, μεθυστική, ήσυχη, ατμοσφαιρική και απαράμιλλη πρόζα του Πατρίκ Μοντιανό για τις αναμνήσεις που εμφανίζονται όπως τα παράξενα λουλούδια στην επιφάνεια των κοιμισμένων νερών.
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου