Πλησιάζω στην ηλικία που ήταν ο αδερφός μου όταν πέθανε. Ίσως γι' αυτό τον τελευταίο καιρό τον σκέφτομαι ξανά συχνότερα, σκέφτομαι τα χρόνια που η ασθένειά του έκανε ολοένα πιο αισθητή την παρουσία της, τότε που αρχικά ήρθαμε πιο κοντά μέχρι που άξαφνα χαθήκαμε...Αυτή είναι η έναρξη του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Heinz Helle, "Η υπέρβαση της βαρύτητας", που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο από τις εκδόσεις Gutenberg στην εξαιρετική σειρά Aldina.
Χωρίς παραγράφους, χωρίς κεφάλαια, χωρίς πολλά σημεία στίξης, με τους χρόνους σε διαρκή εναλλαγή και με πυκνό, μακροπερίοδο λόγο που πάραυτα διατηρεί μια εκπληκτική μουσικότητα. Ο Helle δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης γερμανικής πεζογραφίας, -το οποίο απέσπασε το Βραβείο Literaturpreis der Stadt Bremen το 2019 ενώ το 2018 μπήκε στη βραχεία λίστα του Schweizer Buchpreis- με περιεχόμενο εκρηκτικό, με φλέγοντα ανθρώπινα ζητήματα, με μια συγκλονιστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, υψηλή αφηγηματική τεχνική, αξιοζήλευτο συμπυκνωμένο ύφος, φιλοσοφικές προεκτάσεις και με τεράστιο συναισθηματικό αντίκτυπο. Μικρής έκτασης -σχεδόν 200 σελίδες-, μεγάλης σημαντικότητας απαιτητικό ανάγνωσμα, είναι από τις περιπτώσεις λογοτεχνικών έργων που προκαλούν εσωτερική μέθη, αφήνουν πίσω τους αμέτρητα ίχνη θλίψης και ερωτήματα για ό,τι ζήσαμε, ζούμε, επιθυμούμε, συλλογιζόμαστε και πράττουμε. Τα κυρίαρχα μοτίβα στην "Υπέρβαση της βαρύτητας" είναι το Κακό που συχνά υπερβαίνει το Καλό, η απώλεια σε κάθε μορφή της, οι σωστές και οι λάθος αποφάσεις που χτίζουν και γκρεμίζουν δρόμους στη ζωή, τα "γιατί" και τα "πώς" και τα σταυροδρόμια τους, η ατομική και συλλογική ενοχή, ο φόβος (πολιτικός, κοινωνικός, ψυχολογικός, ιστορικός) που "τρώει τα σωθικά", εξουσιάζει, παραλύει και οδηγεί στην υποταγή στην αγέλη και στην ανημπόρια, οι δεσμοί αίματος, οι οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες και ο ρόλος τους στην εξέλιξη του ατόμου, η αναζήτηση και κατοχή ταυτότητας, η πατρότητα, η βία και ο ανθρώπινος πόνος που υφίσταται πάντα ακόμα και μέσα σε σύντομα διαλείμματα χαράς.
Πρωταγωνιστές της ιστορίας του Helle είναι δυο ανώνυμοι άνδρες, δυο ετεροθαλή αδέρφια που ένα παγωμένο βράδυ συναντιούνται, τριγυρίζουν στους δρόμους και μπαινοβγαίνουν στα μπαρ του Μονάχου, -από το ένα μπαρ στο άλλο σε αναζήτηση ζεστασιάς και εγγύτητας- πίνουν άφθονο αλκοόλ μιλώντας για τον θεσμό της οικογένειας, για τις τέχνες και τη φιλοσοφία, για τις ενοχές που κουβαλούν ως Γερμανοί πολίτες (με το τραύμα που χάσκει ανοιχτό σε όλους τους Γερμανούς μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) και ως άνθρωποι (έχοντας "βαρύ" οικογενειακό ιστορικό καθώς ο πατέρας του μεγάλου αδερφού εγκατέλειψε κάποτε τη γυναίκα του και τον ίδιο, γιατί ερωτεύτηκε τη γυναίκα που έγινε η μητέρα του μικρού). Ή για να το θέσουμε πιο σωστά, δεν είναι ακριβώς συνομιλία αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους, εφόσον ο μεγάλος αδερφός είναι αυτός που μιλάει ακατάπαυστα, που μονολογεί πυρετικά, παραληρηματικά, καταιγιστικά, κυρίως με θυμό και απόγνωση και ενίοτε με συγκινητική τρυφερότητα ενώ ο μικρότερος αδερφός ακούει, παρακολουθεί, γνέφει συγκαταβατικά και σχολιάζει με επιφύλαξη. Αυτό το βράδυ είναι το τελευταίο τους. Αυτή η συνάντηση είναι η τελευταία τους. Κανείς από τους δυο δεν γνωρίζει και δεν φαντάζεται πως δεν θα υπάρξει μια επόμενη.
Οι -υπό μέθη- ασθματικοί μονόλογοι του μεγάλου αδερφού είναι ανακατασκευασμένοι από τον μικρό, που είναι και ο αφηγητής του μυθιστορήματος, αφορούν όσα μπορούν να απασχολούν και να τριβελίζουν τη σκέψη κάθε ευαίσθητου όντος και προκαλούν σοβαρούς προβληματισμούς για τον σύγχρονο κόσμο, την ανυπαρξία ενός κράτους δικαίου, τον ατομικισμό και την συλλογικότητα, την ομορφιά που λάμπει κάτω από τις στάχτες της κάθε χώρας παγκοσμίως, τα προδομένα ιδανικά, την εξάπλωση της αγάπης και της ελπίδας, για τη θανάσιμη μοναξιά του ενός, των πολλών, των εθνών, την μεταβίβαση ευθυνών, τους μηχανισμούς τιμωρίας και συγχώρεσης, τη συλλογική κατάθλιψη, τα εγκλήματα του βιαστή και δολοφόνου παιδιών Μαρκ Ντιτρού (το τέρας του Βελγίου, όπως τον αποκάλεσαν), το τέρας του ναζισμού, τα τέρατα της καθημερινότητας με το ανθρώπινο πρόσωπο (άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ισλαμιστές, τραπεζίτες, πολιτικοί), το Ολοκαύτωμα, την Τρεμπλίνκα, το Στάλινγκραντ, τον Χίτλερ, για ερωτήματα όπως: "πώς στο καλό να περιγράψουμε, να διακηρύξουμε, να καταλάβουμε ότι τελικά νιώθουμε σαν στο σπίτι μας στον μεγάλο, βαρετό, θορυβώδη, παρδαλό, απέραντο χώρο ανάμεσα στη μοναξιά και στον πόλεμο;", για τις καθημερινές πληγές που βαθαίνουν χωρίς να γιατρεύονται, το ιστορικό τραύμα και την ευθύνη να φέρει κανείς ένα παιδί στον κόσμο. (Ο μεγάλος αδερφός περιμένει παιδί από μια πόρνη που ερωτεύτηκε, ξέρει ότι δεν είναι δικό του αλλά θέλει να το μεγαλώσει εκείνος.) Όλα τα παραπάνω θέματα εκτοξεύονται από τα χείλη του μεγάλου αδερφού, συχνά συγχωνεύονται και μπερδεύονται μέσα στην ομίχλη των τσιγάρων, του αλκοόλ και σκόρπιων άλλων θεμάτων που ζητούν να πάρουν σχήμα σε προτάσεις και ιδέες.
Ο μεγάλος αδερφός είναι γενναίος και ρομαντικός, φλεγόμενος ιδεαλιστής και ανθρωπιστής, καταθλιπτικός και αλκοολικός. Έχει την τάση να σκαλίζει το χώμα των πραγμάτων για να βρει τις ρίζες τους, να ψάχνει για λύσεις σε υπαρξιακούς γρίφους. Βαθιά μέσα του διατηρεί την ελπίδα ότι δεν μπορεί να έχουν όλα καταρρεύσει. Ο μικρότερος είναι εσωστρεφής, ορθολογιστής, γήινος, πιο αποστασιοποιημένος. Καταγράφει τα όσα ακούει και, μονάχα όταν ο μεγάλος αδερφός πεθαίνει ολομόναχος και τσακισμένος απ΄το ποτό και τον καρκίνο, ανασυνθέτει τους μονολόγους του και ουσιαστικά τον γνωρίζει για πρώτη φορά μέσα από το μακρύ, επίπονο μονοπάτι της κατανόησης. Παρά το όσα χώρισαν τις τροχιές τους, η αδερφική τους σχέση αναβαπτίζεται, αποκτά ισχύ και χτίζεται από την αρχή ξανά.
Περίπου οχτώ χρόνια μετά τον ξαφνικό χαμό του μεγάλου, ο νεότερος αδερφός-αφηγητής διαχειρίζεται το πένθος, τις ενοχές του για την απόσταση που κρατούσε τόσα χρόνια από εκείνον -κι έτσι χάθηκαν στιγμές, ώρες πολύτιμες, κουβέντες, μοιράσματα, αγκαλιές και βλέμματα- αποδέχεται το παρελθόν, αναπολεί τις θεωρίες και τους συλλογισμούς του νεκρού, προσπαθεί να κατανοήσει τι επιθυμούσε ο αδερφός του απ' τον κόσμο, τι επιθυμεί ο ίδιος από τον κόσμο. Εν μέσω προσωπικών σημειώσεων και κειμένων του μεγάλου, εν μέσω φωτογραφιών, τύψεων, εναλλασσόμενων συναισθημάτων, εν μέσω βροχής, καταιγίδας, δαιμόνων και ζωής που συνεχίζεται, ο νεότερος αδερφός, πατέρας πλέον ενός παιδιού, ολοκληρώνει συμβολικά την αφήγησή του υπό τον ήχο μπουκαλιών που σπάνε σε χιλιάδες θραύσματα μέσα σε κάδο ανακύκλωσης.
Δυο αδέρφια βυθισμένα σε μια τελευταία τους μεθυστική και μεθυσμένη, παγωμένη νύχτα που δίνει σκυτάλη σε ένα φωτεινό ξημέρωμα και ρίχνει αχτίδες στη συγκίνηση, στη δροσιά και την ουσία του κόσμου και σε μια ανείπωτη πικρία για ό,τι δεν έγινε, με μια εικόνα τελευταία στην απέναντι πλευρά μιας διασταύρωσης.
Η Λένια Μαζαράκη υπογράφει την εισαγωγή και την αριστοτεχνική μετάφραση σε αυτό το συνταρακτικό και άρτιο -από κάθε άποψη- μυθιστόρημα που αφήνει τον αναγνώστη άναυδο για όσα σημαντικά ζητήματα, συναισθήματα και ανθρώπων έργα κατάφερε ο Heinz Helle να εγκιβωτίσει σε ένα ευσύνοπτο κείμενο.
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου