Νεοσύστατες και ξεχωριστές, οι εκδόσεις Κυψέλη, εδώ και τρία περίπου χρόνια από το ξεκίνημά τους, έχουν βρει αναγνώστες συνοδοιπόρους και έχουν ήδη καταφέρει να αφήσουν το δικό τους προσωπικό στίγμα στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο με τις ιδιαίτερες, ανήσυχες και σημαντικές τους προτάσεις σε ελληνική και ξένη πεζογραφία και ποίηση, με επανεκδόσεις σπουδαίων έργων ("Σανταράμ" του Gregory David Roberts και "Το τέρας των Χόκλαϊν" του Richard Brautigan), με την ποιητική ανθολογία του Παντελή Ροδοστόγλου (των Διάφανων Κρίνων) "Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα", και γενικά με φωνές που έχουν να πουν πολλά πέρα από τα καθιερωμένα.
Ανάμεσα στον κατάλογο των εκδόσεων Κυψέλη βρίσκεται και το πολύ πρόσφατο και έξοχο δείγμα λογοτεχνίας "Μαλαέρμπα" του Μανουέλ Χαμπόις, που απέσπασε το Βραβείο Alfaguara 2019 και που αποτελεί το πρώτο έργο αυτού του θαυμάσιου Ισπανού συγγραφέα που μεταφράζεται στη γλώσσα μας.
Ο Χαμπόις δίνει φωνή σε ένα δεκάχρονο αγόρι το οποίο, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, παρατηρεί, καταγράφει και εκφράζει την ομορφιά και την ασχήμια του κόσμου γύρω του κι εντός του από τα δικά του μάτια και τη δική του προσωπική αίσθηση.
Είναι ένα πρωινό μιας νέας σχολικής χρονιάς στην Ποντεβέδρα, αρχές της δεκαετίας του '90. Ο μικρός αφηγητής, Μίστερ Ταμπουρίνο ή Τάμπου και η δεκατριάχρονη αδερφή του, Ρέμπε, πηγαινοέρχονται μέσα στο σπίτι τους με την έξαψη και την υπερένταση που διακατέχουν τα παιδιά εν όψει μιας νέας αρχής.
Ο ενθουσιασμός τους διαλύεται όταν ο πατέρας τους καταρρέει στο δωμάτιό του, πέφτει αναίσθητος σαν νεκρός ενώ η μητέρα λείπει. Έρχεται το ασθενοφόρο και τον παραλαμβάνει.
Ο ένοικος του επάνω ορόφου, Αρμάντο, παίρνει τα δυο αδέρφια στο διαμέρισμά του και εκεί, ο Τάμπου και η Ρέμπε θα γνωρίσουν τα σχεδόν συνομήλικά τους παιδιά του Αρμάντο, τον Έλβις και την Κλαούντια. Μια δυνατή φιλία θα αναπτυχθεί ανάμεσα στα δυο αγόρια με τα παράξενης προέλευσης ονόματα. Και οι δυο τους, ο Τάμπου και ο Έλβις, έχουν ένα μπαμπά στο σπίτι. Ο Τάμπου έχει και μια μαμά ενώ η μαμά του Έλβις απουσιάζει από το σπίτι και από τη ζωή του.
Τα δυο αγόρια απολαμβάνουν την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας και την γλυκόπικρη καθημερινότητά τους, βιώνουν τις παρουσίες και τις απουσίες προσώπων και το μυστήριο των μεγαλύτερών τους δίχως να έχουν πλήρη επίγνωση των καταστάσεων. Και αρχίζουν να έρχονται αντιμέτωποι με την σκληρότητα των συνομηλίκων τους και του μικρόκοσμου που τους περιβάλλει. Ζουν μαζί τη μεταβατική περίοδο από την παιδική ηλικία προς την εφηβεία εκεί όπου λαμβάνουν χώρα πράγματα και γεγονότα που δεν έχουν εξήγηση και γεννιούνται συναισθήματα που δεν μπορούν να αποτυπωθούν γιατί δεν έχουν ακόμα όνομα και διεύθυνση. Σταδιακά, η αθωότητα μετατρέπεται σε ενοχή και βία, τα παιδικά παιχνίδια χάνουν τους κανόνες τους, η απώλεια είναι καρφί σκουριασμένο στην καρδιά και η νύχτα έχει τρυφερότητα, σύγχυση, αμηχανία, χείλη που καίνε κι ένα ρίγος στο σώμα.
Ο Τάμπου μέσω της ελλειπτικής, σπασμωδικής, ευρηματικής και συγκινητικής αφήγησής του -που φαινομενικά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη, όπως πολύ συχνά αποπροσανατολιστικές είναι οι σκέψεις ενός παιδιού είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο- αποτυπώνει τις σκέψεις του, τις ανησυχίες του, τους φόβους του, τις οικογενειακές στιγμές στο σπίτι, τις σχολικές του επιδόσεις και τις σχέσεις του με τους καθηγητές και τους συμμαθητές του, την αγάπη του για όσους αγαπά πολύ, τις εμπειρίες του, τα ακατανόητα και ανέκφραστα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα και τις άμυνές του απέναντι σε ό,τι και όποιον τον πληγώνει. Μιλά για τη συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξή του, για τη μοναξιά που δεν έχει σχήμα και αφή, για τους καιρούς που φεύγουν και δεν γυρίζουν πίσω, για τα σωστά και τα λάθη -για ό,τι θεωρείται σωστό, για ό,τι θεωρείται λάθος-, για την κατάρρευση του οικογενειακού οικοδομήματος, για την τρυφερή και αιχμηρή "πρώτη φορά" των πραγμάτων, για τον μυθικό, αόρατο "κακό" της περιοχής τον Μαλαέρμπα που προκαλεί τρόμο, (Malaherba, σύνθετη λέξη στα ισπανικά, από το επίθετο mala=κακός, άθλιος και το ουσιαστικό herba=καρπός, σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει "παράσιτο"), για την αδερφική αγάπη, για τους ανθρώπους πρότυπα, για το τι σημαίνει για ένα παιδί να μεγαλώνει σε ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον και να προσπαθεί να κατανοήσει τις ακατανόητες συνομιλίες των μεγάλων. Αναφέρεται στην ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας, στην αίσθηση της θλίψης, του επικείμενου αποχωρισμού, της ασθένειας, του έρωτα και του θανάτου, της βαθιάς αγάπης. Και στα μισά "Σ' αγαπώ" που μοιάζουν σαν ανολοκλήρωτες νυχτερινές προσευχές.
Το "Μαλαέρμπα" είναι μια τρυφερή και συγκλονιστική ιστορία απότομης ενηλικίωσης, μια σειρά από στιγμιότυπα που απαθανατίζουν το παράδοξο της παιδικής ηλικίας και τον παραλογισμό του κόσμου των ενηλίκων δια στόματος του αφηγητή Τάμπου και δια χειρός του ευφυούς και οξυδερκούς Μανουέλ Χαμπόις που, μέσω του ήρωά του, παρατηρεί, αναλύει, σατιρίζει και βυθίζεται στην πιο απόκρυφη πτυχή της καθημερινότητας της καρδιάς μιας μικρής κοινωνίας και της καρδιάς ενός παιδιού.
Ο Χαμπόις, με μια γρήγορη, ζωντανή και σπαρακτική πρόζα, απελευθερώνει αναμνήσεις, μελετά το στάδιο της παιδικής ηλικίας εκεί όπου υπάρχουν τα υλικά για να χτιστεί σε γερά ή και σε σαθρά θεμέλια η ταυτότητα ενός ανθρώπου, οι αξίες του, οι δρόμοι του και φωτίζει στιγμές, δάκρυα και σκοτεινά δωμάτια.
Δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα στον κόσμο από το να σου συμβαίνουν διάφορα όταν είσαι μικρός και να μην ξέρεις τι ακριβώς είναι, και όταν πια σου λένε τι είναι, το μίσος σου να 'χει στερέψει και το μόνο που αισθάνεσαι πια είναι απέραντη θλίψη. Κι ο Θεός γνωρίζει πολύ καλά ότι η θλίψη είναι πιο επικίνδυνη από το μίσος, γιατί το μίσος μπορεί να καταστρέψει αυτό που μισείς, η θλίψη όμως τα καταστρέφει όλα. (σελ. 33)
Η Καλυψώ Αγγελοπούλου, στην μετάφραση από την ισπανική γλώσσα, απέδωσε εξαιρετικά όλο το φως και το σκοτάδι αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου