Το εμβληματικό αυτό έργο του φημισμένου Ιάπωνα συγγραφέα Osamu Dazai ήταν και είναι από τα πιο ευπώλητα βιβλία στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, δημοσιεύτηκε το 1948, κάνοντας αίσθηση και σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, όπου κι αν μεταφράστηκε αργότερα. Στη χώρα μας, μεταφρασμένο υποδειγματικά κατευθείαν από την ιαπωνική γλώσσα από τον Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο, μόλις κυκλοφόρησε στην εκλεκτή σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg εγκαινιάζοντας την έναρξη της νέας βιβλιοπαραγωγής του φετινού φθινοπώρου.
Μικρής έκτασης, τεράστιου βάθους, ζοφερής ατμόσφαιρας, αυτό το σπουδαίο μεταπολεμικό μυθιστόρημα ακολουθεί με θαυμαστή οικονομία λόγου την πορεία ενός ανθρώπου από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωσή του περιγράφοντας τα στάδια της αυτοκαταστροφής του.
Ημι - αυτοβιογραφικό, όπως χαρακτηρίστηκε, το "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" ξετυλίγει και αποκαλύπτει τα γεγονότα ζωής του κεντρικού χαρακτήρα Γιόζο (γι' αυτόν, ζωή = πηγή αμαρτίας) που ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν τη σύντομη ζωή του συγγραφέα.
Η ιστορία ξεκινά με τρείς φωτογραφίες και τρία σημειωματάρια που πέφτουν τυχαία στα χέρια ενός άγνωστου άντρα (του συγγραφέα, εν προκειμένω) ο οποίος εμφανίζεται στην εισαγωγή και στον επίλογο του μυθιστορήματος και σχολιάζει το εικονιζόμενο πρόσωπο στις φωτογραφίες σε τρείς διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κι έπειτα, η φωνή του Γιόζο παίρνει το λόγο ξεπηδώντας μέσα από τα προσωπικά του σημειωματάρια και η συνταρακτική αφήγηση αρχίζει: Από παιδί ένιωθε αβάσταχτο το βάρος του κόσμου γύρω του και υπέφερε σαν να βρισκόταν στην κόλαση. Δυσκολευόταν να καταλάβει την ανθρώπινη φύση, είχε έλλειψη ενσυναίσθησης, πάσχιζε να αποφεύγει "τις πολλές κινήσεις και ομιλίες". Με την απουσία του πατέρα και της μητέρας να σημαδεύουν την ψυχή του, χωρίς το συναίσθημα της αγάπης και της στοργής, οι δυστυχίες των άλλων έμοιαζαν αδιάφορες, ακατανόητες και αντιφατικές. Φοβόταν και, στην πορεία, πάντα, φοβάται τους ανθρώπους, δεν καταφέρνει να αποσπαστεί πλήρως απ' αυτούς, αρνείται να φανερώσει τα δικά του αντικρουόμενα συναισθήματα. Και για να αντέξει, μετατρέπεται σε γελωτοποιό, υιοθετεί μια δήθεν ανέμελη εύθυμη συμπεριφορά, εξαπατά τον κύκλο του - οικογένεια, συμμαθητές, δασκάλους - όπως ακριβώς οι άνθρωποι συνηθίζουν να εξαπατούν ο ένας τον άλλο χωρίς ίχνος ενοχής.
Τα χρόνια περνούν. Το κοινωνικό άγχος του Γιόζο υψώνεται σαν πελώριο κύμα που σκεπάζει τις ελάχιστες στιγμές ψυχολογικής σταθερότητας. Τρέμει πάντα τον ίσκιο των ανθρώπων και το ανταγωνιστικό τους περιβάλλον, τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τους κοινωνικούς περιορισμούς. Η διαδρομή του έχει αβέβαια βήματα στο φως και σταθερό πάτημα στο σκοτάδι.
Ο Χορίκι είναι ο φίλος που αποκτά κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και που μυεί τον Γιόζο στον κόσμο των καταχρήσεων, της νύχτας, των γυναικών και των αριστερών ιδεολογιών. Η παρανομία γοητεύει τον Γιόζο αφού η νομιμότητα τον απωθεί. Και το ένα ποτήρι φέρνει το άλλο. Ωκεανοί αλκοόλ.
Ύστερα μπαίνει στο δρόμο του η Τσουνέκο, με την άφωνη δυστυχία της ζωγραφισμένη στο κορμί της και μαζί εκτελούν μια ερωτική απόπειρα αυτοκτονίας. Εκείνη πεθαίνει. Εκείνος ζει, για να συνεχίσει την πεζοπορία στα εδάφη της προσωπικής του απόγνωσης. Προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, γίνεται σχεδιαστής manga, κερδίζει πολλά χρήματα και χάνει όλο και περισσότερο τον εαυτό του. Η κοινωνία - δίπλα του και μακριά του - ένας άνισος αγώνας ανάμεσα σε έναν και έναν άλλο, μια απέραντη θάλασσα που πότε ναρκώνει και πότε ξυπνά απότομα το φόβο του Γιόζο και τον προικίζει με την ομορφιά και τη φρίκη την ίδια στιγμή. Κι εκείνος, βιώνει την προδοσία, βουλιάζει στο αλκοόλ κάθε μέρα και πιο πολύ. Στο κεφάλι του τρέχει ορμητικά ένα ποτάμι από αντικρουόμενες σκέψεις που κανιβαλίζουν η μια την άλλη. Βγαίνει από το σώμα του, γίνεται θεατής του εαυτού του: ούτε θύτης, ούτε θύμα, ούτε μέση, ούτε άκρη. Άνιση μάχη.
Εξιστορεί ωμά και απολύτως ειλικρινά αποσπάσματα από τον βίο του και καθηλώνει, αποτυπώνοντας παράλληλα την εποχή του. Θεωρεί εύκολη λύση το θάνατο γιατί δυσκολεύεται να χτίσει τη ζωή του.
Ζητήματα όπως η κοινωνική απομόνωση, η μανιοκατάθλιψη, οι τάσεις αυτοκτονίας, ο εξοστρακισμός από το κοινωνικό σύνολο και η άρνηση επανένταξης σε αυτό, η αμφισβήτηση των καλών προθέσεων των ανθρώπων, η απόρριψη, ο φόβος, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η εκμηδένιση του εαυτού και των πάντων, δεν είναι πρωτόγνωρα στην παγκόσμια πεζογραφία. Διαβάζοντας κανείς αυτό το "μαύρο διαμάντι" της ιαπωνικής λογοτεχνίας δεν μπορεί να μη φέρει στο νου του τους πρωταγωνιστές / αφηγητές των έργων "Το Υπόγειο" του Φ. Ντοστογιέφσκι, "Ο φύλακας στη σίκαλη" του J. D. Salinger, "Απόψεις ενός κλόουν" του Χάινριχ Μπελ, "Ο λύκος της στέπας" και "Ντέμιαν" του Έρμαν Έσσε, "Ο μύθος του Σισύφου" του Αλμπέρ Καμύ. Αλλά εδώ, στο "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" έχουμε να κάνουμε με μια γραφή υπαινικτική και υπογείως ειρωνική, με χρήση λιτών εκφραστικών μέσων και εναλλαγές μικρών προτάσεων, διαλόγων και μακροπερίοδου λόγου. Εδώ, ο άνθρωπος που από παιδί δεν είχε τα προσόντα για άνθρωπος να υποταχθεί σε κοινωνικές νόρμες, βιώνει ξανά και ξανά το φόβο απ΄ την αρχή του. Κάθε βήμα κοντά στους ανθρώπους τού προκαλεί μια αίσθηση ήττας και τον οδηγεί πίσω στην απομόνωση, στον αρχέγονο φόβο, να ακολουθεί τη σκιά του παραλόγου πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, μια νύχτα πριν ξεσπάσει καταιγίδα. Η ικανότητα πίστης στους ανθρώπους γίνεται θρύψαλα, η παραφροσύνη τον οδηγεί στις ατραπούς της κόλασης. Κάνει την επόμενη απόπειρα φυγής απ' τον κόσμο και μετά εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική.
Άνοιξη ξανά. Ούτε ευτυχισμένος ούτε δυστυχισμένος. Όλα περνούν.
Και στο σκοτάδι, κάπου μακριά αχνοφέγγει κάτι σαν ηλιαχτίδα, κάτι σαν ξημέρωμα.
Μετάφραση: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου