Μια ακόμα από τις εκδοτικές εκπλήξεις που μας περίμεναν προς το τέλος της προηγούμενης χρονιάς είναι η παρούσα νουβέλα, με το εξαιρετικά ιδιαίτερο - νοσταλγικό, κλειστοφοβικό, εξομολογητικό, παραληρηματικό - ύφος της και την άλλο τόσο ιδιαίτερη θεματολογία της, που εντάχθηκε και κυκλοφόρησε στην περίφημη "κίτρινη σειρά" (νουβέλες / διηγήματα) των εκδόσεων Loggia. Ο συγγραφέας, Βασίλης Τσιμπούκης, αν και θεωρείται πρωτοεμφανιζόμενος με την έννοια ότι αυτή είναι η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην ελληνική πεζογραφία με ένα ολοκληρωμένο δικό το έργο, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από μεταφράσεις και επιμέλειες σημαντικών αγγλόφωνων μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν στο παρελθόν από τις εκδόσεις Οδυσσέας. Ποιητής επίσης, με μια ξεχωριστή του ποιητική συλλογή να έχει εκδοθεί περίπου στα μέσα της δεκαετίας του '80. Άρα, έχουμε να κάνουμε με έναν εργάτη των γραμμάτων ο οποίος, εδώ και αρκετά χρόνια, οργώνει, σκαλίζει και καλλιεργεί τον λόγο. Κι αυτό είναι φανερό, εδώ στον "Συγκάτοικο", όπου ο Βασίλης Τσιμπούκης στήνει μια εμπνευσμένη, θαυμάσια καλοδομημένη ιστορία, κάνει χρήση αριστοτεχνικής, ποιητικής, κοφτής και ασθμαίνουσας γλώσσας και δημιουργεί έναν βαθιά μελετημένο χάρτινο ήρωα που είναι ο ίδιος μαζί με έναν άλλον εαυτό που μαζί του συγκατοικεί, συνομιλεί νυχθημερόν, τον ακολουθεί εμμονικά μέσα στην πυκνή ομίχλη του χρόνου από την Ελλάδα στην Ευρώπη και πάλι πίσω, εις σάρκα μία, εις βήμα ένα, σε ανάσες και βιώματα που συγχωνεύονται και μοιάζουν κοινά.
Ο ήρωας του Τσιμπούκη είναι ένας άνδρας μοναχικός, απομονωμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, εμμονικός με το έργο και τη ζωή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης του αρχείου του και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο ανώνυμος ενοικιαστής του διαμερίσματος μετατρέπει τη μακρινή φιγούρα του Σκαλκώτα σε κοντινή, τον φέρνει στην Αθήνα του 2019, βυθίζεται στα αποσπάσματα του βίου του και τον κάνει συγκάτοικό του. Ο αφηγητής γίνεται ανάσα και σκιά του μουσουργού ακολουθώντας τον από τα πρώτα του μουσικά βήματα σε χρόνους και σε γεγονότα που υφίστανται και ,ταυτόχρονα, καταργούνται. Τρέχει μαζί του στους δρόμους και στα βαριετέ του Βερολίνου, στέκεται πλάι του αμήχανος και τρομαγμένος μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Κι έπειτα, πίσω στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα ανάμεσα σε πρόσωπα που ψιθυρίζουν, μιλούν, ξυπνούν από τον αιώνιο ύπνο τους προτού παραδοθούν ξανά παντοτινά σ' αυτόν, αποτυπώνουν την εποχή τους, τους ήχους, την προσμονή και τη ματαίωση, καθρεφτίζουν με το βλέμμα τους τις καταστάσεις και καθρεφτίζονται μπροστά στο φάσμα του αφηγητή ο οποίος ανασαίνει, διεκδικεί και μπαίνει στις ιστορίες τους με τους προσωπικούς του καθρέφτες να αντικατοπτρίζουν ονειροπολήσεις, φανταστικές σπουδές, παραλλαγές,ιντερμέντζα, ραγισμένα ενθύμια φωτογραφιών, άρθρα εφημερίδων και μουσικές διαδρομές που εναλλάσσονται σε alto και sotto tempo.
Αφηγητής και συνθέτης, στο ίδιο διαμέρισμα: ο πρώτος, ένας ευτυχής απεγνωσμένος μονήρης του παρόντος σε γλωσσικό και ψυχολογικό παραλήρημα και ο δεύτερος, νεκρός εδώ και 70 χρόνια, παρών, ολοζώντανος μέσα στον πυρετό των σιωπών του. Οι δυο τους με τα κοινά τους φαντάσματα πιασμένα από το χέρι, με τους γονείς τους να ξεπηδάνε από ασπρόμαυρα ενσταντανέ και να πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους, με γεγονότα που γκρεμίζουν και χτίζουν τον κόσμο απ' την αρχή, με στιγμιότυπα από τις συναυλίες του Σκαλκώτα, την επιστροφή του στην Αθήνα μην αντέχοντας το ναζιστικό καθεστώς στο Βερολίνο,το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του και των συνθέσεών του, τον φθόνο του μουσικού κυκλώματος, με τα εμπόδια και τις κλειστές πόρτες, τον πυρετό της δημιουργίας, την απομόνωσή του.
Ο αφηγητής, με βήματα προς την αντίπερα όχθη του καθενός, ενώνει τις ρίζες των χρόνων, ενώνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων και τα σμιλεύει ώσπου να γίνουν ένα πρόσωπο, μια ψυχή. Η ζωή του γίνεται η ζωή του συνθέτη, ονειρεύεται και μεταπλάθει το παρελθόν παρακολουθώντας τα σημεία ενός χάρτη. Ο ένας εκφράζεται με τη σιωπή, ένα αερικό που έρχεται και φεύγει. Ο άλλος, ένας κλεπταποδόχος, σε μια περιοδεία στο σκοτάδι, στο αίμα της μουσικής, στο πριν, στο ποτέ, στο πάντα, από το πικρό μακρινό παρελθόν στο ολόπικρο μοναχικό παρόν. Το ξέφρενο παραλήρημά του κάνει στιγμιαίες στάσεις στην πραγματικότητα κι ύστερα ξανά μια ακυβέρνητη ταχεία που τρέχει ορμητικά πάνω σε μπερδεμένες μη γραμμικές ράγες μέχρι τον τερματικό σταθμό της αλήθειας, της συνειδητοποίησης, της εσωτερικής θερμοκρασίας που έβαλε φωτιά σε ό,τι πολύ αγαπήθηκε, στην αυλαία.
Ενδιάμεσα στα κομμάτια της κύριας αφήγησης παρεμβάλλονται ως ιντερμέδια αποσπάσματα επιστολών του Σκαλκώτα προς τη φίλη του, Νέλλη Ασκητοπούλου, από τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο, όπου της εκμυστηρεύεται τις απόψεις του περί μουσικής, φυλακής και ελευθερίας της ζωής (του), των αγωνιών του και των μικρών καθημερινών του αγώνων, έτη 1925 - 1928. Υπάρχουν επίσης επιστολές προς φιλικά του πρόσωπα στο εξωτερικό όταν εκείνος πλέον βρισκόταν στην Ελλάδα, έτος 1935, καθώς και περικοπές άρθρων εφημερίδας, έτος 1949.
Μια διαδρομή από το σκοτάδι του παρελθόντος, βήμα βήμα, προς το φώς του αττικού ουρανού σήμερα. Μια αφήγηση σαν ορμητικό ποτάμι που σπάει τα φράγματα του χρόνου μέχρι που κυλάει στην αγκαλιά της θάλασσας και αποκοιμιέται στην αλήθεια της. Μια μουσική συμφωνία που από allegro molto vivace, γλυκά και κουρασμένα γίνεται sotto voce για να ολοκληρωθεί ως ένα λαμπρό εμβατήριο.
Ένα συγκλονιστικό κείμενο σπασμένο σε 32 κομμάτια με την έντονη, κοφτερή και τόσο τρυφερή γραφή του Βασίλη Τσιμπούκη, που χαιρόμαστε που συναντήσαμε , χρόνια μετά, πλέον υπό την στέγη των εκδόσεων Loggia. Των εκδόσεων που τα "φωτάκια¨τους (μωβ, πράσινα, κίτρινα, κόκκινα) αστράφτουν όλο και περισσότερο στον εγχώριο εκδοτικό χάρτη.
Εκδόσεις Loggia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου