Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Camille de Toledo, Θησέας, μια δεύτερη ζωή

Camille de Toledo, Θησέας, μια δεύτερη ζωή

 
Γεννημένος στη Λυών της Γαλλίας, ο Camille de Toledo θεωρείται και είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Συγγραφέων, διδάκτορας συγκριτικής λογοτεχνίας, φωτογράφος, εικαστικός, δοκιμιογράφος και πεζογράφος που τολμά επιτυχώς και πειραματίζεται με τα είδη του λόγου, αναμειγνύοντας τον μύθο, την Ιστορία, τη φιλοσοφία, την ποιητική πρόζα, την αυτομυθοπλασία, το τραύμα και το θραύσμα και, αποτυπώνοντας στα γραπτά του τα αντικρουόμενα συναισθήματα και πάθη και τις παρορμήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, η πένα του μετατρέπεται σε κινηματογραφικό φακό που κινείται μέσα στο χρόνο, καταγράφει γεγονότα και αιχμαλωτίζει τη μνήμη σε ένα γκρο πλαν προς το παρελθόν κοιτώντας πάντα στο παρόν και στο μέλλον.

Το "Θησέας, μια δεύτερη ζωή" είναι ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα, ένα υβριδικό κείμενο, ένα μεταμοντέρνο μείγμα αυτοβιογραφίας, φιλοσοφικού στοχασμού, ποίησης και απομνημονευμάτων που ταλαντεύεται και ισορροπεί επιδέξια μεταξύ διαφορετικών ειδών αφήγησης. Είναι μια μαγευτική, θλιβερή ποιητική αυτομυθοπλασία για την αναζήτηση νοήματος μέσα και μετά από κάθε (οικογενειακή) τραγωδία και για τον επαναπροσδιορισμό εαυτού μετά από μια αναπάντεχη απώλεια. Όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία, έτυχε ολόθερμης υποδοχής από κοινό και κριτικούς, υπήρξε υποψήφιο για το Βραβείο Goncourt 2019 και απέσπασε το Βραβείο Δημιουργίας της Γαλλικής Ακαδημίας και το Βραβείο Frank Hessel. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2022 από τις εκλεκτές εκδόσεις Ποταμός στη σειρά Ποταμόπλοια. Η ανάγνωσή του, αναμφισβήτητα, αποτελεί μια αξέχαστη και συγκλονιστική εμπειρία.

Ο Camille de Toledo ξεπερνά τα όρια της αυτοβιογραφίας. Συνομιλεί με το alter ego του, τον Θησέα, αναπλάθοντας τον αρχέγονο αττικό ήρωα, κι ο Θησέας, ο σύγχρονος Θησέας εδώ είναι ο πρωταγωνιστής και ο αφηγητής αυτού του άρτια κατασκευασμένου λογοτεχνικού έργου το οποίο διανθίζεται με φωτογραφίες και ντοκουμέντα και είναι χτισμένο με το στοιχείο της επανάληψης, με την τεχνική του εγκιβωτισμού, με αναδρομές. Η εναλλασσόμενη αφήγηση κινείται σε φρενήρη ρυθμό από το πρώτο στο τρίτο και στο δεύτερο ενικό πρόσωπο δημιουργώντας μια ολοζώντανη εξιστόρηση αναζητώντας  απαντήσεις, παίζοντας τρυφερά και αμείλικτα με τη μνήμη, γυρεύοντας τρόπο να επουλωθεί η μολυσμένη ατομική και συλλογική πληγή και με τους ήρωες του βιβλίου να διαμορφώνονται από την καταγωγή τους, τη φυλή τους, το οικογενειακό τους υπόβαθρο, την εποχή τους, τα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα τα οποία, παντού και πάντα, προκαλούν την κατάρρευση και την ανοικοδόμηση του εαυτού, του ατόμου, της κοινωνίας, του κράτους, του κόσμου.
 
Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα παράλογο και ανατριχιαστικό ερώτημα: "ποιος φονεύει τον άνθρωπο που αυτοκτονεί;" και ψηλαφίζει με τ' ακροδάχτυλα ένα αίνιγμα και μια εικόνα : ο Θησέας βρίσκει τον μεγαλύτερο αδερφό του, Ζερόμ, απαγχονισμένο, νεκρό. Κι ό,τι μένει πίσω από την αυτοχειρία του Ζερόμ, αυτό είναι ανείπωτη οδύνη, ένα ανεπούλωτο τραύμα για τα χρόνια που θα 'ρθουν, μια εκκωφαντική σιωπή κι ένα συνονθύλευμα τύψεων. Για να ακολουθήσουν αργότερα οι διαδοχικοί θάνατοι της μητέρας και του πατέρα της οικογένειας.
    Ο Θησέας είναι ο αδερφός και ο γιος που απόμεινε. Παίρνει τα παιδιά του και φεύγει από το Παρίσι (την πόλη στα δυτικά) και κατευθύνεται στη Γερμανία, μετακομίζει στο Βερολίνο (την πόλη στ' ανατολικά). Για να ζήσει σε μια άλλη χώρα, για να μιλήσει σε μια άλλη γλώσσα, για να ξεκινήσει μια δεύτερη ζωή μακριά από τη χώρα, τη γλώσσα, την προηγούμενη ζωή που πέφτουν σαν αλάτι σε ανοιχτή πληγή. Για να διαγράψει το παρελθόν, για να διαρρήξει δεσμούς, για να ξεχάσει, για να προστατέψει τα παιδιά του από μια βαριά κληρονομιά, για να γιατρέψει την ψυχή του και το υπό κατάρρευση σώμα του από τα ουρλιαχτά και τα διαρκή  χτυπήματα της μνήμης, για να ξαναβρεί τα πειστήρια της ύπαρξής του.

Ο Θησέας είναι εκείνος που επιβίωσε του θανάτου. Κρατάει στα χέρια του έναν μίτο και ψάχνει την άκρη του λαβυρίνθου, μακριά και έξω από στιγμιότυπα, συμπτώσεις, σχέσεις αίματος, παραλείψεις, σχοινιά και κλωστές. Είναι ο αδερφός που έχει απομείνει. Είναι αυτός που διασχίζει απέραντες εκτάσεις συλλογισμών, που βαδίζει πάνω στα ταραγμένα σκοτεινά νερά μιας τριπλής γενεαλογίας κρατώντας τρία χαρτόκουτα που περιέχουν αναμνήσεις από τον Ζερόμ και τους γονείς τους, κατάλοιπα και "διαθήκες" προγόνων, φωτογραφίες, εξομολογήσεις, μηνύματα, επιστολές, χειρόγραφα, μυστικά, πάθη, πένθη, ζωής και θανάτου σωματίδια αιωρούμενα μέσα στον χρόνο, μέσα στην Ιστορία, με το τραύμα να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και να  ασκεί την ολέθρια επιρροή του.  Κι όσο περισσότερο προσπαθεί να βρει απαντήσεις που θα γιατρέψουν το τραύμα, τόσο το κενό μεγαλώνει και το τραύμα πολλαπλασιάζεται. Με πρώτη ύλη του κουρέλια παραμυθιών, θρύλων, μύθων και ψεμάτων, με τη μοναξιά να προστίθεται στο ατέλειωτο πένθος του, με τον ήχο ενός παλιού απόμακρου πυροβολισμού, με κλυδωνισμούς του παρελθόντος που χαράχτηκαν στο σώμα, ο Θησέας αφουγκράζεται τις πληγές του, τους φόβους ενός αιώνα,  το σώμα - μνήμη και ακολουθεί τη γραμμή που ενώνει γη και ουρανό, παρελθόν και παρόν: η ιστορία της οικογένειας, η εβραϊκή περιπλάνηση, η μοίρα που κρατά το κλειδί του ξεκλειδώματος γρίφων και αινιγμάτων, ο εικοστός αιώνας και οι τρεις γενιές που "πίστεψαν στο μέλλον έως ότου η πίστη στην υπόσχεση υποχωρήσει", τα κομμάτια που έσπασαν κι εκείνα που έμειναν ακέραια και τραυματικά κληροδοτήθηκαν, οι διαψεύσεις, τα ερωτήματα "ποιος σκοτώνει εκείνον που αποφασίζει να πεθάνει;" και "ποια ιστορία καλείται να αφηγηθεί εκείνος που επιβιώνει;", το ανελέητο σφυροκόπημα των ημερομηνιών, ο πόνος της ψυχής που κάνει μεταστάσεις στο σώμα.

Για λύτρωση, ο ήρωας Θησέας καταδύεται στην προσωπική και στη συλλογική μνήμη, αναμετριέται με τον εαυτό του και τους νεκρούς του. Ψιθυρίζει ύμνους, προσευχές, κραυγές, ερωτήσεις, με φόντο μια Ευρώπη κι έναν κόσμο του χθες και του σήμερα που σπαράσσονται -κανείς δεν ξέρει για ποσά χρόνια και πόσους αιώνες ακόμα θα σπαράσσονται- από πολέμους, από  ανισότητες, από τα τέρατα του φασισμού και του καπιταλισμού, από ζωή που ντύνεται θάνατος, από ζωή που ψάχνει απεγνωσμένα να ντυθεί με το ζεστό ρούχο μιας δεύτερης ζωής. Ο Θησέας, υπό κατάρρευση και υπό ανά(σ)ταση σώματος και ψυχής, εξερευνά τον οικογενειακό του λαβύρινθο και ακολουθεί τον μίτο που του αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι είναι μια συνέχεια καταστροφών που φέρνει καταστροφές.

Ο Σπύρος Γιανναράς μεταφράζει αξιοθαύμαστα, λεπτομερώς, με απόλυτη πιστότητα την αδυσώπητη, επιβλητική και ποιητική γραφή του Camille de Toledo που βυθίζει και βυθίζεται σε πικρές παραδοχές, σκαλίζει χώματα, σώματα, χρόνια και δημιουργεί ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα - ηφαίστειο.


Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Percival Everett, Τα δέντρα

Percival Everett, Τα δέντρα

 
Δικαίως πολυβραβευμένος, ο πειραματιστής δεξιοτέχνης της αφήγησης των σύγχρονων αμερικανικών γραμμάτων Percival Everett -επίσης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια όπου διευθύνει το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας- με τις κριτικές να τον παρουσιάζουν ως ένα εκρηκτικό μείγμα από Τζόναθαν Σουίφτ, Ιονέσκο και αδελφούς Κοέν, με μια γραφή φλεγόμενη, πυρετώδη, στοχαστική, παιγνιώδη, αιχμηρή, σαρκαστική, υπαινικτική και καταγγελτική για όσα μαστίζουν την Αμερική και τον κόσμο μας και πιο συγκεκριμένα για το κάθε είδους μίσος -φυλετικό, πολιτικό, σεξουαλικό- που κυριεύει τον σύγχρονο άνθρωπο.

Στη χώρα μας, κατά τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, οι εκδόσεις Πόλις εξέδωσαν τέσσερα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Everett, με κορυφαίο όλων "Το σβήσιμο", ένα τολμηρό και ριζοσπαστικό έργο ιδεών με αναφορές στον εκδοτικό χώρο, στη λογοτεχνία, στα παρασκήνια προώθησης των βιβλίων και του μηχανισμού των bestsellers, γεμάτο πλάγιους σχολιασμούς περί πολιτικής, ρατσισμού και κοινωνικών διακρίσεων.
    Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μυθιστορήματα που ακολούθησαν μεταφρασμένα στα ελληνικά μετά "Το σβήσιμο" είναι λιγότερο αξιόλογα ή κατώτερα. Κάθε άλλο! Άλλωστε, ο Everett είναι ένας πολυσχιδής συγγραφέας που έχει την τάση και την τρομερή ικανότητα να μην επαναλαμβάνεται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα. Κάθε του έργο έχει μεν το αναγνωρίσιμο ύφος και το δυνατό αποτύπωμα του δημιουργού του, έχει ως ένα βαθμό ως κοινό θεματικό άξονα τον άνθρωπο και τη σκοτεινή πλευρά του, τον αντίκτυπο των γεγονότων της πιο πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας πάνω στον τρόπο σκέψης και στις πράξεις του, τα ζητήματα της ταυτότητας και των φυλετικών διακρίσεων αλλά τελικά κάθε του έργο είναι μοναδικό, είναι ένα εξαίρετο δείγμα του πώς η λογοτεχνική αφήγηση μπορεί -με τα εργαλεία και την οξύνοια που διαθέτει ένας γραφιάς σαν τον Everett- να μετατραπεί σε ένα λογοτεχνικό, ποιητικό και πολιτικό μανιφέστο.

Όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, έτσι και στο πιο πρόσφατό του "Τα δέντρα" -που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 2021 και στη χώρα μας αρχές του φετινού καλοκαιριού, από τις εκδόσεις Gutenberg στην υψηλής αισθητικής σειράς τους Aldina- ο Percival Everett "παντρεύει" τον ρεαλισμό με τον σουρεαλισμό, το ατομικό με το συλλογικό, το ξεκαρδιστικά αστείο με το σκοτεινό και το μακάβριο, το ολόπικρο με το γλυκόπικρο της ζωής.
    "Τα δέντρα" είναι ένα μυθιστόρημα γρήγορων ρυθμών και σύντομων κεφαλαίων, δαιμονικά σατιρικό, απίστευτα σφιχτοδεμένο και καλοζυγισμένο, χαμηλών τόνων, χωρίς φτηνούς εντυπωσιασμούς και αναγκαστικές επιτυχημένες ή λιγότερο επιτυχημένες ανατροπές λόγω της κατηγορίας του (τα έργα του Everett δεν έχουν ανάγκη από ταμπέλες και δεν χωράνε σε κατηγορίες). Είναι ένας συνδυασμός whodunnit και φιλοσοφικού κοινωνικοπολιτικού θρίλερ για την απονομή της μη δικαιοσύνης και την ατιμωρησία και παράλληλα είναι ένα στοχαστικό πεζογράφημα που αποτίει φόρο τιμής στους άδικα νεκρούς μαύρους των ΗΠΑ.
    Παρόλο που το κύριο θέμα στα "Δέντρα" είναι η ρατσιστική βία, το οποίο έχει αποτελέσει αφορμή και έμπνευση δημιουργίας μυθιστορημάτων από πολλούς συγγραφείς της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού, εδώ, επειδή ο Everett είναι o Everett, καταφέρνει να προσεγγίσει ένα διαχρονικό φλέγον ζήτημα και να το δουλέψει με μεγάλες δόσεις ειλικρίνειας , με ευφυΐα, με βιτριολικό χιούμορ, χωρίς μελοδραματισμούς και διδακτισμούς.

Η πόλη Χρήμα του Μισισίπι συγκλονίζεται από άγριες δολοφονίες λευκών κατοίκων της, δολοφονίες που δεν μένουν όμως μόνο εκεί αλλά εξαπλώνονται με ένταση και μανία σε ολόκληρη τη χώρα. Λευκοί άντρες δολοφονούνται και δίπλα στο πτώμα τους βρίσκεται πάντα το πτώμα του θύτη τους, ενός μαύρου άντρα, το οποίο εξαφανίζεται μετά την μεταφορά του στο νεκροτομείο για να επανεμφανιστεί ως πτώμα σε μια επόμενη δολοφονία. Οι αστυνομικοί που φτάνουν στον τόπο -στον κάθε τόπο- του εγκλήματος έρχονται αντιμέτωποι με αποκρουστικές εικόνες. Αδυνατούν να βγάλουν άκρη, δεν μπορούν να δώσουν λογική εξήγηση σε αυτή την επιδημία δολοφονιών και, κυρίως, να καταλάβουν πώς γίνεται ο ίδιος μαύρος νεκρός άντρας να εξαφανίζεται και να επιστρέφει πάλι ως πτώμα στο επόμενο στυγερό έγκλημα.

Δύο μαύροι ειδικοί ερευνητές, ο Τζιμ Ντέιβις και ο Εντ Μόργκαν, έρχονται στο Χρήμα για να συμβάλουν με την εμπειρία τους στην επίλυση του μυστηρίου. Οι έρευνές τους παραμένουν άκαρπες ενώ τα ειδεχθή εγκλήματα δεν έχουν τελειωμό. Έρχονται σε επαφή με τους ντόπιους προσπαθώντας να αποσπάσουν πληροφορίες. Οι ντόπιοι ξέρουν πολλά περισσότερα απ' όσα λένε, άλλοι κρατούν στα χέρια τους αρχεία και ντοκουμέντα τα οποία αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του παρελθόντος στην αλυσίδα του παρόντος.  Στις έρευνες θα πάρει μέρος και η -επίσης μαύρη- πράκτορας του FBI, Χερμπέρτα Χάιντ. Τα πράγματα περιπλέκονται, οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται. Οι ερευνητές της υπόθεσης, βήμα βήμα, συγκεντρώνουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι οι λευκοί που δολοφονήθηκαν πρώτοι στην περιοχή είναι μέλη οικογενειών που εμπλέκονται στο λιντσάρισμα και στην άγρια δολοφονία του 14χρονου μαύρου Έμετ Τιλ, το 1955. (Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο και την Αμερική κι έμελε να γίνει η σπίθα που θα φούντωνε τη φωτιά στη δημιουργία των κινημάτων για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών και για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων). Τότε, ο έφηβος Έμετ Τιλ από το Σικάγο, βρέθηκε για διακοπές στο Χρήμα και τόλμησε να σηκώσει το  βλέμμα, να μιλήσει σε (ή να φλερτάρει διακριτικά) μια λευκή νεαρή παντρεμένη γυναίκα της περιοχής. Εκείνη τον κατήγγειλε φυσικά, σε μια εποχή που οι επαφές μεταξύ λευκών και μαύρων θεωρούνταν απαγορευμένες. Οι συγγενείς της γυναίκας έπιασαν τον νεαρό Έμετ, τον κακοποίησαν και τον σκότωσαν, δυστυχώς χωρίς ποτέ να κριθούν ένοχοι. Η γυναίκα εκείνη, είναι η Κάρολιν Μπράιαντ και είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες των "Δέντρων". Ηλικιωμένη πλέον και μάλλον μετανιωμένη για την πράξη της που οδήγησε στον άδικο βάναυσο θάνατο ενός παιδιού, κρατάει έναν ρόλο κλειδί στο μυθιστόρημα.

Ο Everett βασίζεται σε αυτή την ιστορία που ακόμα στάζει αίμα, φέρνει αυτό το τραγικό περιστατικό του 1955 στο σήμερα, στην ίδια περιοχή -παίζοντας με την ιδέα ότι το πτώμα του μαύρου άντρα που δολοφονεί, εξαφανίζεται κι επανεμφανίζεται είναι ο ίδιος ο Έμετ Τιλ που επέστρεψε από τον άλλο κόσμο για να πάρει εκδίκηση- κι έτσι, με βάση αυτό το σπουδαίο κι ευρηματικό του αστυνομικό μυθιστόρημα, ο Everett έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την οργή του απέναντι στη φυλετική αδικία, στην αόρατη δικαιοσύνη, στις διαρκείς ρατσιστικές επιθέσεις και στη βία που αντιμετωπίζεται με βία και ο κύκλος αίματος μένει πάντα ανοιχτός.      
    "Τα δέντρα" είναι μια αξέχαστη φυλετική αλληγορία και ο συγγραφέας της παίζει με τις λέξεις, τα σχήματα, τα γεγονότα, τον χρόνο και τα ονόματα, στρέφει τον μεγεθυντικό του φακό πάνω στα άλυτα ζητήματα της φυλετικής δυσαρμονίας και πολυπλοκότητας της χώρας του, προκαλεί ξεσπάσματα γέλιου μέσω των διαλόγων του που, σε δεύτερη ανάγνωση, μετατρέπονται σε απανωτές γροθιές στο στομάχι του αναγνώστη.
    Με γλώσσα ακριβείας και αγανάκτησης ο Everett φιλοτέχνησε το πορτρέτο μιας επαρχιακής πόλης και μιας χώρας που έχουν παραμείνει στάσιμες στον χρόνο, με τον ρατσισμό να υψώνεται σαν σημαία σε ψηλό κάστρο, με το τραύμα σαν ποτάμι ορμητικό να σπάει τα χρόνια σε κομμάτια, με απόηχο μια θρυλική φωνή να υμνεί τα δέντρα του Νότου με την παράξενη σοδειά: αίμα στις ρίζες, αίμα στα κλαδιά. Και βήματα. Όλο και περισσότερα βήματα. Βαριά, αποφασισμένα. Και μια πνιχτή κραυγή στον νυχτερινό αέρα: Εξέγερση.

Ο Πάνος Τομαράς μετέφερε θαυμάσια στα ελληνικά τον ιδιοφυή λόγο του σπουδαίου Percival Everett και το βαθύ πολιτικό τραύμα της χώρας του.
 
 
Εκδόσεις Gutenberg
 

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Νικόλα Πουλιέζε, Το μαύρο καράβι

Νικόλα Πουλιέζε, Το μαύρο καράβι

 
Γνωρίσαμε τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Νικόλα Πουλιέζε το 2020 μέσω των εκδόσεων Loggia, που εξέδωσαν το μοναδικό του μυθιστόρημα "Σκοτεινό νερό", στην πράσινη σειρά τους, ένα λογοτεχνικό χρονικό μιας τετραήμερης ακατάπαυστης βροχής στον ιταλικό νότο, μιας ατμόσφαιρας σκοτεινής, υγρής και αποπνικτικής και των ανατροπών και των δυσκολιών που η απρόσμενη συνεχής βροχή επέφερε στην καθημερινότητα των κατοίκων.

Το "Σκοτεινό νερό" κυκλοφόρησε το 1977 από τον φημισμένο οίκο Einaudi και βασίζεται στα αληθινά γεγονότα των ακραίων καιρικών συνθηκών που έλαβαν χώρα στη Νάπολη το 1969. Ο Πουλιέζε εργαζόταν σε ιταλική εφημερίδα και κάλυπτε το ρεπορτάζ των ημερών εκείνων και, αντλώντας έμπνευση από τις συνθήκες και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χρόνια αργότερα έγραψε το "Σκοτεινό νερό" με κεντρικό ήρωα τον δημοσιογράφο Κάρλο Αντρεόλι, ο οποίος παρατηρεί και καταγράφει τις συνέπειες του τετραήμερου κατακλυσμού, γεγονότος βιωμένου από πρώτο χέρι, που μετατράπηκε όμως σε εξαίρετη μυθοπλασία γεμάτη θεατρικότητα, μονολόγους, λεπτομερείς περιγραφές και συναισθηματικές / ψυχολογικές διακυμάνσεις.
    Όταν εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση του, ο συγγραφέας αρνήθηκε την επανέκδοσή του κι έτσι για αρκετά χρόνια αυτό το μεστό και δυνατό μυθιστορηματικό χρονικό έμεινε στην αφάνεια.

Αρχές του φετινού καλοκαιριού, οι εκλεκτές εκδόσεις Loggia, μέσα από την κίτρινη σειρά τους, χάρισαν στο αναγνωστικό κοινό το δεύτερο και τελευταίο έργο του Πουλιέζε, την συλλογή διηγημάτων "Το μαύρο καράβι" που κυκλοφόρησε στη γείτονα χώρα το 2008 με χρονική απόσταση 31 ετών από το πρωτόλειο "Σκοτεινό νερό" και, ευτυχώς, συνέβαλε στην επανέκδοσή του.
 
Από τον τίτλο είναι φανερό ότι, όπως και στο μοναδικό του μυθιστόρημα έτσι και στη μοναδική του συλλογή ιστοριών, ο Πουλιέζε παίζει με το σκοτάδι και τις μαύρες αποχρώσεις, με το μυστήριο, το ανοίκειο, το παράλογο και την αλληγορία. Στον παρόντα μικρό τόμο έχουμε οχτώ διηγήματα - κομψοτεχνήματα αυξημένης έντασης, με λεκτικά σχήματα και σχήματα του θανάτου και του σκότους για το απρόοπτο, τη φαντασία που συμπορεύεται με την πραγματικότητα, το αλλόκοτο, το ονειρικό στοιχείο.

Πρώτη ιστορία της ανθολογίας, "Το μαύρο καράβι" που χάρισε και τον τίτλο σε αυτή την αριστουργηματική συλλογή. Νύχτα 31ης Αυγούστου προς 1η Σεπτεμβρίου, το Μαύρο Καράβι γλίστρησε αθόρυβα και έκανε την εμφάνισή του στον Κόλπο της Νάπολης. Σύμφωνα με σκόρπιες και αντιφατικές μαρτυρίες, μπήκε αιωρούμενο μεταξύ ουρανού και θάλασσας, έμεινε για λίγο ακίνητο πάνω στα μαύρα νερά κι ύστερα χάθηκε. Η παρουσία του -εάν τελικά υπήρξε- προκάλεσε στους κατοίκους και στις τοπικές αρχές δαιδαλώδεις συλλογισμούς, φόβο, (σε κάποιους άλλους) ενθουσιασμό, ανησυχία και ερωτηματικά.      
    Άραγε τελικά, το Μαύρο Καράβι όντως υπήρξε ή μήπως ήταν αποκύημα μιας συλλογικής παραίσθησης;

Δεύτερο διήγημα, "Ημερολόγιο 1980": παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979. Ο Πάολο Μονέτι κρατά στα χέρια του το ημερολόγιο της νέας χρονιάς που μοιράστηκε από την εταιρεία στην οποία εργάζεται στους υπαλλήλους της ή του το έδωσε κάποιος που δεν θυμάται. Ξεφυλλίζοντάς το ασυναίσθητα, συνειδητοποιεί ότι το καινούργιο ημερολόγιο έχει ακριβώς τις ίδιες μέρες και ημερομηνίες με το ημερολόγιο του προηγούμενου έτους.
    Ασήμαντο γεγονός; Παραίσθηση; Τυπογραφικό λάθος; Οιωνός ότι και η νέα χρονιά θα είναι ίδια κι απαράλλαχτη με αυτή που τελειώνει ή ότι όλα τελειώνουν αυτή τη νύχτα της παραμονής Πρωτοχρονιάς;

"Θάνατος τον Δεκαπενταύγουστο": ο Κάρλο Αντρεόλι -alter ego του Πουλιέζε- πρωταγωνιστής δημοσιογράφος στο "Σκοτεινό νερό", εδώ με την ιδιότητα του στελέχους λογιστηρίου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Τροχαίας, πηγαίνει στο γραφείο του, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου όπου τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει. Παίρνει εφημερίδα, διαβάζει διάφορα άρθρα αλλά το βλέμμα του επικεντρώνεται σε ένα διήγημα με τίτλο "Θάνατος τον Δεκαπενταύγουστο", με ήρωα τον ίδιο τον Κάρλο, στο ίδιο γραφείο, την ίδια μέρα, την ίδια ακριβώς στιγμή. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την τελευταία λέξη του διηγήματος. Διάδρομος.

"Ο κρατούμενος":  "Δεν θα γίνεις ποτέ σου ελεύθερος. Πάντα θα υπάρχει ένας τοίχος που θα σου φράζει τον δρόμο ", του είπε ο πατέρας του. Του έλεγε επίσης ότι η ζωή είναι μικρή και ασήμαντη και είναι ανώφελο να τρέχει
κανείς και να μοχθεί.
    Ο εικοσάχρονος πρωταγωνιστής σκοτώνει τον πατέρα του, γιατί το μυαλό του θολώνει, καθώς δεν αντέχει στην ιδέα ότι κάποιος ή κάτι θα σταθεί εμπόδιο στην ελευθερία του. Σκοτώνει τον πατέρα του και τις απόψεις περί στέρησης ελευθερίας, τοίχου και φραγμάτων. Κι ύστερα έρχεται το πρώτο κελί, το δεύτερο κελί, το τρίτο κελί, η πρώτη φυλακή, η δεύτερη φυλακή. Όλα ένας τοίχος που του φράζει τον δρόμο. Η νιότη περνά, γίνεται γήρας κι η ελευθερία διακαής πόθος.

"Η τίγρης στο πλευρό του": ο Οσβάλντο Ανουντσιάτα προσλαμβάνεται επιτέλους στο Εργοστάσιο. Ξεκινά από το χαμηλό σκαλοπάτι της πυραμίδας λαμβάνοντας όμως ικανοποιητική αμοιβή. Οι μεγάλες του φιλοδοξίες για την κατάκτηση της θέσης εξουσίας του εργασιακού μηχανισμού τελικά τον οδηγούν στην επιθυμητή υψηλόβαθμη θέση, ενώ ο Οσβάλντο χάνει κάτι απ' τον εαυτό του, κάτι απ' την ψυχή του, καθώς γίνεται κρίκος της αλυσίδας ενός απεχθούς συστήματος. Η κορυφή έχει μοναξιά και πιθανή ημερομηνία λήξης.

"Το λευκό κρασί": βράδυ 14ης Αυγούστου. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής βγαίνει για φαγητό με τον φίλο του Μάριο και πίνουν δροσερό λευκό κρασί. Μετά το δείπνο, ο ήρωας κάνει διάφορες σκέψεις για την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου που ξημερώνει, για την αδιέξοδη αμήχανη ευδαιμονία της αργίας και τη μετακίνηση των εκδρομέων, για τη ματαιότητα μιας ακόμα μέρας λαμπρής που μοιάζει όμως με τις υπόλοιπες και με ένα κοινό βράδυ Σαββάτου που οι άνθρωποι ψαρεύουν κούφιες χαρές στα ρηχά. Μόνος μέσα στη νύχτα ο ήρωας, μεθυσμένος απ' το λευκό κρασί, στέκεται κάτω απ' το παράθυρο εκείνης που του αιχμαλώτισε την καρδιά.

"Η μεγάλη κρίση": οι μεγάλες γιορτές και οι αργίες καταργούνται μετά τη Μεγάλη Κρίση, που ο δυσοίωνος άνεμός της σάρωσε τους πάντες και τα πάντα. Η ζωή συνεχίζεται χωρίς γιορτές και δίχως ίχνος επαναστατικής διάθεσης παρά με συγκατάβαση και αποδοχή.
    Σαρκαστικό διήγημα καφκικών αποχρώσεων σε μορφή καυστικού δημοσιογραφικού άρθρου.

"Συγχαρητήρια, κορίτσι μου": η ιστορία διαρκεί από τις 14 Αυγούστου, ώρα 8:00 μ.μ έως τις 15 Αυγούστου, ώρα 2:30 π.μ. Πρωταγωνιστής ο Κάρλο Αντρεόλι, που βγαίνει ραντεβού με μια νεαρή γυναίκα σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεχάσει τη Σ., την οποία έχει διαρκώς στο μυαλό του. Οι εσωτερικές του σκέψεις ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί πάνω απ' το χάος. Το ξημέρωμα τον βρίσκει μόνο και θλιμμένο, καπνίζοντας. Καπνίζοντας μέσα σε μια πόλη που κοιμάται και θα ξυπνήσει να βιώσει την επιβεβλημένη γιορτινή ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα που κερνά αφόρητη μοναξιά κι απέραντο κενό.

Ο κόσμος των πολυεπίπεδων, αλληγορικών, θλιβερών, σαρκαστικών και απροσμέτρητου ψυχολογικού βάθους διηγημάτων του Νικόλα Πουλιέζε είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε και πολεμάμε ή παραδινόμαστε αμαχητί στις δεσμεύσεις του, στις παγίδες, στις απάτες του, στις ψευδαισθήσεις του -που γίνονται ψευδαισθήσεις μας- , στον φόβο και στην υπαρξιακή του ανισορροπία.

Μακροπερίοδος λόγος, τριτοπρόσωπη υποβλητική, απαράμιλλη αφήγηση με ρυθμό, ένταση, καυστικότητα, υπαινιγμούς και χρήση κεφαλαίων σε συγκεκριμένες λέξεις: Καράβι, Εργοστάσιο, Κρίση, Μαύρο, Μεγάλο, Μεγάλη, κατασκευών/κατασκευασμάτων, επιθετικών προσδιορισμών που καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων γενικά και τη ζωή των ηρώων ειδικά. Τους φυλακίζουν, τους ταξιδεύουν, τους ακινητοποιούν, τους προκαλούν ερωτηματικά και αμφιβολίες για το τι είναι ψέμα και τι είναι αλήθεια, τους βαπτίζουν αθώους, για να τους καταδικάσουν ως ενόχους, πίσω από μισόκλειστα βλέφαρα, μεταξύ μεταφυσικού και ανθρώπινου.

Η Δήμητρα Δότση έκανε μια άξια πολλών επαίνων μετάφραση που αποδίδει κατά γράμμα το μαύρου φωτός σύμπαν του σπουδαίου Νικόλα Πουλιέζε. 

Εκδόσεις Loggia

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα

Αντώνης Τσόκος, Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα
 
 
Ο Αντώνης Τσόκος είναι μια από τις σεμνότερες και, ταυτόχρονα, από τις πιο δυναμικές παρουσίες στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αθόρυβα και ακούραστα δημιουργικός μέσα στις εκρηκτικές ποιητικές του πρόζες -και εκτός αυτών-, γνώστης του ποιητικού μέτρου και ρυθμού, ένας εικονοπλάστης τοπίων, σωμάτων, συναισθημάτων, κινήσεων, φύσης, πόλης, ησυχίας, ανησυχίας, νύχτας κι αστεριών. Ποιητική φωνή αισθαντική που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες αξιόλογες της γενιάς του, ένας ιστοριών, βλεμμάτων και επιθυμιών συλλέκτης που μετουσιώνει την ύπαρξή τους σε υψηλή ποιητική έκφραση.

Η ποιητική συλλογή "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" πρωτοκυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη -πρόκειται για την τέταρτη συλλογή του Τσόκου μετά τα "Σουίνγκ με τ' άστρα" (2013), "Ένα ποτήρι ακόμα, Τσαρλς" (2015), και "Ώρες πληθυντικής αϋπνίας" (2017), όλες οι ανθολογίες από τον αείμνηστο Γαβριηλίδη- και επανεκδόθηκε πριν λίγο καιρό από τις νεοσύστατες εκδόσεις Μονόκλ που ιδρύθηκαν από τον Αντώνη Τσόκο την άνοιξη του 2023.  Μονόκλ και το όνομα του καλαίσθητου βιβλιοπωλείου (πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλιοφιλικό στέκι που δημιούργησε ο ίδιος ο ποιητής και που αξίζει κανείς να επισκεφθεί για πολλούς λόγους) στην οδό Φειδίου 11 στο κέντρο της Αθήνας ενώ Μονόκλ επίσης είναι και η ονομασία του εξαιρετικού ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού που διαχειρίζεται με μεράκι και αγάπη ο Τσόκος.

Το "Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα", ξανά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, κυρίως, ξανά και εκ νέου στα χέρια μας, με νέο εξώφυλλο και επιμέλεια της Λένας Καλλέργη και με τα 52 -χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες- ποιήματα / πεζοποιήματα απαστράπτουσας γλώσσας, υποδειγματικού ύφους, θαυμαστής οικονομίας λόγου, αμεσότητας, υπαινιγμών και λεπτομέρειας,να ζουν μια δεύτερη ζωή και να δρέπουν καρπούς στην ψυχή των αναγνωστών.

Τα ποιήματα στην "Εμμανουήλ Μπενάκη" έχουν ένα άρωμα γλυκόπικρης ματαίωσης και παλιών καλοκαιρινών μεσημεριών, δειλινών και νυχτών. Και είναι ολοζώντανα, θαρρείς και θα ξεπηδήσουν από τις σελίδες και θα σε πάρουν απ' το χέρι, για να σε πάνε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, να σου δείξουν νόμους, δανεικά φιλιά, ανθρώπους κοινής ησυχίας, αγάλματα, περαστικούς, πεφταστέρια, ρίζες, πάθη, βροχές, σταματημένα ρολόγια, στιγμές που πάγωσαν στο χρόνο, πνιγμούς και τριαντάφυλλα που γεννιούνται κι ανθίζουν σαν κραυγές.  Ποιήματα και πεζοποιήματα ανθρωποκεντρικά: έχουν αίμα που κυλά, οξυγόνο, πνοή, φλέβα μεθυσμένη που χορεύει αδέξια, μεταβαλλόμενα συναισθήματα. Ο φόβος κι η αποθυμιά γίνονται θάρρος κι ομολογία κι η πνοή γίνεται θάνατος. Κι έχουν ζωή μισή / τεχνητή / δανεική, ζωή έξω απ' το οικείο σώμα, έρωτα φορεμένο ανάποδα, ψιθύρους κι ουρλιαχτά, γέφυρες και γκρεμούς, βήματα και πτώσεις, άστρα και βυθούς, όνειρα, αδυναμίες, μάτια , όραση, καρδιά.

"Από την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα" συντελείται ένα ταξίδι από τον ρεαλισμό στον υπερρεαλισμό, με στάσεις στις οδούς της βιωματικής έκφρασης, της τρυφερότητας, της ειρωνείας, της υπομονευτικής σάτιρας, και της εξομολόγησης φόβων ορατών και αοράτων, πόθων κρυφών και στεναγμών άηχων, και στην αφετηρία λαμβάνουν χώρα η ανατροπή και η έκρηξη.

Η αρχή γίνεται με ένα πεζοποίημα με πρωταγωνιστή τον Σαλβαδόρ Νταλί, για να ακολουθήσει μια επιστολή του ποιητικού υποκειμένου προς τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες για σκαθάρια Δον Κιχώτες που κυνηγούν ανεμόμυλους.
 
Κι έπειτα ένας πνιγμός σε μια προσπάθεια πνιγμού. Και μια προσευχή σε προστακτική:   
 
[...]
Όταν μεθώ ξεχνώ την ύπαρξή σου.

Αν ξαγρυπνάς
προσμένοντας δική μου προσευχή
οπλίσου με ελπίδα και υπομονή.
Μην παρεκκλίνεις απ' την πίστη σου
σ' εμένα.
                                        (σελ. 14)

Κι η ευλογία του καλοκαιριού σε μια παρτίδα που κυλά στο δέρμα. Κι ένας ποιητικός θάνατος από έμφραγμα, γιατί μονάχα έτσι πεθαίνουν οι ποιητές. Μια εταιρεία που προσλαμβάνει νεαρούς άνδρες για να παριστάνουν τα αγάλματα. Στο Μεξικό ένας ηλικιωμένος ανταλλάσσει ρόλο και ζωή με έναν θανατοποινίτη. Ένας συνωστισμός στον μέσα εαυτό κι ένας τυφλός ήλιος που θα πιστέψει ότι μετοίκησε ο ουρανός του.

Ο θάνατος χάνει την ισχύ του μπροστά στην αδυναμία των θυμάτων του που περιμένουν το καλοκαίρι.

Το ποιητικό υποκείμενο συγκατοικεί σε ένα σπίτι με ένα τυφλό παράθυρο που κοιτά τον ουρανό μα δεν τον βλέπει και το ποίημα χτίζεται μ' ένα αλφάβητο νεκρών. Κι ύστερα ένας χάρτινος ήρωας χωράει σε μια χειραποσκευή, ζωντανός σε πείραμα θανάτου σε ταξίδι αταξίδευτο.
 
Ο τόνος της φωνής υψώνεται και διεκδικεί απάντηση στο πού φυλάσσονται οι φωνές των κεκοιμημένων.
 
Μια γυναίκα πυροβολεί τον χρόνο. Κι αργότερα έρχονται οι "Καθαρές δουλειές" -με δηκτικότητα και ειρωνική διάθεση- για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία για ένα έγκλημα με τάξη.
 
Ο θάνατος επιβατών σε αεροσκάφος αναψυχής είναι ένα ασήμαντο γεγονός που θα ξεχαστεί και δένει αρμονικά στα καθ' ημάς με μια ασήμαντη βλάβη της ΕΥΔΑΠ κι έτσι η ζωή συνεχίζεται όπως κι ο θάνατος συνεχίζεται να συνηθίζεται.   Ερωτική μεστότητα και μέθη και το πάθος είναι ένα τέλος που δεν έρχεται από μόνο του.
 
Ένα συντριβάνι από ουρλιαχτά και μια υπόσχεση σε μια πόλη -σε κάθε πόλη- που ερημώνει μεσημέρι, ενώ η Μέριλιν και η λαγνεία της σαν χαστούκι απανωτό παντού και πάντα. Κι ο θάνατος διαρκώς παρών, παραμονεύει, λυγίζει και θεριεύει.
 
Ένα τελευταίο φιλί απογειώνεται απ' τη γη στον ουρανό, ένα "μετά" σαν ερώτημα μετέωρο μετά από καταιγίδα αγάπης, μια βροχή μέθης, όλα τριγύρω άστρα κι η νύχτα του κόσμου απ' το τόσο φως θα χάσει το νόημά της. Ένα δέντρο σε άτακτη φυγή. Το πάθος κι η συνήθεια. Οι νυχτερινοί δρόμοι της Αθήνας που είναι διαθέσιμοι στους επαναστάτες, οι οποίοι διεκδικούν ψωμί και τριαντάφυλλα. Ένα παγκάκι σιωπηλός μάρτυρας πένθους και πάθους.  Δέντρα που σμίγουν οι ρίζες τους κι οι κορμοί τους. Ένα ράφι με "σ' αγαπώ", το πλάσιμο μιας νέας πανσελήνου, οι περαστικοί μέσα από το στοχαστικό θλιμμένο βλέμμα του Φιντέλ.

Αυτοαναφορικά αρκετά εκ των ποιημάτων της ανθολογίας και όλα τους μεστά, φορτισμένα, κυνικά, μελαγχολικά, ευθύβολα, με απαράμιλλη τεχνική. Ο εαυτός, ο άνθρωπος, οι άνθρωποι, η πόλη, το παρελθόν, τα πρώτα σκιρτήματα, ο έρωτας, τα μετέπειτα γδαρσίματα, τα "μαζί" και τα "όχι μαζί", οι όρκοι, ένα παγωτό ξυλάκι, σύμφωνα και φωνήεντα και αριθμοί, τα έρημα ζεστά μεσημέρια, η σάρκα ενός γευστικού ροδάκινου, η ζωή και ο θάνατος. Όλα βρίσκουν μια θέση στο εκφραστικά ώριμο και υπέροχα συγκινητικό σύμπαν του Αντώνη Τσόκου, ο οποίος παρατηρεί προσεκτικά την καθημερινότητα, τα αντικείμενα, την κίνηση και την ακινησία τους, τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φθορά της, τον χρόνο και τελικά και τον ίδιο του τον εαυτό και τα μετατρέπει σε αντίδωρο προς τους αναγνώστες, σε μοίρασμα, ομορφιά και καταφύγιο. Και κατασκευάζει με απλά υλικά, με χώμα και νερό και ποιητική ανάσα, τις στιγμές μας σε 52 άρτιες αλληγορικές ποιητικές αφηγήσεις που φλερτάρουν με το παράδοξο του έρωτα, της απουσίας, της έλξης μας προς το ανοίκειο, των γκρεμών μας, της διάθλασης των φωτισμένων σκοταδιών μας, των χαμένων μας νοημάτων, των άστρων που καταπίνουμε για να ντυθούμε το φως τους, της ήττας μας, της συντριβής μας, των μικρών και μεγάλων μας ηχηρών και άηχων επαναστάσεων.

Με τ' αστέρια που έχω μέσα μου
μπορώ να φτιάξω τον δικό μου ουρανό
                                            (σελ. 51)

Κι κάπως έτσι ο Αντώνης Τσόκος έφτιαξε έναν ουρανό, για να βρίσκουν καταφύγιο εκείνοι που δεν τους χωρά η γη.
 
 
Εκδόσεις μΟνόκλ

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος

Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος

Στην είδηση της επανέκδοσής του, δικαίως, ξέσπασε μια σειρά θετικών αντιδράσεων που πήρε τη μορφή φρενίτιδας, καθώς "Η γραμμή του ορίζοντος" επανακυκλοφόρησε στις αρχές του φετινού καλοκαιριού και εξαντλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
 
Από τη μια έπαιξε ρόλο το γεγονός πως αυτό το εμβληματικό έργο-κύκνειο άσμα του Χρήστου Βακαλόπουλου δραματοποιήθηκε και ανέβηκε σε θεατρική μορφή για λίγες παραστάσεις τον περασμένο Μάιο από την Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου και ξαναέφερε στο προσκήνιο ένα σημαντικό κείμενο που ήδη χαρακτηρίζεται σύγχρονο κλασικό. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που διαβάστηκε πολύ την εποχή που κυκλοφόρησε (1991), διαβαζόταν και είχε διαρκή ζήτηση και στη συνέχεια σε κάθε ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, διαδόθηκε από γενιά σε γενιά, διαβάζεται και θα διαβάζεται, συναρπάζει και θα συναρπάζει, ξυπνά μνήμες στους μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες, ενώ δίνει την ευκαιρία στο νεότερο αναγνωστικό κοινό να ανακαλύψει έναν σπουδαίο συγγραφέα και διανοητή με μοναδικό, προσωπικό ύφος και με αφοπλιστική γραφή, που δυστυχώς έφυγε απ' τη ζωή πολύ νωρίς.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε ένα πρόσωπο που ενέπνεε τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν. Κυψελιώτης, πνεύμα σπινθηροβόλο, γενναιόδωρος, πολυτάλαντος, ερωτεύσιμος, ένας αλιευτής ομορφιάς από τα σκουπίδια, ζούσε τη ζωή του ανάμεσα σε αναγνώσεις, μουσικές, κινηματογράφο και ανθρώπους, παρατηρώντας την καθημερινότητα και τις μικρές και μεγάλες ατομικές και συλλογικές αλλαγές κάθε είδους που συνέβαιναν και θα συνέβαιναν και στην πορεία. Με σπουδές οικονομικών στην ΑΣΟΕΕ και σπουδές  κινηματογράφου στο Παρίσι,  ήταν ένας χαρισματικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, κριτικός, δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, που έφυγε νωρίς και νεότατος μόλις στα 37 του, στα τέλη Γενάρη του 1993.

Κι αν ο θάνατος ήρθε νωρίς, το πνεύμα του Βακαλόπουλου παραμένει ζωντανό μέσα από το έργο και τα έργα του, παραμένει ένας φάρος που ρίχνει δεσμίδες φωτός στην άγριους και σκοτεινούς εγχώριους ωκεανούς μας. Ζωντανή και η επιρροή που άσκησε, ασκεί και θα ασκεί μέσω της γραφής του.
 
Και είναι ευτυχές το γεγονός ότι οι εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, μετά την πολύ πρόσφατη ανατύπωση της "Γραμμής του ορίζοντος", θα επανατυπώσουν και τα υπόλοιπα βιβλία του Βακαλόπουλου κι έτσι θα είναι εδώ, μακριά από τη θάλασσα της λήθης, όπως όλα τα μεγάλα πνεύματα που πέρασαν από τον ελλαδικό και παγκόσμιο χώρο των γραμμάτων και πάντα θα διαβάζονται, θα γίνονται αντικείμενο συζήτησης σε παρέες, θα συγκινούν, θα είναι καταφύγιο στις δυσκολίες μας, υπόστεγο, προστασία και αγκαλιά σε κάθε ξαφνική επικίνδυνη καταιγίδα.

"Η γραμμή του ορίζοντος" πρωτοεκδόθηκε το 1991 και αποτελεί μια εμβληματική μυθιστορηματική ακτινογραφία της εποχής εκείνης, των αλλαγών και των παγίδων της. Με μια κυκλική, μη γραμμική, αφήγηση, με τη χρήση της επανάληψης, με ποιητική - φορτισμένη - χειμαρρώδη - σαρκαστική - δωρική - διαπεραστική - συγκινητικά τρυφερή πρόζα, ο Βακαλόπουλος, μέσω της κεντρικής του ηρωίδας, κάνει μια ανασκόπηση των δεκαετιών του '60, του '70 και του '80, φωτογραφίζει τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μετά, τα ανέμελα χρόνια επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, την καταναλωτική ευδαιμονία, την τάση της κοινωνίας προς τον κομφορμισμό και τον νεοπλουτισμό, καταγράφει με εμβρίθεια και σαρκασμό τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και, με υπονομευτικό χιούμορ και με ακρίβεια, αποδίδει τι θα επακολουθούσε, πού και πώς θα κατέληγαν όλα και πού θα καταλήγαμε όσον αφορά τις ατομικές και συλλογικές μας "ασθένειες", τις διαψεύσεις μας και την πτώση μας σε βαθύ γκρεμό.
 
Άρα, πρόκειται για ένα λογοτεχνικό πολυεπίπεδο κείμενο βαθιά πολιτικό και επίκαιρο. Για την ακρίβεια, πολύ πιο επίκαιρο απ' ό,τι την εποχή στην οποία γράφτηκε και κυκλοφόρησε. Κι ας θεωρήθηκε από αρκετούς ότι είναι ένα κείμενο που βρίθει κλισέ και συντηρητικών απόψεων. Τα σπουδαία κείμενα, στο ταξίδι τους στον χρόνο, ξεπερνούν ενστάσεις, αντιδράσεις, αρνητικές κριτικές φωνές κι έτσι λάμπουν, παραμένουν αγαπημένα και κλασικά, δεν έχουν ανάγκη τίποτα και κανέναν, δεν τους χαρίζονται.

Πρωταγωνίστρια στη "Γραμμή του ορίζοντος" είναι η Ρέα Φραντζή. Μελαχρινή, τριανταδυάχρονη, με σπουδές πολιτικών επιστημών, πρόσφατα χωρισμένη, φοβάται λίγο το σωστό, είναι αντιμέτωπη με το αμήχανο παρόν και βρίσκεται στην Πάτμο. Καλοκαίρι των αρχών της δεκαετίας του '90, η Ρέα είναι στο νησί της Αποκάλυψης, έξω από τη θάλασσα με το βλέμμα στη θάλασσα, κι όλα τριγύρω της μοιάζουν με διαφημιστικό, ενώ εκείνη είναι εγκλωβισμένη στους υπαρξιακούς της λαβύρινθους, ανάμεσα στον ξανθό κόσμο και σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, που πηγαινοέρχονται στο νικηφόρο παρόν.
 
Η Ρέα αποδομεί πράξεις και σκέψεις της, ξεγυμνώνεται συναισθηματικά, κάνει απολογισμό ζωής, επανεφευρίσκει εαυτόν, εννοεί, υπονοεί, θυμάται, καταργεί, αμφισβητεί. Άναρχα. Σκληρά. Μελαγχολικά. Τρυφερά. Ενώ ο άγνωστος κόσμος έχει χωρίσει απ' τον γνωστό κόσμο. Οι αναμνήσεις χτυπούν σαν κύματα το μυαλό της. Τα παιδικά της χρόνια στην Κυψέλη, οι σπουδές της στη Γενεύη. Η γνωριμία με τον άντρα της, Γιάννη, στη Βενετία. Η αδιέξοδη σχέση τους.
 
Και εμβόλιμα πλάνα: η τηλεόραση που έφτασε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του 1968 στο σπίτι της Ρέας, ο κινηματογράφος Κυψελάκι, που δεν υπάρχει πια και στη θέση του χτίστηκε ένα μεγάλο κατάστημα που θα έκανε τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη και καλύτερη, η ελληνική σημαία που λικνίζεται στο χορό του ανέμου, τα πάρτι του Σαββάτου, οι εφημερίδες που τσιμπολογούν κομμάτια ανθρώπινων πτωμάτων, η σιωπή της θάλασσας, τα απογεύματα που θυμίζουν πολύ εκείνους που λείπουν, οι φιλίες που μεταλλάσσονται, οι έρωτες που ναυαγούν, η υποψία που το βάζει στα πόδια, οι χειρονομίες ταμπού, τα πρώτα σκιρτήματα, τα πρώτα τσιγάρα,  το 1965, το ραδιόφωνο, το Βυζάντιο, τα "αν" και τα "μήπως", η ισότητα των δύο φύλων, οι διαδηλώσεις, η ιστορία σε στροβιλισμό, ένα νησί που υπάρχει για τον καθένα, η ζωή σαν τηλεοπτικό σποτ, οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν πρωταγωνιστές σε τηλεοπτικό σποτ: δεν ντρέπονται, χαμογελούν, ταξιδεύουν, έχουν αστραφτερά δόντια και αστραφτερά ρούχα, ερωτεύονται, μαυρίζουν κάτω απ' τον καλοκαιρινό ήλιο, διασκεδάζουν, είναι απελευθερωμένοι.
 
"Όσο υπάρχεις θα υπάρχω" κι η ανακάλυψη της μουσικής που κόβει την καρδιά στα δύο κόντρα στο αέρινο "ξύπνα αγάπη μου" του ραδιοφώνου, οι μουσικοί και η μουσική των πανηγυριών τόσο αλλιώς και τόσο ωραία.
 
Τα εμβόλιμα πλάνα δένουν με γκρο πλαν σε μια εικόνα με θάλασσα, ουρανό και μια γραμμή.
 
Η Ρέα όχι έξω απ' τη θάλασσα να τακτοποιεί λογαριασμούς ανοιχτούς.
Η Ρέα πια μέσα στη θάλασσα ελεύθερη και λυτρωμένη.
 
Η Ρέα, ανάμεσα στον μελαγχολικό ύπνο της Ανατολής και την αϋπνία της Δύσης, είναι η γενιά της, οι προσωπικές αναζητήσεις της και τα αδιέξοδά της.
 
Η Ρέα είναι η Ελλάδα, κι είναι κι ο κόσμος που αλλάζει χωρίς να ξέρει γιατί, όπως αλλάζει και ο δικός της εσωτερικός κόσμος -και κατ' επέκταση ο κόσμος του ίδιου του συγγραφέα- σε μια ζωή ρευστή χωρίς παρελθόν, σε ένα παρόν που δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μέλλον. Η Ρέα μεταβαίνει από τον κόσμο, τον υπαρκτό και τον ανύπαρκτο, τα πάθη και τη φθορά και το ψεύδος, μέσα στο νερό να κολυμπά προς τη γραμμή του ορίζοντος μακριά απ' τη δικτατορία των δεσμών, των χωρισμών, των πειρασμών και της φυλακής της φαντασίας και τη μελαγχολία των κυριακάτικων απογευμάτων.

Με εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου, και διορθώσεις του Γιώργου Κοροπούλη, "Η γραμμή του ορίζοντος" του Χρήστου Βακαλόπουλου είναι ξανά εδώ, ένα μη δομημένο, ιλιγγιώδες, ποιητικό,  εμβληματικό έργο φυγής, σιωπής, γλυκόπικρης νοσταλγίας και υψηλής διορατικότητας. Ένα κειμήλιο για την ελληνική μας πεζογραφία.΄
 
 
Εκδόσεις Εστία


Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Mario Benedetti, Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία


 
Αναμφίβολα πρόκειται για μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις της τρέχουσας χρονιάς, αφού μετά από αρκετά χρόνια έχουμε επίσημα μεταφρασμένο στη γλώσσα μας ένα πεζογραφικό έργο του μέγα Ουρουγουανού ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Mario Benedetti, που αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες και πιο αντιπροσωπευτικές μορφές των λατινοαμερικανικών γραμμάτων του  20ου αιώνα.

Τρομερά δημοφιλής στη χώρα του και στον ισπανόφωνο κόσμο γενικότερα, όχι ιδιαίτερα και ευρύτερα γνωστός -αδίκως και δυστυχώς- στη χώρα μας. Ένα θεατρικό του έργο, "Ο Πέδρο και λοχαγός" κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Red 'n' noir πριν περίπου μια πενταετία. Ένα μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη τη δεκαετία του '90, ένα άλλο από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1982, όλα όμως δεν είχαν την προσοχή και την τύχη που τους άξιζε, ξεχάστηκαν και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου.  Κάποια μικροδιηγήματα και κάποια ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε έγκριτα ηλεκτρονικά περιοδικά και βιβλιοφιλικούς ιστότοπους, σε προσεγμένες μεταφράσεις.

Ώσπου ήρθε η "Άνοιξη" εντός του φετινού καλοκαιριού και με το φως και τη "σπασμένη της γωνία" ξαναφέρνει στο προσκήνιο έναν κορυφαίο αφηγητή και δεινό ποιητή, αφού ακόμα και ο πεζός του λόγος διαπνέεται από μοναδική ποιητικότητα.
 
Ο Benedetti έχει γράψει συνολικά πάνω από 80 έργα που περιλαμβάνουν πεζά, θεατρικά, δοκίμια και απαράμιλλα ποιητικά έργα. (Στις δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων του, λέγεται, δεν έπεφτε καρφίτσα, ενώ αρκετά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και τραγουδιούνται και συγκινούν).

Θεωρήθηκε και θεωρείται ως χρονογράφος της μεσαίας τάξης της Ουρουγουάης της εποχής του. Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων, μαχόμενος δημοσιογράφος και μέγιστος δημιουργός, με μια γραφή ενδοσκοπική και ψυχαναλυτική που αντικατοπτρίζει την πολιτική συνειδητοποίηση του ίδιου και των χαρακτήρων του αλλά και τη μεταφυσική τους αγωνία.

Για πρώτη φορά το παρόν μυθιστόρημα, "Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία", μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina και, έστω και αργά, το αναγνωστικό κοινό θα έχει την τύχη και την ευκαιρία να ανακαλύψει, να ξαναθυμηθεί και να μαγευτεί από την απλή, ανεπιτήδευτη και τόσο βαθιά ποιητική γλώσσα αυτού του σημαντικότατου συγγραφέα και διανοητή.  Η "Άνοιξη" πρωτοκυκλοφόρησε το 1982 και γράφτηκε την περίοδο της δικτατορίας στην Ουρουγουάη, όσο ο Benedetti ήταν πολιτικός εξόριστος στο Περού και στην Αργεντινή. (Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως ο στρατός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Ουρουγουάης, ακολούθησε το πραξικόπημα του 1973, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία στρατιωτικής δικτατορίας: μιας "δωδεκαετούς νύχτας" του λαού της Ουρουγουάης, νύχτας που ξημέρωσε με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1985).

Ο Benedetti κατασκεύασε με μαεστρία, με απόλυτη ενσυναίσθηση και γενναιοδωρία πνεύματος ένα ευσύνοπτο λογοτεχνικό έπος στο οποίο ερευνά την οδύνη του "χωριστά", τη μείξη ελπίδας-απελπισίας- μοναξιάς και την προσμονή για επιστροφή στον τόπο και στους ανθρώπους της καρδιάς.

Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Σαντιάγο που βρίσκεται στις φυλακές Libertad (Ελευθερία) ως πολιτικός κρατούμενος. Δεν γνωρίζει πότε θα αφεθεί ελεύθερος και, εκεί στο κελί του, παλεύει με την εξουσία της μνήμης. Καθοδηγεί τις αναμνήσεις του, νοσταλγεί την κοινή του ζωή με την αγαπημένη του σύζυγο Γρασιέλα, την μικρή τους κόρη Μπεατρίς, τον πατέρα του δον Ραφαέλ και τον στενό του φίλο Ρονάλδο. Μοιράζεται ανάμεσα σε δύο όχθες, κινείται σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταβαλλόμενων συναισθημάτων, νιώθει παγιδευμένος σε μια ζωή ακίνητη, προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος και λογικός μέσα στον παραλογισμό των καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός φυλακής. Για να αντέξει, γράφει γράμματα στην Γρασιέλα στα οποία αποτυπώνει τις σκέψεις του, την πίστη του, τις ανησυχίες, την ελπίδα του, τη λαχτάρα να βγει ξανά στον κόσμο και κυρίως εκφράζει τον άσβεστο έρωτά του προς εκείνη.
 
Την ίδια στιγμή που ο Σαντιάγο είναι φυλακισμένος, οι δικοί του άνθρωποι βρίσκονται εξόριστοι στο Μπουένος Άιρες.
 
Όσο περνά ο καιρός -και είναι πολύς- η Γρασιέλα νιώθει να αποκόβεται συναισθηματικά και ερωτικά από τον σύζυγό της καθώς αρχίζει να αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη για τον Ρονάλδο. Η διαρκής φυσική του παρουσία στην καθημερινότητά της είναι για εκείνη ένας δυνατός μαγνήτης, ένα ζεστό βλέμμα, ένα χέρι στο χέρι της, ένα σώμα πλάι στο δικό της, μια ζωή ραγισμένη που συνεχίζεται και χρήζει αναπνοής.
 
Ο Ρονάλδο, μέσω της δικής του οπτικής, δίνει μια εικόνα για το τι οδήγησε στη σύλληψη του Σαντιάγο. Πιο αποστασιοποιημένος σε σχέση με τους υπόλοιπους, μπορεί και διακρίνει τη θετική πλευρά της εξορίας.
 
Ο δον Ραφαέλ νιώθει πικραμένος ως εξόριστος λόγω των πολιτικών ιδεολογιών και πράξεων του γιου του, πικραμένος ως ηλικιωμένος που έφυγε από την πατρίδα του και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
 
Η εννιάχρονη κόρη του Σαντιάγο και της Γρασιέλα, Μπεατρίς, -της οποίας οι αφηγήσεις δίνουν μια πιο φωτεινή και ανάλαφρη νότα μέσα στο γενικό μελαγχολικό πλαίσιο- προσπαθεί να καταλάβει τους λόγους που ο μπαμπάς της είναι στη φυλακή και, ταυτόχρονα, είναι γοητευμένη από τις ομορφιές του Μπουένος Άιρες. Μαθαίνει νέες λέξεις, βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία προσαρμογής σε μια νέα χώρα, σε ένα νέο σπίτι, σε ένα καινούργιο σχολείο. Και περιμένει την αμνηστία για να τελειώσει η αμνησία κι όλα να γίνουν ένα θλιβερό χαρούμενο τάνγκο.

Κάθε κεφάλαιο και μια διαφορετική αφήγηση, μια διαφορετική φωνή, μια διαφορετική τεχνική εξιστόρησης σε τόνο, ύφος, ατμόσφαιρα.
 
Οι χαρακτήρες εναλλάσσονται όπως και οι οπτικές τους, και όλο αυτό -δια χειρός και πνεύματος του Benedetti- παρέχει μια σπαρακτική εικόνα για τον αντίκτυπο μιας/κάθε πολιτικής αναταραχής, των δικτατορικών καθεστώτων, της ατομικής και συλλογικής εξορίας και της μοναξιάς στην ψυχή και στον βίο των ανθρώπων.

Η "Άνοιξη" αποτελείται από μονολόγους και αποτελείται και από εμβόλιμα ιντερλούδια στα οποία εμφανίζεται και πρωταγωνιστεί ένας εξόριστος δημοσιογράφος (εν προκειμένω ο ίδιος ο Benedetti) που περιγράφει τις δικές του εμπειρίες στην εξορία -θολώνοντας τις γραμμές των οριζόντων μεταξύ μυθοπλασίας και απομνημονευμάτων- και τις ιστορίες άλλων εξόριστων που κατάφεραν λίγο, ελάχιστα ή καθόλου να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή μακριά από τη χώρα τους και πεθαίνουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- από νοσταλγία και μοναξιά.

Η ζωή του Σαντιάγο διαλύεται κομμάτι κομμάτι εν αγνοία του. Πέντε χρόνια, δύο μήνες και τέσσερις ημέρες υπάρχει και ελπίζει για την ελευθερία του, για την επανένταξή του στον κόσμο, για την επιστροφή στην οικογένειά του, για την ανοιχτή αγκαλιά της Γρασιέλα.
 
Κανείς δεν μπορεί να του κλέψει την άνοιξη που μοιάζει με έναν καθαρό καθρέφτη και που μοιάζει και με τη χώρα του, που και οι τρεις έχουν μια σπασμένη γωνία. Κι όμως, αυτή η άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, με το σχήμα μιας ραγισμένης αγάπης, είναι βέβαιος ότι τον περιμένει μακριά από την άβυσσο του φόβου, μακριά από το ψιχάλισμα και τις καταρρακτώδεις βροχές των δακρύων της συλλογικής θλίψης, μακριά από τις κοινές επαναλαμβανόμενες λύπες.

Ένα πολυφωνικό, πολυεπίπεδο, βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημα με επιστολές, με ισοπεδωτικές χωριστές εξορίες, με καρδιές που αλλάζουν θέσεις, με εξομολογήσεις, μυστικά και ψιθύρους μέσα από τους τοίχους, έξω από τους τοίχους.
 
Η μετάφραση-κέντημα σε αυτό το αριστούργημα της ισπανόφωνης πεζογραφίας φέρει την υπογραφή του Κώστα Αθανασίου.
 
Εκδόσεις Gutenberg / Aldina

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Cara Hoffman, Οι κράχτες

 Cara Hoffman, Οι κράχτες
 
Η Cara Hoffman είναι αναμφισβήτητα μία από τις πιο δυνατές φωνές της νέας φουρνιάς συγγραφέων της Αμερικής. Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε μια δασώδη κωμόπολη στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Πνεύμα ανήσυχο, από παιδί αγαπούσε το διάβασμα αλλά όχι το σχολείο, όχι τους κανονισμούς του και τον συντηρητισμό που επέβαλλε. Στην εφηβεία της παράτησε το λύκειο, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα και αργότερα, έχοντας μαζέψει μερικά χρήματα, έφυγε από την πατρίδα της για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Στα 19 της, τέλη της δεκαετίας του '80, βρέθηκε στην Αθήνα, απένταρη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, στον σταθμό Λαρίσης, στην οδό Δεληγιάννη και στο ξενοδοχείο Olympos βρήκε δουλειά ως "κράχτης" για να εξασφαλίσει έτσι το ελάχιστο προς το ζην και μια υποτυπώδη στέγη.

Η ομορφιά και η ασχήμια της Αθήνας, οι έντονες αντιθέσεις της την γοήτευσαν. Ζώντας σε ένα άθλιο δωμάτιο στον τελευταίο όροφο του παλιού ξενοδοχείου στο Μεταξουργείο, μαζί με άλλους "κράχτες", η Hoffman κρατούσε σημειώσεις για όσα βίωνε και παρατηρούσε και οι σημειώσεις εκείνες έγιναν το προσχέδιο αυτού του τρομερού μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina -ένα ακόμα λογοτεχνικό διαμάντι που έχει ενταχθεί στη συγκεκριμένη εμβληματική σειρά των εκδόσεων Gutenberg.

"Οι Κράχτες" είναι ένα από τα μυθιστορήματα που -παρά τη μη γραμμική τους αφήγηση- διαβάζονται με αμείωτο ενδιαφέρον και αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας πρόταση. Εδώ όλα ξεκινούν με ένα θάνατο στην πολύ αρχή αλλά η Hoffman είναι μια τόσο δεινή αφηγήτρια και συγγραφέας που έχει πολλούς άσους στο μανίκι για το παρακάτω της ιστορίας (το παρελθόν, το παρόν, τα μελλοντικά υπονοούμενα).

Σαφώς πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικών στοιχείων  μυθοπλαστικό έργο βασισμένο στην εποχή που η Hoffman πρωτοήρθε στην Αθήνα και περιλαμβάνει τις εμπειρίες της ως δεκαεννιάχρονου κοριτσιού που τα έβγαλε πέρα ζώντας σε μια επικίνδυνη περιοχή του αθηναϊκού κέντρου, ζώντας στα άκρα, μαζί με / ανάμεσα σε σχεδόν συνομηλίκους της - λαθρεπιβάτες της γης και του κόσμου.

Αθήνα, 1988. Ένα ζευγάρι νεαρών Άγγλων, ο μαύρος μποξέρ και ποιητής Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερ δουλεύουν ως κράχτες για το ξενοδοχείο Olympos, κοντά στον σταθμό Λαρίσης, με αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους δωρεάν διαμονή και ελάχιστο οικονομικό κέρδος. "Τσιμπάνε" ανυποψίαστους τουρίστες από τον σταθμό των τραίνων και τους φέρνουν ως πελάτες στο παρακμιακό ξενοδοχείο. Θα συναντήσουν την - νεόφερτη στην Αθήνα- Αμερικανίδα Μπράιντι (alter ego της Cara Hoffman) και θα την βάλουν στην "ομάδα" τους για να δουλέψει μαζί τους.  Η αγάπη τους για την αντισυμβατική ζωή και τη λογοτεχνία θα τους ενώσει.  Ο Μάιλο, ο Τζάσπερ και η Μπράιντι θα σχηματίσουν στον τρεμάμενο προσωπικό τους χάρτη μια έρημο σε τριγωνικό σχήμα, θα γίνουν ένα τρίγωνο που θα αποβεί καθοριστικό και μοιραίο για τις ζωές τους.

Οι Κράχτες: μαύρα πουλιά σε σύρματα σκουριασμένα με το προνόμιο της πνευματικής ελευθερίας στα φτερά τους. Ελεύθεροι και κυνηγημένοι, "τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό, ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό παράξενα παιδεύει το μυαλό τους".*
 
Πίνουν, μεθούν, λειτουργούν εν θερμώ, θυμούνται, λησμονούν, διψούν για το φως του κόσμου που ακόμα δεν τους (ε)ξημέρωσε, κάνουν σχέδια τα οποία βουλιάζουν σαν παιδικά χάρτινα καραβάκια μέσα σε ωκεανούς αλκοόλ.

Είναι νέοι, αμφισβητίες, μποέμ, ονειροπόλοι, πεζοί και ποιητικοί, τρυφεροί και βίαιοι, περιμένουν να συμβεί κάτι, κάτι ν' ανθίσει μέσα απ' τις στάχτες κι απ' τα σκουπίδια.

Αρνούνται θεσμούς και κοινωνικές συμβάσεις. Είναι σημαδεμένοι από τη μέσα τους φθορά, απ' του κόσμου τη φθορά, των επαναστάσεων το αίμα τ' άδικο., από το "εδώ" και το "πουθενά". Είναι αντιρρησίες, λογικοί και παράλογοι, παράτολμοι, μοναχικοί, γήινοι και τόσο απόκοσμοι, συμμετέχουν σε παράνομες δραστηριότητες και σε μια τρομοκρατική επίθεση.

Η ιστορία ξεκινά από το παρόν (κοντινό, μακρινό, τι σημασία έχει;) και από τον θάνατο του Τζάσπερ μια εβδομάδα πριν η Μπράιντι επιστρέψει στην Αθήνα, (προφανώς οι κρίκοι της αλυσίδας που συνέδεαν τους Κράχτες, κάποια στιγμή έσπασαν και οι δρόμοι τους πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις) κι από εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας που κινείται μπρος αλλά και πίσω. Η εξιστόρηση δεν είναι ευθύγραμμη, μετακινείται στο χρόνο, σε τρεις διαφορετικές αφηγηματικές οδούς και σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία.
 
Το ένα κομμάτι της αφήγησης (σε πρώτο πρόσωπο) αφορά στιγμές από τα παιδικά χρόνια της Μπράιντι στην Αμερική και στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και το οποίο διαμόρφωσε ως ένα βαθμό την προσωπικότητά της.
 
Το δεύτερο κομμάτι (επίσης σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενικού και πληθυντικού αριθμού) σχετίζεται με το διάστημα που η Μπράιντι ήταν στην Αθήνα μέλος της ομάδας των κραχτών.

Το τρίτο μέρος, με αφήγηση που μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη, λαμβάνει χώρα χρόνια αργότερα και ακολουθεί την πορεία του Μάιλο που έχει φύγει από την Αθήνα και από το παρελθόν του ως κράχτης κι έχει βρει καταφύγιο σε ένα μικρό ελληνικό νησί, σε ένα δανεικό σπίτι, με τα βιβλία του, με θέα το γαλάζιο, το γκρίζο και το διάφανο κενό της θάλασσας, υπό τον ήχο των κυμάτων.

Η Hoffman, με απόλυτη ισορροπία και δεξιοτεχνικές κινήσεις, με ζωντάνια και ακρίβεια, δημιουργεί μια σφιχτοδεμένη, καλοζυγισμένη πλοκή σε τρεις αφηγηματικούς δρόμους, ιχνηλατεί με απίστευτη ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, ζωντανεύει μια όχι πολύ μακρινή εποχή ,τόσο αθώα αλλά και σκληρή ταυτόχρονα, και παραδίδει ένα σημαντικό σύγχρονο μυθιστόρημα κινηματογραφικής αισθητικής και τεράστιας αφηγηματικής δομής και δύναμης.

Το πρωτότυπο εδώ, στους "Κράχτες", είναι ότι έχουμε μεν ένα λογοτεχνικό έργο -γραμμένο από ξένο συγγραφέα-που η δράση του εκτυλίσσεται στην Ελλάδα αλλά δεν είναι ένα μυθιστόρημα - ύμνος στην ελληνική ομορφιά, στα ειδυλλιακά τοπία, στους καλοκαιρινούς έρωτες με φόντο αιγαιοπελαγίτικα ηλιοβασιλέματα με τουρίστες ξέγνοιαστους που ερωτεύονται και τραγουδούν ύμνους για την αγάπη κάτω από το φως του φεγγαριού.

Εδώ οι έρωτες είναι καταδικασμένοι, εδώ υπάρχουν σκιές, εδώ υπάρχει ζωή στο περιθώριο, εδώ οι ήρωες ζουν εν μέσω καύσωνα, παρανομίας, παρακμής, διαρκών μετακινήσεων, φόβου, απόγνωσης που καταβροχθίζει την παραμικρή υποψία ελπίδας. Οι ήρωες τρέχουν ("Running", είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο), έρχονται, φεύγουν (με δυσκολίες επικοινωνίας, τα κινητά και το διαδίκτυο δεν υπήρχαν ακόμα) γυρεύοντας κάτι απ' τον χαμένο εαυτό τους, διψασμένοι γι' αυτό που ακόμα δεν είδαν και δεν άγγιξαν.

Από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της τρέχουσας χρονιάς. Αισθαντικό, δυνατό, γλυκόπικρο κείμενο γραμμένο τεχνηέντως από την Cara Hoffman -η οποία μοιράζει τον χρόνο και τη ζωή της μεταξύ Νέας Υόρκης και Εξαρχείων- , που είχε την τύχη να πέσει στα επιδέξια μεταφραστικά χέρια του Παναγιώτη Κεχαγιά.
 
Ένα μυθιστόρημα - ύμνος στην ελευθερία άνευ όρων, στη νιότη και στο τραγούδι της μέσα στο πέρασμα του χρόνου, στα ναυαγισμένα όνειρα, με ένα αφηγηματικό σύμπαν σαν καταραμένη και καταπραϋντική μεταμεσονύχτια προσευχή. 
 
 
Εκδόσεις  Gutenberg / σειρά  Aldina

 
* (στίχοι του Νίκου Γκάτσου)

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Κωνσταντίνος Μουσούλης, Το προφίλ της Αν-Μαρί

 
Κωνσταντίνος Μουσούλης, Το προφίλ της Αν-Μαρί

Με ένα δυνατό λογοτεχνικό ντεμπούτο συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό ο Κωνσταντίνος Μουσούλης. Πρωτοεμφανιζόμενος μεν στο εγχώριο λογοτεχνικό πεδίο, με ένα πλουσιότατο βιογραφικό δε, με ένα σημαντικό επαγγελματικό προφίλ και με ήδη επιτυχημένη παρουσία στο χώρο του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου , οπότε πριν καν την έκδοση του παρόντος πρώτου του αποτυπώματος στην ελληνική πεζογραφία, ο Μουσούλης έχει ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα στις λεωφόρους της γραφής και της οθόνης.

Γιoς πασίγνωστης και αγαπητής δημοσιογράφου - ερευνήτριας, παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει καταγράψει την προσωπική του πορεία αθόρυβα και με λαμπρά αποτελέσματα. Σπούδασε σκηνοθεσία, σενάριο και μοντάζ σε κινηματογραφικές σχολές σε Μεγάλη Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος, έχοντας στο ενεργητικό του 18 ταινίες μικρού μήκους και έχει αποσπάσει περίοπτα βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ. Έζησε για χρόνια στο Λος Άντζελες όπου και δημιούργησε την εταιρεία παραγωγής Homeric Pictures, διδάσκει υποκριτική στο φακό σε δραματικές σχολές στην Ελλάδα και στην Κύπρο, επιμελείται σενάρια για το σινεμά και την τηλεόραση.

Πολυσχιδής, ανήσυχος, με ενσυναίσθηση, ταλαντούχος, πολυπράγμων, χαμηλών τόνων, με ευθύβολο βλέμμα στ' ανθρώπινα, στο παρόν και στο μέλλον.

Με το πρωτόλειο μυθιστόρημά του "Το προφίλ της Αν - Μαρί", από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Κωνσταντίνος Μουσούλης μάς παραδίδει ένα έργο που διαβάζεται απνευστί και προσφέρει στον αναγνώστη μπόλικη τροφή για σκέψη. Ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ κινηματογραφικής αισθητικής και ροής, με τα στοιχεία του ρεαλισμού και της φαντασίας να συμβαδίζουν και με κύριο θέμα του την μάστιγα της εποχής μας: τον εθισμό μας στα κοινωνικά δίκτυα, την διατήρηση /διαχείριση της ψηφιακής μας εικόνας και προσωπικότητας, την εμμονή μας να γινόμαστε αρεστοί -μετρώντας αντιδράσεις-, τον ναρκισσισμό μας, τη ζωή έτσι όπως καταλήξαμε ψηφιακά να τη ζούμε μέσα σε / πίσω από μια οθόνη πληκτρολογώντας εμμονικά και πλάθοντας μια ειδυλλιακή εικόνα του εαυτού και του βίου μας.

Η δράση του μυθιστορήματος είναι τοποθετημένη στο Λος Άντζελες και πρωταγωνίστρια είναι η Αν - Μαρί, μια νεαρή γυναίκα που φιλοδοξεί να γίνει celebrity μέσω του διαδικτύου. Λόγω μιας δερματοπάθειας που την ταλαιπωρεί, η Αν - Μαρί διατηρεί ένα αίσθημα κατωτερότητας για την εμφάνισή της, παρόλα αυτά όμως είναι δυνατή και διαθέσιμη να κατακτήσει μια θέση στον πολύβουο και ανταγωνιστικό κόσμο της βιομηχανίας του θεάματος. Προέρχεται από μια πρώην πλούσια οικογένεια (πρώην, γιατί οι γονείς της έχουν χωρίσει άρα και οι δρόμοι, τα μοιράσματα) και έχει δημιουργήσει μια σειρά ρούχων με την επωνυμία Farfalla (ιταλική λέξη, σημαίνει "πεταλούδα" στα ελληνικά) μαζί με μια φίλη της και προωθεί τη σειρά μέσα από το προφίλ που έχει φτιάξει στη φημισμένη πλατφόρμα Watch me.

Από τη μια, η εμφάνισή της τής προκαλεί ένα μόνιμο άγχος και από την άλλη η λαμπερή της ψηφιακή εικόνα στο διαδικτυακό της προφίλ γίνεται μια λίμνη στα νερά της οποίας η Αν - Μαρί ως άλλος Νάρκισσος, καθρεφτίζεται και αυτό που αντικρίζει την κολακεύει, και  ερωτεύεται τον εκτυφλωτικό της αντικατοπτρισμό.

Στη ζωή της Αν - Μαρί μπαίνει ο μυστηριώδης και θανάσιμα γοητευτικός Ντέιβιντ Γκράαμ, ιδρυτής της πλατφόρμας Watch me, ο οποίος της υπόσχεται ότι θα συμβάλλει να βγαίνει ακόμα μια αψεγάδιαστη η ψηφιακή της εικόνα σε βίντεο και φωτογραφίες και, άρα, με την ομορφιά της θα μπορεί να πετύχει όσα έχει στο μυαλό της. Της προτείνει να γίνει το νέο πρόσωπο του Watch me, κι έτσι η φήμη της Farfalla να εκτιναχθεί στα ύψη, οπότε η ίδια θα βγάλει αμύθητα κέρδη, θα συναναστρέφεται με διάσημους, θα αποκτήσει εκατομμύρια followers, θα πρωταγωνιστεί σε εξώφυλλα περιοδικών, θα είναι καλεσμένη σε τηλεοπτικές εκπομπές .

Όχι φυσικά χωρίς αντάλλαγμα: για να συμβούν όλα τα παραπάνω, η Αν - Μαρί θα πρέπει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Watch me.

Μεγάλο το δέλεαρ. Η Αν - Μαρί αρχικά ενθουσιάζεται, άλλωστε αυτά είναι που επιθυμεί. Κι ακολουθούν ένα σκοτεινό δωμάτιο κι ένα άγγιγμα στην κρυστάλλινη καρδιά του Watch me και η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα!

Όσο η εικόνα της Αν - Μαρί τελειοποιείται, φωτογραφία τη φωτογραφία, βίντεο το βίντεο, τόσο η πραγματική της εικόνα "τσαλακώνεται", αλλοιώνεται. Όσο πιο διάσημη γίνεται , τόσο ο ψυχικός της κόσμος ραγίζει και αρχίζει να καταρρέει. Ενώ όλα δείχνουν αστραφτερά και τέλεια, ουσιαστικά αυτό που τα κάνει να λάμπουν δεν είναι η λάμψη της δημοσιότητας αλλά μια ύπουλη φωτιά που εξαπλώνεται σταδιακά κι έπειτα ανεξέλεγκτα.

Με απλά εκφραστικά μέσα, με σφιχτοδεμένη πλοκή, χωρίς ίχνος διδακτισμού, ο Κωνσταντίνος Μουσούλης μεταφέρει τον μύθο του Νάρκισσου και την ιστορία του Ντόριαν Γκρέι στο σήμερα και σκαρώνει ένα εκρηκτικό σκοτεινό θρίλερ που διαβάζεται ως εκτενής κοινωνικός σχολιασμός για την αλήθεια, το ψεύδος, την απάτη και την αυταπάτη των καιρών μας, για τον μαζικό και ατομικό μας εθισμό στα social media που εξαπλώνεται σαν μεταδοτική απειλητική ασθένεια , για την ατομική και συλλογική μας ανάγκη για αποδοχή, θαυμασμό, αγάπη και αναγνώριση -διάρκειας μιας ανάσας- , για το αλόγιστο ξόδεμά μας σε πόζες, ακκισμούς, δηλώσεις, υπερβολές, φιλοδοξίες της στιγμής, διεκδίκηση προσοχής, για την καταμέτρηση των likes και των θετικών εγκωμιαστικών σχολίων που δρούν ως επούλωση ανοιχτών τραυμάτων και χαϊδεύουν παρηγορητικά ήττες, μοναξιές σαν σκόρπια φύλλα στον άνεμο, πικρές παραδοχές και κενό απροσμέτρητο.

Μια έντιμη, αξιοπρόσεκτη και αξιανάγνωστη πρώτη λογοτεχνική κατάθεση το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Μουσούλη που η ιστορία του είναι καθρέφτης της εποχής μας και των ανθρώπων της, του "εδώ" που λαχταρά να βρεθεί "αλλού", του "εκεί" που λοξοδρομεί, της απώλειας στιγμών και έμπρακτων συναισθημάτων.
 
 
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Ευγένιος Ιονέσκο, Ο μοναχικός

Ευγένιος Ιονέσκο, Ο μοναχικός

 
Πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2006 στη σειρά "Οι κλασικοί" των εκδόσεων Ηλέκτρα, το μοναδικό μυθιστόρημα του Ευγένιου Ιονέσκο, αυτού του κορυφαίου, ασυμβίβαστου, ριζοσπάστη θεατρικού συγγραφέα - δοκιμιογράφου, θεμελιωτή του Θεάτρου του Παραλόγου, που έγραψε -σχεδόν εμμονικά- για την ευλογία και την κατάρα του παραλογισμού και του "ασυνήθιστου" , για τη δυστυχία (την ανθρώπινη δυστυχία) που πηγάζει από την έλλειψη μοναχικότητας, (όντας ο ίδιος  "εραστής" της μοναξιάς και της μοναχικής πορείας) για τη γελοιότητα των κοινωνικών συμβάσεων, για το αίσθημα αποξένωσης και την ματαιότητα της επαφής και της επικοινωνίας με τους άλλους.
 
Μαζί με τον Σάμιουελ Μπέκετ, έσπασε τις καθιερωμένες θεατρικές φόρμες και δημιούργησε πρωτοποριακά έργα που "καίνε" και αστράφτουν μέσα στο γκροτέσκο και σκοτεινό τους αποστομωτικό ύφος ενώ θεωρούνται από τα πιο επιδραστικά και σημαντικά της παγκόσμιας δραματουργίας.

Το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα, "Ο μοναχικός", κυκλοφόρησε το 1973 όταν ήδη ο μεγάλος γαλλορουμάνος δραματουργός είχε καθιερωθεί και φέρει όλα εκείνα σχεδόν τα χαρακτηριστικά στοιχεία των θεατρικών έργων της ωριμότερης συγγραφικής του φάσης -με κεντρικό ήρωα τον περίφημο Μπερανζέ- όπου το ασύνηθες και το φαντασιακό έδωσαν τη θέση τους στο υπαρξιακό, στο ανθρώπινο, στο παράδοξο του αστικού βίου και εκφράζουν βαθύτερα και πιο έντονα την απόγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης δίχως ύπαρξη νοήματος και τον φόβο του θανάτου.

"Ο μοναχικός", λοιπόν, αυτό το φιλοσοφικό, υπαρξιακό , πολιτικό, ποιητικό και τραγικά επίκαιρο μυθιστόρημα του Ιονέσκο, εδώ και περίπου ένα χρόνο έχει επανακυκλοφορήσει από τις εκλεκτές εκδόσεις Κυψέλη του αεικίνητου Νίκου Βεργέτη, (με το ελκυστικό, ομιχλώδες  τοπίο στο εξώφυλλο από μια  εμπνευσμένη φωτογραφία του γνωστού Γιώργου Θωμόπουλου, της Πολιτείας) εκδόσεις που με συνέπεια, ήθος και ψυχή μας χαρίζουν/ μας υπενθυμίζουν λογοτεχνικά κείμενα πρώτης γραμμής.

Ο ανώνυμος αφηγητής, "ο μοναχικός", είναι ένας ήρωας αντιήρωας που βιώνει το δράμα της ανίας μιας άνευ ουσίας ζωής. Ανώνυμος, σε χρόνο άχρονο, σε χώρο αφηρημένο, ο πρωταγωνιστής ζει και δεν ζει, με τις σκέψεις του και τα λεγόμενά του να μην γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους άλλους.
 
Σαν να ξεπηδά από σελίδες κλασικών έργων, ως συνέχεια και ως θολό, ραγισμένο κατοπτρισμό των ηρώων από το "Υπόγειο" του Ντοστογιέφσκι, από τη "Ναυτία" του Σαρτρ, από τη "Μεταμόρφωση" του Κάφκα, από τον "Ξένο" του Καμύ, που όμως εδώ πλάθεται και παίρνει πνοή από την πένα και την μεγαλοφυΐα του Ιονέσκο. Είναι ένας άντρας λίγο πριν τα 40, υπάλληλος σε μια επιχείρηση, ήδη κουρασμένος από τη ματαιότητα του ζην, που νιώθει την ανάγκη να αποσυρθεί από την κούρσα, αλλά πόσο εύκολα μπορεί να αποσυρθεί από την κούρσα ένας μισθωτός υπάλληλος όχι πια πολύ νέος για να κυνηγήσει νέες ευκαιρίες, σε μια εποχή όπου απουσιάζουν η δράση και η ελευθερία κινήσεων μέσα στην αδιάλειπτη παρουσία κανόνων, καθωσπρεπισμού, κοινωνικών επιταγών, εντολών, συγκατάβασης και ανάγκης, όπου οι υφιστάμενοι -κουρδισμένοι, μπουχτισμένοι, ήδη με ίχνη κλονισμένης ψυχικής υγείας - εκτελούν μηχανικά και στωικά τις διαταγές των προϊσταμένων τους.
 
Όμως ο ήρωας του Ιονέσκο έχει την τύχη με το μέρος του. Μια απρόσμενη κληρονομιά περνάει στα χέρια του και του δίνει την δυνατότητα να παραιτηθεί από τη δουλειά του. Αποχαιρετά συναδέλφους και, ανάμεσά τους, τη Λισιέν, την τελευταία γυναίκα με την οποία είχε συνάψει ερωτική σχέση και η οποία τον εγκατέλειψε για χάρη ενός πιο δυναμικού και γοητευτικού άντρα.
 
Φεύγει από το -γεμάτο βιβλία- δωμάτιο του μικρού ξενοδοχείου όπου για χρόνια διέμενε και, με τα χρήματα της κληρονομιάς, αγοράζει ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας σε προάστιο του Παρισιού. (Ο τρίτος όροφος με θέα την πολύβουη κεντρική λεωφόρο θα γίνει σταδιακά το "Υπόγειο" του πρωταγωνιστή).

Ελεύθερος από τα δεσμά της εργασίας και των ωραρίων και οικονομικά ανεξάρτητος, άρα με άφθονο χρόνο και χρήμα που θα του προσέφεραν, βάσει λογικής, ευζωία, ταξίδια και νέες απολαύσεις, ο ήρωας - αφηγητής χτίζει ένα προσωπικό σύμπαν μέσα στο γενικό σύμπαν, μια προσωπική φυλακή μέσα στην μεγάλη και συλλογική.
 
Ακολουθεί την ίδια καθημερινή ρουτίνα, βγαίνει από το διαμέρισμά του για περιπάτους κοντινών αποστάσεων, περιπλανιέται δίχως σκοπό σε προκαθορισμένη χιλιομετρική απόσταση, επισκέπτεται πάντα το ίδιο εστιατόριο για να φάει και να πιει.
 
Οι ορίζοντές του που, όπως θα ήταν αναμενόμενο, θα έπρεπε να διευρυνθούν τελικά στενεύουν επικίνδυνα. Δεν πηγαίνει πια στον κινηματογράφο όπως παλιότερα, αποφεύγει να συναναστρέφεται πρώην συναδέλφους του, μια ακόμα ερωτική του αποτυχία τον κάνει ακόμα πιο εσωστρεφή και μοναχικό.
 
Γίνεται θεατής των πραγμάτων, περιγράφει ουδέτερα και αποστασιοποιημένα τα όσα συμβαίνουν γύρω του εν μέσω ενός πολέμου που ξεσπάει.
 
Πίνει, θυμάται, λησμονεί, στοχάζεται και αναστοχάζεται, κάνει απολογισμούς ζωής για όσα δεν κατάφερε, περιτριγυρισμένος από τον κόσμο αλλά όχι μέσα στον κόσμο, "αρρωσταίνει" από τη ναυτία του κενού και του υπερπλήρους, έρχεται αντιμέτωπος με τον φόβο του θανάτου, με τις ήττες του, με την μετριότητά του. Ξέρει πως υπάρχει γιατί κι ο κόσμος υπάρχει αλλά αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητά του.
 
Βλέπει οράματα, έχει παραισθήσεις, συμμετέχει -όντας ουσιαστικά απών - στα όσα λαμβάνουν χώρα στους δρόμους, σε έναν εμφύλιο πόλεμο που ξεσπά -ή ξέσπασε πριν χρόνια-, στις λεωφόρους των επαναστάσεων, των αναταραχών εκεί όπου οι άνθρωποι σκοτώνουν και σκοτώνονται προκαλώντας τον θάνατό τους.

Δεν είναι ηλικιακά μικρός ούτε μεγάλος, είναι σχολαστικός και διαρκώς ανήσυχος, είναι κυνικός και, την ίδια στιγμή, ευαίσθητος και τρυφερός. Πίνει πολύ, για να ξεχάσει όσα θυμάται. Απόκεντρος μες στο πλήθος της μεγαλούπολης, ταλανίζεται από έναν καταρράκτη συλλογισμών, παρατηρεί, κάνει ενδοσκόπηση, αναλύει και αυτοαναλύεται, προσπαθεί να ανακαλύψει τα κίνητρα που ενεργοποιούν τη ζωή, τον έρωτα, τον κάθε πόλεμο, το σύστημα, την εργασία, την απάτη, την αυταπάτη, τη διάθεση για κάθε νέα αρχή μετά από κάθε τέλος, την ασφυκτική θλίψη των κυριακάτικων δειλινών.
 
Είναι ένας κομπάρσος στον μεγάλο, παράλογο ανθρώπινο θίασο και κουβαλά εντός του ολόκληρη την υπαρξιακή αγωνία της ανθρώπινης φύσης.

Βαδίζοντας, φτάνει στον τοίχο του κόσμου. Και μένει εκεί. Ολομόναχος. Με απροσδιόριστες, χαμένες επιθυμίες να ψάχνει να βρει τι του λείπει / τι του έλειπε, κι αυτό που του λείπει / του έλειπε είναι ότι ποτέ δεν έμαθε όσα ήθελε να μάθει γιατί ένιωθε πάντοτε ότι δεν ήταν άξιος να μάθει.
 
Μετράει τα χρώματα γύρω του, κάνει βουτιές μια στο απόλυτο σκοτάδι και μια  στο εκτυφλωτικό φως, δηλώνει γνώση και άγνοια, είναι ελεύθερος φυλακισμένος, μονολογεί και συνομιλεί, ονειροπολεί κι ονειρεύεται, βλέπει όσα οι άλλοι δεν βλέπουν. Πίσω απ' τον τοίχο, ασφαλής, μακριά από το βάραθρο και το κενό που το αγκαλιάζει.
 
Σε μια απρόσκοπτης ροής πρωτοπρόσωπη, συγκλονιστική αφήγηση που τσακίζει κόκαλα!

Κι εκεί, στο σκοτάδι του τοίχου, του  φανερώνεται απ' το παράθυρο ένα ολάνθιστο, κατάλευκο δέντρο κι όλος ο κόσμος μεμιάς γίνεται μπαξές, κήπος, ένα απέραντο λιβάδι με μια σκάλα ασημένια που οδηγεί προς το φως.
 
Κι ένα φως που ο Μοναχικός φοράει κατάσαρκα.

Η Σοφία Αυγερινού υπογράφει μια άριστη, υποδειγματική μετάφραση κι ένα εξαιρετικό επίμετρο σε ένα ιλιγγιώδες αφήγημα, σε έναν χείμαρρο ψυχής και συνειδητότητας όπου ήρωας, συγγραφέας και αναγνώστης γίνονται Ένα.
 
 
Εκδόσεις Κυψέλη

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Κουρτ Τουχόλσκι, ΡΑΪΝΣΜΠΕΡΓΚ. ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΓΚΡΙΠΣΧΟΛΜ

Κουρτ Τουχόλσκι, ΡΑΪΝΣΜΠΕΡΓΚ. ΑΝΑΚΤΟΡΟ  ΓΚΡΙΠΣΧΟΛΜ

 
Ο Κουρτ Τουχόλσκι υπήρξε ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Από τους πιο ένθερμους επικριτές του γερμανικού μεσοπολεμικού εκσυγχρονισμού άρα και από τους πρώτους που εκδιώχθηκε από το ναζιστικό καθεστώς εξαιτίας του οποίου ο Τουχόλσκι εγκατέλειψε τη Γερμανία και κατέληξε στη Σουηδία όπου και έβαλε τέλος στη ζωή του με τη χρήση βαρβιτουρικών.   Εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1890 και ολοκληρώνοντας τις νομικές σπουδές του στράφηκε στη γραφή και στη δημοσιογραφία.
 
Δημοσιογράφος ολκής, κριτικός, δοκιμιογράφος, σατιρικός ποιητής, στιχουργός τραγουδιών των καμπαρέ, κυρίως ένα πνεύμα ανήσυχο που ύψωσε το ανάστημά του στην εποχή του γράφοντας καυστικά κείμενα. Μια πολυσχιδής προσωπικότητα με προοδευτικές ιδέες, ταγμένος με τον αριστερό πασιφισμό σε μια περίοδο εθνικισμού και μιλιταρισμού, προάγγελο του απόλυτου σκοταδιού που θα ακολουθούσε. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τα κείμενα του Τουχόλσκι παραδόθηκαν στην πυρά και του αφαιρέθηκε η ιθαγένεια.
 
Στα καθ΄ ημάς, ο Κουρτ Τουχόλσκι δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, για την ακρίβεια ήταν άγνωστος στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
 
Το 2021, οι εκδόσεις Κριτική εξέδωσαν έναν μικρό δίγλωσσο τόμο που περιείχε τέσσερα -τρομερά επίκαιρα και υψηλής οξύνοιας- άρθρα του από τις πρώτες έως τις τελευταίες ημέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οπότε, με το συγκεκριμένο βιβλίο -με τίτλο Σούρουπο ή χάραμα; Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντισημιτισμός, σάτιρα- οι έλληνες αναγνώστες είχαν την τύχη και την ευκαιρία να γνωρίσουν την διαυγή και κοφτερή πένα ενός σημαντικού δημοσιογράφου και στοχαστή.
 
Οι εκδόσεις Καστανιώτη, πολύ πρόσφατα, εξέδωσαν μέσω της εμβληματικής τους σειράς "Εικοστός αιώνας" τα δυο και μοναδικά μυθοπλαστικά έργα του Τουχόλσκι, δυο δείγματα αστραφτερής και εύστροφης πρόζας γεμάτης συμβολισμούς και παιγνιώδους διάθεσης, δυο εξαίρετα κείμενα καθαρά σαν ουρανός με έναν φωτεινό ήλιο και με ίχνη από απειλητικά σύννεφα πολύ μακριά, στο βάθος.
 
Το διήγημα "Ράινσμπεργκ" (1912), η πρώτη λογοτεχνική κατάθεση του Τουχόλσκι, είναι μια δροσερή ερωτική ιστορία με πρωταγωνιστές ένα νεαρό ζευγάρι, την Κλερ και τον Βόλφγκανγκ που δραπετεύουν από την βαρετή καθημερινότητα του Βερολίνου, ταξιδεύουν με τρένο ως την περιοχή του Βρανδεμβούργου -για να δημιουργήσουν μια δική τους τρυφερή καθημερινότητα- όπου απολαμβάνουν το πανέμορφο τοπίο με το ανάκτορο του Φρειδερίκου Β' του Μεγάλου, κάνουν βόλτες, κάνουν βαρκάδες, αστειεύονται, ερωτοτροπούν, πειράζουν ο ένας τον άλλο, περιδιαβαίνουν τους δρόμους της πόλης χαζεύοντας βιτρίνες, εμπορεύματα και επιτεύγματα της νέας εποχής. Πηγαίνουν στον κινηματογράφο, ζούν την κάθε στιγμή, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μακριά από κοινωνικές συμβάσεις, ερωτευμένοι κι ελεύθεροι. Δημιουργούν όμορφες, έντονες αναμνήσεις, νιώθουν ότι κρατούν τη ζωή και το μέλλον στα χέρια τους ενώ αισθήσεις και αισθήματα είναι ολοζώντανα σε μια ανέμελη, προσωπική τους και συλλογική περίοδο.
 
Αλλά όπως όλα τα ωραία, έτσι και η ολιγοήμερη ανάπαυλά τους φτάνει στο τέλος της και οι δύο νέοι θα επιστρέψουν στο Βερολίνο "τη μεγάλη πόλη, όπου τους περίμεναν πάλι βάσανα, γκρίζες μέρες, νοσταλγικά τηλεφωνήματα, σιωπηλά απογεύματα, δουλειά κι όλη η ευτυχία του μεγάλου τους έρωτα.".
 
Στο δεύτερο μέρος του τόμου, που ξεκινά με την ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον εκδότη Ερνστ Ρόβολτ και στον συγγραφέα Τουχόλσκι και στις οποίες ο εκδότης ζητά από τον συγγραφέα να γράψει μια ανάλαφρη ερωτική ιστορία, έχουμε το σύντομο ερωτικό μυθιστόρημα "Ανάκτορο Γκρίπσχολμ" (1931), μια φαινομενικά απλή καλοκαιρινή ερωτική ιστορία, ένα ακόμα ταξίδι διαφυγής από την πραγματικότητα που κατ΄ουσίαν είναι ένα δυνατό, υποδειγματικό λογοτεχνικό κείμενο.
 
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο "Ντάντι" ή "Πέτερ" - ουσιαστικά είναι ο ίδιος ο συγγραφέας- και η Λυδία ή "πριγκίπισσα" -ένα αισθησιακό κορίτσι, ένα ελεύθερο πνεύμα- φεύγουν από το Βερολίνο και πηγαίνουν για διακοπές στη Σουηδία. Και εδώ -όπως και στο διήγημα "Ράινσμπεργκ"- έχουμε ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι και μεταξύ τους υπάρχει διάχυτος ερωτισμός, υπάρχουν καβγαδάκια και ερωτικά πειράγματα και ανέμελη διάθεση. Φτάνουν στην Κοπεγχάγη, κάνουν βόλτες σε δρόμους και μαγαζιά, βλέπουν αξιοθέατα. Και από εκεί, επόμενος σταθμός τους η Στοκχόλμη. Περίπατοι και κολύμπι σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, έρχονται σε επαφή με τουρίστες και ντόπιους, διαμένουν σε ένα μικρό σπίτι κοντά στη λίμνη, επισκέπτονται το ανάκτορο Γκρίπσχολμ, λούζουν τις ψυχές τους στην ομορφιά και στο φως.
 
Στην παρέα των δύο έρχονται να προστεθούν ο Κάρλχεν, φίλος του "Ντάντι" που μένει μαζί τους για λίγες μέρες και η Μπίλι (Σιμπίλε), η οποία μαζί με το ζευγάρι, για μια νύχτα, σχηματίζουν ένα ερωτικό τρίγωνο.
 
Κάποια στιγμή, στο δρόμο τους, συναντούν μια ομάδα μικρών κοριτσιών - τροφίμων στο τοπικό οικοτροφείο που διευθύνει η τυρρανική κυρία Αντριάνι. Ένα από τα κορίτσια, η μικρή Άντα, κάνει απόπειρα απόδρασης από το ίδρυμα και τραβάει την προσοχή του πρωταγωνιστικού ζεύγους και των φίλων τους. Η ανεμελιά των διακοπών τους θα δώσει τη θέση της στην αγωνία και στον αγώνα να σώσουν το δύστυχο κορίτσι από τα χέρια της αδίστακτης και εξουσιομανούς διευθύντριας. (Η κυρία Αντριάνι θα μπορούσε αλληγορικά να εκπροσωπεί το Κακό που πλησίαζε σιγά σιγά τη Γερμανία)
 
Το φως των διακοπών αργά χαμηλώνει και μια αχνή σκιά απλώνεται τριγύρω στην ατμόσφαιρα.
 
Το "Ανάκτορο Γκρίπσχολμ" είναι ένα απαστράπτον κείμενο με αποτυπωμένες τιςς χαρές της ζωής και του έρωτα, με παιγνιώδη χρήση γλωσσικών ιδιωμάτων, με τα στοιχεία του φωτός, του έρωτα, της θλιβερής τρυφερότητας αλλά και του χιούμορ να συνυπάρχουν.
 
Μια ξεχωριστή εκδοτική στιγμή!
 
Χάρη στις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά τους "Εικοστός αιώνας" και στην συμβολή της Έμης Βαϊκούση στην εξαίρετη μετάφραση και στις απαραίτητες σημειώσεις, τα δύο μοναδικά λογοτεχνικά έργα του Κουρτ Τουχόλσκι έρχονται για να μας συστήσουν έναν σπουδαίο μάστορα του λόγου, με οξύνεια πνεύματος και γραφής, που για χρόνια, δυστυχώς, αγνοούσαμε.
 
 
Εκδόσεις  Καστανιώτη

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Δημήτρης Αγγελής, Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας

Επιλογή από τα Ημερολόγια
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ || ΟΝΕΙΡΑ || ΣΤΙΧΟΙ

Δημήτρης Αγγελής, Σκίτσα  δρόμων κι έναστρης  νύχτας
Εκλεκτός και, αναμφίβολα, συγκινητικά αξιανάγνωστος ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής, δημιουργός ποίησης σπάνιας αισθητικής, αισθαντικής, συναισθηματικής, γενναιόδωρης, κινηματογραφικής, υπαρξιακής, ονειρικής, γεμάτης εικόνων, σπαραγμών, απωλειών, ρωγμών, ρυθμών, δακρύων για όσα ήρθαν - πέρασαν - χάθηκαν, με φωτιές, ψιθύρους, προσευχές, επιθυμίες, πληγές ανοιχτές, μνήμες.
 
Ποίηση με  γραφή παλλόμενη που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις γιατί οι λέξεις της, οι ήχοι της, οι πνοές της, τα αρχέτυπα και οι συμβολισμοί της σε ακολουθούν, τις βλέπεις μπροστά σου σε κινήσεις και βλέμματα, έχοντας κάτι από την ευλογία και την βουβή αγριότητα της νύχτας
 
Και με μια "νύχτα" επιστρέφει στα εκδοτικά μας πράγματα ο Δημήτρης Αγγελής, αυτός ο επάξια βραβευμένος ποιητής - δοκιμιογράφος -  επίσης διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του περιοδικού Φρέαρ και συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης χριστιανικού διαλόγου και πολιτισμού "Ανθίβολα" - που γράφει σχεδόν όπως αναπνέει.
 
Με μια "νύχτα", όχι ποιητικής μορφής αυτή τη φορά αλλά με "Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας" , μια έξοχη συλλογή στοχαστικών ημερολογιακού ύφους κειμένων όπου η ποιητική πρόζα συνυπάρχει με τον λογοτεχνικό / δοκιμιακό / στοχαστικό λόγο και την λογοτεχνική μαρτυρία που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις,
 
Εδώ, ο Αγγελής "εκθέτει" εαυτόν, νού και ψυχή (του) παρουσιάζοντας στιγμές και καταγραφές καθημερινότητας / ημερών σε φεστιβάλ και ποιητικά συμπόσια, "παρασκηνίων" των λογοτεχνικών περιοδικών και του χτισίματος της ποίησής του, στίχων που δεν έγιναν ολόκληρα ποιήματα (κι αν έγιναν, δεν χώρεσαν σε ποιητικές ανθολογίες), εικόνων, ταξιδιών, μετακινήσεων, συναντήσεων με έλληνες και ξένους συγγραφείς και ποιητές, πλάνων της πνευματικής ζωής του τόπου και του κόσμου, ιδιορρυθμιών λέξεων και ανθρώπων, εναλλασσόμενων συναισθημάτων.
 
Χωρίς γραμμική ακολουθία, χωρίς ημερολογιακή σειρά. ο Αγγελής πλάθει και μεταπλάθει τον χρόνο και τα χρόνια και προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα αλησμόνητο διανοητικό / ρεαλιστικό / υπερρεαλιστικό / λυρικό ταξίδι όπου το προσωπικό του ποιητή - αφηγητή κινείται παράλληλα με το συλλογικό της χώρας, των γεγονότων, των αλλαγών, της τέχνης, της λογοτεχνίας και των εκπροσώπων της.
 
Η αρχή των "Σκίτσων" πραγματοποιείται Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022 με μια θαλασσοταραχή, ένα όραμα και την αναμονή ενός τηλεφωνήματος που δεν έγινε. Και το τέλος, μελλοντικό, Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2041, με μια μνήμη φωνής θολωμένης απ΄τον χρόνο, με αναπολήσεις, με την αδυναμία του υποκειμένου να γυρίσει τον χρόνο πίσω και με έναν πικρό, προσωπικό στοχασμό:
 
Είμαστε δυο γέρικα, αμνησιακά σχεδόν ποταμόπλοια που αγνοούν  το ένα την ύπαρξη του άλλου, αφημένα σ' ένα ποτάμι που μας παρασέρνει αργά προς τη θάλασσα. Κυλάμε ήσυχα, σχεδόν παραιτημένα, αφήνοντας πίσω μας μια λευκή γραμμή αφρού. Και παραδόξως, ορίζοντας δεν υπάρχει. (σελ. 264)
 
Και στο ενδιάμεσο, μήνες, μέρες, χρόνια, χρονολογίες, όλα ακατάτακτα, χωρίς σειρά κι όμως τα αποσπάσματα των  καταγραφών και του στοχαστικού, ημερολογιακού, άκρως συγκινητικού και ανθρώπινου λόγου του Αγγελή, ενώ δεν ακολουθούν μια παραδοσιακή γραμμική πορεία, δένουν αρμονικά και οργανικά μεταξύ τους και θα μπορούσαν να αποτελούν τις ρίζες, τον κορμό και τα φυλλώματα ενός στοχαστικού - (αυτο) βιογραφικού μυθιστορήματος, από εκείνα που πέφτουν σαν καταπραϋντική βροχή στην διψασμένη καρδιά του αναγνώστη.
 
Στο ενδιάμεσο, λοιπόν, περνούν σκιές, φιγούρες, φωνές και σώματα προσώπων και ιστοριών, περνούν πλάνα και φωτογραφίες επιστροφών ήττας από εξιδανικευμένους, ανυπεράσπιστους έρωτες, ζωής που προχωρά με ασταθή βηματισμό, μακρινών θαλασσών και ονείρων.
 
Παρελαύνουν νικητές και ηττημένοι, μικροί θεοί και κρυμμένοι δαίμονες, ποιητές, συγγραφείς κι επαναστάτες, ψυχές φλεγόμενες και μέτωπα σε πυρετό, ταινίες, μουσικές, αναγνώσεις, η πίστη - η βαθιά πίστη -, η επαγγελματική εκπαιδευτική και ποιητική πορεία του Αγγελή.   Γη και ουρανός σε πορφυρές αποχρώσεις, θάλασσες και στεριές, χώμα μετά τη βροχή στη επαρχία και άσφαλτος που αχνίζει μοναξιά στη μεγαλούπολη, σκέψεις που υψώνονται μαζί με τον καπνό των τσιγάρων, θάλασσα που γελά σαν παιδί και θάλασσα που θρηνεί βουβή και μόνη απέναντι στον θλιμμένο εαυτό της. Η βροχή στο κεφάλι του σκύλου, η τέχνη -πάντα η τέχνη- που πρωτοστατεί και θεραπεύει, οι θάνατοι, τα περιοδικά (Νέα Εστία, Ευθύνη, Πάροδος, Το Δέντρο, Φρέαρ), ο ουρανός που αναβοσβήνει, η πανδημία, η έλλειψη προοπτικής, ο Ηλίας Λάγιος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο πρόωρα χαμένος Δημήτρης Ελευθεράκης, ο Γιάννης Αντιόχου, ο Δ. Παπαδίτσας με το χαμηλωμένο του φως, ο Σταμάτης Πολενάκης, ο εκδότης Κώστας Τσιρόπουλος, ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος και το "Σιωπηλό σύνορό" του.
 
Η παρηγοριά της λογοτεχνίας και των ιερών κειμένων, οι συγκλονιστικές οδηγίες προς ένα νέο ποιητή, οι "ασθένειες" της εποχής μας, οι νάρκες της καθημερινότητας, η πολιτική, η απώλεια του έρωτα, η διάχυτη σκοτεινή ομίχλη του ερωτισμού. Στοχασμοί για την άγνοια της ομορφιάς που μας περιβάλλει, άγνοιας  λόγω του μαύρου ναρκισσισμού μας, λόγω της τάσης μας να επιδεικνύουμε τα τραύματά μας σαν καλογυαλισμένα παράσημα.
 
Ο Αγγελής σταχυολογεί προσωπικές μνήμες των τελευταίων περίπου 40 ετών, δημιουργεί μικρές ιστορίες προσώπων που δεν πρόλαβαν να δημιουργήσουν τις μικρές και μεγάλες δικές τους. Προβληματίζεται (και προβληματίζει) σχετικά με το για ποιό λόγο να γράφει και να εκδίδει κανείς σ' αυτή τη χώρα και εκεί έρχεται ξανά η τέχνη και το φως της και νικούν φανερά σκοτάδια και κρυμμένους δράκους. Κάνει έναν απολογισμό για όσα έπραξε στην πορεία του εως σήμερα. Και, ναί: έγραψε, έγραψε πολύ.
 
Σιδερώνοντας τις λέξεις που δεν του χαρίστηκαν, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ΄τον κρόταφο και τα δάκρυα που πήραν να στεγνώσουν στις άκρες των ματιών του, έχοντας πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο και σ' ό,τι τον κρατά ζωντανό, συνομιλώντας με το παρελθόν που γίνεται παρόν και μέλλον, συνομιλώντας με την ποίηση και το χάδι μιας / κάθε έναστρης νύχτας, προσπαθώντας να στηρίξει μια βροχή πάνω σε μια ομπρέλα.
 
"Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας": κείμενα κάποια εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες και ενώθηκαν με άλλα νεότερα και ανέκδοτα και αποτελούν το σπουδαία περιεχόμενα αυτού του φροντισμένου τόμου με το εντυπωσιακό έργο του Αλέκου Κυραρίνη στο εξώφυλλο. Και το αποτέλεσμα, έφτασε στα χέρια μας σαν δώρο μεγάλης αξίας, σαν αγκαλιά και θεραπεία.
 
Σχεδίασμα άτυπης (αυτο) βιογραφίας, χρονικό της πορείας του ποιητή Αγγελή από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, τις σπουδές και την καριέρα, μια μαρτυρία λυρικά αποκαλυπτικής ημερολογιακής καταγραφής. Ένα βιβλίο που δεν μπαίνει στο ράφι μετά το τέλος της ανάγνωσης (αφού το τέλος του προκαλεί για μια νέα αρχή, για ένα τυχαίο ξεφύλλισμα, για μια εκ νέου βαθύτερη ανάγνωση - μελέτη αποσπασμάτων που σε άφησαν με το στόμα ανοιχτό) παρά παίρνει μια μόνιμη θέση δίπλα στο κομοδίνο, πλάι στο μαξιλάρι (σου / μου / μας) σαν προσευχητάρι ανθρωπισμού, ζωής, εργαλείου γλώσσας και έκφρασης, λογοτεχνίας, προσδοκιών, μικρών καθημερινών αναστάσεων.


Εκδόσεις  Πόλις